Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βακτριανή καμήλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βακτριανή καμήλα
Βακτριανή καμήλα σε ζωολογικό κήπο στην Κίνα
Βακτριανή καμήλα σε ζωολογικό κήπο στην Κίνα
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Καμηλίδες (Camelidae)
Γένος: Κάμηλος (Camelus) (Lankester, 1901) F
Είδος: C. bactrianus
Διώνυμο
Camelus bactrianus (Κάμηλος η βακτριανή)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Camelus bactrianus bactrianus
Camelus bactrianus ferus

Η βακτριανή καμήλα είναι αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογενείας των Καμηλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Camelus bactrianus και αποτελείται τόσο από εξημερωμένα άτομα (C. b. bactrianus), τα οποία απαντώνται σχεδόν αποκλειστικά στην Ασία (κάποιοι λίγοι πληθυσμοί διασκορπίζονται μαζί με την πολυπληθέστερη αραβική καμήλα στην Αυστραλία), όσο και από καμήλες σε άγρια κατάσταση που ανήκουν σε διαφορετικό υποείδος.[1][2]

  • Η βακτριανή καμήλα ξεχωρίζει εύκολα από την συγγενική αραβική, από την παρουσία δύο ύβων στην ράχη της, αλλά και από το σαφώς μεγαλύτερο μέγεθος. Καταλαμβάνει στην Ασία τον αντίστοιχο οικολογικό θώκο της αραβικής καμήλας στην Αφρική -αν και η αραβική καμήλα είναι κοινή και σε πολλές περιοχές της Ασίας.
  • Η εξημερωμένη βακτριανή καμήλα (C. b. bactrianus) έχει υπηρετήσει ως υποζύγιο στο εσωτερικό της Ασίας από τους αρχαίους χρόνους. Με την αντοχή της στο κρύο, την ξηρασία και τα μεγάλα υψόμετρα, επέτρεψε τα μεγάλα ταξίδια των καραβανιών που ακολουθούσαν τον θρυλικό Δρόμο του Μεταξιού.[3] Είναι χαρακτηρισμένη ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC, Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών).[4]
  • Η άγρια βακτριανή καμήλα (C. b. ferus) έχει συρρικνωθεί, σε πληθυσμό που εκτιμάται σε λιγότερα από 1.000 άτομα (2004), γι’ αυτό και ταξινομείται ξεχωριστά από την εξημερωμένη «μορφή», ως Άκρως Απειλούμενη (CR, Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών).[4]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ (C. b. ferus) [5]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Camelus, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, προέρχεται από ρίζα που χάνεται στα βάθη της ιστορίας, και είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι έχει σημιτική προέλευση και μέσω των κλάδων των Ανατολικών (Ακκαδική), και Βορειοδυτικών γλωσσών (Χαναανική), πέρασε στην αρχαία Ελληνική και την Λατινική, από όπου την δανείστηκαν όλες οι σημερινές γλώσσες.

Οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι ήταν οι πρώτοι που αναφέρθηκαν στον όρο gammalu, με τους Εβραίους να αναφέρονται στην παραπλήσια λέξη gâmâl γ(κ)αμάλ, όπως μαρτυρείται στην Βίβλο (π.χ. Γεν. 24: 64, 31:34, κ.α.), αλλά και στον Ησύχιο. Αργότερα, καταγράφεται και η αραβική jimal.[6][7][8]

  • Η ετυμολογική σημασία της πρωταρχικής λέξης από την οποία προέρχεται ο σημερινός όρος, είναι τόσο μεγάλη, που αποτελεί και την ρίζα του γράμματος γάμμα (Γ) του ελληνικού αλφαβήτου. Μάλιστα, η αρχική γραφή του Γ μάλλον ήταν σχηματοποιημένη εικόνα του ζώου. [i]

Ο όρος bactrianus στην επιστημονική ονομασία του είδους, έχει ελληνική προέλευση, σημαίνει «ο αναφερόμενος στην Βακτρία ή Βακτριανή», ιστορική περιοχή της Ασίας, φημισμένη από τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου, όπου διαβιοί το είδος.

Η σύγχρονη λέξη καμήλα προέρχεται από την αρχαία κάμηλος που ήταν σε ευρύτατη χρήση και απαντάται σε πλήθος κειμένων της ελληνικής γραμματείας: (αι δε κάμηλοι ίδιον έχουσι...τον καλούμενον ύβον επί τω νώτω (Αριστοτ.), τη δε καμήλω έπεσθαι τον πεζόν στρατόν εκέλευε (Ηρόδ.), κ.α.). Μάλιστα, επειδή -όπως προαναφέρθηκε- ο αρχικός όρος ήταν γ(κ)αμάλ (γ(κ)αμάλ: η κάμηλος παρά Χαλδαίοις (Ησύχ.)), το -η- του επιθήματος -ηλος ετράπη εκ του πρωταρχικού στην ιωνική/αττική διάλεκτο.[9]

Ο νεοελληνικός τύπος γκαμήλα σχηματίστηκε μέσω ηχηροποίησης του σε -γκ λόγω της αιτιατικής πτώσης: τη(ν κ)αμήλα > τη (γκ)αμήλα. Η λέξη αποτελεί σημαντικό α’ ή β’ συνθετικό σε πολλές ελληνικές λέξεις, μερικές από τις οποίες με πρωτογενή σημασία, π.χ. καμηλέμπορος, καμηλιέρης, καμηλοπάρδαλη, κ.α., αλλά και στρουθοκάμηλος, προβατοκάμηλος, κ.α.[10]

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βακτριανή καμήλα περιγράφηκε από τον Λινναίο στο περίφημο έργο του Systema Naturae, το 1758 (10th ed. 1:65).[1] Η βακτριανή καμήλα που ζει σε άγρια κατάσταση περιγράφηκε από τον Ρώσο γεωγράφο και εξερευνητή Ν. Πρζεβάλσκι (Nikolay Przhevalsky, 1839-1888), το 1878, ως Camelus ferus.

Σήμερα, επειδή η βακτριανή καμήλα μπορεί να διασταυρωθεί με επιτυχία με την αραβική, μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι έπρεπε να υπάρχει μόνον ένα (1) είδος με δύο ποικιλίες (varieties), βάσει των γονίμων υβριδίων.[11] Ωστόσο, μιτοχονδριακή ανάλυση δείχνει ότι τα δύο taxa διαχωρίζονται κατά 10,3%. Μερικά στοιχεία, επίσης, υποδεικνύουν την έναρξη της ειδογένεσης εντός του γένους Camelus, στο Πρώιμο Πλειόκαινο.[12] Εδώ και 1.000 χρόνια, περίπου, η βακτριανή και η αραβική καμήλα έχουν διασταυρωθεί με επιτυχία για να σχηματίσουν υβρίδια. Αυτά, χαρακτηρίζονται είτε από έναν (1) μακρύ και ελαφρώς μονόπλευρο ύβο (καμπούρα), ή δύο (2) ύβους, έναν μικρό και έναν μεγάλο. Μάλιστα, τα υβρίδια είναι μεγαλύτερα και ισχυρότερα από τους γονείς τους, ικανά να φέρουν περισσότερο φορτίο και επομένως είναι πιο χρήσιμα. Οι διασταυρώσεις αυτές συμβαίνουν ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιοχές, όπου τα δύο είδη είναι συμπατρικά (Τουρκμενιστάν, Ιράν, Αφγανιστάν).[13] Άλλη επιτυχημένη διασταύρωση συμβαίνει μεταξύ, ενός πρώτης γενιάς υβριδικού θηλυκού και μιας αρσενικής αραβικής καμήλας.[14]

Η βακτριανή καμήλα, σε αντίθεση με την αραβική καμήλα, περιλαμβάνει τόσο εξημερωμένα άτομα -στο μεγαλύτερο ποσοστό- όσο και άτομα που εξακολουθούν να ζουν σε άγρια κατάσταση. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με διαφορές στον σωματότυπό τους, οδήγησε αρκετούς ερευνητές στην υπόθεση ότι, υπάρχουν δύο ξεχωριστά είδη βακτριανής καμήλας και όχι απλώς υποείδη (βλ. Άγρια βακτριανή καμήλα). Η IUCN έχει υιοθετήσει αυτή την άποψη και ταξινομεί την άγρια βακτριανή καμήλα ως Camelus ferus.[4] Προς το παρόν, οι αυθεντίες επί της ταξινομικής, δεν έχουν αποδεχθεί την ύπαρξη ξεχωριστών ειδών [15][16] και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την οριστική διευθέτηση του προβλήματος (βλ. και Γεωγραφική κατανομή).

Το Βιβλίο της Γένεσης αναφέρεται, πιθανότατα, στην συγγενική αραβική καμήλα, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί από νομαδικές φυλές από την 2η χιλιετία π.Χ., αλλά επειδή γράφηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν.[6] Οι μετέπειτα καταγραφές είναι δύσκολο να εξακριβωθεί σε πιο ακριβώς είδος αναφέρονται, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου τα δύο είδη αλληλοεπικαλύπτονται. Τέτοιο παράδειγμα είναι η χρήση των ζώων στην εξάπλωση της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας, τα οποία βοήθησαν καθοριστικά στις επιτυχίες των στρατευμάτων του Καμβύση, του Δαρείου, κ.α. Οι καμήλες από την Περσία, ωστόσο, δεν ήταν ιδιαίτερα επιφορτισμένες για το εμπόριο ή τα ταξίδια, διότι οι -σπάνιες- διαδρομές που γίνονταν στην έρημο, πραγματοποιούνταν πάνω σε ιππήλατα άρματα.[17]

Πιο πιθανό είναι, οι βακτριανές καμήλες να ήσαν εκείνες που βοήθησαν πολύ τον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, αν και ο μεγάλος στρατηλάτης έδινε περισσότερη σημασία στους ελέφαντες.[18]

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης της βακτριανής καμήλας (σημ. ο χάρτης αναφέρεται μόνο στην κατανομή του υποείδους Camelus bactrianus ferus)

Η βακτριανή καμήλα περιλαμβάνει, τόσο εξημερωμένα άτομα -κατά το μεγαλύτερο ποσοστό- όσο και άτομα που εξακολουθούν να ζουν σε άγρια κατάσταση. Η εξάπλωση της εξημερωμένης «μορφής» (υποείδος Camelus bactrianus bactrianus) είναι αρκετά μεγάλη και περιλαμβάνει όλες τις πεδιάδες και τα ερημικά υψίπεδα στην κεντρική Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα και την Μογγολία, αν και μπορούν να φθάσουν μέχρι το Ιράν, το Καζακστάν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και την Ινδία (Grubb 2005). Η έρημος Γκόμπι, αποτελεί το προπύργιο των βακτριανών καμηλών και τα ζώα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την συγκεκριμένη περιοχή, όπου επικρατούν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, αντίστοιχες με εκείνες της Σαχάρας για την αραβική καμήλα, μόνον που εδώ οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές.

Αντίθετα, η εξάπλωση της άγριας «μορφής» (υποείδος Camelus bactrianus ferus) είναι εξαιρετικά μικρή και περιορίζεται μόνον σε κάποιους υποπληθυσμούς στην Κίνα και στην Μογγολία: Στην Κίνα είναι οι περιοχές Γκασούν Γκόμπι στο Γκανσού, Τάκλα Μακάν στο Σιντζιάνγκ (αυτός ο πληθυσμός έχει μειωθεί και πιθανόν να έχει εξαφανιστεί), βόρειες πλαγιές της οροσειράς Αρτζίν Σαν και της γειτονικής περιοχής Λοπ Νουρ (Κίνα) και η αυστηρά προστατευόμενη περιοχή της Μεγάλης Γκόμπι, στα σύνορα με την Μογγολία (Reading et al. 1999, Mix et al. 2002, Wang et al. 2002). Στην Μογγολία, το υποείδος βρίσκεται στην έρημο Τρανς Αλτάι Γκόβι (Mix et al. 2002), συμπεριλαμβανομένων των προπόδων της οροσειράς Έντρεν προς το Σιβέιτ Ουλάαν, και της οροσειράς Χουκ Τομορτέι προς τα σύνορα με την Κίνα (Mix et al. 2002, Adiya et al. 2004, Adiya και Dovchindorj 2005).

Στους αρχαίους χρόνους, πριν εξημερωθούν, οι άγριες βακτριανές καμήλες εξαπλώνονταν ευρέως και ήσαν κοινές μέχρι την μεγάλη στροφή του Κίτρινου ποταμού, δυτικά προς τις ερήμους της Νότιας Μογγολίας και, περαιτέρω, στην ΒΔ. Κίνα και το Κ. Καζακστάν. Από τότε, οι πληθυσμοί άρχισαν να μειώνονται λόγω του κυνηγιού για το κρέας και το δέρμα τους, για να φθάσουν στην σημερινή κατάσταση που, θεωρούνται Κρισίμως Κινδυνεύοντες.

Το χαρακτηριστικό κεφάλι της εξημερωμένης βακτριανής καμήλας

Η βακτριανή καμήλα είναι άμεσα αναγνωρίσιμη από τους δύο (2) ύβους (καμπούρες) της, σε αντίθεση με την αραβική καμήλα η οποία διαθέτει μόνον έναν (1). Οι ύβοι αυτοί αποτελούνται από λίπος και ινώδη ιστό, το δε μέγεθός τους εξαρτάται από την διατροφική κατάσταση του ζώου.

Η βακτριανή καμήλα είναι μεγαλύτερη σε διαστάσεις και βαρύτερη από την αραβική και, μάλιστα, είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της περιοχής όπου περιπλανάται. Τα αρσενικά, συχνά, είναι πολύ μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά. Χαρακτηριστικό είναι το μακρύ τρίχωμα του σώματος, του οποίου το χρώμα ποικίλλει από σκούρο καφέ έως μπεζ της άμμου. Οι τρίχες αυτές είναι σκληρές και παχιές, φθάνουν σε μήκος μέχρι 25 εκ. και σχηματίζουν χαίτη στην περιοχή του τραχήλου, του λαιμού και του στήθους, ενώ καλύπτουν ακόμη και τους ύβους του ζώου. Το δασύτριχο αυτό κάλυμμα, είναι ιδιαίτερα παχύ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, παρέχοντας προστασία από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες των ενδιαιτημάτων της βακτριανής καμήλας, αλλά αποβάλλεται εξαιρετικά γρήγορα στις περιόδους με καλό καιρό, με τεράστια τμήματα να αποκολλώνται και να δίνουν στο ζώο «ξεφλουδισμένο» παρουσιαστικό.

Εκτός από τους ύβους, το σώμα της δρομάδας χαρακτηρίζεται από τον μακρύ και κυρτό λαιμό, το στενό αλλά βαθύ στήθος, τα λεπτά, μακριά άκρα και, τα σχεδόν τετραγωνισμένα πόδια με πλατιά πέλματα και δύο (2) δακτύλους που μοιάζουν με δερμάτινα «μαξιλαράκια». Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το σώμα, ενώ οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι και προστατεύονται από διπλή σειρά πολύ πυκνών, μακριών βλεφαρίδων. Πάνω από τα μάτια βρίσκονται προεξέχοντα υπερόφρυα τόξα (supraorbital ridges) που καλύπτονται από πυκνά, «θαμνώδη» φρύδια. Τα αυτιά είναι κοντά και στρογγυλεμένα, και τα ρουθούνια είναι σχισμοειδή. Το άνω χείλος διαιρείται από μέση ραφή σε δύο διακριτά μέρη, τα οποία κινούνται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ενώ το κάτω χείλος είναι κρεμάμενο. Η ουρά είναι μακριά και φουντωτή.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: 2,25 έως 3,50 μέτρα (χωρίς την ουρά)
  • Ύψος μέχρι τον ώμο: 1,80 έως 2,30 μέτρα
  • Μήκος ουράς: 35 έως 55 εκατοστά
  • Βάρος: 300 έως 1.000 κιλά

Άγρια βακτριανή καμήλα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το υποείδος Camelus bactrianus ferus, δηλαδή η άγρια βακτριανή καμήλα διαφέρει από την εξημερωμένη στον σωματότυπο. Είναι σαφώς λεπτότερη και μικρότερη σε διαστάσεις, με τριγωνικούς-πυραμιδοειδείς ύβους, σχεδόν με το μισό μέγεθος της εξημερωμένης. Επίσης, έχει λεπτότερες κνήμες, μικρότερα πόδια και το σώμα της εμφανίζεται πλευρικά συμπιεσμένο.[19] Το τρίχωμά της δεν είναι τόσο παχύ όσο της εξημερωμένης μορφής και έχει πάντοτε το χρώμα της άμμου.[20] Έχει πιο πλατύ μέτωπο, γι’ αυτό και η τοπική της ονομασία από τους Μογγόλους νομάδες είναι havtagai «πλατυκέφαλη».[21]

Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν κάποιους ερευνητές να ισχυριστούν ότι η άγρια βακτριανή καμήλα είναι διαφορετικό είδος από την εξημερωμένη βακτριανή καμήλα και την ταξινόμησαν ως Camelus ferus. Αργότερα ήλθαν και τα μοριακά δεδομένα να ισχυροποιήσουν αυτή την άποψη (3% των βάσεων των νουκλεϊκών οξέων στο DNA, διαφέρουν μεταξύ των δύο taxa).[3][21]

Είναι μεταναστευτικά ζώα, και τα ενδιαιτήματά τους ποικίλλουν από τους βραχώδεις ορεινούς όγκους, μέχρι την επίπεδη άγονη έρημο, τις πετρώδεις πεδιάδες και τους αμμόλοφους. Οι συνθήκες υπό τις οποίες επιβιώνουν είναι εξαιρετικά σκληρές -βλάστηση αραιή, πηγές νερού περιορισμένες- και οι θερμοκρασίες είναι ακραίες, κυμαινόμενες από -40 ° C το χειμώνα έως 55 ° C το καλοκαίρι-. Η κατανομή τους συνδέεται με τη διαθεσιμότητα του νερού, με μεγάλες ομάδες να μαζεύονται κοντά σε ποτάμια μετά από βροχή ή στους πρόποδες των βουνών, όπου μπορεί να ληφθεί νερό από τις πηγές κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε υπό τη μορφή του χιονιού κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το μέγεθος των κοπαδιών μπορεί να φθάσει μέχρι και 100 καμήλες κοντά στους λόφους [εκκρεμεί παραπομπή] αλλά, συνήθως, 2-15 (5 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, περίπου) είναι ο αριθμός των ατόμων σε μια ομάδα, των οποίων ηγείται ένα (1) αρσενικό.

Οι άγριες βακτριανές καμήλες είναι ημερόβια θηλαστικά, κοιμούνται τη νύκτα σε ανοικτούς χώρους και αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θάμνοι και γρασίδι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους, με τα ζώα να είναι καλά προσαρμοσμένα να τρέφονται με αγκαθωτούς θάμνους, ξηρή βλάστηση και αλμυρά φυτά, τα οποία αποφεύγουν άλλα φυτοφάγα ζώα.

Άγρια βακτριανή καμήλα με τον χαρακτηριστικό, λεπτότερο σωματότυπο από την εξημερωμένη «μορφή»

Εμφανίζουν μεγάλη ανοχή στο αλάτι και, υπό δυσμενείς συνθήκες, είναι ικανές να πίνουν αλμυρό νερό σε σχετικά μεγάλη ποσότητα και συχνότητα, με την εξημερωμένη μορφή να αδυνατεί να πραγματοποιήσει το ίδιο. Η έρευνα μέχρι σήμερα δεν έχει αποδείξει με πειστικό τρόπο, πώς η άγρια καμήλα απορροφά και απεκκρίνει το αλμυρό νερό. Ωστόσο, είναι αυτή η προσαρμοστικότητα που τους επιτρέπει να επιβιώνουν στην Γκόμπι. Το «Ίδρυμα για την Προστασία της Άγριας Καμήλας» (WCPF) πιστεύει ότι η άγρια βακτριανή καμήλα μπορεί να δώσει απάντηση σε πολλά «μυστικά», προς όφελος του ανθρώπου.[22]

Αντοχή στην ραδιενέργεια(;)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άγρια βακτριανή καμήλα έχει καταφέρει να επιβιώσει σε μια περιοχή της ερήμου Γκόμπι στην Κίνα, το Γκασούν Γκόμπι (Λοπ Νουρ), η οποία ήταν για 45 χρόνια περιοχή πυρηνικών δοκιμών. Οι εκεί πληθυσμοί επέζησαν των επιπτώσεων της ακτινοβολίας από 43 πυρηνικές δοκιμές και αναπαράγονται κανονικά στη φύση.[22]

Ηθολογία και προσαρμογές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εξημερωμένες βακτριανές καμήλες είναι -όπως και οι άγριες- εξαιρετικά ανθεκτικές στις μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Εμφανίζουν αξιοσημείωτη ικανότητα να μην πίνουν νερό αλλά, όταν είναι διαθέσιμο, μπορούν να πίνουν μέχρι και 57 λίτρα με τη μία. Όταν τρέφονται καλά, οι ύβοι είναι παχουλοί και όρθιοι, αλλά όσο οι πόροι μειώνονται, συρρικνώνονται και αποκτούν μονόπλευρη κλίση.

Όταν άλλες πηγές θρεπτικών συστατικών δεν είναι διαθέσιμες, οι βακτριανές καμήλες μπορούν να τρέφονται με πτώματα, μασώντας τα οστά, το δέρμα, ή διάφορα μέρη της σάρκας. Σε πιο ακραίες συνθήκες, μπορούν να φάνε οποιοδήποτε υλικό που βρίσκουν, ακόμη και σχοινιά, σανδάλια, ή σκηνές των νομάδων. Η ικανότητά τους να τρέφονται με τόσο ευρύ φάσμα «τροφίμων», τους επιτρέπει να ζουν σε περιοχές με αραιή βλάστηση. Το στόμα τους είναι εξαιρετικά σκληρό και μπορούν να μασάνε αιχμηρά αντικείμενα, όπως αγκάθια.

  • Οι βακτριανές καμήλες ανήκουν σε μια μικρή ομάδα ζώων που τρώνε τακτικά χιόνι για να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε νερό. Συνήθως, τέτοια ζώα απαντώνται πάνω από τη γραμμή χιόνος, όπου το χιόνι και ο πάγος είναι οι μόνες καταστάσεις του νερού κατά τη διάρκεια του χειμώνα και, με αυτόν τον τρόπο, το εύρος κατανομής τους διευρύνεται σημαντικά. Ωστόσο, η λανθάνουσα θερμότητα του χιονιού και του πάγου είναι πολύ μεγάλη σε σύγκριση με την θερμοχωρητικότητα του νερού (σε υγρή κατάσταση), απαιτώντας μεγάλη «θυσία» σε θερμική ενέργεια (για να ανεβάζουν την θερμοκρασία του λιωμένου χιονιού στην θερμοκρασία σώματος), οπότε τα ζώα καταπίνουν μόνο μικρές ποσότητες κάθε φορά.[23]

Σε αντίθεση με πολλά άλλα ζώα, οι βακτριανές καμήλες βαδίζουν -όπως οι αραβικές- σε δύο «χρόνους», με τα δύο κάτω άκρα της κάθε πλευράς να κινούνται ταυτόχρονα σε κάθε «χρόνο». Αυτή η κίνηση, που παρατηρείται και στις καμηλοπαρδάλεις, προκαλεί χαρακτηριστική «χορευτική» ταλάντωση του σώματος κατά την βάδιση.

  • Ο χαρακτηριστικός «λικνιστός» τρόπος με τον οποίο βαδίζουν, είναι ο κύριος λόγος που έχουν αποκληθεί «πλοία της ερήμου» και, όχι το ότι απλώς διασχίζουν τις ερημικές εκτάσεις.[14]

Τα πόδια διαθέτουν μαλακά πέλματα και είναι άριστα προσαρμοσμένα για κίνηση στην άμμο. Λόγω του βάρους τους, ιδιαίτερα όταν μεταφέρεται φορτίο, τα πέλματα ανοίγουν με ελαστικό τρόπο κατά τη βάδιση.[24] Όμως, είναι παντελώς ακατάλληλα για κίνηση σε γλιστερό ή λασπώδεςέδαφος, ενώ εύκολα μπορούν να τραυματιστούν σε έδαφος με κοφτερές πέτρες. Οι βακτριανές καμήλες όπως και οι αραβικές είναι δακτυλοβάμονα (digitigrade) αρτιοδάκτυλα.[14]

Ταχύτητες έως 65 χιλιόμετρα ανά ώρα έχουν καταγραφεί στις βακτριανές καμήλες αλλά σπάνια τρέχουν τόσο γρήγορα. Επίσης, λέγεται ότι είναι καλές κολυμβήτριες. Η αίσθηση της όρασης είναι καλά ανεπτυγμένη και η αίσθηση της όσφρησης, επίσης, εξαιρετικά καλή.

Οι βακτριανές καμήλες, όπως οι αραβικές, ανήκουν σε εκείνα τα θηλαστικά των οποίων η ωορρηξία «πυροδοτείται» από εξωτερικούς, περιστασιακούς παράγοντες και όχι από εσωτερικό φυσιολογικό κύκλο (induced ovulators).[25] Εάν δεν υπάρξει γονιμοποίηση, το ωοθυλάκιο το οποίο αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια του οίστρου, συνήθως υποχωρεί μέσα σε λίγες ημέρες.[26] Το σπερματικό πλάσμα, και όχι τα σπερματοζωάρια, επάγει την ωορρηξία. Η ωορρηξία λαμβάνει χώρα στο 87% των θηλυκών μετά την γονιμοποίηση: 66% ωορρηξία μέσα σε 36 ώρες και το υπόλοιπο μετά από 48 ώρες. Η ελάχιστη ποσότητα σπέρματος που απαιτείται για την πρόκληση ωορρηξίας είναι περίπου 1.0 ml.[25]

Ζευγάρωμα και γέννα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κοπάδι από εξημερωμένες βακτριανές καμήλες

Η εποχή του ζευγαρώματος είναι το φθινόπωρο. Τα αρσενικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι συχνά αρκετά βίαια και μπορούν να δαγκώνουν, να φτύνουν, ή προσπαθούν να καθίσουν (sic) πάνω σε άλλες αρσενικές καμήλες. Η ηλικία της σεξουαλικής ωρίμανσης ποικίλλει, αλλά συνήθως επιτυγχάνεται σε 3-5 χρόνια. Η κύηση διαρκεί περίπου 13 μήνες, ενώ τα περισσότερα μικρά γεννιούνται από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Ένα (1) ή -περιστασιακά- δύο (2) μικρά γεννιούνται, με το θηλυκό να είναι σε εγκυμοσύνη κάθε δεύτερη χρονιά. Τα νεογέννητα ζώα, έχουν μέσο βάρος 36 κιλά, είναι ευθύς βαδιστικά (precocial) και μπορούν να σταθούν και να τρέχουν λίγο μετά την γέννησή τους. Μένουν με τη μητέρα τους για 3-5 χρόνια, έως ότου φθάσουν σε σεξουαλική ωριμότητα.

Η διάρκεια ζωής της βακτριανής καμήλας εκτιμάται ότι φθάνει στα 50 χρόνια, συχνά 20 έως 40 στην αιχμαλωσία. Τα μόνα αρπακτικά που επιτίθενται τακτικά στις άγριες βακτριανές καμήλες είναι οι λύκοι, που έχουν παρατηρηθεί να ακολουθούν τα ασθενέστερα ζώα, καθώς προσπαθούν να φτάσουν στις οάσεις.[27] Λόγω των ολοένα και πιο ξηρών συνθηκών που επικρατούν στο εύρος κατανομής τους, ο αριθμός των άγριων βακτριανών καμηλών που πέφτουν θύματα στα σαρκοφάγα, φαίνεται να έχει αυξηθεί.

  • Από πληροφορίες που λαμβάνονται από το προσωπικό των προστατευομένων περιοχών και Μογγόλους επιστήμονες που εργάζονται στο «Μεγάλο Καταφύγιο Α’ της Γκόμπι» στη Μογγολία, εκτιμάται ότι, 25-30 άγριες βακτριανές καμήλες σκοτώνονται κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης στα διεθνή σύνορα προς την Κίνα, στα νότια του Καταφυγίου. Το κυνήγι γίνεται κυρίως από ντόπιους για λόγους διαβίωσης.
  • Λόγω της μείωσης αποθεμάτων νερού (οάσεις) από την ξηρασία, οι λύκοι έχουν αυξήσει την θήρευση της άγριας βακτριανής καμήλας, με ενέδρες στα σημεία παροχής νερού στην περιοχή.
  • Το υπόλοιπο των ενδιαιτημάτων στη Μογγολία είναι επίσης υποβαθμισμένο από την εγχώρια κτηνοτροφία.
  • Στην Κίνα στο νέο «Καταφύγιο Αρτζίν Σαν» (Arjin Shan) του Λοπ Νουρ (Lop Nur), μέχρι 20 άγριες βακτριανές καμήλες σκοτώνονται κάθε χρόνο από ανθρακωρύχους και κυνηγούς, επίσης για λόγους διαβίωσης.
  • Οικονομικοί λόγοι για να χρησιμοποιούνται περιοχές που γειτνιάζουν με το Καταφύγιο, ως τόπος βοσκής για την εξημερωμένη βακτριανή καμήλα, έχουν προκαλέσει αύξηση του υβριδισμού στα νότια, και αυτό αποτελεί μια σημαντική απειλή για το γενετικό υλικό της άγριας βακτριανής καμήλας που, οι τρέχουσες μοριακές μελέτες DNA, υποστηρίζουν ότι είναι ξεχωριστό είδος.
  • Για 45 χρόνια, η περιοχή Γκασούν Γκόμπι υπήρξε περιοχή πυρηνικών δοκιμών της Κίνας (βλ. Αντοχή στη ραδιενέργεια (;)). Παρά το γεγονός ότι η άγρια βακτριανή καμήλα επέζησε και αναπαράγεται φυσικά, μετά την παύση των πυρηνικών δοκιμών αντιμετωπίζει σήμερα νέες απειλές, συμπεριλαμβανομένων των εξαιρετικά τοξικών ουσιών που εξορύσσονται παράνομα και του κυνηγιού για διατροφή ή «αθλητισμό». Τμήματα που περνάνε μέσα από τις προστατευόμενες περιοχές της άγριας βακτριανής καμήλας, είναι πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για βιομηχανική χρήση (σωλήνες διέλευσης φυσικού αερίου, εκμετάλλευση ορυκτών). Εξημερωμένες βακτριανές καμήλες και κατσίκες έχουν επίσης εισαχθεί στις προαναφερθείσες περιοχές και, ως εκ τούτου, αυξάνουν τον ανταγωνισμό για βοσκή και νερό.[4]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ η εξημερωμένη βακτριανή καμήλα ανήκει στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), η άγρια βακτριανή καμήλα κατατάσσεται στα Κρισίμως Κινδυνεύοντα είδη, με 600 άτομα να υπάρχουν στην Κίνα και 350 στην Μογγολία, περίπου.[4]

  • Η άγρια βακτριανή καμήλα θεωρείται πιο Κρισίμως Απειλούμενη (CR), ακόμη και από το Γιγαντιαίο Πάντα. Η Ζωολογική Εταιρεία του Λονδίνου την κατατάσσει ως το 8ο πιο απειλούμενο είδος μεγάλου θηλαστικού στον κόσμο,[21] Παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια πέντε αποστολών από το 1993, έδειξαν ότι οι επιζώντες πληθυσμοί μπορεί να αντιμετωπίσουν πτώση 80% μέσα στις επόμενες τρεις γενεές.

Μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «Μεγάλο Καταφύγιο Α’ της Γκόμπι» ιδρύθηκε στη Μογγολία το 1982 και, το 2000, το «Καταφύγιο Αρτζίν Σαν» (Arjin Shan) του Λοπ Νουρ (Lop Nur), στην Κίνα. Ωστόσο, η ίδρυση και δεύτερου Φυσικού καταφυγίου στην Κίνα κρίνεται απαραίτητη.

Η δημιουργία προγράμματος αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία για την άγρια βακτριανή καμήλα στη Μογγολία, έχει ήδη εκπονηθεί από το «Ίδρυμα Προστασίας της Άγριας Καμήλας» (Wild Camel Protection Foundation, WCPF). Αυτό αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα τη διατήρηση του taxon. Μόνον 15 άγριες βακτριανές καμήλες βρίσκονται σε αιχμαλωσία στην Κίνα και τη Μογγολία. Με τόσο λίγα ζώα σε αιχμαλωσία, ολόκληρο το taxon θα μπορούσε να εξαφανιστεί, εάν οι φυσικοί οικότοποι στην Κίνα και τη Μογγολία καταστραφούν για κάποιους λόγους. Είναι, επομένως, σημαντικό να αναπαράγονται αρκετά ζώα σε αιχμαλωσία, ως δικλείδα ασφαλείας σε πιθανή καταστροφή. Ωστόσο, επειδή το θηλυκό μπορεί να αναπαράγεται κάθε δύο χρόνια, η υιοθέτηση φυσικών μεθόδων αναπαραγωγής, -και μόνον- θα επιτρέψει στους αριθμούς της καμήλας να αυξάνονται με πολύ αργούς ρυθμούς.[4]

i. ^ Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου προήλθε από το βορειοσημιτικό γράμμα gimel «γκίμελ» που σήμαινε την καμήλα, τόσο φωνητικά όσο και σχηματικά, με παρόμοιους όρους το εβραϊκό gamal «γκάμαλ» και το αραμαϊκό gamla «γκάμλα». Από την προφορά του αρχικού gimel, συγκεκριμένα από το g-, προήλθε η αρχική προφορά του ελληνικού «γάμμα», ως γκ και όχι ως γ.[7][8]

ii. ^ Αφορά αποκλειστικά στο υποείδος Camelus bactrianus bactrianus

  1. 1,0 1,1 MSW
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=625026
  3. 3,0 3,1 Potts
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 http://www.iucnredlist.org/details/63543/0
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/63543/0
  6. 6,0 6,1 Lendering
  7. 7,0 7,1 Πάπυρος Λαρούς, 1963, 4:657
  8. 8,0 8,1 Λεξικό Μπαμπινιώτη, σ. 394
  9. ΠΛΜ 21:460
  10. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα 21:460
  11. Mukasa-Mugerwa
  12. Groves & Grubb
  13. Bulliet
  14. 14,0 14,1 14,2 Kohler-Rollefson
  15. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=898263
  16. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14200112
  17. Bromiley
  18. ΠΛΜ, 31:299
  19. Potts, 145
  20. Potts, 145-6
  21. 21,0 21,1 21,2 Hare
  22. 22,0 22,1 wildcamels.com
  23. Replacing Water with Snow
  24. Naumann
  25. 25,0 25,1 Chen et al
  26. Skidmore
  27. Rogers
  • Adiya, Yad. and Dovchindorj, G. 2005. Preliminary results on a population and ecology study of wild bactrian camels (Camelus bactrianus). Proceedings of the Institute of General and Experimental Biology of the Mongolian Academy of Sciences 25: 44-49.
  • Adiya, Yad., Reading, R. P., Blumer, E. S., Mix, H., Mijiddorj, B. and Choijin, S. 2004. Summary of recent research on wild bactrian camels (Camelus bactrianus ferus Przewalski, 1883). In: Ya. Adiya and K. Ulikpan (eds), Some Studies in the Trans-Altai Gob Ecosystem, pp. 38–45. United Nations Development Project-Global Environment Facility, Conservation of the great Gobi and its Umbrella Species, Ulaanbaatar, Mongolia.
  • Baillie, J. and Groombridge, B. (comps and eds). 1996. 1996 IUCN Red List of Threatened Animals. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Bannikov, A. G. 1975. Wild camels in Mongolia. Oryx 13: 12.
  • Bromiley, G. W. (1979). The International Standard Bible Wncyclopedia, Volume One: A-D. W.B. Eerdmans. ISBN 0-8028-3781-6.
  • Bulliet, R. W. 1975 The camel and the wheel. Harvard University Press, Cambridge Massachussets, 327 pp.
  • Chen, B.X., Yuen, Z.X. and Pan, G.W. (1985). "Semen-induced ovulation in the bactrian camel (Camelus bactrianus).". J. Reprod. Fert. 74 (2): 335–339.
  • Chen, Y. 1984. The geographical distribution of wild camel in Gansu. Acta. Theriologica Sinica 3(3): 186.
  • Gellner, A. M. K. (1994). Nomads and the Outside World (2nd ed.). University of Wisconsin Press. p. 108. ISBN 0-299-14284-1
  • Gentry, A., Clutton-Brock, J. and Groves, C. P. 2004. The naming of wild animal species and their domestic derivatives. Journal of Archaeological Science 31: 645-651.
  • Ghobrial L. I., 1970: A comparative study of the integument of the camel, Dorcas gazelle and jerboa in relation to desert life. Journal of Zoology, 160: 509-521
  • Groombridge, B. (ed.). 1994. 1994 IUCN Red List of Threatened Animals. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Groves, C.; Grubb, P. (2011). Ungulate Taxonomy. Johns Hopkins University Press. p. 32. ISBN 1-4214-0093-6.
  • Grubb, P. 2005. Artiodactyla. In: D. E. Wilson and D. M. Reeder (eds), Mammal Species of the World. A Taxonomic and Geographic Reference (3rd ed), pp. 637–722. Johns Hopkins University Press, Baltimore, USA.
  • Gu, J. and Gao, X. 1985. The Distribution of the Wild Camel. Chinese Academy of Sciences: 117-120.
  • Hare, J. 1996. Footprints on the wind. Wildlife 14: 24 - 30.
  • Hare, J. 1997. The wild Bactrian camel Camelus bactrianus ferus in China: The need for urgent action. Oryx 31: 45-48.
  • Hare, J. 1998. The Lost Camels of Tartary. Little Brown Publishers, London, UK.
  • Hare, John (2009). Mysteries of the Gobi: Searching for Wild Camels and Lost Cities in the Heart of Asia. I.B. Tauris. ISBN 978-1-84511-512-8.
  • Harris, N. (2003). Atlas of the World's Deserts. Fitzroy Dearborn. p. 223. ISBN 0-203-49166-1
  • Hedin, S. 1940. The Wandering Lake. George Routledge and Sons, London, UK.
  • IUCN Conservation Monitoring Centre. 1988. 1988 IUCN Red List of Threatened Animals. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • IUCN. 1990. IUCN Red List of Threatened Animals. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • IUCN. 2002. 2002 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Kara Rogers. The Last Wild Camels. Encyclopedia Britannica Blog. (Posted: February 18, 2010). Britannica.com.
  • Kozlov, P. 1899. Proceedings of the Expedition of the Imperial Russian Geographic Society to Central Asia in 1893 - 1896 under the leadership of Roborovsky. St. Petersburg, Russia.
  • Lendering, J. (2004). "Camels and dromedaries". Livius.org. Retrieved 5 August 2012.
  • Littledale, S. 1894. Field-notes on the wild camel of Lob-Nur. Field-notes on the wild camel of Lob-Procedings of the Zoological Society: 446-448.
  • Liu, N. 2001. Scientific investigation on Dunhuang Natural Reserve in Gansu China. Forestry Publishing House, Biejing, China.
  • Liu, Y., Chen, F. and Guo, X. 1998. A preliminary approach on the evolution of human-environment relationship and regional sustainable development of Hexi area, Gansu Province, China. Lanzhou University Press, Gansu, China.
  • Mix, H., Reading, R. P., Blumer, E. S. and Lkhagvasuren, B. 2002. Status and Distribution of Wild Bactrian Camels in Mongolia. In: R.P. Reading, D. Enkhbileg and *T. Galbaatar (eds), Ecology and Conservation of Wild Bactrian Camels (Camelus bactrianus ferus), pp. 39–48. Mongolian Conservation Coalition and ADMON Printing, Ulaanbaatar.
  • Mukasa-Mugerwa, E. (1981). The Camel (Camelus dromedarius): A Bibliographical Review. International Livestock Centre for Africa. pp. 4–11
  • Newman, D. M. R. 1984: The feeds and feeding habits of Old and New World camels, pp. 250–292, in the Camelid, an all purpose animal. The Scandinavian Institute of African Studies, Uppsala 1:1-544
  • Nowak, R. M. (1999). "Camels". Walker's Mammals of the World 2 (6th ed.). Johns Hopkins University Press. pp. 1078–81. ISBN 0-8018-5789
  • Potts, D. T. (2004). "Camel Hybridization and the Role of Camelus Bactrianus in the Ancient Near East.". Journal of the Economic and Social History of the Orient 47: 143–165. doi:10.1163/1568520041262314.
  • Prejevalsky, N. 1879. From Kulja across the Tian Shan to Lob Nur. Sampson Low, Marston, London, UK.
  • Reading, R. P., Mix, H., Lhagvasuren, B. and Blumer, E. S. 1999. Status of wild Bactrian camels and other large ungulates in south-western Mongolia. Oryx 33(3): 247-255.
  • Schaller, G.B. 1998. Wildlife of the Tibetan Steppe. University of Chicago Press, Chicago, USA.
  • Schmidt-Nielsen, K. 1964: Desert animals: physiological problems of heat and water. Clarendon press, Oxford, 277 pp.
  • Scott, P. 1965. Section XIII. Preliminary List of Rare Mammals and Birds. The Launching of a New Ark. First Report of the President and Trustees of the World Wildlife Fund. An International Foundation for saving the world's wildlife and wild places 1961-1964, pp. 15–207. Collins, London, UK.
  • Skidmore, J. A.; Billah, M.; Allen, W. R. (1 March 1996). "The ovarian follicular wave pattern and induction of ovulation in the mated and non-mated one-humped camel (Camelus dromedarius)". Reproduction 106 (2): 185–92. doi:10.1530/jrf.0.1060185. PMID 8699400.
  • Tan, B. J. 1996. Into the Wild - The Rare and Endangered Species of China. New World Press, Beijing, China.
  • Tsevegmid and Dashdorj. 1974. Wild horses and other endangered wildlife in Mongolia. Oryx 12: 361.
  • Tulgat, R. and Schaller, G. 1992. Status and distribution of wild Bactrian camels, Camelus bactrianus ferus. Biological Conservation 62: 11-19.
  • Wang, Z., Wang, X. and Bu, H. 2002. Status of Wild Bactrian Camels in China. In: R. P. Reading, D. Enkhbileg and T. Galbaatar (eds), Ecology and Conservation of Wild Bactrian Camels (Camelus bactrainus ferus), pp. 25–38. Mongolian Conservation Coalition and ADMON Printing, Ulaanbaatar.
  • Wilson & Reeder’s: Mammal Species of the World (MSW), 3rd edition
  • Yuan, G., Li, H., Zhang, L., Li, W., Hare, J., Zhao, Z. and Yuan, L. 1999. Distribution and quantity of wild camels in the world and suggestions for their conservation. Zoological Studies in China 1999: 658-665.
  • Yuan, G., Zhang, L. and Yuan, L. 2000. A Kind of World New Species Mammal: Wild Bactrian Camels. Juvenile Publishing House, Xingjiang, China.
  • ΙUCN. 2008. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 5 October 2008).
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)