Βαγράτιος Β΄ ο Βαγρατίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαγράτιος Β΄ ο Βαγρατίδης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας
ΘάνατοςΔεκαετία του 860
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΤέκναΤορνίκ
ΓονείςΑσώτιος Δ΄ ο Βαγρατίδης
ΟικογένειαΔυναστεία των Μπαγκρατουνί

Ο Βαγράτιος Β΄ ο Βαγρατίδης, αρμενικά: Բագրատ Բ Բագրատունի‎‎, Αραβικά: Buqrāṭ ibn Ashūṭ, (απεβ. μετά το 851) ήταν Αρμένιος ευγενής από τον Οίκο των Βαγρατιδών της Αρμενίας (Μπαγκρατούνι) και ο κυρίαρχος πρίγκιπας ("πρίγκιπας των πριγκίπων") της αραβοκρατούμενης Αρμενίας μεταξύ 830 και 851. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Aσότ Δ΄ τον Κρεατοφάγο ως ηγεμόνας τού Tαρόν το 826, και ονομάστηκε πρίγκιπας από τον χαλίφη των Αββασιδών το 830. Το 849 ξεκίνησε μία ανοικτή εξέγερση κατά της εξουσίας των Αββασιδών στην Αρμενία. Η εξέγερση προκάλεσε την αποστολή τού Μπουγκά αλ-Καμπίρr στη χώρα, ο οποίος συνέτριψε την εξέγερση σε μία τριετή εκστρατεία. Ο Βαγράτ Β΄ αιχμαλωτίστηκε κατά τις διαπραγματεύσεις το 851 και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην πρωτεύουσα των Αββασιδών Σαμάρρα. Τον διαδέχτηκαν στο Ταρόν οι γιοι του, ενώ ο τίτλος τού κυρίαρχου πρίγκιπα πέρασε στον ανιψιό του, τον μελλοντικό βασιλιά Ασότ Α΄ της Αρμενίας. Αριθμείται ως Βαγράτ Α΄ πρίγκιπας τού Ταρόν.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαγράτ Β΄ ήταν ο πρωτότοκος γιος τού Ασότ Δ΄ [1] ο οποίος μέχρι το τέλος του το 826 είχε φτάσει να ελέγχει ένα μεγάλο μέρος της Αρμενίας και αναγνωρίστηκε από τους Αββασίδες χαλίφες ως κυρίαρχος πρίγκιπας (ishkhan) της Αρμενίας. [2] Μετά το τέλος του, ο Βαγράτ Β΄ και ο αδελφός του Σμπάτ Η΄ μοίρασαν την κληρονομιά τού πατέρα τους μεταξύ τους: ο Βαγράτ Β΄ κατέλαβε τις περιοχές Ταρόν, Χόιθ και Σασούν, δηλαδή τις επικράτειες της οικογένειας στον Άνω Ευφράτη, ενώ ο Σμπάτ Η΄ έλαβε τα πατρογονικά εδάφη γύρω από το Μπαγκαράν και τον ποταμό Άραξο. Σε μία υπολογισμένη προσπάθεια να κρατήσει τους δύο αδελφούς διχασμένους, η κυβέρνηση των Αββασιδών μοίρασε την εξουσία τού Ασότ Δ΄ και απένειμε στον Σμπάτ Η΄ τον τίτλο του αρχιστράτηγου (sparapet), ενώ ο Bαγράτ B΄ ονομάστηκε κυρίαρχος πρίγκιπας τέσσερα χρόνια μετά το τέλος τού πατέρα του. [1] [3] Ο Βαγράτ Β΄ ήταν επίσης πιθανώς ο πρώτος κυρίαρχος πρίγκιπας, που έφερε τον τίτλο τού «πρίγκιπα των πριγκίπων» (ishkhan ishkhanats) αντί τού απλού «πρίγκιπα της Αρμενίας». [4] [5]

Οι υπολογισμοί των Αββασιδών αποδείχθηκαν σωστοί, καθώς τα δύο αδέλφια πέρασαν πολύ χρόνο ερίζοντας μεταξύ τους. [3] Το 841, για παράδειγμα, ο Βαγράτ Β΄ έβαλε τους Αρμένιους επισκόπους να καθαιρέσουν τον Καθολικό της Αρμενίας Ιωάννη Δ΄, αλλά αμέσως επανεγκαταστάθηκε στην έδρα του από τον Σμπάτ Η΄ με τη βοήθεια των άλλων πριγκίπων. [2] Ωστόσο, οι Αρμένιοι πρίγκιπες μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν την ενασχόληση τού χαλιφάτου με την εξέγερση των Χουρραμιτών τού Μπαμπάκ Χοραμντίν για να επιτύχουν σημαντικό βαθμό αυτονομίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. [6] Ο Σμπάτ Η΄, ο οποίος είχε περάσει χρόνο στην αυλή τού χαλίφη ως όμηρος, ήταν πιο προσεκτικός όσον αφορά την ανοιχτή αμφισβήτηση της αραβικής εξουσίας από τον αδελφό του, αλλά και οι δύο ήταν τελικά πολύ αδύναμοι για να απειλήσουν σοβαρά την κυριαρχία των Αββασιδών προς το παρόν. [2] Έτσι ο ΒαγρΒ΄ συμμετείχε στη μεγάλη εκστρατεία τού χαλίφη αλ-Μουτασίμ κατά της Ρωμανίας (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) το 838, και πολέμησε ακόμη και στη μάχη του Δαζιμώνος εναντίον τού Αυτοκράτορα Θεόφιλου. [7] [8] Το 841, από την άλλη πλευρά, υπό την ηγεσία τού αρχιστράτηγου Σμπάτ Η΄, οι Αρμένιοι εξεγέρθηκαν ενάντια στον διορισμό ως -από τον χαλίφη- κυβερνήτη Χαλίντ ιμπν Γιαζίντ αλ-Σαϋμπανί, ο οποίος στις προηγούμενες θητείες του είχε γίνει εξαιρετικά μη δημοφιλής και στους δύο, χριστιανούς και άραβες, πρίγκιπες της χώρας. Οι επαναστάτες επέτυχαν την ανάκλησή του από τον χαλίφη και την αντικατάστασή του με τον πιο αδύναμο και πιο ευέλικτο Aλί ιμπν Χουσάιν, στον οποίο οι Αρμένιοι όχι μόνο αρνήθηκαν να παραδώσουν τους αναμενόμενους φόρους, αλλά τον απέκλεισαν αμέσως στην πρωτεύουσά του, Μπαρντάα. [2] [9]

Με αυτόν τον τρόπο, καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας τού χαλίφη αλ-Ουάθικ (842–847), η Αρμενία παρέμεινε εκτός τού αποτελεσματικού ελέγχου των Αββασιδών, αλλά η ανάρρηση τού ενεργητικού αλ-Μουταουάκιλ το 847 έφερε στον θρόνο έναν ηγεμόνα, αποφασισμένο να επαναφέρει την εξουσία των Αββασιδών. [10] Το 849 ο χαλίφης διόρισε νέο κυβερνήτη της Αρμινίγια, τον Aμπού Σαΐντ Μουχάμαντ αλ-Μαρβάζι. Ωστόσο, καθώς κινήθηκε για να εισέλθει στην Αρμενία με τον στρατό του, αντιμετώπισε στα σύνορα απεσταλμένους τού Βαγράτ Β΄ με δώρα και με τον υποσχόμενο φόρο υποτέλειας, σε μία κίνηση που είχε σχεδιαστεί για να εμποδίσει τους Άραβες φοροεισπράκτορες να εισέλθουν στη χώρα. Αυτή ήταν μία πράξη ανοιχτής εξέγερσης από τον Βαγράτ Β΄, αλλά ο Αμπού Σαΐντ προτίμησε προς το παρόν να αποσυρθεί, παρά να εισέλθει στην επαρχία. Τον επόμενο χρόνο, ο Aμπού Σαΐντ έστειλε δύο τοπικούς Άραβες άρχοντες, τον αλ-Αλά ιμπν Αχμάντ αλ-Αζντί και τον Mουσά ιμπν Ζουραρά (ο εμίρης τού Aρζέν, ο οποίος ήταν νυμφευμένος με μία αδελφή τού Bαγράτ Β΄), για να υποτάξουν τις δύο νότιες επαρχίες τού Tαρόν και Βασπουρακάν, με πρόσχημα την αύξηση των φόρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των Αράβων με τον Βαγράτ Β΄ και τον Αρτσρούνι ηγεμόνα τού Βασπουρακάν, Ασότ Α΄. Ο Ασότ Α΄ νίκησε τον αλ-Αλά και τον έδιωξε από την επικράτειά του και στη συνέχεια πήγε στη βοήθεια τού Βαγράτ Β΄. Οι αρμενικοί στρατοί αντιμετώπισαν και νίκησαν τον Μουσά κοντά στην πρωτεύουσα τού Ταρόν, Μους, και τον καταδίωξαν μέχρι το Μπαγκές, σταματώντας μόνο μετά τις παρακλήσεις τής συζύγου τού Μουσά, αδελφής τού Βαγράτ Β΄. Στη συνέχεια, οι Αρμένιοι προχώρησαν στη σφαγή των Άραβων αποίκων στο Aγκντζνίκ (Αρζανηνής), με αποτέλεσμα ο χαλίφης να παρέμβει δυναμικά. [11] Ο Αμπού Σαΐντ ξεκίνησε μία νέα εκστρατεία το 851, αλλά απεβίωσε καθ' οδόν και ο γιος του, Γιουσούφ, ανέλαβε την ηγεσία της εκστρατείας τού χαλιφάτου. Η άφιξη τού στρατού των Αββασιδών στα εδάφη του οδήγησε τον Aσότ Αρτσρουνί να προτιμήσει μία χωριστή ειρήνη με τους Άραβες, αναγκάζοντας και τον Bαγράτ Β΄ να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Γιουσούφ. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, όμως, με τη συνεννόηση τού αδελφού του, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα τού χαλιφάτου, Σαμάρρα. [2] [11]

Το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύλληψη του Βαγράτ Β΄ προκάλεσε τους υπηκόους του να σκοτώσουν τον Γιουσούφ τον επόμενο χρόνο. Ο Aλ-Μουταβακίλ απάντησε στέλνοντας έναν μεγάλο στρατό υπό τον Τούρκο στρατηγό Μπουγκά αλ-Καμπίρ στη χώρα. Κατά τη διάρκεια τριών ετών, ο Μπουγκά κατέλαβε μεθοδικά ξανά και υπέταξε ολόκληρη την επαρχία Aρμινίγια, από τις νότιες περιοχές Tαρόν και Βασπουρακάν μέχρι τα πριγκιπάτα της Αλβανίας τού Καυκάσου και το μεγαλύτερο μέρος της Ιβηρικής στον βορρά. Οι πρίγκιπες της Αρμενίας παρέμειναν διχασμένοι και επικεντρώθηκαν στις δικές τους προσωπικές αντιπαλότητες, διευκολύνοντας την εκ νέου κατάκτηση των Αββασιδών, πολεμώντας δίπλα στα στρατεύματα τού χαλίφη και παραδίδοντας τούς αντιπάλους τους σε αιχμαλωσία. Η εκ νέου επιβολή της εξουσίας των Αββασιδών χαρακτηρίστηκε επίσης από δεκάδες χιλιάδες εκτελέσεις μεταξύ τού ανδρικού μαχόμενου πληθυσμού, και δεν λυπήθηκε ούτε τις πριγκιπικές οικογένειες, χριστιανικές είτε μουσουλμανικές: μέχρι την επιστροφή τού Μπούγκα στη Σαμάρα το 855, οι περισσότεροι πρίγκιπες της Αρμενίας ήταν αιχμάλωτοι στην Αυλή τού χαλίφη μαζί με τους γιους τους. [2] [11] Ωστόσο, σταδιακά, οι Αρμένιοι πρίγκιπες απελευθερώθηκαν και τα εδάφη τους αποκαταστάθηκαν σε αυτούς ή στους γιους τους: τον Βαγράτ Β΄ διαδέχθηκαν οι γιοι του:

  • Ασότ Α΄, πατέρα του Γκουργκέν Α΄, και
  • Δαβίδ "Αρκάικα", πατέρα τού Ασότ Β΄, ως ηγεμόνες του Ταρόν, και
  • Τορνίκ, πατέρα τού Γρηγορίου Α΄ πρίγκιπα τού Ταρόν, τού γενάρχη της Βυζαντινής οικογένειας των Ταρωνιτών,

αν και ένα μέρος της περιοχής φαίνεται ότι πέρασε στο μέλος της οικογένειας Aρτσρουνί, τον Γκουργκέν Α΄ Αρτσρουνί, γιο τού Aμπού Μπελτζ. [2] Ο τίτλος τού αρχιστράτηγου (sparapet) δόθηκε στον πρίγκιπα Aσότ Ε΄, γιο τού Σμπάτ Η΄, ο οποίος το 862 έγινε επίσης «πρίγκιπας των πριγκίπων» ως Ασότ Α΄, οδηγώντας τελικά στην ίδρυση τού ουσιαστικά ανεξάρτητου βασιλείου των Βαγρατιδών της Αρμενίας το 884. [2] [11] [11]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Jones, Lynn (2007). Between Islam and Byzantium: Aght'amar and the Visual Construction of Medieval Armenian Rulership. Ashgate Publishing, Ltd. ISBN 978-0754638520. 
  • Laurent, Joseph L. L'Arménie entre Byzance et l'Islam: depuis la conquête arabe jusqu'en 886 (στα French). CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt (in German). Berlin and Boston: De Gruyter.
  • Ter-Ghewondyan, Aram (1976) [1965]. The Arab Emirates in Bagratid Armenia. Translated by Nina G. Garsoïan. Lisbon: Livraria Bertrand. OCLC 490638192.
  • Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium, 600–1025. Berkeley

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ter-Ghewondyan 1976, σελ. 41.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 Laurent 1919.
  3. 3,0 3,1 Laurent 1919, σελ. 105.
  4. Jones 2007.
  5. Whittow 1996, σελ. 216.
  6. Ter-Ghewondyan 1976, σελ. 38.
  7. PmbZ.
  8. Laurent 1919, σελ. 212.
  9. Ter-Ghewondyan 1976, σελ. 28.
  10. Laurent 1919, σελ. 117.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 Ter-Ghewondyan 1976.