Εθνικό Πάρκο Κρούγερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ)

Συντεταγμένες: 24°0′41.00″S 31°29′7.01″E / 24.0113889°S 31.4852806°E / -24.0113889; 31.4852806

Εθνικό Πάρκο Κρούγερ
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Εθνικό Πάρκο Κρούγερ
24°0′41″S 31°29′7″E
ΧώραΝότια Αφρική
Διοικητική υπαγωγήΜπουμαλάνγκα και Λιμπόπο
Χαρακτηρισμός1926
Έκταση19.623 km²
Υψόμετρο370 μέτρα
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ (αγγλικά: Kruger National Park) είναι προστατευόμενη περιοχή στη Νότια Αφρική και ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια θηραμάτων σε ολόκληρη την Αφρική. Καλύπτει έκταση 19.623 τετραγωνικών χιλιομέτρων στις επαρχίες Λιμπόπο και Μπουμαλάνγκα στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, σε μήκος 360 χιλιομέτρων από βορρά προς νότο και σε πλάτος 65 χιλιομέτρων στη διεύθυνση ανατολή-δύση. Τα γραφεια διοικήσεως βρίσκονται στον οικισμό Σκουκούζα. Περιοχές του προστατεύθηκαν για πρώτη φορά από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία το 1898, ενώ το 1926 έγινε το πρώτο στην ιστορία εθνικό πάρκο της Νότιας Αφρικής.

Σήμερα το πάρκο είναι η μία από τις συνιστώσες του «Μεγάλου Διασυνοριακού Πάρκου του Λιμπόπο», μιας ευρύτερης περιοχής που περιλαμβάνει και το Εθνικό Πάρκο Γκοναρέζου στη Ζιμπάμπουε και με το Εθνικό Πάρκο του Λιμπόπο στη Μοζαμβίκη. Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ έχει εννέα κύριες πύλες.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περισσότεροι από 420 καταγεγραμμένοι αρχαιολογικοί τόποι στο έδαφος του Πάρκου Κρούγερ μαρτυρούν την κατοίκησή του από τον άνθρωπο πολύ πριν από τη νεότερη εποχή. Ωστόσο η πλειονότητά τους κατοικήθηκε για σχετικώς σύντομες χρονικές περιόδους, καθώς τα πολλά σαρκοφάγα ζώα και η μύγα τσε-τσε δυσχέραιναν και περιόριζαν την κτηνοτροφία βοοειδών. Στον λόφο Μαζορίνι γινόταν μεταλλουργία σιδήρου από τους ιθαγενείς μέχρι την εποχή Μφεκάνε τον 18ο αιώνα.

Πριν από τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς η έκταση που σήμερα αποτελεί το πάρκο ήταν μια απομακρυσμένη περιοχή του έσχατου άγριου μέρους της ανατολικής Δημοκρατίας του Τράνσβααλ, κατοικούμενη τότε από λίγους ιθαγενείς Τσόνγκα. Ο τότε πρόεδρος της χώρας αυτής Πάουλ Κρούγερ, ανακήρυξε την έκταση αυτή καταφύγιο για την προστασία των άγριων ζώων. Ο Έιμπελ Τσάπμαν, κυνηγός ο ίδιος αλλά με αγάπη για τη φύση, διεπίστωσε με άλλους κυνηγούς ότι η περιοχή είχε «υπερθηρευθεί» στα τέλη του 19ου αιώνα και φρόντισε να λάβει αυτό το γεγονός ευρύτερη δημοσιότητα. Έτσι το 1895 ο Γιάκομπ Λούις φαν Βυκ εισήγαγε προς συζήτηση στο κοινοβούλιο του Τράνσβααλ μια πρόταση για τη δημιουργία του καταφυγίου θηραμάτων. Η προταθείσα περιοχή εκτεινόταν από τον Ποταμό των Κροκοδείλων έως τον Ποταμό Σάμπι στα βόρεια. Η πρόταση έγινε δεκτή για συζήτηση τον Σεπτέμβριο του 1895 με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου και το αποτέλεσμα ήταν η προαναφερθείσα ανακήρυξη από τον Κρούγερ της δημιουργίας ενός «Κρατικού Πάρκου Αγρίας Ζωής», στις 26 Μαρτίου 1898. Αργότερα έγινε γνωστό ως «Καταφύγιο Θηραμάτων του Σάμπι».

Ο πρώτος υπεύθυνος του πάρκου ήταν ο Αγγλοϊρλανδός Τζέιμς Στήβενσον-Χάμιλτον (James Stevenson-Hamilton, 1867-1957), που ανέλαβε τη θέση το 1902 και παρέμεινε σε αυτή έως το 1946. Το καταφύγιο αντιστοιχούσε μόλις στο νότιο ένα τρίτο του σημερινού πάρκου.[1] Το Καταφύγιο του Σινγκουέζντι, το σημερινό βόρειο τμήμα του Πάρκου Κρούγερ, ανακηρύχθηκε[2] καταφύγιο το 1903. Στις επόμενες δεκαετίες όλες οι φυλές ιθαγενών απομακρύθηκαν από το καταφύγιο, με τους τελευταίους να μετεγκαθίστανται τη δεκαετία του 1960 από το τρίγωνο Παφούρι ή Μακουλέκε (στα βόρεια). Στις 31 Μαΐου 1926 το Καταφύγιο Θηραμάτων του Σάμπι, το Καταφύγιο του Σινγκουέζντι και εκτάσεις αγροκτημάτων συνενώθηκαν, και έτσι δημιουργήθηκε το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ.[3]

Αναμνηστική πλάκα στο Πάρκο. Από καιρού σε καιρό πράγματι σκοτώνονται άνθρωποι από άγρια θηρία, ωστόσο αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο.

Οι πρώτες κάπως μεγάλες ομάδες τουριστών άρχισαν να επισκέπτονται το καταφύγιο από το 1923, αλλά ως μέρος ευρύτερου «τουρ» που διοργάνωνε η Εταιρεία των Σιδηροδρόμων. Σύντομα ωστόσο έγινε το πιο ενδιαφέρον τμήμα του τουρ, γεγονός που χάρισε πολύτιμη στήριξη στην εκστρατεία να μετατραπεί το τότε καταφύγιο Sabie Game Reserve σε εθνικό πάρκο.[4][5]

Τα πρώτα τρία αυτοκίνητα με τουρίστες μπήκαν στο πάρκο το έτος 1927 και ο αριθμός τους «εκτοξεύθηκε» σε 180 το 1928 και σε 850 αυτοκίνητα το 1929.

Το 1959 άρχισαν εργασίες για την πλήρη περίφραξη των συνόρων του πάρκου, με βασικό στόχο τον περιορισμό της διαδόσεως ασθενειών, τη διευκόλυνση της φυλάξεως των συνόρων και τον περιορισμό της λαθροθηρίας.[4] Το έργο ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα.

Το 1996 η φυλή Μακουλέκε υπέβαλε αίτηση διεκδικήσεως γης για έκταση 198,42 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο Παφούρι, το βορειότερο μέρος του Πάρκου.[6] Η γη τελικώς επιστράφηκε στη φυλή, ωστόσο τα μέλη της επέλεξαν να μην επανεγκατασταθούν εκεί, αλλά να επενδύσουν στον τουρισμό σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας: κτίσθηκαν αρκετοί ξενώνες, από τους οποίους τα μέλη της φυλής προσπορίζονται δικαιώματα.[7][8]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα Καταφύγια Κλαζέρι, Όλιφαντς και Μπαλούλε, εκτάσεως συνολικά 4.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενσωματώθηκαν στο Πάρκο Κρούγερ. Την επόμενη δεκαετία, το 2002, το Πάρκο Κρούγερ ενσωματώθηκε στο «Μέγα Διασυνοριακό Πάρκο του Λιμπόπο», που περιλαμβάνει και το Εθνικό Πάρκο Γκοναρέζου στη Ζιμπάμπουε και με το Εθνικό Πάρκο του Λιμπόπο στη Μοζαμβίκη.[3]

Θέση και γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ποταμός Ούλιφαντς

Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνιά του κράτους της Νότιας Αφρικής[1], καταλαμβάνοντας τα ανατολικά μέρη των Επαρχιών Λιμπόπο και Μπουμαλάνγκα. Η Φαλαμπόρουα της Λιμπόπο είναι η μόνη πόλη της Ν. Αφρικής που συνορεύει με το Πάρκο. Το Κρούγερ είναι ένα από τα μεγαλύτερα Εθνικά Πάρκα σε ολόκληρο τον κόσμο, με έκταση 19.623 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μήκος 360 χιλιόμετρα από βορρά προς νότο[1] και μέσο πλάτος 65 χιλιόμετρα στη διεύθυνση ανατολή-δύση.[3] Ωστόσο το μέγιστο πλάτος του ανέρχεται σε 90 χιλιόμετρα στη νότια απόληξή του.[1]

Στα βόρεια και νότια του πάρκου δύο ποταμοί, ο Λιμπόπο και ο Ποταμός των Κροκοδείλων αντιστοίχως, χρησιμεύουν ως φυσικά σύνορά του. Στα ανατολικά, τα όρη Λεμπόμπο το χωρίζουν από τη Μοζαμβίκη. Το δυτικό σύνορο του Πάρκου είναι επίσης παράλληλο με την οροσειρά αυτή. Το πάρκο έχει ελάχιστο υψόμετρο 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (ανατολικά) και μέγιστο 840 μέτρα στα νοτιοδυτικά, κοντά στο Μπεργκ-εν-Νταλ (η κορυφή του λόφου Χαντζαλίβε). Αρκετοί είναι οι ποταμοί που διατρέχουν το Πάρκο, ρέοντας από τα δυτικά προς ανατολικά, όπως οι δύο προαναφερθέντες, ο Σάμπι, ο Ούλιφαντς, ο Λετάμπα και ο Λεβούμπου ή Λεβούβχου. Ο τελευταίος σχηματίζει το φαράγγι Λάνερ, που έχει βάθος έως και 150 μέτρα.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κλίμα στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ είναι συνδυασμός υποτροπικού και τροπικού κλίματος, θερμό ημίξηρο (BSh) κατά την κλιματική ταξινόμηση Κέππεν. Η εποχή των βροχών διαρκεί από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τον Μάιο, ωστόσο η ετήσια μέση βροχόπτωση είναι περίπου ίση με εκείνη της Ελλάδας, κυμαινόμενη από 561 χιλιοστόμετρα στη Σκουκούζα (νότια) έως 411 στο Παφούρι (βόρεια). Εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως του Πάρκου, το κλίμα του παρουσιάζει διαφορές από μέρος σε μέρος του: στα νότια η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 2 έως 3 βαθμοί C χαμηλότερη από όσο στο Παφούρι.

Χλωρίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φυτική ζωή του Πάρκου διακρίνεται σε 4 βασικές περιοχές, καθοριζόμενες τόσο από το κλίμα, όσο και από το γεωλογικό υπόστρωμα:

  • Το βορειοανατολικό μέρος του πάρκου καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση τύπου μοπάνε (όπου δηλαδή το μόνο δέντρο είναι το χαμηλό Colophospermum mopane).
  • Το δυτικό μέρος βορείως του ποταμού Ούλιφαντς καλύπτεται από παρόμοια βλάστηση, στην οποία όμως εκτός του μοπάνε υπάρχει και το θαμνόδενδρο Combretum apiculatum.
  • Στο δυτικό μέρος νοτίως του Ούλιφαντς, άλλα είδη του γένους Combretum συνδυάζονται με είδη ακακίας και δέντρα «μαρούλα» (Sclerocarya caffra). Οι ακακίες κυριαρχούν κατά μήκος των ρυακιών και ποταμών, ενώ οι θάμνοι είναι πυκνότεροι.
  • Το ανατολικό μέρος νοτίως του Ούλιφαντς είναι η κατεξοχήν περιοχή βοσκήσεως, με άφθονη «ερυθρά χλόη» (είδος Themeda triandra) και το λεγόμενο «βουβαλόχορτο» (Megathyrsus maximus ή Panicum maximum). Τα κυριότερα δέντρα εδώ είναι τα είδη Acacia nigrescens, Combretum imberbe και Sclerocarya caffra.

Πέραν αυτών, υπάρχουν μικρές εκτάσεις στο Πάρκο με ξεχωριστή βλάστηση, όπως το Πρετόριουσκοπ και το όρος Μαλελάνε, που δέχονται περισσότερες βροχοπτώσεις και στα οποία αφθονεί το πλατύφυλλο δέντρο Terminalia sericea. Οι ημιαμμώδεις εκτάσεις στα βορειοανατολικά του Πούντα Μαρία είναι εξίσου διάκριτες, με μεγάλη ποικιλία χλωρίδας, όπως και οι γεμάτοι θάμνους λόφοι κατά μήκος του ποταμού Λεβούβχου.

Πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θηλαστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ομάδα λιονταριών πάνω σε τουριστικό δρόμο

Και τα «πέντε μεγάλα θηράματα» υπάρχουν στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ, το οποίο φιλοξενεί περισσότερα είδη μεγάλων θηλαστικών από οποιοδήποτε άλλο καταφύγιο θηραμάτων της Αφρικής, συγκεκριμένα 147 είδη. Υπάρχουν κάμερες σε πολλά μέρη του πάρκου για την παρακολούθηση των μεγάλων ζώων του.[9]

Ο πληθυσμός των ελεφάντων το 2004 είχε αυξηθεί σε 11.670, το 2006 σε περίπου 13.500 και το 2012 σε 16.900. Ωστόσο όλο το Πάρκο ίσως να μη μπορεί να συντηρήσει μακροπρόθεσμα περισσότερους από 8 χιλιάδες ελέφαντες περίπου. Οι ελέφαντες σαφώς μεταβάλλουν την πυκνότητα της βλαστήσεως στο Πάρκο, η διοίκηση του οποίου πειραματίσθηκε με μεθόδους αντισύλληψης στους ελέφαντες ήδη από το 1995, αλλά αυτό αντιμετώπισε προβλήματα αναστατώσεως των κοπαδιών. Το Πάρκο διατηρεί αυστηρά τα μέτρα κατά της λαθροθηρίας για όλα τα ζώα, ιδίως για τους ρινόκερους.

Στο Πάρκο Κρούγερ διασώζονται κοπάδια από το κινδυνεύον είδος του αφρικανικού άγριου σκύλου, του οποίου θεωρείται ότι απομένουν μόλις περί τα 400 άτομα σε ολόκληρη τη Νότια Αφρική.[10]

Σύμφωνα με την καταμέτρηση του 2010, στο Πάρκο υπήρχαν 590-660 μαύροι ρινόκεροι (το ένα έκτο του παγκόσμιου πληθυσμού), 37.500 αγριοβούβαλοι, 1.600 λιοντάρια, χίλιες λεοπαρδάλεις, 120 γατόπαρδοι, 9 χιλιάδες καμηλοπαρδάλεις, 3.500 ύαινες, 26.500 ζέβρες και 120 χιλιάδες ιμπάλα.

Ορνιθοπανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μάλλον ομοιόμορφη κατανομή ειδών πτηνών υπάρχει στις νότιες και κεντρικές περιοχές του Πάρκου, ενώ μικρότερη είναι η ποικιλία ειδών στα βόρεια. Τα περισσότερα είδη αναπαράγονται το καλοκαίρι, όταν οι βροχές παρέχουν περισσότερη τροφή, αλλά τα μεγαλύτερα αρπακτικά αναπαράγονται τον χειμώνα, όταν η λεία τους είναι πιο εκτεθειμένη. Από τα 517 είδη πτηνών που έχουν παρατηρηθεί στο Πάρκο Κρούγερ τα 253 είναι μόνιμοι κάτοικοι, τα 117 αποδημητικά που δεν αναπαράγονται εδώ και τα 147 νομαδικά.

Τα είδη είναι κυρίως τροπικά, όπως ο πελαργός του είδους Anastomus lamelligerus, ο νεκροσύρτης, το γεράκι Falco dickinsoni, το Vanellus albiceps, ο παπαγάλος Poicephalus fuscicollis, ο κούκος Centropus senegalensis, ο Eurystomus glaucurus, ο βυκανιστής, το τροπικό μπούμπου (Laniarius aethiopicus), η Lamprotornis mevesii και η Chalcomitra senegalensis. Περί τα 30 είδη υδρόβιων πτηνών εξαρτώνται πλήρως από τα ποτάμια ή τις μικρές τεχνητές λίμνες του Πάρκου για την επιβίωσή τους[11], όπως τα Podica senegalensis, Gorsachius leuconotus και Burhinus vermiculatus. Κάποια άλλα περιορίζονται στην παρόχθια πυκνότερη βλάστηση, όπως τα Accipiter tachiro, Guttera pucherani, Pternistis natalensis, Apaloderma narina, Scotopelia peli και Platysteira peltata. Αυτό το ενδιαίτημα πλήττεται συχνά από την ξηρασία[12] ή και πλημμύρες.

Άλλα ζώα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Πάρκο Κρούγερ κατοικείται από 126 είδη[13] ερπετών, μεταξύ των οποίων το μαύρο μάμπα, ο αφρικανικός βραχοπύθωνας και 3 έως 4 χιλιάδες κροκόδειλοι. Η γνώση όμως των πυκνοτήτων πληθυσμού και των κατανομών των ερπετών περιορίζεται από διάφορους παράγοντες.[13] Στο Πάρκο έχουν βρεθεί και 33 είδη αμφίβιων[14], καθώς και 50 είδη ψαριών. Ένας καρχαρίας του Ζαμβέζη (Carcharhinus leucas) ψαρεύτηκε στη συμβολή των ποταμών Λιμπόπο και Λουβούμπου τον Ιούλιο του 1950 (οι καρχαρίες αυτοί μπορούν να ζουν στο γλυκό νερό και να ταξιδεύουν σε μεγάλο μήκος ποταμών όπως ο Λιμπόπο).[15]

Από πλευράς εντόμων, έχουν καταγραφεί στο Πάρκο 219 διαφορετικά είδη εσπερίδων και άλλων πεταλούδων.[16] Μόνο από το γένος Charaxes[17] έχουν καταγραφεί 12 είδη.[18] Τα γένη Papilio και Acraea αντιπροσωπεύονται επίσης ισχυρά, με περίπου 10 και 15 είδη αντιστοίχως.[18] Ο συνολικός αριθμός ειδών λεπιδόπτερων στο Πάρκο είναι άγνωστος, αλλά θα μπορούσε να υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες. Ο «σκόρος του μοπάνε» Gonimbrasia belina στο βόρειο ήμισυ του Πάρκου είναι ένα από τα γνωστότερα, και κάποιες φορές έχουν δοθεί άδειες σε κοινότητες ιθαγενών έξω από το Πάρκο να μπουν και να συλλέξουν τις κάμπιες του.[19][20][21] Το Πάρκο φιλοξενεί μεγάλη ποικιλία από τερμίτες, με 22 καταγεγραμμένα γένη, και μπορεί κάποιος να δει μεγάλες φωλιές των γενών Macrotermes, Cubitermes, Amitermes, Odontotermes και Trinervitermes.[22] Μέσα σε φωλιές τερμιτών στο Πάρκο ανακαλύφθηκε ένα νέο είδος ονισκώδους, το Ctenorillo meyeri.[23] Υπάρχουν και πολλά είδη κουνουπιών, μεταξύ των οποίων και εννέα του γένους ανωφελής, που μεταδίδουν την ελονοσία.[24]

Μέχρι το 2018 είχαν καταγραφεί 350 είδη αραχνών και σκορπιών στο Πάρκο.[25]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Foxcroft, Llewellyn C.; Richardson, D.M.; Wilson, J.R. (2008). «Ornamental Plants as Invasive Aliens: Problems and Solutions in Kruger National Park, South Africa». Environmental Management 41 (1): 32-51. doi:10.1007/s00267-007-9027-9. PMID 17943344. Bibcode2008EnMan..41...32F. https://archive.org/details/sim_environmental-management_2008-01_41_1/page/32. 
  2. McNeely, Jeffrey A., International Union for Conservation of Nature and Natural Resources, 2001, The Great Reshuffling, IUCN, (ISBN 2-8317-0602-5).
  3. 3,0 3,1 3,2 Kruger National Park Αρχειοθετήθηκε 31 October 2008 στο Wayback Machine., ιστότοπος του «Lonely Planet», σελ. 468
  4. 4,0 4,1 Bulpin, T.V.: Treasury of Travel Series: Kruger National Park, Creda Press, 1974
  5. Pienaar, U. de V.: Neem uit die Verlede, Sigma Pers, 1990
  6. «COMMISSION ON THE RESTITUTION OF LAND RIGHTS MEDIA STATEMENT ON A CLAIM BY THE MAKULEKE TRIBE ON A PORTION OF THE KRUGER NATIONAL PARK AND OTHER AREAS». South African Commission on Restitution of Land Rights. 6 Αυγούστου 1996. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009. 
  7. Siyabona Africa (2007). «Pafuri Camp». Kruger Park. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2007. 
  8. Siyabona Africa (2007). «Outpost». Kruger Park. 
  9. «SANParks - Nature Conservation, Accommodation, Activities, Reservations». sanparks.org. 
  10. C. Michael Hogan (2009): Painted Hunting Dog: Lycaon pictus, GlobalTwitcher.com, επιμ. N. Stromberg Αρχειοθετήθηκε 9 December 2010 στο Wayback Machine.
  11. Petersen, Robin· Riddell, Eddie· Govender, Danny· Sithole, Hendrik· Venter, Jacques· Mohlala, Thabo (2015). «State of the rivers - Kruger National Park» (PDF). sanparks.org. Savanna Science Networking Meeting 2015 – Skukuza, KNP. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2022. 
  12. Pienaar, Danie (SANParks) (20 Ιουνίου 2017). «Kruger National Park – A general introduction» (PDF). biodiversityadvisor.sanbi.org. National Biodiversity Planning Forum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 25 Νοεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2022. 
  13. 13,0 13,1 Barends, Jody M.; Pietersen, Darren W.; Zambatis, Guinevere; Tye, Donovan R.C.; Maritz, Bryan (11 May 2020). «Sampling bias in reptile occurrence data for the Kruger National Park». Koedoe 62 (1). doi:10.4102/koedoe.v62i1.1579. 
  14. Pienaar, Passmore & Carruthers, Die Paddas van die Nasionale Krugerwildtuin. Sigma Press, 1976
  15. Pienaar, U. de V.: «The Freshwater Fishes of the Kruger National Park», Koedoe, τόμ. 11, No. 1 (1968)
  16. Williams, Mark C. «Checklist of the butterflies and skippers of the Kruger National Park» (PDF). sanparks.org. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2018. 
  17. Otto, Herbert. «Butterflies of the KNP». krugerpark.co.za. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019. 
  18. 18,0 18,1 Kloppers, Johan· Van Son, G. (1978). Butterflies of the Kruger National Park. Pretoria: Board of Curators for National Parks. σελίδες 79–84. ISBN 0-86953-021-6. 
  19. «Mopane Worm Harvest». krugerpark.co.za. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019. 
  20. Maota, Ray (20 Δεκεμβρίου 2010). «Mopane worms to alleviate hunger». brandsouthafrica.com. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019. 
  21. Masuku, Dumisile (2012-12-17). «Mopani worms harvested in KNP». News24. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 April 2013. https://web.archive.org/web/20130413012751/http://www.news24.com/Green/News/Mopani-worms-harvested-in-KNP-20121217. Ανακτήθηκε στις 21 January 2019. 
  22. Meyer, Victor W.; Braack, L.E.O.; Biggs, H.C.; Ebersohn, Colleen (Μάρτιος 1999). «Distribution and density of termite mounds in the northern Kruger National Park, with specific reference to those constructed by Macrotermes Holmgren (Isoptera: Termitidae)». African Entomology 7 (1): 123-130. https://www.researchgate.net/publication/259487863. Ανακτήθηκε στις 20 November 2018. 
  23. Taiti, Stefano (2018). «A new termitophilous species of Armadillidae from South Africa (Isopoda: Oniscidea)». Onychium 14: 9-15. https://www.researchgate.net/publication/325110962. Ανακτήθηκε στις 15 September 2019. 
  24. Munhenga, Givemore; Brooke, Basil D.; Spillings, Belinda; Essop, Leyya; Hunt, Richard H.; Midzi, Stephen; Govender, Danny; Braack, Leo και άλλοι. (2014). «Field study site selection, species abundance and monthly distribution of anopheline mosquitoes in the northern Kruger National Park, South Africa». Malaria Journal 13 (1): 27. doi:10.1186/1475-2875-13-27. PMID 24460920. 
  25. Dippenaar-Schoeman et al., 2018

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Carruthers, Jane: The Kruger National Park: A Social and Political History, University of KwaZulu-Natal Press, Natal 1995, ISBN 978-0869809150

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]