Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας
Η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας[1] (γαλλικά: Comité de salut public)—ιδρυθείσα τον Απρίλιο του 1793 από τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση και μετέπειτα ανασχηματισμένη τον Ιούλιο του 1793—αποτελούσε την de facto εκτελεστική εξουσία στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τρόμου (1793–94), που αποτελούσε φάση της Γαλλικής Επανάστασης. Η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας διαδέχθηκε την προγενέστερη Επιτροπή Γενικής Άμυνας (ιδρυθείσα στον Ιανουάριο του 1793) και ανέλαβε τον ρόλο της προστασίας της νεοϊδρυθείσας δημοκρατίας έναντι ξένων επιθέσεων και εσωτερικών ανταρσιών. Ως πολεμικό μέτρο, η Επιτροπή—που αποτελούνταν αρχικά από εννέα, και στη συνέχεια δώδεκα, μέλη—κατέλαβε ευρείες εποπτικές εξουσίες στις στρατιωτικές, δικαστικές και νομοθετικές προσπάθειες. Αποτελούσε διοικητικό όργανο το οποίο επέβλεπε και διευκόλυνε το έργο των εκτελεστικών οργάνων της Συνέλευσης και των κυβερνητικών υπουργών που οριζόταν από τη Συνέλευση. Καθώς η Επιτροπή προσπάθησε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους του συνασπισμού των Ευρωπαϊκών εθνών και τις αντιεπαναστατικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας, γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή.
Τον Ιούλιο του 1793, μετά την ήττα των Γιρονδίνων στη Συνέλευση, ο επιφανής ηγέτης των ριζοσπαστών Ιακωβίνων, Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, έγινε μέλος της Επιτροπής. Η ισχύς της Επιτροπής κορυφώθηκε μεταξύ Αυγούστου 1793 και Ιουλίου 1794. Τον Δεκέμβριο του 1793, η Επιτροπή κατείχε εκτελεστική ισχύ έναντι της Επιτροπής.
Μετά την εκτέλεση του Ροβεσπιέρου τον Ιούλιο του 1794, αρχίζει μια αντιδραστική περίοδος κατά της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Είναι γνωστή ως Θερμιδοριανή Αντίδραση, μιας και η πτώση του Ροβεσπιέρου από την εξουσία προκλήθηκε κατά τον Επαναστατικό μήνα του Θερμιντόρ. Η επιρροή της Επιτροπής μειώθηκε, και αυτή διαλύθηκε το 1795.
Καταβολές και εξέλιξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επιτροπή συζητήσεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 5 Απριλίου 1793, ο διοικητής του Γαλλικού στρατού και πρώην υπουργός πολέμου Στρατηγός Σαρλ Φρανσουά Ντυμουριέ λιποτάκτησε στην Αυστρία, μετά τη δημοσίευση μιας εμπρηστικής επιστολής στην οποία απειλούσε πως θα κατεύθυνε το στράτευμα του στην πόλη του Παρισιού εφόσον η Συμβατική Εθνοσυνέλευση δεν συναινούσε στην ηγεσία του. Η είδηση της λιποταξίας του προκάλεσε συναγερμό στο Παρίσι, όπου φοβόταν την επικειμένη ήττα από τους Αυστριακούς και τους συμμάχους τους. Υπήρχε η ευρεία πεποίθηση πως η επαναστατική Γαλλία ήταν σε άμεσο κίνδυνο, και δεν απειλούνταν μόνο από τους ξένους στρατούς και τις πρόσφατες αντιεπαναστατικές ανταρσίες στη Βανδέα, αλλά επίσης και από ξένους πράκτορες που σχεδίαζαν την καταστροφή του έθνους στο εσωτερικό.[2]
Η προδοσία της επαναστατικής κυβέρνησης από τον Ντυμουριέ προσέθεσε περισσότερο φόβο στην πεποίθηση αυτή. Υπό το πρίσμα αυτής της απειλής, ο ηγέτης των Γιρονδίνων Μαξιμίν Ισνάρ πρότεινε τη δημιουργία εννεαμελούς Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Ο Ισνάρ υποστηρίχθηκε στην προσπάθεια αυτή από τον Ζωρζ Νταντόν, ο οποίος ανέφερε: «Αυτή η Επιτροπή είναι αυτό ακριβώς που θέλουμε, μια χείρα για να κρατά το όπλο του Επαναστατικού Δικαστηρίου».[2]
Η Επιτροπή σχηματίστηκε επισήμως στις 6 Απριλίου 1793. Ήταν στενά συνδεδεμένη με την ηγεσία του Νταντόν, και αρχικά αποκαλούνταν «Επιτροπή του Νταντόν».[3] Ο Νταντόν καθοδήγησε την Επιτροπή κατά την Εξέγερση της 31ης Μαΐου - 2ας Ιουνίου 1793 που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των Γιρονδίνων, και την εντατικοποίηση του πολέμου στη Βανδέα. Όμως, όταν η Επιτροπή ανασχηματίστηκε στις 10 Ιουλίου, ο Νταντόν δεν ήταν μέρος της. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε να υποστηρίζει τη συγκέντρωση της εξουσίας στην Επιτροπή.[4]
Στις 27 Ιουλίου 1793, ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος εξελέγη στην Επιτροπή. Την εποχή αυτή, η Επιτροπή εισερχόταν σε μια πιο ισχυρή και ενεργή φάση, η οποία την έκανε de facto δικτατορία παράλληλα με τον ισχυρό εταίρο της, την Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας. Στον ρόλο της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας περιλαμβανόταν ο έλεγχος του πολέμου (μαζί με τον ορισμό των στρατηγών), ο ορισμός δικαστών και ενόρκων στο Επαναστατικό Δικαστήριο,[5] η τροφοδοσία του στρατού και του πλήθους, η διατήρηση της δημόσιας τάξης και η επίβλεψη της γραφειοκρατίας του δημοσίου.[6]
Η Επιτροπή ήταν επίσης υπεύθυνη για την ερμηνεία και την εφαρμογή των ψηφισμάτων της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, και συνεπώς την εφαρμογή μερικών από των πιο αυστηρών πολιτικών της Βασιλείας του Τρόμου—για παράδειγμα, το ψήφισμα για τη μαζική επιστράτευση, πέρασε στις 23 Αυγούστου 1793, ο Νόμος των Υπόπτων πέρασε στις 17 Σεπτεμβρίου 1793, και ο Νόμος των Ανωτάτων, πέρασε στις 29 Σεπτεμβρίου 1793. Οι ευρείες και κεντρικές εξουσίες της Επιτροπής κωδικοποιήθηκαν από τον Νόμο της Επαναστατικής Κυβέρνησης στις 4 Δεκεμβρίου 1793.
Εκτέλεση των Εμπερτιστών και των Νταντονιστών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 5 Δεκεμβρίου 1793, ο δημοσιογράφος Καμίλ Ντεμουλέν ξεκίνησε την έκδοση της Le Vieux Cordelier, εφημερίδας που αρχικά στόχευε—με την έγκριση του Ροβεσπιέρου και της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας[7]—κατά της φατρίας των υπερεπαναστατικών Εμπερτιστών, των οποίων οι ακραίες απαιτήσεις, η αντιθρησκευτική θέρμη, και η κλίση προς ξαφνικές εξεγέρσεις ήταν προβληματικές για την Επιτροπή. Όμως, ο Ντεμουλέν στράφηκε γρήγορα κατά της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και της Επιτροπής Γενικής Ασφάλειας, συγκρίνοντας το βασίλειο τους με αυτό των Ρωμαίων τυράννων όπως εξιστορείται από τον Τάκιτο, και ερμηνεύοντας τις «επιεικείς» απόψεις της φατρίας των Νταντονιστών.
Επομένως, αν και οι Εμπερτιστές συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν τον Μάρτιο του 1794, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας και η Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας διασφάλισαν πως επίσης έπρεπε να συλληφθούν και οι Ντεμουλέν και Νταντόν. Ο Ερώ ντε Σεσέλ—φίλος και σύμμαχος του Νταντόν—εκδιώχθηκε από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, συνελήφθη και δικάστηκε μαζί τους. Στις 5 Απριλίου 1794, οι Νταντονιστές εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα.
Επιτροπή διακυβέρνησης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εξάλειψη των Εμπερτιστών και των Νταντονιστών κατέστησαν εμφανή την ισχύ των επιτροπών, μιας και είχαν τη δυνατότητα ελέγχου και αποσιώπησης της αντιπολίτευσης. Η δημιουργία, τον Μάρτιο του 1794, ενός «Γραφείου Γενικής Αστυνομίας»—που πραγματοποιούσε ονομαστικές αναφορές στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, και σπανιότερα αμέσως στον Ροβεσπιέρο και τον στενότερο συνεργάτη του, Λουί Αντουάν ντε Σαιντ-Ζυστ—λειτούργησε για την αύξηση της εξουσίας της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, και του Ροβεσπιέρου του ίδιου.
Ο Νόμος της 22ας Πρεριάλ, ο οποίος προτάθηκε από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας και θεσπίστηκε στις 10 Ιουνίου 1794, προχώρησε ακόμη περισσότερο στην εγκαθίδρυση του αυστηρού ελέγχου του Επαναστατικού Δικαστηρίου και σημαντικότερα, των Επιτροπών Κοινής Σωτηρίας και Γενικής Ασφάλειας. Ο νόμος απαριθμούσε πολλές μορφές δημόσιων εχθρών, κάνοντας υποχρεωτική την καταγγελία τους, και περιόρισε σε σημαντικό βαθμό τις νομικές προσφυγές που διέθεταν οι κατηγορούμενοι. Η τιμωρία για όλα τα εγκλήματα σύμφωνα με το Νόμο της 22ης Πρεριάλ ήταν ο θάνατος. Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου μέχρι τη πτώση του Ροβεσπιέρου στις 27 Ιουλίου, περισσότεροι άνθρωποι καταδικάστηκαν σε θάνατο παρά σε όλο το προηγούμενο διάστημα ύπαρξης του Επαναστατικού Δικαστηρίου.[8]
Όμως, αν και η Βασιλεία του Τρόμου έφτασε στο αποκορύφωμα της, και μαζί της η πολιτική εξουσία της Επιτροπής, η διχόνοια αυξανόταν εντός της επαναστατικής κυβέρνησης. Μέλη της Επιτροπής Γενικής Ασφάλειας μνησικακούσαν κατά της αυταρχικής συμπεριφοράς της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, και πιο συγκεκριμένα μέσω επέμβασης του Γενικού Αστυνομικού Γραφείου κατ' εντολήν τους.[9] Οι διαφωνίες εντός της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας έγιναν τόσο βίαιες που οδήγησαν στη μετακίνηση των συνελεύσεων της σε ιδιωτικό χώρο για να προφυλάξουν την ψευδαίσθηση της συμφωνίας τους.[10] Ο Ροβεσπιέρος, θερμός υποστηρικτής της μονοθεϊστικής Λατρείας του Ανωτάτου Όντος, ερχόταν συχνά σε αντιπαράθεση με αντιθρησκευόμενα μέλη της Επιτροπής όπως ο Κολό ντ'Ερμπουά και ο Μπιλώ-Βαρέν. Επιπλέον, οι ολοένα και συχνότερες μακρές απουσίες του Ροβεσπιέρου από την επιτροπή λόγω ασθενειών (έπαψε να παραβρίσκεται τον Ιούνιο του 1794) δημιούργησαν την εντύπωση πως είχε απομονωθεί και πως ήταν εκτός επαφής.
Πτώση της Επιτροπής και επακόλουθα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν έγινε γνωστό, στα μέσα Ιουλίου 1794, πως ο Ροβεσπιέρος και ο Σαιντ-Ζυστ σχεδίαζαν επίθεση κατά των πολιτικών τους αντιπάλων Ζοζέφ Φουσέ, Ζαν-Λαμπέρ Ταλιέν και Μαρκ-Ζιλόμ Αλεξίς Βαντιέ (οι δύο τελευταίοι εξ αυτών ήταν μέλη της Επιτροπής Γενικής Ασφάλειας), η εύθραυστη εκεχειρία εντός της κυβέρνησης διαλύθηκε. Ο Σαιντ-Ζυστ και ένας εταίρος του, μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, ο Μπερτράν Μπαρέρ προσπάθησαν να διατηρήσουν την ειρήνη μεταξύ των Επιτροπών Κοινής Σωτηρίας και Γενικής Ασφάλειας. Όμως, στις 26 Ιουλίου, ο Ροβεσπιέρος πραγματοποίησε ομιλία στη Συμβατική Συνέλευση στην οποία έδωσε έμφαση στην ανάγκη «εκκαθάρισης» των Επιτροπών και «διάσπασης όλων των φατριών».[11] Σε ομιλία στη Λέσχη των Ιακωβίνων τη νύχτα αυτή, επιτέθηκε στον Κολό ντ'Ερμπουά και τον Μπιλώ-Βαρέν, οι οποίοι είχαν αρνηθεί να επιτρέψουν την εκτύπωση και τη διανομή της ομιλίας του στην Εθνοσυνέλευση.
Την επόμενη μέρα, 27 Ιουλίου 1794 (ή 9 Θερμιντόρ κατά το Επαναστατικό ημερολόγιο), ο Σαιντ-Ζυστ άρχισε να διανέμει ομιλία στην Εθνοσυνέλευση με την οποία είχε σχεδιάσει να καταγγείλει τον Κολό ντ'Ερμπουά, τον Μπιλώ-Βαρέν και άλλα μέλη της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Όμως, διακόπηκε σχεδόν αμέσως από τον Ταλιέν και τον Μπιλώ-Βαρέν, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Σαιντ-Ζυστ πως είχε σκοπό να «δολοφονήσει την Εθνοσυνέλευση».[12] Οι Μπαρέρ, Βαντιέ και Στάνισλας Φρέρον συμμετείχαν στις κατηγορίες κατά των Σαιντ-Ζυστ και Ροβεσπιέρου. Διετάχθη η σύλληψη του Ροβεσπιέρου, του αδελφού του Αυγουστίνου, και του Σαιντ-Ζυστ, μαζί με αυτές των υποστηρικτών τους, Φιλίπ Λε Μπα και Ζωρζ Κουτόν.
Επακολούθησε περίοδος έντονης πολιτικής αναταραχής, κατά την οποία τα μέλη των Επιτροπών Κοινής Σωτηρίας και Γενικής Ασφάλειας αναγκάστηκαν να βρουν υπόθαλψη στη Συνέλευση. Οι αδελφοί Ροβεσπιέροι, ο Σαιντ-Ζυστ, ο Λε Μπα και ο Κουτόν βρήκαν κρησφύγετο στο Οτέλ ντε Βιλ (Hôtel de Ville), προσπαθώντας να υποκινήσουν μια εξέγερση. Τελικά, αντιμετωπίζοντας την ήττα και τη σύλληψη, ο Λε Μπα αυτοκτόνησε. Οι Σαιντ-Ζυστ, Κουτόν και Μαξιμιλιανός και Αυγουστίνος Ροβεσπιέρος συνελήφθησαν και απαγχονίστηκαν στις 28 Ιουλίου.
Η επακόλουθη περίοδος αναστάτωσης, γνωστή ως Θερμιδοριανή Αντίδραση, είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση πολλών εκ των περισσότερων μη δημοφιλών νόμων της βασιλείας του Τρόμου και τη συρρίκνωση της εξουσίας των Επιτροπών Κοινής Σωτηρίας και Γενικής Ασφάλειας. Οι Επιτροπές καταργήθηκαν με το Σύνταγμα του Έτους Γ΄ (1795), το οποίο σήμανε την ίδρυση του Διευθεντηρίου.
Σύνθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Επιτροπή αποτελούνταν αρχικά από εννέα μέλη, τα οποία επιλεγόταν όλα από τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση για ένα μήνα κάθε φορά χωρίς περιορισμούς επανεκλογής. Τα πρώτα μέλη της, τοποθετημένα στις 6 Απριλίου 1793 ήταν τα ακόλουθα κατά σειρά εκλογής.
Μετά την εκλογή του Ροβεσπιέρου στην Επιτροπή στις 27 Ιουλίου 1793, τα μέλη της Επιτροπής αυξήθηκαν στα δώδεκα. Ο παρακάτω κατάλογος αναπαριστά τα μέλη της Επιτροπής.
Απρίλιος 1793 – Ιούλιος 1793:
Όνομα (Γέννηση-Θάνατος) | Περιοχή | Κόμμα |
---|---|---|
Μπερτράν Μπαρέρ (1755–1841) | Άνω Πυρηναία | Πεδινοί |
Ζαν-Φρανσουά-Μπερτράν Ντελμά (1751–1798) | Ωτ-Γκαρόν | Ορεινοί |
Ζαν-Ζακ Μπρέαρ (1751–1840) | Σαράντ-Ινφεριέρ | Ορεινοί |
Πιερ-Ζοζέφ Καμπόν (1756–1820) | Ερώ | Ορεινοί |
Ζωρζ Ζακ Νταντόν (1759–1794) | Ωμπ | Ορεινοί |
Ζαν Ντεμπρύ (1760–1834) | Αιν | Ορεινοί |
Ζαν-Φρανσουά Ντελακρουά (1753–1794) | Ερ-ε-Λουάρ | Πεδινοί |
Λουί-Μπερνάρ Γκιτόν ντε Μορβώ (1737–1816) | Κοτ-ντ'Ορ | Γιρονδίνοι |
Ζαν Μπατίστ Τρελάρντ (1742–1810) | Σεν-ε-Ουάζ | Γιρονδίνοι |
Ιούλιος 1793 – Ιούλιος 1794:
Όνομα (Γέννηση-Θάνατος) | Περιοχή | Κόμμα |
---|---|---|
Μπερτράν Μπαρέρ (1755–1841) | Άνω Πυρηναία | Πεδινοί |
Ζακ Νικολά Μπιλώ-Βαρέν (1756–1819) | Σεν | Ορεινοί |
Λαζάρ Καρνό (1753–1823) | Πα-ντε-Καλαί | Πεδινοι |
Ζωρζ Κουτόν (1755–1794) | Πουί-ντε-Ντομ | Ορεινοί |
Κλοντ Αντουάν (1763–1832) | Κοτ-ντ'Ορ | Ορεινοί |
Ζαν-Μαρί Κολό ντ'Ερμπουά (1749–1796) | Σεν | Ορεινοί |
Ρομπέρ Λεντέ (1746–1825) | Ερ | Ορεινοί |
Πιερ Λουί Πριέρ (1756–1827) | Μαρν | Ορεινοί |
Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος (1758–1794) | Σεν | Ορεινοί |
Ζαν Μπον Σαιντ-Αντρέ (1749–1813) | Λο | Ορεινοί |
Λουί Αντουάν Λεόν ντε Σαιν Ζυστ (1767–1794) | Αιν | Ορεινοί |
Μαρί-Ζαν Ερώ ντε Σεσέλ (1759–1794) | Σεν-ε-Ουάζ | Ορεινοί |
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Γαλλοελληνικό Λεξικό Πατάκης – Larousse. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Ιούλιος 2012. σελ. 347. ISBN 9789601636221.
- ↑ 2,0 2,1 Belloc (1899), σελ. 210.
- ↑ Mantel (2009).
- ↑ Belloc (1899), σελ. 235.
- ↑ Scurr (2006), σελ. 284.
- ↑ Furet (1992), σελ. 134.
- ↑ Furet (1992), σελ. 141.
- ↑ Scurr (2006), σελ. 328.
- ↑ Scurr (2006), σελ. 331.
- ↑ Scurr (2006), σελ. 340.
- ↑ Madelin (1916), σελ. 418.
- ↑ Madelin (1916), σελ. 422.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Belloc, Hillaire (1899). Danton: A Study. New York: Charles Scribner's Sons.
- Furet, François (1992). Revolutionary France, 1770–1880. Oxford: Blackwell Publishing.
- Linton, Marisa, Choosing Terror: Virtue, Friendship and Authenticity in the French Revolution (Oxford University Press, 2013).
- Madelin, Louis (1916). The French Revolution. New York: G.P. Putnam's Sons.
- Mantel, Hilary (6 August 2009). «He Roared». London Review of Books 3 (15): 3–6. http://www.lrb.co.uk/v31/n15/hilary-mantel/he-roared. Ανακτήθηκε στις 09-05-2017.
- Palmer, R.R. (September 1941). «Fifty Years of the Committee of Public Safety». Journal of Modern History 13 (3): 375–397. https://archive.org/details/sim_journal-of-modern-history_1941-09_13_3/page/375.
- ——— (1970). Twelve Who Ruled: The Year of the Terror in the French Revolution. Princeton: Princeton University Press. ISBN 0-691-05119-4.
- Schama, Simon (1989). Citizens: A Chronicle of the French Revolution. New York: Alfred A. Knopf.
- Scurr, Ruth (2006). Fatal Purity: Robespierre and the French Revolution. New York: Owl Books.