Βρώμικη ιστορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βρώμικη ιστορία
ΣυγγραφέαςΈρικ Άμπλερ
Ημερομηνία δημοσίευσης1967
Μορφήμυθιστόρημα
ΠροηγούμενοA Kind of Anger

Βρώμικη ιστορία (αγγλικός τίτλος: Dirty Story) είναι μυθιστόρημα του Έρικ Άμπλερ που δημοσιεύθηκε το 1967. Το βιβλίο, όπως είναι σαφές από τον υπότιτλο Περαιτέρω στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Άρθουρ Άμπντελ Σίμσον, συνεχίζει τη ζωή του αντιήρωα του Άμπλερ μικροεγκληματία Άρθουρ Σίμσον ο οποίος συμμετείχε σε μια τολμηρή ληστεία στην Κωνσταντινούπολη στο προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα, που διασκευάστηκε στην ταινία Τοπ Καπί σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.

Στην αρχή της ιστορίας ο Σίμσον βρίσκεται στην Αθήνα αλλά, κινδυνεύοντας να φυλακισθεί, αναγκάζεται να φύγει κρυφά και στην πορεία βρίσκεται σε φανταστική χώρα της Κεντρικής Αφρικής όπου γίνεται άθελά του μισθοφόρος μιας εταιρείας εξόρυξης που διεκδικεί δικαιώματα πολύτιμων ορυκτών σε μια έντονα αμφισβητούμενη συνοριακή περιοχή στην οποία κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν. [1]

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο διασκεδαστικά σε ελαφρύ κωμικό τόνο. Είναι ένα από τα πολλά έργα του Άμπλερ στα οποία η απώλεια της ιθαγένειας ή ο κίνδυνος να βρεθεί κάποιος ανεπιθύμητος σε όλες τις χώρες έχει σημαντική θέση στην πλοκή. [2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην περίοδο 1966/67 χωρίς να προσδιορίζεται ακριβώς. Ο Άρθουρ Σίμπσον - του οποίου ο Άγγλος πατέρας και η Αιγύπτια μητέρα του έχουν δώσει αβέβαιη υπηκοότητα - ζει στην Αθήνα και εργάζεται νόμιμα σαν σοφέρ, ξεναγός και διερμηνέας σε τουρίστες. Το αιγυπτιακό του διαβατήριο έχει λήξει και χρειάζεται κατεπειγόντως καινούργιο για να ανανεώσει την ελληνική άδεια παραμονής του που επίσης λήγει σε δέκα ημέρες. Το βρετανικό προξενείο του κατέστησε σαφές ότι δεν μπορεί να αναμένει βοήθεια από τη Μεγάλη Βρετανία γιατί δεν είχε ποτέ βρετανική υπηκοότητα, στην πραγματικότητα ήταν νόθος. Επί πλέον, ο φάκελος του στην Ιντερπόλ τον αναφέρει ως διερμηνέα, σοφέρ, σερβιτόρο, προαγωγό, πορνογράφο και ξεναγό και είναι ανεπιθύμητος τη Μεγάλη Βρετανία όπως και σε αρκετές άλλες χώρες.

Για να πάρει ένα προσωρινό διαβατήριο από μια χώρα της Λατινικής Αμερικής, ο Σίμπσον επικοινωνεί με έναν ναυτιλιακό πράκτορα που αναλαμβάνει την έκδοση πλαστών διαβατηρίων και, αισιόδοξος, υπόσχεται να πληρώσει το μεγάλο ποσό. Όταν δεν καταφέρνει να δανειστεί τα χρήματα από την πλούσια ηλικιωμένη κυρία που του νοικιάζει το αυτοκίνητο στο οποίο εργάζεται, ο πλαστογράφος του διαβατηρίου του προσφέρει δουλειά για να ξεπληρώσει το χρέος. Έτσι, προσλαμβάνεται από τον Γκουλάρ, έναν πρώην Γάλλο αλεξιπτωτιστή, για την παραγωγή μιας «πολιτιστικής ταινίας» με φόντο τα αρχαία ερείπια της Ελλάδας - στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ταινία πορνό. Ο Σίμπσον μπορεί να βγάλει χρήματα για να αγοράσει το διαβατήριο προμηθεύοντας όμορφους νέους και γυναίκες για να πρωταγωνιστήσουν στην ταινία, και διαχειριζόμενος άλλα πρακτικά θέματα. Με τις γνώσεις του στον υπόκοσμο της Αθήνας, αυτό δεν είναι πρόβλημα για τον Σίμπσον που κάνει μια συμφωνία με τη μαντάμ Ίρμα, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, και βρίσκει τους «ηθοποιούς». Όμως, όταν ο Γκουλάρ προσπαθεί να κάνει μια παράπλευρη επιχείρηση με τις ιερόδουλες, η ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής εξοργίζεται και υποβάλλει καταγγελία για πορνεία - ο Γκουλάρ και ο Σίμσον πρέπει να φύγουν από την Αθήνα για να μην συλληφθούν. Ο πλαστογράφος διαβατηρίων αναλαμβάνει να τους επιβιβάσει σε ένα φορτηγό πλοίο. Τώρα ο Σίμσον έχει μεν το διαβατήριό του – αλλά τον διώχνουν από τη χώρα του: αναγκάζεται να αφήσει το διαμέρισμα, τα υπάρχοντά του και τη γυναίκα του.[3]

Οι περιπλανήσεις τον οδηγούν στην Αφρική όπου προσλαμβάνεται ως προσωπικό ασφαλείας μιας πολυεθνικής εταιρείας εξόρυξης της Κεντρικής Αφρικής που επιδιώκει να εξασφαλίσει τον έλεγχο γης πλούσιας σε μεταλλεύματα σπάνιων γαιών. Είναι ακατάλληλος για τον ρόλο του και με ελάχιστη στρατιωτική εμπειρία, αλλά καταφέρνει να ξεγελάσει τους αδίστακτους αντιπάλους του που είναι έμπειροι επαγγελματίες. Η ομάδα του φθάνει αεροπορικώς σε μια «γειτονική χώρα» του Σουδάν όπου ο Σίμσον εκπλήσσεται όταν μαθαίνει ότι δεν έχουν προσληφθεί σε καμία περίπτωση ως δύναμη ασφαλείας για την εταιρεία, αλλά ως μισθοφόροι στρατιώτες, που θα επιτεθούν στη γειτονική χώρα. Εκεί, μια αμερικανική-δυτικογερμανική κοινοπραξία έχει καταλάβει μια περιοχή με σπάνια κοιτάσματα ορυκτών, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Ο στόχος είναι να τεθεί υπό έλεγχο μέρος της επίμαχης συνοριακής περιοχής με πραξικόπημα και να αναγκαστεί η κυβέρνηση να κάνει παραχωρήσεις. Ο Σίμσον έχει οριστεί ως χειριστής ασυρμάτου. Παρά τις προσπάθειές του να αποφύγει κάθε ευθύνη και κίνδυνο, βρίσκεται σε μια απειλητική για τη ζωή του κατάσταση όταν μπλέκει στο διπλό παιχνίδι συμπολεμιστή του, ο οποίος έχει επαφές με την άλλη πλευρά και έχει κάνει ένα είδος αντασφάλισης σε περίπτωση αποτυχίας της εταιρείας. Μετά από πολυάριθμες μάχες με τα εχθρικά στρατεύματα, οι δυο τους καταφέρνουν να διαφύγουν από την πρώτη γραμμή στην άλλη πλευρά, όπου τους υποδέχονται θερμά.

Στη σύγχυση μιας μάχης, ο Σίμσον έκλεψε ένα σωρό διαβατήρια που βρήκε στο αρχηγείο της αστυνομίας της κατεχόμενης πόλης. Με αυτά αποφασίζει να ξεκινήσει μια νέα ζωή στη Γερμανία. Ταξιδεύει μέσω Ταγγέρης στη Φρανκφούρτη όπου ελπίζει να ασχοληθεί με την επιχείρηση διαβατηρίων. Πιστεύει ότι με τα πολλά νέα ή μετονομασμένα κράτη στη γη, ο αριθμός των οποίων έχει πλέον ξεπεράσει τα 140, οι αρχές διαβατηρίων θα χάσουν εύκολα τα ίχνη του και δεν θα παρατηρήσουν ότι το φανταστικό κράτος που εφηύρε και τα διαβατήριά του δεν υπάρχουν καν.[4]

Ιστορικό πρότυπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το 1967, τη χρονιά της έναρξης του πολέμου της Μπιάφρα, ωστόσο είναι πιο πιθανό ότι ο Άμπλερ χρησιμοποίησε ως ιστορικό πρότυπο τα γεγονότα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό από το 1961 έως το 1967. Μετά τη μαζική άφιξη λευκών μισθοφόρων στον εμφύλιο πόλεμο του 1961 – 1963, που έληξε με τη νίκη του Μωυσή Τσόμπε και την ήττα του αριστερού ανταρτικού κινήματος, οι μισθοφόροι παρέμειναν στη χώρα με την υποστήριξη των βελγικών οικονομικών κύκλων μέχρι την ανατροπή του το 1965. Ενώ το χειρόγραφο της Βρώμικης ιστορίας βρισκόταν ακόμη στον εκδότη, μια εξέγερση από τους μισθοφόρους του Τσόμπε ξέσπασε τον Ιούλιο του 1967. Ο Άμπλερ είχε ήδη συλλάβει το μυθιστόρημα το 1963 με σκηνικό τη Συρία, αλλά μετέφερε την πλοκή στην Κεντρική Αφρική για τρέχοντες πολιτικούς λόγους.[5]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βρώμικη ιστορία: Περαιτέρω στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Άρθουρ Άμπντελ Σίμσον, μτφ. Ν.Γ. Πεντζίκης, εκδ. Άγρα, 2000 [6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]