Βασιλικό Ανάκτορο του Όσλο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 59°55′1″N 10°43′39″E / 59.91694°N 10.72750°E / 59.91694; 10.72750

Βασιλικό Ανάκτορο του Όσλο
Χάρτης
Είδοςπολιτισμική κληρονομιά και βασιλική κατοικία
Αρχιτεκτονικήνεοκλασική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες59°55′1″N 10°43′39″E
Διοικητική υπαγωγήOslo Municipality[1]
ΧώραΝορβηγία[2]
Έναρξη κατασκευής26  Ιουλίου 1849
Χρήσηεπίσημη κατοικία
ΙδιοκτήτηςΝορβηγία
Υλικάτούβλο
ΑρχιτέκτοναςHans Linstow
ΧρηματοδότηςΚάρολος ΙΔ΄ Ιωάννης της Σουηδίας
Προστασίαheritage site in Norway
Commons page Πολυμέσα
Ο βασιλιάς Χάακων Ζ΄, ο πρώτος μονάρχης που διέμενε μόνιμα στο ανάκτορο.
Οι Βασιλικοί Φρουροί μπροστά από το Βασιλικό Ανάκτορο.

Το Βασιλικό Παλάτι (νορβηγικά: Slottet‎‎ ή Det kongelige slott) στο Όσλο κτίστηκε το πρώτο μισό του 19ου αι. ως η νορβηγική κατοικία του γεννημένου στη Γαλλία βασιλιά Καρόλου Γ' Ιωάννη, ο οποίος βασίλευσε ως βασιλιάς της Νορβηγίας και της Σουηδίας. Το ανάκτορο είναι η επίσημη κατοικία του σημερινού Νορβηγού μονάρχη, ενώ ο διάδοχος κατοικεί στο Σκάουγκουμ στο Άσκερ, δυτικά του Όσλο.

Το ανάκτορο βρίσκεται στο τέλος της πύλης Kαρλ-Γιόχανς στο κέντρο του Όσλο και περιβάλλεται από το ανακτορικό πάρκο με την πλατεία του ανακτόρου στο μπροστινό μέρος.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι την ολοκλήρωση του ανακτόρου, οι Νορβηγοί βασιλείς διέμεναν στο Παλέετ, το υπέροχο μέγαρο στην Κριστιάνια, που ο πλούσιος έμπορος Μπερντ Άνκερ κληροδότησε στο κράτος το 1805, για να χρησιμοποιηθεί ως βασιλική κατοικία. Κατά τα τελευταία χρόνια της ένωσης με τη Δανία, το Παλέετ χρησιμοποιήθηκε από τους αντιβασιλείς της Νορβηγίας και το 1814 από τον πρώτο βασιλιά της ανεξάρτητης Νορβηγίας, Χριστιανό-Φρειδερίκο. Ο βασιλιάς Κάρολος Γ' Ιωάννης του Οίκου των Μπερναντότ διέμενε εκεί ως διάδοχος και αργότερα ως βασιλιάς, κατά τις συχνές επισκέψεις του στη νορβηγική πρωτεύουσά του.

Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κάρολος Γ΄ Ιωάννης επέλεξε τη θέση για το μόνιμο βασιλικό ανάκτορο στη δυτική πλευρά της Κριστιάνια το 1821 και ανέθεσε στον αξιωματικό και άπειρο αρχιτέκτονα, γεννημένο στη Δανία, Χανς Λίνστοβ, να σχεδιάσει το κτίριο. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε το προβλεπόμενο κόστος των 150.000 ταλήρων, που θα χρηματοδοτείτο από την πώληση κρατικών ομολόγων. Οι εργασίες στον χώρο ξεκίνησαν το 1824 και την 1η Οκτωβρίου 1825 ο Κάρολος Γ΄ Ιωάννης έθεσε τον θεμέλιο λίθο κάτω από τον βωμό του μελλοντικού ανακτορικού παρεκκλησίου. Ο Λίνστοβ είχε σχεδιάσει αρχικά ένα κτίριο μόνο δύο ορόφων, με προεξέχοντες πτέρυγες και στις δύο πλευρές της κύριας πρόσοψης.[3]

Οι δαπανηρές εργασίες θεμελίωσης προκάλεσαν υπέρβαση του προϋπολογισμού και το κτίριο σταμάτησε το 1827, για να ξαναρχίσει το 1833. Στο μεταξύ το Κοινοβούλιο (Storting) αρνήθηκε πρόσθετες επιχορηγήσεις, ως επίδειξη ενάντια στις αντιδημοφιλείς προσπάθειες του βασιλιά να δημιουργήσει μια στενότερη ένωση μεταξύ των δύο βασιλείων του. Το 1833, ο Λίνστοβ παρήγαγε ένα λιγότερο δαπανηρό έργο, χωρίς τις προεξέχοντες πτέρυγες, αλλά με έναν τρίτο όροφο ως αντιστάθμισμα. Οι βελτιωμένες σχέσεις με τον βασιλιά, έκαναν το Koινοβούλιο να χορηγήσει τα απαραίτητα κεφάλαια για την ολοκλήρωση του κτιρίου. Η στέγη τοποθετήθηκε το 1836 και οι εσωτερικοί χώροι ολοκληρώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1840.[4]

Το παρεκκλήσιο του Βασιλικού Ανακτόρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βασιλικό Ανάκτορο περιέχει το δικό του παρεκκλήσιο, που καθαγιάστηκε το 1844. Η Εκκλησία της Νορβηγίας είναι υπεύθυνη για τις θρησκευτικές λειτουργίες, που γίνονται εκεί. Είναι το σκηνικό πολλών γεγονότων της Νορβηγικής Βασιλικής Οικογένειας, όπως οι βασιλικές βαπτίσεις και το χρίσμα. Υπάρχουν επίσης συναυλίες εκκλησιαστικής μουσικής και μουσικής δωματίου.[5]

Επί δυναστείας των Μπερναντότ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Κάρολος Γ΄ Ιωάννης δεν είχε ποτέ τη χαρά να κατοικήσει στο ανάκτορό του, πριν αποβιώσει το 1844: οι πρώτοι ένοικοί του ήταν ο γιος του Όσκαρ Α' και η βασίλισσα του Ιωσηφίνα. Σύντομα διαπιστώθηκε ότι η βασιλική οικογένεια χρειαζόταν μια πιο ευρύχωρη κατοικία, και οι πτέρυγες που έβλεπαν στον κήπο, επεκτάθηκαν. Πριν από τα επίσημα εγκαίνια το 1849 επαναφέρθηκε η κεντρική κιονοστοιχία, που είχε κατεδαφιστεί το 1833 και η προσωρινή απότομη οροφή αντικαταστάθηκε από μία πιο κομψή και ακριβότερη επίπεδη στέγη.

Οι επόμενοι βασιλείς Κάρολος Δ' και Όσκαρ Β' συνέχισαν να χρησιμοποιούν το βασιλικό ανάκτορο στη Χριστιανία, αλλά περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους στη Στοκχόλμη. Η σύζυγος του βασιλιά Όσκαρ, Σοφία του Νάσσαου, προτιμούσε να περνά τα καλοκαίρια στη Νορβηγία, αλλά κυρίως έμεινε στο εξοχικό αρχοντικό Σκίναρμπελ κοντά στα σουηδικά σύνορα, λόγω της υγείας της. Ο Όσκαρ Β' απουσίαζε από το ανάκτορο το 1905, τη χρονιά της διάλυσης της ένωσης με τη Σουηδία, αλλά ο γιος του, τότε διάδοχος του θρόνου Γουσταύος (Ε΄), έκανε δύο σύντομες επισκέψεις στις μάταιες προσπάθειές του να σώσει την ένωση.

Μόνιμη βασιλική κατοικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δυναστεία Μπερναντότ παραιτήθηκε από τον νορβηγικό θρόνο της το 1905 και τη διαδέχθηκε ο πρίγκιπας Καρλ της Δανίας, ο οποίος πήρε το όνομα Χάακον Ζ΄, όταν δέχτηκε την εκλογή του ως βασιλιάς μιας εντελώς ανεξάρτητης Νορβηγίας. Ο Χάακον Ζ΄ έγινε ο πρώτος μονάρχης, που χρησιμοποίησε το ανάκτορο μόνιμα, και το ανάκτορο ανακαινίστηκε για δύο χρόνια, προτού αυτός, η βασίλισσα Mατθίλδη και ο διάδοχος του θρόνου Όλαφ (Ε΄) μπορέσουν να μετακομίσουν. Ο βασιλιάς Χάακον Ζ΄ ήταν ο πρώτος μονάρχης, που χαιρέτησε την παιδική παρέλαση στο μπαλκόνι του ανακτόρου κατά τη διάρκεια του εορτασμού της Ημέρας του Συντάγματος της Νορβηγίας στο Όσλο. Ήταν επίσης ο βασιλιάς Χάακον Ζ΄, που το 1905 εισήγαγε την παράδοση των εβδομαδιαίων συναντήσεων με το Συμβούλιο της Επικρατείας, μία παράδοση που εξακολουθεί να εφαρμόζεται, με τις συνεδριάσεις να γίνονται πάντα στην αίθουσα του Συμβουλίου των ανακτόρων, όπου βρίσκεται ο θρόνος του βασιλιά.

Εκσυγχρονισμός και πρόσβαση του κοινού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας και της διαμονής του βασιλιά Όλαφ Ε΄ από το 1957 έως το 1991, υπήρχαν λίγα χρήματα για την ανακαίνιση, την οποία χρειαζόταν οπωσδήποτε η κακοχτισμένη αρχική κατασκευή. Ως εκ τούτου, ο βασιλιάς Όλαφ Ε΄ έμενε ως επί το πλείστον στο Σκάουγκουμ και στη Βασιλική Κατοικία Μπύγκντεϋ, αλλά μετακόμισε στο ανάκτορο το 1968, όταν έδωσε το κτήμα Σκάουγκουμ ως γαμήλιο δώρο στον γιο του διάδοχο του θρόνου Χάραλντ (Ε΄) και τη νύφη του διάδοχο πριγκίπισσα Σόνια. Λίγο μετά την ανάληψή του, ο βασιλιάς Χάραλντ Ε΄ ξεκίνησε ένα ολοκληρωμένο έργο ανακαίνισης του ανακτόρου. Οι ανακαινίσεις και οι βελτιώσεις που έγιναν όλες από τη Νορβηγική Διεύθυνση Δημοσίων Κατασκευών και Περιουσίας, περιελάμβαναν νέα συστήματα συναγερμού πυρκαγιάς, την κατασκευή νέων λουτρών, κουζινών, γραφείων και μια γενική αναδιάρθρωση του ανακτόρου. Ο βασιλιάς επικρίθηκε, λόγω του χρηματικού ποσού που χρειαζόταν για να φέρει το ανάκτορο σε μια ικανοποιητική κατάσταση, ακόμη και αν πολλά από αυτά τα χρήματα πήγαν για να διορθώσουν τα κατασκευαστικά ελλείμματα πριν από ενάμιση αιώνα. Με την ολοκλήρωση των ανακαινίσεων, ο βασιλιάς και η βασίλισσα μετεγκαταστάθηκαν από το Σκάουγκουμ στο ανάκτορο το 2001, καθώς το κτήμα Σκάουγκουμ επρόκειτο να γίνει το νέο σπίτι του διάδοχου πρίγκιπα Χάακον και της οικογένειάς του.

Το ανάκτορο, όπως κάθε βασιλική κατοικία στη Νορβηγία, φυλάσσεται από τη Φρουρά της Α.Μ. του Βασιλιά, τη Βασιλική Φρουρά. Από τότε που ξεκίνησαν οι δημόσιες ξεναγήσεις το 2002, το ευρύ κοινό μπορεί να δει και να εκτιμήσει την ανακαίνιση και τη μεγαλοπρέπεια, που διαθέτει τώρα το ανάκτορο. Η καθημερινή αλλαγή των φρουρών έχει γίνει επίσης δημοφιλές σημείο τουριστικής έλξης τα τελευταία χρόνια.[6]

Το πάρκο του ανακτόρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πάρκο του ανακτόρου (νορβηγικά: Slottsparken‎‎) είναι γύρω από το παλάτι και είναι ένα δημόσιο πάρκο, ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της πρωτεύουσας. Έχει έκταση 22 εκτάρια (220 στρέμματα).

Ο στάβλος τέχνης βασίλισσα Σόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2017 οι πρώην στάβλοι του ανακτόρου ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν σε έναν χώρο τέχνης πολλαπλών χρήσεων, που ονομάστηκε Dronning Sonja KunstStall. Το κτίριο θα χρησιμοποιηθεί ως πινακοθήκη τέχνης, μουσείο και αίθουσα συναυλιών και είναι πλέον ανοικτό για το κοινό.

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 19131. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 19131. Ανακτήθηκε στις 30  Ιουλίου 2018.
  3. «History of the Royal Palace». www.kongehuset.no (στα Νορβηγικά). Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2018. 
  4. «Architecture of the Royal Palace». www.kongehuset.no (στα Νορβηγικά). Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2018. 
  5. The Palace Chapel Βασιλική Οικογένεια της Νορβηγίας (αγγλικά)
  6. The reception rooms at the Royal Palace From the official website of The Royal Norwegian Family

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]