Γρηγόριος Α΄ του Ταρόν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γρηγόριος Α΄ του Ταρόν
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας[1]
Θάνατος10ος αιώνας[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΑσώτιος Γ΄ του Ταρόν
Bagrat II de Taron
ΓονείςΤορνίκ
ΑδέλφιαΑμπού Γκανίμ

Ο Γκρηγκόρ Α΄ του Ταρόν, αρμενικά: Գրիգոր‎‎, στις βυζαντινές πηγές: Γρηγορίκιος/Γρηγόριος ο Ταρωνίτης, ήταν Αρμένιος ευγενής της οικογένειας των Βαγρατιδών της Αρμενίας και ηγεμόνας της νότιας αρμενικής περιοχής Tαρόν από π. 896/98 μέχρι το τέλος του το 923/36.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γρηγόριος ήταν μέλος της δυναστείας των Βαγκρατιδών της Αρμενίας (Μπαγκρατούνι). Από τον πατέρα του είναι γνωστό μόνο το όνομα, Ντέρενικ ή Τόρνικ, ο οποίος ήταν γιος τού πρίγκιπα Βαγράτ Β΄ της Αρμενίας, Α΄ τού Ταρόν [3] και αδελφός των Ασότ Α΄ τού Ταρόν και Δαβίδ.

Μετά το τέλος τού εξαδέλφου του, Γκουργκέν Α΄ τού Ταρόν (γιου του Ασότ Α΄), π. 896, ο Γρηγόριος έγινε, πιθανώς με αραβική υποστήριξη, πρίγκιπας τού Ταρόν (896/98). Από την αρχή έπαιξε ένα διπλό παιχνίδι διπλωματίας με τις δύο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, το χαλιφάτο των Αββασιδών και τη Ρωμανία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία), που τότε κυβερνιόταν από τον χαλίφη αλ-Μουτάντιντ (βασ. 892–902) και τον Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ των Μακεδόνων, τον Σοφό (βασ. 886–912) αντίστοιχα. Σύμφωνα με το Προς τον υιόν Ρωμανόν περί διοικήσεως της Αυτοκρατορίας τού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων Κωνσταντίνου Ζ΄ των Μακεδόνων τού Πορφυρογέννητου (βασ. 913–959), ορκίστηκε πίστη στον Λέοντα ΣΤ΄, ανταλλάσσοντας μαζί του πολύτιμα δώρα, ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε στους στρατούς τού χαλίφη να περάσουν τα εδάφη του για επιδρομή στη Βυζαντινή επικράτεια και πρόδωσε βυζαντινά σχέδια εκστρατείας στους Άραβες. Ο Λέων ΣΤ΄ έστειλε επανειλημμένα μηνύματα, καλώντας τον να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, αλλά ο Γρηγόριος Α΄ αρνήθηκε, επικαλούμενος την ευπάθεια των περιοχών του σε αραβικές επιθέσεις ερήμην του. [3] Ο Γρηγόριος Α΄ πολέμησε επίσης εναντίον των ανιψιών (ή εξαδέλφων) του, τους δύο «γιους τού Αρκάικα» —ο «Αρκάικας» έχει ταυτιστεί με τον Ασότ Β΄ τού Ταρόν (ή με τον πατέρα αυτού Δαβίδ) [3]— και τους αιχμαλώτισε. Ο βασιλιάς Σμπάτ Α΄ της Αρμενίας, που ήταν και θείος τους, παρακάλεσε τον Λέοντα ΣΤ΄ να μεσολαβήσει για να μην παραδοθούν στους Άραβες. Ο Λέων ΣΤ΄ έστειλε τον Σινούτη και τον Κωνσταντίνο Λίβα ως απεσταλμένους στον Γρηγόριο Α΄. Η πρεσβεία είχε ως αποτέλεσμα την επίσκεψη τού νόθου γιου τού Γρηγόριου Α΄, Ασώτ Γ΄, στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθούμενη αργότερα από τον αδελφό τού Γρηγόριου Α΄, Αμπού Γκανίμ και τους «γιους τού Αρκάικα». Όλοι οι Αρμένιοι ευγενείς έλαβαν βυζαντινούς τίτλους και στη συνέχεια στάλθηκαν στην πατρίδα τους. [3] [4]

Μετά από μία άλλη πρεσβεία τού Κωνσταντίνου Λιβός, ο Γρηγόριος Α΄ τελικά δέχτηκε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η επίσκεψη χρονολογήθηκε με διάφορους τρόπους μεταξύ π. 900, με βάση την παραδοσιακή χρονολόγηση μίας τελετουργικής υποδοχής ενός «πρίγκιπα τού Ταρόν» στο ανάκτορο της Mαγναύρας που καταγράφεται στο Περί βασιλείου τάξεως τού Κωνσταντίνου Ζ΄ και το τέλος τού Λέοντα ΣΤ΄ το 912, με το π. 906 να θεωρείται η πιο πιθανή ημερομηνία. Στην Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος έτυχε πλούσιας υποδοχής, έλαβε τους τίτλους τού «μαγίστρου και στρατηγού τού Ταρόν», τη χρήση τού «Οίκου τού Βαρβαρός» ως κατοικίας στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα και προσωπική ετήσια πληρωμή δέκα λιβρών η καθεμία σε χρυσά νομίσματα και αργυρά μιλιαρέσια. Μετά από παρατεταμένη παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, τον συνόδευσε στη χώρα του ο Κωνσταντίνος Λιψ. [3] [4] Η απονομή τού τίτλου τού στρατηγού, που συνήθως φέρουν οι κυβερνήτες των βυζαντινών θεμάτων, μπορεί να υποδηλώνει ότι σε αυτό το σημείο, το Ταρόν θεωρούνταν από την αυτοκρατορική κυβέρνηση ως de facto βυζαντινή επαρχία, και όχι απλώς ένα υποτελές κράτος. [3]

Το Προς τον Ρωμανόν περί διοικήσεως της Αυτοκρατορίας (De administrando imperio) αναφέρει, ότι η εύνοια και οι τιμές που αποδόθηκαν στον Γρηγόριο, προκάλεσαν τον φθόνο των γειτονικών Αρμενίων και Ιβήρων πριγκίπων, οι οποίοι τελικά διαμαρτυρήθηκαν στον Αυτοκράτορα Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό (βασ. 920–944). Ο Ρωμανός Α΄ απάντησε ότι δεν μπορούσε να αποσύρει τα προνόμια, που τού παραχώρησε ο προκάτοχός του Λέων ΣΤ΄ με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο, αλλά ότι θα απαιτούσε την επιστροφή από τον Γρηγόριο Α΄. Ο τελευταίος προσφέρθηκε να πληρώσει ετήσιο φόρο σε χάλκινα είδη και ρούχα αξίας δέκα λιβρών, αλλά μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια σταμάτησε, έτσι και η ετήσια πληρωμή του από τους Βυζαντινούς έπαυσε. [3] Κάποια στιγμή μετά το 923, ο Γρηγόριος αντάλλαξε επίσης τον «Οίκο τού Βαρβαρός», πιθανόν λόγω της δαπανηρής συντήρησής του, με το «κτήμα τού Γρηγορά» στην περιοχή Κελτζηνή. [3] Απεβίωσε κάποια στιγμή μεταξύ π. 923 και π. 936, και τον διαδέχθηκαν οι γιοι του:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 26  Νοεμβρίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 3,8 PmbZ.
  4. 4,0 4,1 Guilland 1967, σελ. 188.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les institutions byzantines [Studies on the Byzantine Institutions]. Berliner byzantinische Arbeiten 35 (in French). Vol. I. Berlin and Amsterdam: Akademie-Verlag & Adolf M. Hakkert. OCLC 878894516.
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (1998–2013) (στα γερμανικά). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit. Βερολίνο και Βοστόνη: De Gruyter. http://www.degruyter.com/view/db/pmbz.