Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βενεδικτίνοι)
Εμπρόσθια όψη μεταλλίου του Αγίου Βενέδικτου.

Οι Βενεδικτίνοι είναι οι μοναχοί του τάγματος του Άγιου Βενεδίκτου. Το τάγμα ιδρύθηκε το 529 από τον Άγιο Βενέδικτο στην Ιταλία. Με εντολή του Πάπα Γρηγορίου του Μέγα, στάλθηκαν πολλοί ιεραπόστολοι στην Αγγλία και τη Γερμανία, για να διδάξουν τον κανόνα του τάγματος.

Όπως και άλλα μοναστικά τάγματα, έτσι και οι Βενεδικτίνοι γνώρισαν άνθηση κατά τον Μεσαίωνα και απόκτησαν εκτός από θρησκευτική, μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη. Σε μερικές μοναστικές σχολές διασώθηκαν και κάποια συγγράμματα κλασικών.

Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης τα μέλη του τάγματος εκδιώχθηκαν, με φυσικό επακόλουθο το τάγμα να χάσει την επιρροή του. Με το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης το όνομα του τάγματος άρχισε σιγά-σιγά να αποκαθίσταται. Ο Πριμάτος του τάγματος έχει την έδρα του, από το 1893, στη Ρώμη, στο αββαείο του Αγίου Ανσέλμου.

Ο Άγιος Βενέδικτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 529 (έτος κατά το οποίο έκλεισαν οι σχολές φιλοσοφίας στην Αθήνα) ιδρύθηκε στο Μόντε Κασσίνο της Ιταλίας το περιφημότερο μοναστήρι του λατινικού κόσμου.

Ιδρυτής του ήταν ο Βενέδικτος της Νούρσιας που γεννήθηκε στη Νουρσία (σημερινή Νόρτσια) της Ούμπρια στην Ιταλία[1]. Πήγε στη Ρώμη για να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά σε ηλικία 15 χρόνων (για άγνωστους λόγους) αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κόσμο σε μια ερημική τοποθεσία κοντά στο Σουμπιάκο, στα βουνά των Σαβίνων. Έκανε μια σπηλιά του βουνού, το ασκητικό κελί του, κοντά στα χείλη του γκρεμού, και έζησε για μερικά χρόνια μόνος του. Κάποια στιγμή οι μοναχοί ενός γειτονικού μοναστηριού τον προσκάλεσαν να γίνει ηγούμενός τους. Η συμβίωση τους κράτησε μόνο μερικούς μήνες γιατί οι μοναχοί – προφανώς δυσαρεστημένοι με τον αυστηρό ασκητικό κανόνα που τους έβαλε- αποφάσισαν να τον δηλητηριάσουν. Έτσι, ο Βενέδικτος ξαναγύρισε στην ασκητική ζωή του πάνω στο βουνό.

Η ίδρυση του πρώτου μοναστηριού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φήμη του εξαπλωνόταν μέρα με τη μέρα, πολλοί έσπευδαν να ζητήσουν την ευλογία του ή τις συμβουλές του και πολλοί νέοι έχτιζαν τις καλύβες τους κοντά του. Ο Βενεδίκτος, μαζί με τους πιστότερους οπαδούς του, κατέφυγε στο Μόντε Κασσίνο, έναν λόφο ύψους 565 μέτρων, στην επαρχία της Καμπανίας.

Εκεί κατεδαφίζοντας αρχαίο ειδωλολατρικό ναό, έχτισε γύρω στο 529 το μοναστήρι του και έγραψε τον κανόνα των Βενεδικτίνων, τον κανόνα που ακολουθούσαν από τότε τα περισσότερα μοναστήρια της Δύσης.

Οι Κανόνες του Τάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο υποψήφιος μοναχός, αφού περνούσε το στάδιο της μαθητείας και παρόλα αυτά εξακολουθούσε να επιθυμεί να γίνει μοναχός, έδινε γραπτούς όρκους υποταγής, οι οποίοι κατατίθενταν στον ναό του μοναστηριού με επίσημη ιεροτελεστία. Από το τότε ο μοναχός δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη μοναστική ζωή παρά μόνο με έγγραφη άδεια του ηγούμενού του. Ο ηγούμενος εκλεγόταν από τους μοναχούς και αφού προηγούταν ομαδική συζήτηση για τα σημαντικά θέματα της μονής, στον ηγούμενο έμενε να πάρει την τελική απόφαση. Οι μοναχοί ήταν υποχρεωμένοι να πειθαρχούν με ταπεινοφροσύνη, να μη μιλάνε παρά σε περίπτωση ανάγκης, να μην αστειεύονται ή γελούν δυνατά, και έπρεπε να βαδίζουν με το βλέμμα προσηλωμένο στο έδαφος. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας, ούτε η θέση τους στην κοινωνία έπαιζε πλέον ρόλο μέσα στο μοναστήρι. Η ελεημοσύνη και η φιλοξενία έπρεπε να προσφέρεται με γενναιοδωρία, σε οποιονδήποτε τη ζητούσε. Οι μοναχοί εργάζονταν στους αγρούς, στα εργαστήρια, στο μαγειρείο ή αντέγραφαν χειρόγραφα, κ.λ.π. Έτρωγαν 1 φορά την ημέρα, εκτός από το καλοκαίρι που λόγω της μεγάλης διάρκειας της μέρας, έτρωγαν 2 φορές. Έπιναν κρασί, και έτρωγαν μόνο το κρέας πουλερικών ή πουλιών.

Προσεύχονταν σε τακτές ώρες μέσα στη μέρα.

Οι ώρες προσευχής, οι λεγόμενες κανονικές ώρες ήταν:

Στις 2 τα μεσάνυχτα (=η νυχτερινή), την αυγή (=το εωθινό), στις 6 π.μ. (1η ώρα), στις 9 π.μ. (3η ώρα), στις 12 μ.μ. (6η ώρα), στις 15:00 (9η ώρα), στη δύση (=εσπερινός) και πριν από τον ύπνο (η τελευταία προσευχή της ημέρας).

Μετά τον θάνατό του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοναστήρι του Μόντε Κασσίνο υπό τη μακρόχρονη διεύθυνση (1058-1087) του ηγούμενου Ντεζιτέριου έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του. Βυζαντινοί τεχνίτες και τεχνουργήματα διακόσμησαν το μοναστήρι. Ταυτόχρονα έγινε μια φημισμένη σχολή που εκτός από τη θεολογία διδάσκονταν η γραμματική, η κλασσική ρωμαϊκή φιλολογία, αρχές ιατρικής και νομικής. Επίσης εκείνη την εποχή έγιναν οι ωραιότερες μικρογραφήσεις των χειρογράφων, αλλά και οι ωραιότερες καλλιγραφήσεις. Οι μοναχοί επίσης βοήθησαν τους χωρικούς να εκχερσώσουν και να καλλιεργήσουν καινούρια εδάφη, να οργώσουν και να σπείρουν με πιο παραγωγικό τρόπο, να κόψουν τα δάση και να εκμεταλλευτούν την ξυλεία, να αποξηράνουν τα έλη, να ζεύξουν τους ποταμούς με γέφυρες, να χαράξουν καινούριους δρόμους για καλύτερες μεταφορές. Επίσης οργάνωσαν βιοτεχνικά κέντρα, σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, αντέγραψαν χειρόγραφα, συγκρότησαν βιβλιοθήκες, έδωσαν θάρρος και παρηγοριά στους ανθρώπους.[2]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Catholic Encyclopedia. «St. Benedict of Nursia». 
  2. το κείμενο είναι απο την Ιστορία του Παγκόσμιου Πολιτισμού του Will Durant, έκδοση του 1958, τόμος Δ', σελ. 407

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κουμανούδη Μαρίνα, Οι Βενεδικτίνοι στην ελληνολατινική Ανατολή: η περίπτωση της μονής του Αγίου Γεωργίου Μείζονος Βενετίας (11ος-15ος αι.), Αθήνα – Βενετία 2011