Βυζαντινός Εμφύλιος Πόλεμος (1373-1379)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Βυζαντινός Εμφύλιος πόλεμος των ετών 1373–1379 ή Δ΄ Παλαιολόγειος Εμφύλιος, ήταν μια στρατιωτική σύγκρουση, που διεξήχθη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μεταξύ του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και τού γιου του Ανδρόνικου Δ΄ Παλαιολόγου, που επίσης εξελίχθηκε σε οθωμανικό εμφύλιο πόλεμο, όταν ο Σαβτσί Μπέη, γιος του ηγεμόνα των Οθωμανών Μουράτ Α΄, ενώθηκε με τον Ανδρόνικο σε μία κοινή εξέγερση εναντίον των πατέρων τους. Ο Εμφύλιος ξεκίνησε όταν ο Ανδρόνικος προσπάθησε να ανατρέψει τον πατέρα του το 1373. Αν και αρχικά απέτυχε, έπειτα με τη βοήθεια των Γενουατών ο Ανδρόνικος κατάφερε τελικά να ανατρέψει και να φυλακίσει τον Ιωάννη Ε΄ το 1376. Το 1379 όμως, ο Ιωάννης Ε διέφυγε και με οθωμανική βοήθεια ανέκτησε το θρόνο του. Ο εμφύλιος πόλεμος εξασθένισε περαιτέρω την παρακμάζουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία είχε ήδη υποστεί αρκετούς καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους στις αρχές του αιώνα. Εκείνοι που ωφελήθηκαν περισσότερο από τον πόλεμο ήταν οι Οθωμανοί, στους οποίους οι Ρωμαίοι έγιναν υποτελείς.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος από χειρόγραφο του 15ου αιώνα.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Ιωάννης Ε΄ ανέλαβε μόνος την εξουσία της Αυτοκρατορίας το 1354, ακολούθησε μία σαφώς φιλοδυτική εξωτερική πολιτική. Έδωσε τη Λέσβο και το χέρι της αδελφής του σε γάμο με Γενουάτη· η Ηράκλεια Ποντική, το τελευταίο λιμάνι της Ρωμανίας στη Μ. Ασία, πωλήθηκε στους Βενετούς[1] και ο ίδιος μεταστράφηκε σε Καθολικό, μία πράξη που τον αποξένωσε από τους υπηκόους του και κέρδισε λίγα ως αντάλλαγμα. [2] Μέχρι το 1360 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε γίνει μία σκιά του πρώην εαυτού της. Οι τελευταίες περιοχές της Θράκης κατακλύστηκαν από τους Οθωμανούς, οι οποίοι το 1365 κατέλαβαν την Αδριανούπολη. Ζητώντας συνδρομή από τη Δύση, ο Ιωάννης Ε΄ επισκέφθηκε το 1369 τον πάπα Ουρβανό Ε΄ εκείνο το καλοκαίρι και έπειτα έπλευσε στη Βενετία, όπου διαπραγμαθεύτηκε μία συνθήκη, στην οποία οι Ενετοί θα ακύρωναν το χρέος τού Αυτοκράτορα με αντάλλαγμα το νησί της Τενέδου. Φεύγοντας από το Ρωμαϊκό έδαφος άφησε τους δύο γιούς του, τον Ανδρόνικο Δ΄ και τον Μανουήλ να κυβερνούν την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα. [3] Ο Ανδρόνικος Δ΄, ο μεγαλύτερος γιος και συναυτοκράτορας, αρνήθηκε ωστόσο να παραδώσει την Τενέδο στους Ενετούς, όπως είχε συμφωνηθεί και ο Αυτοκράτορας κρατήθηκε από τους Ενετούς για δύο χρόνια, έως ότου ο Μανουήλ Β΄ παρενέβη για λογαριασμό εκείνου. [4]

Πρώτη σύγκρουση - Αποτυχημένη εξέγερση του Ανδρόνικου Δ΄, 1373[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανδρόνικος Δ΄ δυσαρεστήθηκε με την αποδοχή τού πατέρα του ως συμμάχου και υποτελούς στην Οθωμανική ηγεμονία το 1373 και το ίδιο έτος, συνέπραξε τον Σαβτσί μπέη, γιο του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Α΄, σε κοινή ανοιχτή εξέγερση εναντίον των πατέρων τους. [5] Και οι δύο εξεγέρσεις καταστάλθηκαν, αν και η Ρωμαϊκή στρατιωτική αδυναμία σήμαινε ότι αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό από τα οθωμανικά στρατεύματα. [4] Ο Μουράτ Α΄ τύφλωσε (και αργότερα εκτέλεσε) τον γιο του Σαβτσί και ζήτησε από τον Ιωάννη Β΄ με τη σειρά του να τυφλώσει και τον Ανδρόνικο Δ΄ και τον γιο του τελευταίου, τον Ιωάννη. Ο Ιωάννης Ε΄ το έκανε μόνο εν μέρει: άφησε τον Ανδρόνικο Δ΄ με ένα μάτι και ο εγγονός του τυφλώθηκε μερικώς, αλλά φυλάκισε τον Ανδρόνικο Δ΄. [2] Ο νεότερος Ιωάννης δυσαρεστήθηκε πολύ με την πράξη του παππού του και θα επαναστατούσε εναντίον του το 1390, βασιλεύοντας για πέντε μήνες. [6] Μετά την αποτυχία του Ανδρόνικου Δ΄, ο Μανουήλ αναβιβάστηκε σε συναυτοκράτορα και διάδοχο του Ιωάννη Ε΄ ως Μανουήλ Β '.

Δεύτερη σύγκρουση - Δήλωση του Ανδρόνικου, 1376–1379[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο μετά τη φυλάκιση τού Ανδρόνικου Δ΄, ο Ιωάννης Ε΄ πώλησε την Τενέδο στους Ενετούς με παρόμοιους όρους με την προηγούμενη αποτυχημένη συμφωνία. Ωστόσο, οι Γενοβέζοι δεν είχαν μπορέσει να πάρουν ειρηνικά το νησί που ήταν στα χέρια των Βενετών, αφού ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Έτσι το 1376 οι Γενουάτες, που έδρευαν στην αποικία τους στον Γαλατά, βοήθησαν να ελευθερωθεί ο Ανδρόνικος Δ΄ και να του προμηθεύσουν οθωμανικό στρατό. [4] Έτσι ο Ανδρόνικος Δ΄ απέκτησε τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης και φυλάκισε τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ και τον μικρότερο αδελφό του Μανουήλ Β΄. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους, ο Ανδρόνικος Δ΄ έδωσε τώρα την Τενέδο στους Γενουάτες και την Καλλίπολη στους Οθωμανούς[4].

Αυτές οι πράξεις με τη σειρά τους τον ενέπλεξαν, λίγο μετά την ενθρόνισή του, σε έναν πόλεμο με τη Βενετία. [4] Μαζί με τον γιο του, τον Ιωάννη Ζ΄, ο οποίος στέφθηκε συναυτοκράτορας το 1376, υπήρχαν πλέον τέσσερις Αυτοκράτορες και ένας δεσπότης στη Ρωμανία, όλοι τους ευάλωτοι στις πολιτικές των Οθωμανών και των Ιταλικών πόλεων-κρατών. [2] Ο Ανδρόνικος Δ΄ κυβέρνησε μέχρι το 1379, όταν ο Ιωάννης Ε΄ και ο Μανουήλ Β΄ δραπέτευσαν και κατέφυγαν στην Αυλή του Μουράτ Α΄.[2] Αφού συμφώνησαν -όπως φαίνεται- να παραχωρήσουν την (ουσιαστικά ανεξάρτητη) περιοχή της Φιλαδέλφειας (έδαφος περιτριγυρισμένο από μουσουλμάνους) στους Οθωμανούς, ο Ιωάννης Ε΄ αποκαταστάθηκε στον θρόνο με βοήθεια Βενετικών πλοίων και Οθωμανών στρατιωτών. [7]

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού ο Ιωάννης Ε΄ εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ο Ανδρόνικος Δ΄ έφυγε στον Γενουατικό Γαλατά και έμεινε εκεί δύο χρόνια. Ωστόσο, κρατούσε μαζί του όμηρο για ένα διάστημα τη μητέρα του, Ελένη Καντακουζηνή και τον πατέρα της, τον πρώην Αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό. Ωστόσο το 1381 υπογράφηκε μία συνθήκη, που τού επέτρεψε να επιστρέψει. Αργότερα οι Βενετοί και οι Γενουάτες τερμάτισαν τον πόλεμό τους και συμφώνησαν να εγκαταλείψουν την Τενέδο και να εξαλείψουν τις οχυρώσεις της, μετατρέποντάς την έτσι σε ουδέτερο έδαφος. [7] Αυτή η σύγκρουση αποδυνάμωσε περαιτέρω τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία περιβαλλόταν από τη συνεχώς διευρυνόμενη Οθωμανική επικράτεια.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Treadgold (1997), σελ. 788
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Browning (1992), σελ. 242
  3. Treadgold (1997), σελ. 779
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Treadgold (1997)
  5. Haldon (2003), σελ. 22
  6. Treadgold (1997), σελ. 782
  7. 7,0 7,1 Treadgold (1997), σελ. 781

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Treadgold, Warren (1997). Μια ιστορία του βυζαντινού κράτους και της κοινωνίας . Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press . ISBN
  • Browning, Robert (1992), The Byzantine Empire, The Catholic University of America Press, ISBN 0-8132-0754-1
  • Haldon, John (2003), Byzantium at War, Routledge, ISBN 0-415-96861-5