Βυζαντινός Εμφύλιος Πόλεμος (1341-1347)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 1340 με τις ανακτήσεις του Ανδρονίκου Γ΄ προς τα δυτικά.

Ο Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος 1341-47, μερικές φορές αναφερόμενος ως Δεύτερος Παλαιολόγειος Εμφύλιος Πόλεμος,[1] ήταν μια σύγκρουση που ξέσπασε μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου για την κηδεμονία του εννιάχρονου γιου και διαδόχου του, Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Ενέπλεξε από την μία πλευρά τον κύριο συνεργάτη του Ανδρόνικου Γ΄, Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, και από την άλλη την αντιβασιλεία υπό την αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα, και τον μέγα δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Ο πόλεμος πόλωσε την Βυζαντινή κοινωνία διαχωρίζοντας τις κοινωνικές τάξεις, με την αριστοκρατία να υποστηρίζει τον Καντακουζηνό και τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις να υποστηρίζουν την αντιβασιλεία. Σε μικρότερο βαθμό, η σύγκρουση απέκτησε και θρησκευτική χροιά. Το Βυζάντιο είχε εμπλακεί στη διαμάχη του Ησυχασμού, και η τήρηση του μυστικιστικού δόγματος του Ησυχασμού συχνά ταυτιζόταν με υποστήριξη προς τον Καντακουζηνό.

Ως βασικός συνεργάτης και πιο στενός φίλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, ο Καντακουζηνός ανέλαβε την κηδεμονία του ανήλικου Ιωάννη Ε΄ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, τον Ιούνιο του 1341. Ενώ όμως ο Καντακουζηνός ήταν απών από την Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ένα πραξικόπημα με επικεφαλής τον Αλέξιο Απόκαυκο και τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ εξασφάλισε την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Άννας και καθιέρωσε μια νέα αντιβασιλεία. Σε απάντηση, ο στρατός και οι οπαδοί του Καντακουζηνού τον ανακήρυξαν συναυτοκράτορα τον Οκτώβριο, επιβεβαιώνοντας το χάσμα μεταξύ του ιδίου και της νέας αντιβασιλείας, το οποίο κλιμακώθηκε αμέσως σε ένοπλη σύγκρουση.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 1355, μετά τους Εμφυλίους Πολέμους, συρρικνώθηκε προς όφελος της Σερβίας.

Κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι δυνάμεις της αντιβασιλείας επικράτησαν. Στον απόηχο διαφόρων αντιαριστοκρατικών εξεγέρσεων, κυρίως αυτή των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, η πλειοψηφία των πόλεων της Θράκης και της Μακεδονίας τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αντιβασιλείας. Με τη βοήθεια του Στεφάνου Δουσάν της Σερβίας και του Ουμούρ Μπέη του Αϊδινίου, ο Καντακουζηνός σταδιακά αντέστρεψε την κατάσταση. Μέχρι το 1345, παρά την αποστασία του Δουσάν και την απόσυρση του Ουμούρ, ο Καντακουζηνός απέκτησε το πάνω χέρι και το διατήρησε με τη βοήθεια του Ορχάν, κυβερνήτη του Οθωμανικού εμιράτου. Η δολοφονία τον Ιούνιο του 1345 του μέγα δούκα Απόκαυκου, του βασικού ιθύνοντα νου της αντιβασιλείας, της επέφερε ένα σοβαρό πλήγμα. Επισήμως εστεμμένος ως αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη το 1346, ο Καντακουζηνός εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Φεβρουαρίου 1347. Κατόπιν συμφωνίας θα κυβερνούσε για δέκα χρόνια ως πρώτος αυτοκράτορας και αντιβασιλέας για τον Ιωάννη Ε΄, έως ότου αυτός να ενηλικιωθεί και να κυβερνήσει ως ίσος. Παρά την προφανή του νίκη, σε λίγα χρόνια η επανάληψη του εμφυλίου πολέμου ανάγκασε τον Καντακουζηνό να παραιτηθεί και να αποσυρθεί για να μονάσει το 1354.

Οι συνέπειες της παρατεταμένης σύγκρουσης αποδείχθηκαν καταστροφικές για την Αυτοκρατορία, η οποία είχε ανακτήσει μια σχετική σταθερότητα υπό το Ανδρόνικο Γ΄. Επτά χρόνια πολέμου, οι επιδρομές των διαφόρων στρατών, η κοινωνική αναταραχή, και η έλευση του Μαύρου Θανάτου κατέστρεψε το Βυζάντιο και το κατέστησε σκιά του εαυτού του. Η σύγκρουση επίσης επέτρεψε στον Δουσάν να κατακτήσει την Αλβανία, την Ήπειρο και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, όπου ίδρυσε τη Σερβική Αυτοκρατορία. Η Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία απέκτησε επίσης έδαφος βόρεια του ποταμού Έβρου.

Πινακοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Reinert 2002, σελίδες 263, 265

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]