Ασκόνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 46°09′N 8°46′E / 46.150°N 8.767°E / 46.150; 8.767

Ασκόνα

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ασκόνα
46°9′0″N 8°46′0″E
ΧώραΕλβετία
Διοικητική υπαγωγήSubdistrict Isole
Έκταση4,95 km²[1]
Υψόμετρο199 μέτρα
Πληθυσμός5.479 (31  Δεκεμβρίου 2018)[2]
Ταχ. κωδ.6612
Τηλ. κωδ.91
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο θυρεός της Ασκόνα
Πλατεία της Ασκόνα

Η Ασκόνα (Ascona) είναι κωμόπολη και δήμος με πληθυσμό 5.450 κατοίκων (το 2012), στο διαμέρισμα του Λοκάρνο, στο καντόνι Τιτσίνο της Ελβετίας.

Η Ασκόνα είναι χτισμένη στις όχθες της Λίμνης Ματζόρε και αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Γνωστό είναι το ετήσιο φεστιβάλ μουσικής τζαζ της Ασκόνα, ενώ το μοντέλο αυτοκινήτου Opel Ascona πήρε το όνομά του από αυτή την κωμόπολη.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προϊστορικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρχαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ασκόνα τοποθετούνται στις αρχές της ύστερης Εποχής του Ορείχαλκου. Κατά τις εργασίες για την επέκταση του κοιμητηρίου στο Σαν Ματέρνο το 1952 ανακαλύφθηκε μία νεκρόπολη με 21 αγγεία με αποτεφρωμένα οστά νεκρών και, σε κάποιες περιπτώσεις, με ορειχάλκινα κτερίσματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ορειχάλκινες πόρπες, από τις αρχαιότερες που έχουν βρεθεί στην Ελβετία, οι οποίες παρέχουν ενδείξεις για τις σχέσεις της περιοχής με τους πολιτισμούς της ιταλικής χερσονήσου. Τα κτερίσματα παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά της ύστερης φάσεως του λεγόμενου «πολιτισμού Κανεγκράτε» (ονομασμένο από μία μεγάλη νεκρόπολη στο Μιλάνο). Ωστόσο, τα υλικά τους είναι αυτά της ύστερης Εποχής του Ορείχαλκου βορείως των `Αλπεων, κάτι που επέτρεψε τη χρονολόγηση της νεκροπόλεως της Ασκόνα μεταξύ του 12ου και του 10ου αιώνα π.Χ. και υποδεικνύει τη συμμετοχή στο εμπόριο πάνω από τις `Αλπεις δια της κοιλάδας Mesolcina.

Παρόμοια αντικείμενα ανακαλύφθηκαν από αρχαιολογικές ανασκαφές στον λόφο του κάστρου του Σαν Μικέλε, μαζί με κεραμεικά είδη, τόσο καλλιτεχνικής ποιότητας, όσο και καθημερινής χρήσεως, κάτι που δείχνει πως η περιοχή ήταν κατοικημένη μόνιμα στην ύστερη Εποχή του Ορείχαλκου, έστω και αν δεν διατηρούνται ίχνη αστικών δομών. Υπολείμματα τειχών και πηλός από τον λόφο Balladrum είναι τα μόνα ευρήματα από τη μετέπειτα Εποχή του Σιδήρου στον δήμο της Ασκόνα. Ωστόσο, η ακριβής τους ηλικία είναι άγνωστη. Το μόνο αντικείμενο που έχει χρονολογηθεί με βεβαιότητα είναι μία μεμονωμένη νταμιζάνα από τον 6ο ή τον 5ο αιώνα π.Χ..

Ρωμαϊκή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την εποχή της Αυτοκρατορικής Ρώμης χρονολογείται μία δεύτερη νεκρόπολη, με 38 τάφους, στους πρόποδες του Κάστρου του Σαν Ματέρνο. Τα τέχνεργα που βρέθηκαν κοντά στους τάφους παραπέμπουν στην εποχή από τα μέσα του 1ου ως τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Οι ταφές αυτές πιθανώς σχετίζονταν με ένα μέγαρο.

Μεσαιωνικό πόλισμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1979-80 μία ανασκαφή στον ναό του Αγίου Σεβαστιανού έφερε στο φως 60 τάφους του πρώιμου Μεσαίωνα. Ο δήμος της Ασκόνα αναφέρεται για πρώτη φορά το έτος 1224 ως burgus de Scona. Τότε ήταν γνωστή και με το γερμανικό όνομα Aschgunen. Κατά τον Μεσαίωνα η Ασκόνα με το Ρόνκο και το Καστελλέττο είχαν σχηματίσει μία ένωση χωριών. Το 1321 αναφέρεται για πρώτη φορά ως Ασκόνα.

Η μεσαιωνική ιστορία της Ασκόνα είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή του Λοκάρνο. Η μεγάλη σημασία της Ασκόνα ανακλάται στον προσδιορισμό plebis Locarni Asconaeque, που δόθηκε το 1369. Πιστεύεται ότι τον 6ο αιώνα μ.Χ. το Κάστρο του Σαν Μικέλε ήταν η έδρα μιας curia (δικαστηρίου) και ενός sculdascio (λομβαρδικός όρος για τον αξιωματούχο) της κομητείας της Στατσόνα (Stazzona), ο οποίος έλεγχε όλη την περιοχή του Λοκάρνο. In 1004 τα δικαιώματα του δικάζειν μεταφέρθηκαν από τον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου στον επίσκοπο του Κόμο. Το 1189 αυτός έδωσε το κάστρο του Σαν Μικέλε στους Ντούνι (Duni), μία από τις οικογένειες του Capitanei di Locarno. Στην Ασκόνα εγκαταστάθηκαν άλλες αρχοντικές οικογένειες από το Λοκάρνο (οι Da Carcano, Castelletto, Muralto). Σε αυτές προστέθηκαν οι Griglioni που ήθελαν να αποφύγουν τους πολέμους μεταξύ των Γουέλφων και των Γιβελλίνων του Μιλάνου.

Τον 12ο και τον 13ο αιώνα οι Ντούνι μεγάλωσαν το φρούριό τους (κατεδαφίσθηκε τον 17ο αιώνα) και τον ναό του Αγίου Σεβαστιανού (Σαν Σεμπαστιάνο), και δημιούργησαν μία πλατεία γύρω από την κατοικία τους. Η παλαιότερη οχύρωση είναι μάλλον το κάστρο του Σαν Ματέρνο. Φαίνεται ότι στην τοποθεσία αυτή, στα βόρεια της κωμοπόλεως, υπήρχε ήδη πύργος της ρωμαϊκής εποχής. Το κάστρο χρησιμοποιείτο από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Κατά τον 13ο αιώνα ήταν ιδιοκτησία των οικογενειών Orelli και Castelletto. Τον 13ο αιώνα χτίστηκαν δύο νέες οχυρώσεις: Το Κάστρο Καρκάνι στην όχθη ανατολικά του ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου, και ακόμα ανατολικότερα, έξω από την κατοικούμενη περιοχή εκείνης της περιόδου, οι Griglioni έκτισαν ένα μικρό κάστρο για την προστασία ενός λιμανιού. Τμήματα αυτού του κάστρου σώζονται ακόμα και έχουν ενσωματωθεί σε σύγχρονα κτίσματα.

Ναός αναφέρεται για πρώτη φορά το 1264 και αφιερώθηκε αρχικώς στο όνομα μόνο του Αγίου Πέτρου. Ο ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου αναφέρεται για πρώτη φορά ως ενοριακός το 1330, ωστόσο δεν υπάρχει τεκμηρίωση που να αποδεικνύει τον διαχωρισμό από τον Αγ. Βίκτωρα στο Μουράλτο και επομένως την ύπαρξη μιας μεσαιωνικής ενορίας. Μία άλλη εκκλησιά, ο ναός της Αγίας Μαρίας της Μιζερικόρντια, κτίσθηκε μεταξύ του 1399 και του 1442. Φιλοξενεί έναν από τους μεγαλύτερους σε έκταση κύκλους τοιχογραφιών του ύστερου γοτθικού ρυθμού σε όλη την Ελβετία.

Μετά την Αναγέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δενδροστοιχία στο Collegio Papio

Το 1640/41 η Ασκόνα χωρίσθηκε από το Ρόνκο και το Καστελλέττο. Σύμφωνα με το καταστατικό που υιοθετήθηκε τον 14ο αιώνα η Ασκόνα αντιπροσωπευόταν από τρία μέλη στο συμβούλιο της ενορίας του Λοκάρνο. Στην Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία όμως αντιπροσωπευόταν με δύο μέλη που εναλλάσσονταν κάθε δύο χρόνια με αυτά του Ρόνκο. Το 1428 ο Φιλίππο Μαρία Βισκόντι έδωσε στα χωριά το δικαίωμα να έχουν αγορά, που ανανεώθηκε από τη Συνομοσπονδία μετά την κατάκτηση του Λοκάρνο το 1513.

Το 1580 ο Μπαρτολομέο Πάπιο, που είχε πλουτίσει στη Ρώμη, δώρισε 25.000 σκούδα στην Ασκόνα για την ίδρυση μιας θεολογικής σχολής, με τον όρο οι εργασίες οικοδομήσεως να έχουν ολοκληρωθεί εντός τριετίας. Τον Οκτώβριο του 1584 η σχολή είχε τελειώσει. Μετά από διαπραγματεύσεις με τον τότε αρχιεπίσκοπο Μιλάνου Κάρολο Μπορρομέο και εκπροσώπους του Γρηγορίου ΙΓ΄, αποφασίστηκε να πωληθεί το αρχικό κτίσμα Casa Papio και να ανεγερθεί το Collegio Papio δίπλα στον ναό της Αγίας Μαρίας. Η νέα οικοδόμηση κράτησε από το 1585 ως το 1592. Το 1616 ο καρδινάλιος Φρειδερίκος Μπορρομέο έθεσε τη σχολή υπό τη διεύθυνση των Αμβροσιανών του Μιλάνου, οι οποίοι τη διεύθυναν μέχρι το 1798.

Ο ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου επεκτάθηκε τον 16ο αιώνα. Το 1617-37 χτίστηκε ο ναός της Madonna della Fontana στις βόρειες πλαγιές του Μόντε Βεριτά, που έγινε τόπος προσκυνήματος. Το πλέον αξιοσημείωτο μη θρησκευτικό κτήριο αυτής της περιόδου είναι η Casa Serodine, κτίσμα του 17ου αιώνα με πλούσια διακοσμημένη πρόσοψη.

Η Ασκόνα το 1932

Μετά από διάφορες μεταβολές, το Collegio Papio πέρασε στην κοσμική εξουσία το 1852 και λειτούργησε πρώτα ως γυμνάσιο, κατόπιν παρθεναγωγείο και μετά στεγάσθηκε εκεί το Istituto Elvetico. Το 1879 ωστόσο επέστρεψε στο αρχικό του όνομα και σκοπό, περνώντας υπό την εποπτεία του επισκόπου του Κόμο και από το 1885 του επισκόπου του Λουγκάνο, με διάφορα θρησκευτικά τάγματα να διοικούν τη σχολή, με τελευταίους τους Βενεδικτίνους (από το 1924).

Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ο ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου υπέστη ευρεία ανοικοδόμηση. Το 1859 η πρόσοψη και η νότια πλευρά ξανακτίσθηκαν σε νεογοτθικό ρυθμό. Μία ακόμα ανακαίνιση άρχισε το 1948, αλλά ματαιώθηκε όταν κατέρρευσαν οι θόλοι του 18ου αιώνα.

Το 1798 η Ασκόνα εκδηλώθηκε υπέρ της ενώσεως με την «Ελβετική Δημοκρατία» (1798-1803) και της δόθηκε κάποιος βαθμός αυτοδιοικήσεως. Ο γαλλικός στρατός εισήλθε στην κωμόπολη, αλλά διώχθηκε και στη συνέχεια ο οικισμός καταλήφθηκε από αυστριακές στρατιωτικές μονάδες. Με την ίδρυση του καντονίου του Τιτσίνο το 1803, η Ασκόνα έγινε πολιτικός δήμος.

Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα η τοπική οικονομία βασιζόταν κυρίως στη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, ενώ μία μικρότερη αλλά σημαντική πηγή εισοδήματος ήταν οι μετανάστες οικοδόμοι αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες στη Ρώμη και στην Τοσκάνη. Οι πλέον ονομαστές καλλιτεχνικές οικογένειες της Ασκόνα ήταν οι Σεροντίνε, Αμπόντιο (Abbondio), Πανκάλντι και Πιζόνι. Τον 19ο αιώνα η βιοτεχνία λινού και οι μύλοι έδιναν δουλειά στους ντόπιους. Μετά το 1865 λειτούργησε στην Ασκόνα και ένα εργοστάσιο δυναμίτη, αλλά έκλεισε μετά από επανειλημμένες εκρήξεις το 1874.

Η σημερινή Ασκόνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μίνιγκολφ της Ασκόνα, που άνοιξε το 1954, είναι το αρχαιότερο παγκοσμίως που ακολουθεί τους κανόνες του Paul Bongni.

Τον εικοστό αιώνα ο τουρισμός εμφανίσθηκε και κατέλαβε ένα σημαντικό τμήμα της τοπικής οικονομίας. Από το 1970 ο αριθμός των εξοχικών οικιών ξένων αυξήθηκε σημαντικά και στα τέλη του αιώνα κατά τους θερινούς μήνες η πόλη είχε 20 ως 25 χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Στενά συνδεδεμένη με την άνοδο του τουρισμού ήταν μία αύξηση του πληθυσμού κατά τη δεκαετία του 1920. Το 1925 μία εκτεταμένη αναδιανομή της γης επέτρεψε σε πολλούς ξένους να αγοράσουν γη. Ως το 1934 οι ιδιοκτήτες γης ήταν 299 Τιτσινέζοι, 88 από άλλα μέρη της Ελβετίας, 41 Γερμανοί, 35 Ιταλοί και 31 από άλλες χώρες. Η έκταση του οικισμού αυξήθηκε μετά το 1960, και η επέκτασή του συνεχίσθηκε προς τα βόρεια, ώστε σήμερα να έχει ενωθεί οικιστικά με το Λοκάρνο. Δύο γέφυρες συνδέουν την Ασκόνα με την αριστερή όχθη του ποταμού Μάτζια: Η μία στο Σολντούνο, που κτίσθηκε το 1815-16 και ανοικοδομήθηκε το 1887 μετά την πλημμύρα του 1868, αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου το 1996. Η άλλη γέφυρα είναι ψηλότερα στην κοιλάδα του Μάτζια και κατασκευάσθηκε το 1974-80. Από το 1947 η Ασκόνα διαθέτει κι έναν μικρό αεροδιάδρομο, που είναι όμως πιθανό να κλείσει στο προσεχές μέλλον.

Το Μόντε Βεριτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βίλα Σεμίραμις στο Μόντε Βεριτά, σήμερα τμήμα του ξενοδοχείου και συνεδριακού κέντρου
Κύριο λήμμα: Monte Veritas

Το Monte Verita(s) (= «Βουνό ή Λόφος της Αλήθειας») στην Ασκόνα έχει μία σημαντική νεότερη ιστορία. Στις αρχές του 20ού αιώνα ιδρύθηκε εδώ μία αποικία που διακήρυσσε την επιστροφή στη φύση[3].

Η αποικία προσέλκυσε πολλούς αναρχικούς, καλλιτέχνες και διασημότητες όπως τους Έρμαν Έσσε, Καρλ Γιουνγκ, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Χούγκο Μπαλ, Έλζε Λάσκερ-Σύλερ, Στέφαν Γκεόργκε, Ισιδώρα Ντάνκαν, Πάουλ Κλέε, Ρούντολφ Στάινερ, Ερνστ Τόλερ, Ανρί Βαν Ντε Βέλντε, Ρούντολφ Λάμπαν, Erich Mühsam, Καρλ Βίλχελμ Ντίφενμπαχ και Γκούσταβ Στρέζεμαν.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η όχθη της Λίμνης Ματζόρε στην Ασκόνα
Η Λίμνη Ματζόρε με την Ασκόνα σε πρώτο πλάνο

Η Ασκόνα είναι κτισμένη σε μεσοσταθμικό υψόμετρο 196 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικές συντεταγμένες βόρειο πλάτος 46°09’ και ανατολικό μήκος 8°46’.

Η έκταση του Δήμου της Ασκόνα είναι 4,97 τ.χλμ.. Από αυτή την έκταση 1,78 τ.χλμ. (το 35,8%) είναι γεωργική, 1,66 τ.χλμ. (33,4%) είναι δασική και το υπόλοιπο καλύπτεται από κτήρια και δρόμους.

Από τη δομημένη έκταση τα κτήρια καλύπτουν το 26,8% και οι δρόμοι το 13,7%, ενώ τα πάρκα, οι πράσινες ζώνες και τα γήπεδα το 10,9%. Από τη δασική έκταση, το 85% είναι πυκνό δάσος και το υπόλοιπο καλύπτεται από συστάδες δένδρων. Από την αγροτική γη το 6,0% χρησιμοποιείται ως αγροί, το 3,0% ως οπωρώνες ή αμπέλια και το 26,8% ως αλπικός βοσκότοπος.[4]

Ο Δήμος της Ασκόνα υπάγεται στο Διαμέρισμα του Λοκάρνο και βρίσκεται στη δεξιά όχθη του δέλτα του ποταμού Μάτζια, που εκβάλλει στη Λίμνη Ματζόρε. Συνορεύει με τους δήμους Brissago, Ιντράνια, Λοκάρνο, Λοζόνε, Ρόνκο σόπρα Ασκόνα και Σαν Νατσάρο. Ο δήμος της Ασκόνα αποτελείται από την κωμόπολη της Ασκόνα, με τις συνοικίες Gerbi, Monescie, Monte Verità, Moscia και Saleggi.

Ο θυρεός της Ασκόνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιγραφή του θυρεού της Ασκόνα είναι: Δύο διασταυρούμενες αργυρές κλείδες επί κυανού υποβάθρου δεμένες μαζί με λωρίδα και άνωθεν αυτών αργυρούν παπικόν στέμμα. Τα σύμβολα του Αγίου Πέτρου παραχωρήθηκαν όταν η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Κόμο και ο ναός του Αγίου Πέτρου έδωσαν φεουδικά δικαιώματα στην Ασκόνα[5].

Δημογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός της Ασκόνα τον Δεκέμβριο του 2012 ανερχόταν σε 5.450 κατοίκους, εκ των οποίων το 27,6% έχουν ξένη υπηκοότητα[6]. Τη δεκαετία 1997–2007 ο πληθυσμός μεταβλήθηκε κατά 10,7%.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, οι περισσότεροι κάτοικοι ομιλούν την ιταλική γλώσσα (66,0%), με δεύτερη τη γερμανική (23,9%) και τρίτη τη σερβοκροατική (2,5%).[7] 112 κάτοικοι δήλωσαν ως μητρική τους γλώσσα τη γαλλική και 10 τη ρομανσική.[8].

Το 2008 ο πληθυσμός ήταν 46,6% άρρενες και 53,4% θήλεις. Το ίδιο έτος καταγράφηκαν 22 γεννήσεις τέκνων Ελβετών πολιτών και 8 τέκνων μη Ελβετών πολιτών, 36 θάνατοι Ελβετών πολιτών και 9 μη Ελβετών. Επομένως, αν αγνοηθεί η μετανάστευση προς την Ασκόνα, ο πληθυσμός εμφανίζει μείωση κατά 15 κατοίκους ανά έτος, με υπόδειγμα το 2008. Το ίδιο έτος όμως εγκαταστάθηκαν εδώ 70 μετανάστες στην Ελβετία προερχόμενοι από άλλη χώρα (43 άνδρες και 27 γυναίκες).

Η ηλικιακή κατανομή (2009) είναι: 365 από 0-9 ετών (6,7% του πληθυσμού), 500 από 10 ως 19 (9,1%), 481 από 20 ως 29 (8,8%), 612 από 30 ως 39 (11,2%), 833 από 40 ως 49 (15,2%), 782 από 50 ως 59 (14,2%), 817 από 60 ως 69 (14,9%), 666 από 70 ως 79 (12,1%) και 432 άνω των 80 ετών (7,9%)[9]

Το 2000 υπήρχαν 2.472 νοικοκυριά στον δήμο, δηλαδή 2,0 άτομα ανά νοικοκυριό.[7] και 1.442 κατοικούμενα κτήρια, από τα οποία τα 199 πολλαπλών χρήσεων (π.χ. κατοικίες με καταστήματα στο ισόγειο).[10].

Η εξέλιξη του πληθυσμού της Ασκόνα δίνεται στον παρακάτω πίνακα:

`Ετος Πληθυσμός
1591 περίπου 1000
1801 772
1850 902
1900 942
1920 1.118
1950 2.923
1980 4.722
1990 4.540
2000 4.984

Ιστορικές θέσεις εθνικής σημασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν 11 θέσεις στον δήμο της Ασκόνα που είναι καταγεγραμμένες στον εθνικό ελβετικό κατάλογο θέσεων πολιτιστικής κληρονομιάς εθνικής σημασίας: Τρεις ναοί (Αγία Μαρία della Misericordia με το Collegio Papio, ο Αγ. Μιχαήλ με τα ερείπια ενός μεσαιωνικού κάστρου και ο ιστορικός ενοριακός ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου), τρεις οικίες (η οικία Σεροντίνε, η οικία Tuia και η βίλα στην οδό Ludwig 26), καθώς και: Το Balladrum, προϊστορικός και μεσαιωνικός οικισμός, το πάρκο και συγκρότημα οικιών Albergo, το Μουσείο του Monte Verità, το Museo comunale d’arte, το Museo Epper και το θέατρο (Teatro S. Materno). Αλλά και ολόκληρη η κωμόπολη είναι καταχωρημένη στον «Κατάλογο των Ελβετικών Τόπων Κληρονομιάς»[11]

Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2007 το δημοφιλέστερο πολιτικό κόμμα στην Ασκόνα ήταν το φιλελεύθερο FDP, που έλαβε το 32,24% των ψήφων, με δεύτερο το Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (18,93%).

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ξενοδοχείο Piazza στην Ασκόνα

Το 2007 η Ασκόνα είχε ανεργία 4,99%. Το 2005 υπήρχαν τρεις επιχειρήσεις στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, 47 στον δευτερογενή (που απασχολούσαν 361 εργαζόμενους) και 353 στον τριτογενή με 2683 εργαζόμενους[7]. Οι γυναίκες αποτελούσαν το 46,0% των εργαζομένων.

Το 2009 υπήρχαν 34 ξενοδοχεία στην Ασκόνα με ένα σύνολο 1192 δωματίων και 2230 κλινών.[12].

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκκλησία στην Ασκόνα

Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, 3308 ή 66,4% του πληθυσμού ήταν Ρωμαιοκαθολικοί, 835 ή 16,8% ανήκαν στην Ελβετική Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία και 606 (περίπου 12%) σε κάποια άλλη Εκκλησία. 235 άτομα (περ. 4,7% του πληθυσμού) δεν απάντησε στην περί θρησκείας ερώτηση[8].

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ασκόνα το 69,6% του πληθυσμού έχει τελειώσει τη μέση εκπαίδευση ή έχει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές[7].

Ο μαθητικός πληθυσμός ανέρχεται σε 766 άτομα (το 2009). Το εκπαιδευτικό σύστημα του Τιτσίνο παρέχει μέχρι τρία χρόνια μη υποχρεωτικού νηπιαγωγείου, στο οποίο πηγαίνουν 94 παιδιά στην Ασκόνα. Στην πενταετή δημοτική εκπαίδευση φοιτούν στην Ασκόνα 217 μαθητές στο κανονικό δημοτικό και άλλοι 10 στο ειδικό δημοτικό σχολείο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Arealstatistik Standard - Gemeinden nach 4 Hauptbereichen». Federal Statistical Office. Ανακτήθηκε στις 13  Ιανουαρίου 2019.
  2. «Ständige Wohnbevölkerung nach Staatsangehörigkeitskategorie Geschlecht und Gemeinde; Provisorische Jahresergebnisse; 2018». Federal Statistical Office. 9  Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 11  Απριλίου 2019.
  3. Hippy.com Αρχειοθετήθηκε 2007-08-30 στο Wayback Machine. para. 35
  4. «Altitudine, superficie, secondo il genere di utilizzazione, rilevazione 1992/1997, e densità della popolazione, nel 2000». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2014. 
  5. «Flags of the World.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2014. 
  6. Swiss Federal Statistical Office - Superweb database - Gemeinde Statistics 1981-2008 (Γερμανικά)
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Swiss Federal Statistical Office
  8. 8,0 8,1 Popolazione residente, secondo la lingua principale e la religione, nel 2000 Αρχειοθετήθηκε 2011-07-07 στο Wayback Machine. (Ιταλικά)
  9. 01.02.03 Popolazione residente permanente Αρχειοθετήθηκε 2011-07-07 στο Wayback Machine. (Ιταλικά)
  10. 09.02.01 Edifici Αρχειοθετήθηκε 2011-07-07 στο Wayback Machine. (Ιταλικά)
  11. «Kantonsliste A-Objekte:Ticino» (PDF). KGS Inventar] (στα Γερμανικά). Federal Office of Civil Protection. 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 6 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2010. 
  12. Settori alberghiero e paralberghiero Αρχειοθετήθηκε 2011-07-07 στο Wayback Machine. (Ιταλικά)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]