Δουκάτο της Καλαβρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Δουκάτο της Καλαβρίας το 533 - 600

Το Δουκάτο της Καλαβρίας ήταν επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην σημερινή Ιταλία, η οποία περιελάμβανε αρχικά τμήματα των τρεχουσών περιοχών της Καλαβρίας και της Απουλίας, και αργότερα μόνο το νότιο τμήμα της σημερινής Καλαβρίας.

Χώρος και γέννηση του δουκάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από έναν σχεδόν εικοσαετή πόλεμο (535-553) ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ (482-565) κατέκτησε την Ιταλία ανατρέποντας το Οστρογοτθικό Βασίλειο, αλλά η εισβολή των Λομβαρδών το 568 έσπασε οριστικά την πολιτική ενότητα της χερσονήσου. Στην πραγματικότητα, σχηματίστηκε ένα Βασίλειο της Λομβαρδίας, με την πρωτεύουσα Παβία, του οποίου η επικράτεια ελέγχεται ως επί το πλείστον από μια εξαιρετικά αυτόνομη αριστοκρατία, η οποία χωρίζει γεωγραφικά τα εδάφη, εκτός τα παράκτια που παρέμειναν στα βυζαντινά χέρια. Ωστόσο, ακόμη και οι διοικητικές υποδιαιρέσεις της Κωνσταντινούπολης είδαν την αυτονομία τους να μεγαλώνει: μεταξύ αυτών το Δουκάτο της Καλαβρίας, με πρωτεύουσα αρχικά το Οτράντο και στη συνέχεια το Ρήγιο, ένα περιφερειακό αστικό κέντρο που βρίσκεται στις ακτές της θάλασσας, κατακτήθηκε το 536 από τα βυζαντινά στρατεύματα με επικεφαλής τον Βελισάριο.

Έτσι, τα ιταλικά εδάφη κατακερματισμένα σε μια σειρά από τοπικούς πυρήνες, μερικοί από τους οποίους άρχισαν να γίνονται αυτόνομοι (Δημοκρατία της Βενετίας, Δουκάτο της Νάπολης, ναυτικές δημοκρατίες της Γκαέτα και Αμάλφι, το Δουκάτο της Ρώμης), με αβέβαια σύνορα) ενώ άλλοι παρέμειναν υπό την Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Εξαρχάτο της Ραβέννας και Θέμα Σικελίας το τελευταίο περιελάμβανε το Δουκάτο της Καλαβρίας).

Το Δουκάτο της Καλαβρίας μεταξύ 533 και 600[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δουκάτο της Καλαβρίας προκύπτει τον 6ο αιώνα περιλαμβάνοντας την περιοχή του Βρουτίου, που είναι η σημερινή περιοχή της Κοζέντζας, με τα εδάφη που εξακολουθούν να ανήκουν στο Σαλέντο (Καλαβρία των Ρωμαίων) των οποίων τα βόρεια σύνορα είχε σχηματιστεί από το λεγόμενο "Μακρύ τείχος των Ελλήνων", ένα είδος αμυντικού τείχους που χτίστηκε για να προστατεύσει τα εδάφη από την απειλή των Λομβαρδών. Έτσι, το όνομα Καλαβρία (που αρχικά χαρακτήρισε τη χερσόνησο του Σαλέντο) άρχισε να χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του Βρουτίου, ενώ το Σαλέντο πήρε το όνομα τέρρα ντ΄Οτράντο και σταδιακά κατακτήθηκε από τους Λομβαρδούς.

Μεταξύ του 8ου και του 9ου αιώνα, τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλία μειώθηκαν προοδευτικά, το 753 ο Λομβαρδός Αστόλφο προσάρτησε διάφορες βυζαντινές περιοχές στις δικές του, ενώ ο Ρέτζιο με μεγάλο μέρος της Καλαβρίας παρέμεινε υπό τη διοίκηση του Βυζαντίου.

Το 732-733 ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ μετέφερε τις επισκοπές των θεμάτων της Σικελίας, στο πλαίσιο των εικονολατρικών αγώνων και ως συνέπεια των αποφάσεων της Εν Τρούλω συνόδου, από την παπική υπακοή σε εκείνη του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Τα εδάφη στα βόρεια της Καλαβρίας, τότε στα χέρια των Λομβαρδών, συνεχίζουν διατηρούν δεσμούς με τη Ρώμη[1].

Προς τις αρχές του 9ου αιώνα, η Βυζαντινή Καλαβρία περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσσα στο Ρήγιο στο Ροσάνο, με την πρωτεύουσα το Ρήγιο. Ενώ το υπόλοιπο βόρειο τμήμα κατακτήθηκε από τον Δούκα του Μπενεβέντο Ρομάλντο Α΄ περίπου το 671[2]. Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ (867-886) έκανε το Ρήγιο τη «μητρόπολη των βυζαντινών εδαφών της νότιας Ιταλίας». Γύρω στο 892 ιδρύθηκε το Θέμα Λογγοβαρδίας, οπότε τα βυζαντινά εδάφη της νότιας Ιταλίας χωρίστηκαν σε δύο θέματα: το Θέμα Λογγοβαρδίας το οποίο περιλάμβανε το Τέρρα ντ΄Οτράντο, με πρωτεύουσα το Μπάρι και το Θέμα Σικελίας, το οποίο περιελάμβανε τη Σικελία και το δουκάτο της Καλαβρίας με πρωτεύουσα το Ρήγιο.

Η μακρά διαμάχη μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 827, με την αραβική επίθεση στη Ματσάρα, η Σικελία έγινε μουσουλμανική επαρχία μέσα σε πενήντα χρόνια και η βυζαντινή κυριαρχία στη νότια Ιταλία ήταν πάντα σε κατάσταση αβεβαιότητας. Ακόμη και το Δουκάτο της Καλαβρίας επηρεάστηκε από αυτήν τη νέα κατάσταση: ομάδες Σαρακηνών στην πραγματικότητα εγκαταστάθηκαν μεταξύ 840 και 842 στις πόλεις Τάραντο και Μπάρι από τις οποίες οι επιδρομές κατευθύνθηκαν προς την Καλαβρία[3]. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο επισφαλής όταν η Τροπέα, η Αμαντέα και η Σάντα Σεβερίνα καταλήφθηκαν από τους Σαρακηνούς. Ένας Βυζαντινός στρατός έφτασε στο Κάπο Κολόνα το 880, ωστόσο, κατέκτησε τη περιοχή Σίλα, τη βόρεια Καλαβρία και την ανατολική Λουκανία μέχρι τον Τάραντα[3], οι πόλεις που καταλήφθηκαν από τους Σαρακηνούς διοικήθηκαν έπειτα από τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά τον πρεσβύτερο[3][4]. Οι κατακτήσεις του στρατηγού μετέφεραν επίσης τα σύνορα Λομβαρδών-Βυζαντινών βόρεια της κοιλάδας του Κράτι. Το 902 ο Ιμπραήμ Β΄ ιμπντ Αχμάντ, εμίρης της Αφρικής, αφού κατέκτησε την Ταορμίνα κατακτά και το Ρήγιο. Ο στόχος του εμίρη, να κατακτήσει ολόκληρο το νότο, εξαφανίζεται με το θάνατό του λίγους μήνες αργότερα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κοζέντσα[5]. Ακολουθεί μια δεκαετία ηρεμίας, που διακόπηκε το 918 με τη κατάληψη του Ρήγιου, τότε ο στρατηγός Ευστάθιος συμφωνεί με το εμιράτο της Σικελίας για την πληρωμή ενός φόρου 22.000 νομισμάτων σε αντάλλαγμα την ειρήνη[6]. Ωστόσο, αυτή η περίοδος σηματοδοτεί την αρχή μιας μακράς διαδοχής Αράβων και Βυζαντινών σε διαμάχη για το Ρήγιο και τα εδάφη του Δουκάτου της Καλαβρίας.

Ο διάδοχος του Ευστάθιου Ιωάννης Μουζάλων σκοτώθηκε σε εξέγερση που προκλήθηκε πιθανότητα λόγω υψηλών φόρων. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι σκοτώθηκε επειδή σχεδίαζε να επαναστατήσει ενάντια στον αυτοκράτορα σε συμφωνία με τους Άραβες[7]. Το 924 ο φόρος στο εμιράτο μειώθηκε κατά το ήμισυ χάρη στην παρέμβαση του αυτοκράτορα. Το 922, εκμεταλλευόμενος την έλλειψη στρατευμάτων που συμμετείχαν στην Αρμενία και στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία του Τσάρου Συμεών Α΄ της Βουλγαρίας, η Αγία Αγκάθα πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε, ένα από τα φρούρια που περιβάλλουν το Ρήγιο[8]. Το 929-930 ο Σλάβος ευνούχος Σαμπέρ πραγματοποίησε επιδρομές στις ακτές της Καλαβρίας και της Απουλίας[9]. Το 926 ο πρίγκιπας του Σαλέρνο Γκουαϊμάρ Β΄ του Σαλέρνο, σε συμμαχία με τον ξάδερφό του Λάντολφ Γ΄ της Κάπουα, προσπάθησε να κατακτήσει τις βυζαντινές περιοχές αλλά νικήθηκε, μαζί με τους συμμάχους του, οριστικά το 930[9]. Το 934, μετά το θάνατο του Φατιμίδη χαλίφη αλ Μαντς, οι πόλεις της Καλαβρίας σταμάτησαν να καταβάλλουν το φόρο. Το 947 η Σικελία πολιορκείτε από τον εμίρη Χασάν. που ζητά την αποκατάσταση του φόρου, ωστόσο αρνήθηκαν οι βυζαντινές αρχές που κατά συνέπεια προετοιμάζονταν για πόλεμο. Ο εμίρης αντιδρά και το 951 διασχίζει το στενό και καταλαμβάνει την πόλη Ρήγιο που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της, και στη συνέχεια συνεχίζει προς το Γκεράς και το θέτει σε πολιορκία, και από τον οποίο τέλος λαμβάνει την πληρωμή του φόρου. Η ίδια κατάσταση, μετά από μια σειρά εκστρατειών με τις οποίες κατακτάτε το Κράτι, επαναλαμβάνεται για το Κασάνο[10].

Μόνο την άνοιξη του 952, τα στρατεύματα των θεμάτων της Καλαβρίας και της Λογγοαρδίας, με επικεφαλής τους αντίστοιχους στρατηγούς τους Πασχάλιο και Μαλακινός, συγκρούστηκαν με τους Σαρακηνούς, κοντά στο Γκεράς, και νικήθηκαν[10]. Συνθήκη ειρήνης ορίστηκε το 955-956 από τον νέο στρατηγό της Καλαβρίας και της Λογγοβαρδίας Μαριανό Αργυρό, η οποία προβλέπει την αποκατάσταση του φόρου και την κατασκευή, για πρώτη φορά, ενός τζαμιού στο Ρήγιο με δικαίωμα ασύλου για τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, η συνθήκη δεν τερμάτισε τις επιδρομές των Σαρακηνών, πράγματι τον επόμενο χρόνο ο στρατηγός έπρεπε να αντιμετωπίσει πάλι τα κοινά στρατεύματα του Αλ Καλμπί και του αδελφού του Αμμάρ[10]. Το τζαμί, ωστόσο, καταστράφηκε από το βασιλικό πρωτόκαραβο Βασίλειο το 956-958 κατά τη διάρκεια μιας θαλάσσιας εκστρατείας εναντίον των Αράβων της Σικελίας[11].

Κατά την περίοδο από το 938 έως το 956 το Δουκάτο ανυψώνεται σε Θέμα Καλαβρίας, αντικαθιστώντας το θέμα της Σικελίας που έχει κατακτηθεί από τους Άραβες, πρωτεύουσα παραμένει το Ρήγιο[12].

Γνωστοί δούκες ήταν οι :

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Nel 737 al concilio di Costantinopoli, partecipano: Costantino da Reggio, Stefano da Vibo, Teodoro da Tropea, Sergio da Nicotera, Teotimo da Crotone, Teodoro di Taureana e Cristofaro da Gerace (Ombre della Storia. Santi dell'Italia ortodossa, pag. 113)
  2. Potere e monachesimo, pag. 4
  3. 3,0 3,1 3,2 Potere e monachesimo, pag. 6
  4. Bisanzio in Sicilia e nel sud dell'Italia, pag. 63
  5. Bisanzio in Sicilia e nel sud dell'Italia, pag. 58
  6. Potere e monachesimo, pag. 23-24
  7. Potere e monachesimo, pag. 26-27
  8. A.M. De Lorenzo, Un secondo manipolo di monografie e memorie reggine e calabresi, Siena, tip. S. Bernardino ed., 1895; cfr. anche A.M. De Lorenzo, Le quattro Motte estinte presso Reggio di Calabria. Descrizione, memorie e documenti, Siena, tip. S. Bernardino ed., 1891)
  9. 9,0 9,1 Potere e monachesimo, pag. 28
  10. 10,0 10,1 10,2 Potere e monachesimo, pag. 30
  11. Storia della marineria bizantina, pag. 135
  12. Bisanzio in Sicilia e nel sud dell'Italia, pag. 65

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Adele Cilento, Bisanzio in Sicilia e nel sud dell'Italia, Magnus Edizioni SpA, Udine, 2005, ISBN 88-7057-196-3
  • Adele Cilento, Potere e monachesimo. Ceti dirigenti e mondo monastico nella Calabria Bizantina (secc. IX-XI), Nardini, 2001, ISBN 88-404-2422-9
  • Giorgio Ravegnani, I Bizantini in Italia, Il Mulino, Bologna, 2004, ISBN 88-15-09690-6
  • Giovanni Fiore, Della Calabria illustrata, curato da Nisticò U., Rubbettino, 2001, ISBN 88-498-0196-3
  • André Guillou, Filippo Bulgarella, L'Italia Bizantina. Dall'esarcato di Ravenna al tema di Sicilia, UTET Libreria, Torino, 1988, ISBN 88-7750-126-X
  • Antonio Carile e Salvatore Cosentino (a cura di), Storia della marineria bizantina, Editrice Lo Scarabeo, Bologna, 2004, ISBN 88-8478-064-0
  • Antonio Monaco, Ombre della storia. Santi dell'Italia ortodossa, Asterios Editore, Trieste, 2005, ISBN 88-86969-81-3