Γιαν φαν ντεν Χούκε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιαν φαν ντεν Χούκε
Γέννηση4  Αυγούστου 1611[1][2][3]
Αμβέρσα
Θάνατος1651[4][5][6]
Αμβέρσα[7]
Χώρα πολιτογράφησηςΝότιες Κάτω Χώρες
Ιδιότηταζωγράφος[8]
ΓονείςΓκασπάρ φαν ντεν Χούκε
ΑδέλφιαΡόμπερτ φαν ντεν Χούκε[9]
Είδος τέχνηςπροσωπογραφία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γιαν φαν ντεν Χούκε (φλαμανδικά: Jan van den Hoecke(συναντάται επίσης και ως: Johannes van den Hoecke, Jan van der Hoecke, Jan Van den Hoecke, Jan van Hoek, Jan van Hoeck, Jan Vanhoek, βαπτιστικό όνομα ως 'Giovanni' στην Ιταλία[10], 4 Αυγούστου 1611 – 1651)) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, σχεδιαστής και σχεδιαστής ταπισερί. Ήταν ένας από τους βασικούς βοηθούς στο εργαστήριο του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς κατά τη δεκαετία του 1630. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία, διαμένοντας επί μία δεκαετία στη Ρώμη. Στη συνέχεια εργάστηκε ως Αυλικός ζωγράφος αρχικά στη Βιέννη και ύστερα στις Βρυξέλλες. Ήταν πολυσχιδής καλλιτέχνης, που δημιούργησε προσωπογραφίες αλλά και ιστορικούς και αλληγορικούς πίνακες.[11]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Amor vincit omnia, σε συνεργασία με τον Πάουλ ντε Φος

Ο φαν ντεν Χούκε γεννήθηκε στην Αμβέρσα. Γονείς του ήταν ο ζωγράφος Γκασπάρ φαν ντεν Χούκε (1595–1648) και η Μαργκαρέτα φαν Λέιμπουτ (Margaretha van Leemput). Εν γένει γίνεται αποδεκτό ότι, όπως ο ετεροθαλής του αδελφός Ρόμπερτ φαν ντεν Χούκε μαθητευσε αρχικά στον πατέρα του.[12] Στη συνέχεια εργάστηκε, κατά τη δεκαετία του 1630, στο εργαστήριο του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς.[11] Κατά τη θητεία του στο εργαστήριο του Ρούμπενς συνεργάστηκε σε πολλά μεγάλα έργα του καλλιτέχνη. Πιστεύεται ότι συνεργάστηκε με τον Ρούμπενς στις διακοσμήσεις της οροφής της αίθουσας συγκεντρώσεων του Γουάιτχολ.[13] Συνεργάστηκε, επίσης, στον καλλιτεχνικό σχεδιασμό για την τελετή θριαμβευτικής εισόδου του Καρδναλίου - Ινφάντη Φερδινάνδου στην Αμβέρσα στις 17 Απριλίου 1635, την επιμέλεια του οποίου είχε αναλάβει ο Ρούμπενς. Ο Γιαν ζωγράφισε μνημειακές αναπαραστάσεις με αυτή την ευκαιρία, σε σχέδια που είχε δημιουργήσει ο Ρούμπενς.[11] Από αυτά τα μεγάλης κλίμακας έργα, ορισμένα έχουν διασωθεί, όπως Η θριαμβευτική είσοδος του Καρδιναλίου Πρίγκηπα Φερδινάνδου της Ισπανίας, που σήμερα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι και Η μάχη του Nördlingen, 1634, σήμερα τμήμα της Βασιλικής Συλλογής της Βρεταννίας.[14] Το τελευταίο αυτό έργο ζωγραφίστηκε από τον φαν ντεν Χούκε με βάση ένα σχεδίασμα ελαιογραφίας του Ρούμπενς. Είχε τοποθετηθεί σε κεντρική θέση στο κέντρο της θριαμβευτικής αψίδας του Φερδινάνδου κατά την είσοδό του στην Αμβέρσα. Παρέμεινε για λίγους μήνες μετά το γεγονός σε εξωτερικό χώρο, εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. Ο φαν ντεν Χούκε είχε φύγει για την Ιταλία, οπότε ο Γιάκομπ Γιόρντενς του έκανε μερικές μικροεπεξεργασίες πριν προσφερθεί ως δώρο στον Φερδινάνδο το 1637[14]

Ο Γιαν φαν ντεν Χούκε ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου πιθανότατα διέμεινε κατά το διάστημα 1635 - 1644, αν και κάποιες πηγές αναφέρουν ότι παρέμεινε ως το 1646[10][13] Στην Ιταλία γνώρισε τα έργα του Γκουίντο Ρένι και μελέτησε την αρχαιότητα. Οι επιρροές αυτές εξηγούν τις κλασικιστικές τάσεις των ύστερων έργων του.[15] Το 1644 ο καλλιτέχνης έγινε δεκτός ως μέλος στην "κλειστή" Παπική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών των Virtuosi al Pantheon.[11]

Στη συνέχεια ο φαν ντεν Χούκε μετοίκησε στην Αυστρία και εισήλθε στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1644. Ζωγράφισε επίσης για λογαριασμό του αδελφού του Αυτοκράτορα, Αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλχελμ της Αυστρίας. Ανάμεσα στα έργα που ζωγράφισε γι' αυτόν συγκαταλέγεται μια Παναγία Βρεφοκρατούσα και αρκετοί αλληγορικοί πίνακες. Ο φαν ντεν Χούκε επέστρεψε στην πατρίδα του μαζί με τον Αρχιδούκα, όταν αυτός έγινε Κυβερνήτης των Ισπανικών Κάτω Χωρών το 1647.[11][16] Έγινε Αυλικός ζωγράφος και συντηρητής της καλλιτεχνικής συλλογής του Αρχιδούκα, η οποία, όπως αναφέρεται, ήταν μια από τις μεγαλύτερες στη βόρεια Ευρώπη, περιλαμβάνοντας περίπου 1.400 πίνακες και άλλα έργα τέχνης.[13][16]

Ο φαν ντεν Χούκε απεβίωσε είτε στις Βρυξέλλες είτε στην Αμβέρσα το 1651.[10]

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φαν ντεν Χούκε ήταν πολύπλευρος καλλιτέχνης, ο οποίος ζωγράφισε ιστορικούς πίνακες, πορτρέτα αλλά και δημιούργησε σχέδια για ταπισερί. Στο έργο του συνδυάζει τα επιτεύγματα της τέχνης του Ρούμπενς με τον ιταλικό κλασικισμό του 17ου αιώνα.[11] Ο φαν ντεν ΧΟύκε και το έργο του άρχισε να τραβά εκ νέου την προσοχή των ιστορικών τέχνης τη δεκαετία του 1970. Η καλύτερη κατανόηση των χαρακτηριστικών του ύφους του οδήγησε σε διορθώσεις απόδοσης έργων που παλαιότερα είχαν αποδοθεί σε άλλους συνεργάτες του Ρούμπενς, όπως οι Εράσμους Κουελλίνους ΙΙ και Γιαν Μπούκχορστ, καθώς και την αναθεώρηση απόδοσης έργων που είχαν παλαιότερα αποδοθεί, χωρίς βεβαιότητα, στον Τέοντοορ φαν Τούλντεν. Αντίστροφα, η αυξανόμενη γνώση του μοναδικού ύφους του οδήγησε στο να αποδοθούν σε άλλους καλλιτέχνες έργα που παλαιότερα είχαν αποδοθεί στον φαν ντεν Χούκε.[13]

Πορτρέτο του έφιππου Αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλχελμ, Groeningemuseum, Αμβέρσα

Ύφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ύφος των πρώιμων έργων του, με την προσεκτική σχεδίαση και την ομοιότητα με το ύφος έργων του Ρούμπενς συναντάται χαρακτηριστικά στο σκίτσο - ελαιογραφία Ο θρίαμβος του Δαβίδ (Μουσείο Τέχνης Κίμπελ) (1635), το οποίο επί μακρό χρονικό διάστημα είχε θεωρηθεί έργο του Ρούμπενς.[15][17] Το έργο του Ο Ηρακλής μεταξύ φαυλότητας και αρετής (σήμερα στην Πινακοθήκη Ουφίτσι) καταδεικνύει τόσο την επιρροή του ύφους του Ρούμπενς (ιδιαίτερα αυτού που ανέπτυξε κατά το διάστημα 1610 - 1620) όσο και την επιρροή του Άντονι βαν Ντάικ. Η ομοιότητα του ύφους του με αυτό του Ρούμπενς πιθανόν οδήγησε στην απόδοση στον φαν ντεν Χούκε του πίνακα Η σφαγή των αθώων (σήμερα αποδίδεται στον Ρούμπενς), όταν βρισκόταν στη Συλλογή Λιχτενστάιν.[18] Ο φαν ντεν Χούκε ζωγράφισε μια σειρά απεικονίσεων της Σίβυλλας, κατά την πρώιμη περίοδο της σταδιοδρομίας του, από το 1630 ως το 1637.[19]

Η επιρροή των ιδεωδών μορφών του Ρένι, καθώς και του Ντομενικίνο και του Νικολά Πουσέν είναι εμφανείς στους αλληγορικούς πίνακες που ζωγράφισε όσο ήταν στη Βιέννη. Παράδειγμα τέτοιου πίνακα είναι Η Αρετή υπερνικά τη Φιλαργυρία, σήμερα στο Kunsthistorisches Museum. Η εξοικείωσή του με το έργο του Αντρέα Σάκκι είναι επίσης εμφανής στα πορτρέτα του Αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ΄ και του Αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλχελμ. Το ύφος του παρέμεινε κάπως "σιωπηλό" και δύσκαμπτο στη σύνθεσή του, όπως στο Πορτρέτο του έφιππου Αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλχελμ, στο οποίο η στατικότητα της σύνθεσης είναι σαφώς διαφορετική από τα "ζωντανά" πορτρέτα των Ρούμπενς και βαν Ντάικ.[15] Σε ένα Πορτρέτο του Φερδινάνδου Γ΄ - σήμερα στο Kunsthistorisches Museum), το οποίο ζωγράφισε περί το 1643, εμφανίζεται η ίδια άκαμπτη και αυστηρή μορφή και έρχεται σε οξεία αντίθεση με τα ένδοξα και "μαχητικά" πορτρέτα του φλαμανδικού μπαρόκ της δεκαετίας του 1630.[20]

Συνεργασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως συνηθιζόταν στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Φλάνδρας εκείνη την εποχή, ο φαν ντεν Χούκε συνεργάστηκε με άλλους ζωγράφους που ειδικεύονταν σε διαφορετικούς τύπους ζωγραφικής. Παράδειγμα τέτοιας συνεργασίας είναι ο πίνακας Amor vincit omnia (ΟΈρωτας νικά τα πάντα, Kunsthistorisches Museum), στον οποίο η μορφή του Έρωτα είναι δημιουργία του φαν ντεν Χούκε και τα στοιχεία της νεκρής φύσης δημιουργία του Πάουλ ντε Φος. Δεν είναι σαφές αν η σύνθεση αποτελεί αλληγορία για ειρήνη, όπως υπαινίσσεται η μορφή του Έρωτα και ο παραδοσιακός τίτλος του έργου, ή αλληγορία της μεταβατικότητας του ανθρώπου από τον Κόσμο, όπως υποδηλώνουν ο σάκος με τα χρήματα, η πανοπλία και τα μουσικά όργανα.[21]

Στη συλλογή του Αρχιδούκα υπήρχαν 45 έργα του φαν ντεν Χούκε, ο μεγαλύτερος αριθμός έργων Φλαμανδού καλλιτέχνη στη συλλογή. Τα μισά σχεδόν από αυτά τα έργα κατέληξαν στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης, καθώς η συλλογή ακολούθησε τον Αρχιδούκα όταν αυτίς επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο μεγάλος αριθμός έργων του φαν ντεν Χούκε στη συλλογή οφείλεται μάλλον στην προτίμηση του Αρχιδούκα στο πλέον κλασικιστικό ύφος του καλλιτέχνη.[13][16] Ο Αρχιδούκας επίσης ανέθεσε στον φαν ντεν Χούκε να δημιουργήσει αντίγραφα έργων Ιταλών καλλιτεχνών, όπως του Τιτσιάνο και του Πάολο Βερονέζε, ίσως για να συμπληρωθεί η συλλογή του των Βενετών καλλιτεχνών.[22]

Σχέδια για ταπισερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θρίαμβος του χρόνου

Για λογαριασμό του Αρχιδούκα ο φαν ντεν Χούκε δημιούργησε τα σχεδιάσματα μιας σειράς 12 ταπισερί τοίχου με το μοτίφ βάνιτας και μια σειρά δέκα ταπισερί υπό τον τίτλο Αλληγορία του χρόνου (περί το 1650): Ημέρα και Νύκτα, έξι εικόνες με τους Μήνες, τις Τέσσερις Εποχές, τα τέσσερα στοιχεία και τον θρίαμβο του χρόνου. Η σειρά αυτή υφάνθηκε μεταξύ 1647 και 1650 στο εργαστήριο ταπισερί του Έφερερτ Λάνιερς ΙΙΙ (Everaert Leyniers III). Ορισμένοι άλλοι καλλιτέχνες, όπως οι Πίτερ Τάις και Άντριεν φαν Ούτρεχτ εργάστηκαν επίσης για τη σειρά αυτή. Τα προκαταρκτικά σχέδια, σε λάδι, που είχε δημιουργήσει ο φαν ντεν Χούκε έχουν διασωθεί (τέσσερα από αυτά βρίσκονται στο Kunsthistorisches Museum, όπως και οκτώ ταπισερί βασισμένες στα σχεδιάσματα για την Ημέρα και Νύκτα και τις Τέσσερις Εποχές, που σήμερα βρίσκονται στο Φρούριο Μιραμάρ της Τεργέστης.[15][23]

Τα σχεδιάσματα (αποκαλούνται "καρτούν") του φαν ντεν Χούκε για τη σειρά Αλληγορία του Χρόνου ήταν πρωτοποριακά υπό την έννοια ότι δημιουργήθηκαν με τα παραδοσιακά πλαίσια των ταπισερί να έχουν αντικατασταθεί από στοιχεία της ίδιας της εικόνας, όπως πεσσούς, θριγμούς και κεφαλόσκαλα της αρχιτεκτονικής καθώς και πλούσιες γιρλάντες κυνηγετικής λείας, πουλερικών, ψαριών, φρούτων και λουλουδιών. Κατάφερε, επίσης, να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου χώρου, επεκτείνοντας τα αρχιτεκτονικά στοιχεία πίσω και γύρω από τις μορφές. Η λιτή παλέτα των καρτούνς καταδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης ενδιαφερόταν περισσότερο για τη σχεδίαση και τη γραμμή παρά για το χρώμα..[23]

Φωτοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Sibylla Cimmeria
  1. aleph.nkp.cz/F/?func=find-c&local_base=aut&ccl_term=ica%3Djo2003188229&CON_LNG=ENG. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jo2003188229. Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2019.
  3. (Αγγλικά) Discogs. 3313141.
  4. Διεθνές Πρότυπο Aναγνωριστικό Ονόματος. 0000000066392239. Ανακτήθηκε στις 17  Οκτωβρίου 2015.
  5. «Jan Van den Hoecke». Biografisch Portaal. 88931860.
  6. «Jan van den Hoecke». (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 500019616.
  7. rkd.nl/explore/artists/38710. Ανακτήθηκε στις 15  Οκτωβρίου 2016.
  8. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 1  Δεκεμβρίου 2017. 500019616. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2019.
  9. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 1  Δεκεμβρίου 2017. 500019616. Ανακτήθηκε στις 21  Μαΐου 2021.
  10. 10,0 10,1 10,2 Ολλανδικό Ίδρυμα Ιστορίας της Τέχνης
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 Matthias Depoorter, Jan van den Hoecke Αρχειοθετήθηκε 2014-11-11 στο Wayback Machine. στην ιστοσελίδα Barok in Vlaanderen
  12. Frans Jozef Peter Van den Branden, Geschiedenis der Antwerpsche schilderschool, Antwerpen, 1883, p. 794-796 (Ολλανδικά)
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Jahel Sanzsalazar, Jan van den Hoecke: quelques précisions et nouvelles propositions pour le catalogue de son oeuvre, in: Revue Belge d'Archéologie et d'Histoire de l'Art, Académie Royale d'Archéologie de Belgique / Belgish tijdschrift voor Oudheidkunde en Kunstgeschiedenis, Koninklijke Academie voor Oudheidkunde van België, LXXXII, 2013, pp. 45–78 (Γαλλικά)
  14. 14,0 14,1 Jan van der Hoecke (Antwerp 1611 – Antwerp or Brussels 1651), The Battle of Nördlingen, 1634 at the Royal Collection
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Günther Heinz. "Hoecke, Jan van den." Grove Art Online. Oxford Art Online. Oxford University Press. Web. 17 Jul. 2014
  16. 16,0 16,1 16,2 Karl Schütz, Zeitgenössische niederländische Malerei in der Sammlung Erzherzog Leopold Wilhelms, in: De zeventiende eeuw. Jaargang 13. Uitgeverij Verloren, Hilversum 1997, pp. 371–377 (Γερμανικά)
  17. Kimbell Art Museum, Triumph of David Αρχειοθετήθηκε 2017-08-04 στο Wayback Machine., image of work and background information
  18. Iain Robertson, The Art Business, Routledge, 28 Aug 2008, pp. 41–42
  19. Jan van den Hoecke, Sibylla Cimmeria, 1630 at 1stdibs
  20. Dr Andrew H Weaver, 'Sacred Music as Public Image for Holy Roman Emperor Ferdinand III: Representing the Counter-Reformation Monarch at the End of the Thirty Years' War', Ashgate Publishing, Ltd., 28 Jan 2013, pp. 34–35
  21. Karl Schütz, Zeitgenössische niederlandische Malerei in der Sammlung, in: Vrede van Munster, Katholieke Universiteit Nijmegen, Uitgeverij Verloren, 1997, pp. 371–378
  22. Hans Vlieghe, Katlijne van der Stighelen, 'Sponsors of the past: Flemish art and patronage 1550–1700 : proceedings of the symposium organized at the Katholieke Universiteit Leuven, December, 14–15, 2001, Faculteit Letteren, Departement Archeologie, Kunstwetenschap en Musicologie,' Katholieke Universiteit te Leuven (1970– ) Brepols, 2005
  23. 23,0 23,1 Thomas P. Campbell, Pascal-François Bertrand, Jeri Bapasola, 'Tapestry in the Baroque: Threads of Splendor', Metropolitan Museum of Art, 1 Jan 2007

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικές συνδέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]