Δημήτριος Βουλπιώτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δημήτριος Βουλπιώτης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1843
Θάνατος1911
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΥπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της Ελλάδας
Υπουργός Δικαιοσύνης της Ελλάδας
Υπουργός Παιδείας της Ελλάδας
μέλος της Βουλής των Ελλήνων (εκλογική περιφέρεια Αιτωλοακαρνανίας)

Ο Δημήτριος Βουλπιώτης (Βούλπη Ευρυτανίας, 1843 - 1911) ήταν Έλληνας πολιτικός, πολλές φορές βουλευτής Ευρυτανίας, που διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης και Παιδείας στις κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1843 στη Βούλπη Ευρυτανίας (από κει και το επώνυμο Βουλπιώτης) και η καταγωγή του ήταν από σημαντική οικογένεια οπλαρχηγών με συμμετοχή στην επανάσταση του 1821. Πολιτεύτηκε και εξελέγη βουλευτής Ευρυτανίας για εννέα συνεχείς εκλογικές περιόδους (1873 - 1899). Διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην βραχύβια κυβέρνηση του Δεληγιώργη το 1876, και αργότερα Παιδείας και Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις Χαρ. Τρικούπη. Ήταν δεινός ρήτορας, και με το έργο του βοήθησε στην ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους. Στις βουλευτικές εκλογές του 1899 απέτυχε[1] να επανεκλεγεί χάνοντας από τον Δημήτριο Τσάτσο, ο οποίος είχε κατέλθει στις εκλογές ύστερα από φραστικό επεισόδιο[1] που είχε με τον Βουλπιώτη, όταν ο τελευταίος ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Στην διάρκεια της υπουργίας του κτίστηκαν πολλά σχολεία.

Ο Δημήτριος Βουλπιώτης ήταν γνωστός ως κυνικός αλλά και ειλικρινής πολιτικός και σε αυτόν αποδίδεται η φράση «ένα ξέρω να πω, εγώ κλέφτω, εσύ κλέφτεις, κλέφτουμε όλοι».[2]

Απεβίωσε το 1911. Γιος του ήταν ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης, αντιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, και εγγονός του ο Ιωάννης Βουλπιώτης, από τους πιο γνωστούς δωσίλογους την περίοδο της Κατοχής.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Κωνσταντίνος Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, τόμος Α΄, σελ. 155 - 157
  2. «Αρχαίο... λάδωμα αθάνατο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016.