Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γιούγκα της Μολδαβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιούγκα της Μολδαβίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14ος αιώνας
Θάνατος19  Ιουλίου 1400
Τόπος ταφήςΤζουντέτς του Βασλούι
Χώρα πολιτογράφησηςΗγεμονία της Μολδαβίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΜολδαβική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
ηγεμόνας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟσποδάρος
Θυρεός

Ο Γεώργιος/Γιούγκα, ρουμαν.: Iuga (14ος αι. – 19 Ιουλίου 1400) (γνωστός και ως Iurg ή Iurie στη ρουμανική λογοτεχνία, Yury στα ρουθηνικά, Jerzy στα πολωνικά· το επίθετο Ologul σημαίνει «ο Ανάπηρος») [1] ήταν βοεβόδας (πρίγκιπας) της Μολδαβίας από τον Νοέμβριο του 1399 έως τον Ιούνιο του 1400. Σύμφωνα με μια υπόθεση, μπορεί να ήταν ο Λιθουανός πρίγκιπας Γεώργιος Κοριατόβιτς. Άλλες υποθέσεις τον παρουσιάζουν ως γιο του Ρόμαν Α' της Μολδαβίας (1391–1394) και μίας άγνωστης συζύγου του, πιθανώς Λιθουανικής καταγωγής από απογόνους του Kαριγιότας. Συγχέεται με τον πρίγκιπα της Λιθουανίας λόγω του παρόμοιου ονόματος και καταγωγής. Το παρωνύμιο "ο Ανάπηρος" βρίσκεται μόνο στο χρονικό της Μονής Πούτνα, που συντάχθηκε στα πρώτα χρόνια του 16ου αι., αλλά η προέλευσή του είναι άγνωστη. Οι λόγοι για τους οποίους έχει μείνει στην ιστορία με αυτό το παρωνύμιο δεν είναι γνωστοί επακριβώς (πιθανότατα έπασχε από ασθένεια που δυσκόλευε τη μετακίνηση).

Ο Γιούγκα ήταν ο δεύτερος γιος του Μολδαβού βασιλιά Ρόμαν Β΄ Μουσάτ και της Aναστασίας Μουσάτ. Σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές πηγές, ο Γιούγκα βασίλευσε για λίγους μήνες. [2] Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Γιούγκα κυβέρνησε για δύο χρόνια. [3]

Στις ιστορικές πηγές υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ του Γιούγκα και του πρίγκιπα της Λιθουανίας Γιούρι Κοριάτοβιτς (που μερικές φορές ονομάζεται Γιούργκ ή Γιούριε Κοριατοβίτσι) της Ποδολίας. Αυτή η σύγχυση οφείλεται στο γεγονός ότι το όνομα Γιούγκα είναι μια τοπικά προσαρμοσμένη εκδοχή του Ρουθηνικού ονόματος Γιούρι. Στην πραγματικότητα, εικάζεται ότι ο Γιούγκα βαπτίστηκε προς τιμήν αυτού τού πρίγκιπα, αφού ήταν γιος του Ρόμαν Α΄ και της πρώτης του συζύγου, μίας πριγκίπισας της Λιθουανίας Κοριατοβιτικής καταγωγής, των ηγεμόνων της Ποδολίας. [4]

Ο Γιούγκα είχε αδέλφια από τον πρώτο γάμο τού πατέρα του, τον Mιχαήλ και τον Στέφανο (που βασίλευσε με το όνομα Στέφανος Α΄ πριν από αυτόν, από το 1394 έως το 1399), και από τον δεύτερο γάμο εκείνου δύο ετεροθαλείς αδελφούς: τον Aλέξανδρο (τον μελλοντικό βασιλιά Aλέξανδρο Α΄ τον Καλό) και τον Μπογκντάν "jupânul" ("το αφεντικό"). [5]

Στην πλειονότητα των πηγών πιστεύεται ότι ο Γιούγκα ανέλαβε την ηγεσία της Μολδαβίας ακόμη και πριν από το τέλος τού αδελφού του, Στεφάνου Α΄ (αυτό είναι γνωστό από το καταστατικό, που εξέδωσε ο βοεβόδας Γιούγκα στις 28 Νοεμβρίου 1399, όταν ο Στέφανος Α΄ δεν ήταν πια πρίγκιπας) [6] πιθανώς ο Στέφανος Α΄ να παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Υποτίθεται ότι ο Στέφανος Α' διόρισε τον Γιούγκα ως διάδοχο, καθώς τα παιδιά του, ο Μπογκντάν και ο Στέφανος (αναφέρονται μόνο στο καταστατικό δίπτυχο (pomelnik) της Μονής του Αγίου Νικολάου, στο Προμπότα Βέχε, που ιδρύθηκε από τον πατέρα τους) ήταν πολύ μικροί για τον θρόνο, και οι βογιάροι είχαν μεγάλη επιρροή στην πολιτική της χώρας, και μπορούσαν να επιβάλουν τον δικό τους υποψήφιο.

Ο Γιούγκα αμφισβητήθηκε από την αρχή, από τον θετό αδελφό του Αλέξανδρο, ο οποίος κατά το τέλος τού πατέρα του είχε διαφύγει μαζί με τον αδελφό του Μπογκντάν, σύμφωνα με μια πηγή στο Κούρτεα ντε Άργκες (υπό την προστασία του Mίρτσεα Α΄ του Πρεσβύτερου, βοεβόδα της Βλαχίας). [7] Τα έγγραφα εκείνης της εποχής έδειχναν ότι ο βοεβόδας Μίρτσεα Α΄ εισήλθε στη Μολδαβία, επικεφαλής στρατού, και εγκατέστησε τον Αλέξανδρο Α΄ ως ηγεμόνα. Ο Γιούγκα είχε συλληφθεί ως όμηρος στη Βλαχία, [8] [9] όπου απεβίωσε στις 7 Ιανουαρίου 1403 (πιο πριν ο Aλέξανδρος Α΄ ο Καλός δεν τον ανέφερε ως «μακαριστό του παρελθόντος») και το 1407, στο μοναστήρι Μπιστρίτσα, καταγράφηκε ως νεκρός.

Από την εξουσία τού βοεβόδα Γιούγκα, στις 28 Νοεμβρίου 1399, φαίνεται επίσης ότι ήταν νυμφευμένος και είχε απογόνους ("αυτή είναι η πίστη μου, βοεβόδα Γιούγκα, και η πίστη των παιδιών μου, και η πίστη του Στεφάνου του βοεβόδα και των παιδιών, η πίστη των αδελφών του, η πίστη του Αλεξάνδρου, η πίστη του Μπογκντάν ...» [10] ), αλλά το όνομα τής συζύγου του παρέμενε άγνωστο. Η κηδεία του πιθανότατα έγινε στη Βλαχία, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό πού τάφηκε. .

  1. P. P. Panaitescu, Cronicile slavo-române din secolele XV-XVI, publicate de Ion Bogdan, Editura Academiei Romane, București, 1959, p. 44-48
  2. Această perioadă poate fi dedusă din singura atestare documentară a lui Iuga Ologul, datată din 28 noiembrie 1399, și prima atestare documentară a lui Alexandru cel Bun, următorul la tron, datată din 29 iunie 1400 (Documenta Romaniae Historica A. Moldova, vol. I (1384-1475), p. 10-16, Institutul de Istorie și Arheologie A.D. Xenopol, Editura Academiei Republicii Socialiste România, București, 1975)
  3. Constantin C. Giurescu, Istoria Românilor, Ed. ALL Educațional, București, 2003, I, p. 360
  4. Documenta Romaniae Historica A. Moldova, vol. I (1384-1475), Institutul de Istorie și Arheologie A.D. Xenopol, Editura Academiei Republicii Socialiste România, București, 1975, p. 7
  5. Ștefan S. Gorovei, Întemeierea Moldovei. Probleme controversate, Iași, 1997, p. 76, 126-130, 137, 221
  6. Documenta Romaniae Historica A. Moldova, vol. I (1384-1475), Institutul de Istorie și Arheologie A.D. Xenopol, Editura Academiei Republicii Socialiste România, București, 1975, p. 11-12
  7. Nicolae Grigoraș, Țara Românească a Moldovei de la întemeierea statului până la Ștefan cel Mare (1359-1457), Iași, 1978, p. 74-77
  8. Constantin Rezachevici, Mircea cel Bătrân și Moldova, în "Revista de istorie", XXXIX, nr. 8, București, 1986, p. 754-755
  9. Constantin Rezachevici, Mircea cel Bătrân și lumea românească a vremii sale, în "Magazin istoric", nr. 9, București, 1986, p. 9-10
  10. Documenta Romaniae Historica A. Moldova, vol. I (1384-1475), Institutul de Istorie și Arheologie A.D. Xenopol, Editura Academiei Republicii Socialiste România, București, 1975, p. 10