Γκαγκίκ Β΄ της Αρμενίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκαγκίκ Β΄ της Αρμενίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Գագիկ Բ (Αρμενικά)
Γέννηση1024 (περίπου)[1]
Θάνατος2  Μαρτίου 1076 ή 1079[1]
Καισάρεια
Αιτία θανάτουαπαγχονισμός
ΘρησκείαΑρμενική Αποστολική Εκκλησία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
Τέκναd:Q30076476
ΓονείςΑσώτιος Δ΄ της Αρμενίας
ΟικογένειαBagratid dynasties[1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΓκαγκίκ Β΄ της Αρμενίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γκαγκίκ Β΄ ο Λέων (αρμενικά: Գագիկ Բ‎‎, π. 1025 - 5 Μαΐου ή 24 Νοεμβρίου 1079) από τον Οίκο των Βαγρατιδών ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Αρμενίας από τον Οίκο αυτόν. Γνωστός ως βασιλιάς του Aνί (το Ανί ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου εκείνη την περίοδο), ανήλικος εκείνη την εποχή, ενθρονίστηκε ως Γκαγκίκ Β΄ και κυβέρνησε για μία σύντομη περίοδο από το 1042 έως το 1045, πριν καταρρεύσει η κυριαρχία της δυναστείας των Βαγρατιδών στην Αρμενία.

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χοβάννες-Σμπατ Γ΄ (Ιωάννη-Συμβάτιου Γ΄), ενός φεουδάρχη, ο Δαβίδ, ο οποίος κατείχε το Tαΐκ κατά τις μάχες του κατά των Μουσουλμάνων, κέρδισε μία μεγάλη περιοχή, που εκτεινόταν μέχρι το Mανζικέρτ. Ο Δαβίδ ήταν υπήκοος της Ρωμανίας και όταν αυτός απεβίωσε, ολόκληρη η επικράτειά του καταλήφθηκε από τον Βασίλειο Β΄ των Μακεδόνων, ο οποίος είχε ξαναρχίσει την πολιτική της αργής προσάρτησης της Αρμενίας στην Αυτοκρατορία του. [2]

Αυτή την πολιτική κατοχής και επέκτασης ακολούθησαν και οι διάδοχοι τού Βασιλείου Β΄. Με το τέλος τού Χοβάννες-Σμπατ Γ΄ γύρω στο 1040 και του Aσότ Δ΄ λίγο μετά, ο Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης, ένας από τους διαδόχους του Βασιλείου Β΄, ήταν ο Αυτοκράτορας που επικεντρώθηκε στην Αρμενία. Ο Μιχαήλ Ε΄ υποστήριξε ότι το βασίλειο του Ανί, με τη θέληση του Χοβάννες-Σμπατ Γ΄, είχε κληροδοτηθεί στη Ρωμανία μετά το τέλος εκείνου.

Όταν ο Αρμένιος διοικητής (sparapet) Βαχράμ Παχλαβουνί, προετοίμασε τη στέψη τού διαδόχου τού Χοβάννες-Σμπατ Γ΄, του Γκαγκίκ Β΄ (ανιψιού τού βασιλιά), ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν μόλις 14 ετών, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας άρχισε να υποστηρίζει τον βέστη Σαργκίς Χαϋκάζν, έναν φιλορωμαίο Αρμένιο, πρίγκιπα και υπουργό τού πρώην βασιλιά, ο οποίος αρχικά είχε οριστεί αντιβασιλιάς. [3] Μετά από αυτό, το βασίλειο τού Ανί αντιστάθηκε σε τρεις επιθέσεις της Αυτοκρατορίας, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να υποχωρήσουν. Η Κωνσταντινούπολη άσκησε στο έπακρο τις δυνάμεις της, για να κατακτήσει την Αρμενία και να την προσαρτήσει οριστικά στην Αυτοκρατορία. Για τον σκοπό αυτό έστειλαν μεγάλο στρατό στο νότιο τμήμα της Αρμενίας και ταυτόχρονα έπεισαν τον βασιλιά της Tασίρ-Ντζοραγκέτ να επιτεθεί στο Aνί από τα ανατολικά. Στη σκληρή μάχη που δόθηκε στα τείχη του Ανί, ο στρατηγός Βαχράμ Παχλαβουνί νίκησε συντριπτικά τον Ρωμαϊκό στρατό, αναγκάζοντάς τον να αφήσει πίσω του 20.000 νεκρούς, σύμφωνα με τους Αρμένιους χρονικογράφους της εποχής. Αυτή η νίκη επέτρεψε στον Βαχράμ Παχλαβουνί, μαζί με τον Καθολικό Πέτρο Α΄ Γκετανταρντζ, να στέψουν τον Γκαγκίκ Β΄ ως βασιλιά της Αρμενίας και στη συνέχεια να καταλάβουν το φρούριο του Aνί, το οποίο βρισκόταν στα χέρια του βέστη Σαργκίς. Ο Σαργκίς κατέφυγε στο φρούριο της Αγίας Μαρίας και τελικά συνελήφθη.

Μετά από αυτή τη νίκη, ο νέος Αρμένιος βασιλιάς και ο Βαχράμ στράφηκαν προς τον δεύτερο εχθρό τους, τους Σελτζούκους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να σκοπεύουν να κατακτήσουν το βασίλειο. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Γκαγκίκ Β΄ ενίσχυσε τον στρατό και πολέμησε ενάντια στις ορδές των Σελτζούκων. Ο Γκρεγκορύ Παχλαβουνί, ανιψιός του Βαχράμ, υπερασπίστηκε το φρούριο του Μπτζνί. [4] Ο Αρμενικός στρατός έσπευσε να αντιμετωπίσει τον εχθρό στη θέση της σημερινής λίμνης Σεβάν, όπου ο βασιλιάς και ο διοικητής του είχαν χωρίσει τον Αρμενικό στρατό σε δύο μονάδες. Η πρώτη μονάδα συμμετείχε σε μάχη με τους Σελτζούκους Τούρκους και στη συνέχεια προσποιήθηκε ότι υποχώρησε, σύροντας τους Τούρκους σε καταδίωξη προς τον δεύτερο στρατό, που βρισκόταν σε ενέδρα. Η μάχη έληξε με καταστροφική ήττα για τους Σελτζούκους. Στο βασίλειο του Βασπουρακάν, πιο πριν υπό την προστασία της Ρωμανίας, όπου όμως ο πληθυσμός είχε εγκαταλειφθεί από τον Αυτοκρατορικό στρατό, οι άνθρωποι περίμεναν με ανυπομονησία, ότι ο Αρμένιος βασιλιάς θα έδιωχνε τους Σελτζούκους από την πατρίδα τους. Υπό την ηγεσία του Γκαγκίκ Β΄, γνωστού για το θάρρος του ως «ο Λέοντας», οι Αρμένιοι επαναστάτησαν και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο Χοΰ και στο Σαλμάς.

Ο δόλος του Γκαγκίκ Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαγίκ Β΄ υποτάσσεται στον Κωνσταντίνο Θ' τον Μονομάχο. Μινιατούρα από τη Σύνοψη Ιστοιών του Σκυλίτζη, χειρόγραφο της Μαδρίτης.

Ο Βαχράμ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον νέο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο. Ο Γκαγκίκ Β΄ προσφέρθηκε να γίνει υποτελής του Αυτοκράτορα, αλλά οι Βυζαντινοί δεν το δέχτηκαν και ετοίμασαν νέα εκστρατεία, που την ανέθεσαν στον δούκα της Ιβηρίας Μιχαήλ Ιασίτη, αλλά αυτή απέτυχε μπροστά στην αντίσταση των Αρμενίων. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ήθελε να συνεχίσει την πολιτική των προκατόχων του και ως εκ τούτου έστειλε στρατό για να κατακτήσει την Αρμενία, ενώ υποκινούσε τον Κούρδο εμίρη του Ντβιν, Αμπούλ-Ασβάρ να επιτεθεί στην Αρμενία από τα ανατολικά. Ωστόσο ο βασιλιάς Γκαγκίκ Β΄ κατάφερε να καθησυχάσει τον Aμπούλ-Ασβάρ, στέλνοντάς του δώρα. Αυτό επέτρεψε στον Γκαγκίκ Β΄ να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του εναντίον των Ρωμαίων, αναγκάζοντάς τους τελικά να τραπούν σε φυγή. Ο Γκαγκίκ Β΄ απέδειξε την αξία του για τον θρόνο και τη φήμη τού μαχόμενου βασιλιά, που την είχε κληροδοτήσει από τους πρώτους βασιλείς της δυναστείας των Βαγρατιδών. Οι Ρωμαίοι κατάλαβαν σύντομα, ότι αν η Αρμενία δεν κατακτηθεί με τη βία, θα μπορούσε να καταληφθεί με προδοσία. Ο Γκαγκίκ Β΄ συγχώρησε τον βέστη Σαργκί,· αυτός όμως παρέμενε πιστός στην Κωνσταντινούπολη, καλλιεργώντας την ελπίδα να διοριστεί βασιλιάς της Αρμενίας, εάν η Ρωμανία κατακτούσε την Αρμενία. Με τη βοήθεια του βέστη Σαργκί, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας κάλεσε τον Γκαγκίκ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη, για να υπογράψει μία υποτιθέμενη μόνιμη συνθήκη ειρήνης. Ο Γκαγκίκ Β΄ προσκλήθηκε να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Αυτοκράτορας ζήτησε από τον Αρμένιο βασιλιά να παραιτηθεί από το θρόνο και να τού παραδώσει τον θρόνο. Καθώς αυτός αρνήθηκε να το κάνει, ρίχτηκε στη φυλακή. Οι Ρωμαίοι έστειλαν αμέσως στρατό στην Αρμενία, η οποία ήταν πλέον χωρίς αρχηγό. [5]

Αντί για τον νόμιμο βασιλιά της, οι Αρμένιοι σκέφθηκαν να προσφέρουν τον θρόνο τού Ανί στον Δαβίδ Α΄ Ανογκίν του Λορί ή στον εμίρη του Ντβιν, Aμπούλ-Ασβάρ, νυμφευμένο με την αδελφή τού Δαβίδ Ανογκίν. Ακόμη και ο Βαγράτ Δ΄ της Γεωργίας θεωρείτο υποψήφιος, αλλά (παραδόξως) όχι ο Βαγρατίδης βασιλιάς Γκαγκίκ-Αμπάς του Καρς. [6] Ο πατριάρχης Πέτρος δεν ενέκρινε κανέναν από τους τρεις υποψηφίους και τελικά παραχώρησε την παράδοση στους Ρωμαίους της πόλης τού Ανί και άλλων φρουρίων. Με τη συνεννόησή του, οι Ρωμαίοι μπόρεσαν τελικά να καταλάβουν το Ανί το 1045. Η χώρα ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία.

Χρόνια εξορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαγκίκ Β΄ έλαβε ως αποζημίωση για το βασίλειό του την περιφέρεια Λυκανδού στη Μικρά Ασία και την πόλη Πιζού (επίσης γράφεται Μπιζού), κοντά στην Καισάρεια. Του χορηγήθηκε επίσης η χρήση ενός ανακτόρου στον Βόσπορο στην Κωνσταντινούπολη και μία σύνταξη από το Αυτοκρατορικό ταμείο. Αρκετές σφραγίδες μαρτυρούν τον «Kακίκιο Ανιώτη» (Γκαγκίκ του Ανί) ως δούκα στο θέμα του Χαρσιανού. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του, σύμφωνα με τον Ματθαίο της Έδεσσας, ο Γκαγκίκ συμμετείχε επίσης σε θεολογική συζήτηση μεταξύ του ίδιου και του Ρωμαίου Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, υπερασπιζόμενος την Αρμενική Εκκλησία, την προ-Χαλκηδόνια παράδοση και τα τελετουργικά της.

Ο Μητροπολίτης Καισαρείας, ονόματι Μάρκος, δεν έχασε καμία ευκαιρία να εκφράσει την περιφρόνησή του προς τον Γκαγκίκ, τον οποίο θεωρούσε αιρετικό. Μετά από αρκετές προσβολές από τον Μάρκο εναντίον του, ο Γκαγκίκ τελικά δολοφόνησε τον επίσκοπο, μία πράξη που έκανε τον Γκαγκίκ ακόμα πιο αντιδημοφιλή στους ντόπιους. Όπως αναφέρει η ιστορία, λέγεται ότι ο επίσκοπος είχε ένα σκυλί με το όνομα Άρμεν, για να περιφρονεί τους Αρμένιους. Μία ημέρα, ο Γκαγκίκ επισκέφτηκε τον επίσκοπο, έβαλε τον σκύλο σε ένα τσουβάλι και τον χτύπησε με ξύλα. Έπειτα, έβαλε τον Επίσκοπο να τον αρπάξουν και να τον βάλουν στην ίδια τσάντα με τον σκύλο, που τώρα ήταν τρελός από τον πόνο. Ο επίσκοπος απεβίωσε από τους πόνους από τα τραύματα, που τού προκάλεσε ο δικός του σκύλος Άρμεν. [7] Ο Γκαγκίκ αιχμαλωτίστηκε και αργότερα σκοτώθηκε στις 5 Μαΐου/24 Νοεμβρίου 1079 από τους Ρωμαίους διοικητές (τρία αδέλφια) στα Κύζιστρα, οι οποίοι ακρωτηρίασαν το σώμα του και το κρέμασαν από το φρούριο, για να το δουν οι άλλοι. Το σώμα του τάφηκε αργότερα έξω από το οχυρό, αλλά αργότερα λέγεται ότι μεταφέρθηκε κρυφά από έναν Αρμένιο από το Άνι ονόματι Μπανίκ σε ένα μοναστήρι, που είχε κτίσει σε μία πόλη, που ονομάζεται Πιζού. [8]

Λίγο μετά τη δολοφονία του Γκαγκί, ο μικρότερος γιος του Δαβίδ δηλητηριάστηκε από τον πεθερό του για ύποπτος σε προδοσία. Ο μεγαλύτερος γιος τού Γκαγκίκ, ο Χοβάννες/Ιωάννης, είχε νυμφευτεί την κόρη τού Αμπλγκαρίμπ, του Ορθοδόξου Αρμένιου -διορισμένου από τους Ρωμαίους- κυβερνήτη της Ταρσού και των Μαμίστρων. [9] Ο Χοβάννες είχε έναν γιο, τον Aσότ, που δηλητηριάστηκε και το σώμα του μεταφέρθηκε στο Πιζού. Ο Χοβάννες δεν επέζησε τού γιου του για πολύ· με το τέλος του οι άρρενες απόγονοι τού κύριου κλάδου των Βαγκρατιδών βασιλέων της Αρμενίας εξέλιπαν.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θόρου/Θεοδώρου Α΄ του βασιλείου της Κιλικίας (Μικρής Αρμενίας), το τέλος του βασιλιά Γκαγκίκ εκδικήθηκαν οι Αρμενικές δυνάμεις, όταν κατέλαβαν το φρούριο στα Κύζιστρα και εκτέλεσαν τους τρεις Βυζαντινούς, που είχαν σκοτώσει τον τελευταίο Αρμένιο βασιλιά τού Ανί. [10]

Στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαγκίκ Β΄ εμφανίζεται ως ένα πρόσωπο στο μυθιστόρημα Ανί Προδομένο, τού Βαγράτ Aϋβαζιάντ, που καταγράφει την πτώση του Ανί και τού Οίκου των Βαγρατιδών.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 (Aρμενικά) Αρμένικη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Armenian Encyclopedia Publishing House. 1974.
  2. Treadgold, Warren (1997). A History of Byzantine State and Society. Stanford: Stanford University Press. σελίδες 528–529. 
  3. Garsoïan, Nina G. (1997). "The Byzantine Annexation of the Armenian Kingdoms in the Eleventh Century," in The Armenian People From Ancient to Modern Times, Volume I: The Dynastic Periods: From Antiquity to the Fourteenth Century, ed. Richard G. Hovannisian. New York: St. Martin's Press, pp. 192-93.
  4. Bedrosian, Robert. "Armenian during the Seljuk and Mongol Periods," in The Armenian People From Ancient to Modern Times, p. 245.
  5. Greenwood, Tim W. (2008), "Armenian Neighbours (600-1045)," in The Cambridge History of The Byzantine Empire c. 500-1492, ed. Jonathan Shepard. Cambridge: Cambridge University Press, pp. 362-64.
  6. See Aram Ter-Ghevondyan (1976), The Arab Emirates in Bagratid Armenia, trans. Nina G. Garsoïan. Lisbon: Calouste Gulbenkian Foundation, pp. 102-03.
  7. Macler, Frédéric. "Armenia: The Kingdom of the Bagratides" in The Cambridge Medieval History: The Eastern Roman Empire (717-1453), ed. John Bury. Cambridge: The University Press, 1927, vol. 4, p. 166.
  8. Manuk-Khaloyan, Armen, "In the Cemetery of their Ancestors: The Royal Burial Tombs of the Bagratuni Kings of Greater Armenia (890-1073/79)," Revue des Études Arméniennes 35 (2013), pp. 152-53, 156.
  9. T.S.R Boarse The Cilician Kingdom of Armenia, p3.
  10. Dédéyan, Gérard (2008). "The Founding and Coalescence of the Rubenian Principality, 1073-1129," in Armenian Cilicia, eds. Richard G. Hovannisian and Simon Payaslian. UCLA Armenian History and Culture Series: Historic Armenian Cities and Provinces, 7. Costa Mesa, CA: Mazda Publishers, pp. 85-87.
Κενό
τελευταίος που κατείχε τη θέση:
Ιωάννης-Σμπατ Γ΄ της Αρμενίας
βασιλιάς της Αρμενίας προσάρτηση στην Αυτοκρατορία της Ρωμανίας
Κενό
τελευταίος που κατείχε τη θέση:
Ασώτιος Δ΄ της Αρμενίας