Αντάμπ (πόλη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η θέση του Αντάμπ (κέντρο του χάρτη) πριν από την επέκταση της Ακκαδικής αυτοκρατορίας (πράσινο), περί το 2350 π.Χ.. Το έδαφος των Σουμερίων υποδεικνύεται με κεραμιδί χρώμα.

Η Αντάμπ ή Ουντάμπ (σουμερ. 𒌓𒉣𒆠, Adabki[1]) ήταν αρχαία πόλη των Σουμερίων στη Μεσοποταμία, ανάμεσα στις πόλειςΓκιρσού και Νιπούρ, δίπλα στον σημερινό οικισμό Μπισμάγια ή Μπισμίγια του Κυβερνείου Ουασίτ του Ιράκ. Ο «πολιούχος θεός» της Αντάμπ ήταν ο Παράγκ-ελιλεγκάρα (= «ο κυρίαρχος διορισμένος από τον Ελίλ»), αποδιδόμενος συχνότερα παρεφθαρμένα ως «Πανιγκινγκάρα».[2][3]

Αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκτάσεως 4 χιλιάδων στρεμμάτων αρχαιολογικός χώρος της Αντάμπ αποτελείται από «μαγούλες» κατανεμημένες σε μια περιοχή μήκους περίπου τριών χιλιομέτρων και πλάτους 1,5 χιλιομέτρου, με μικρές ανυψώσεις που δεν υπερβαίνουν πουθενά το ύψος των 12 μέτρων. Βρίσκεται λιγο πλησιέστερα στον ποταμό Τίγρη παρά στον Ευφράτη και απέχει «ημέρας πορείαν» από τη Νιπούρ, η οποία βρίσκεται προς τα βορειοδυτικά.

Οι πρώτες αρχαιολογικές εξετάσεις της τοποθεσίας έγιναν από τον Γουίλιαμ Χ. Γουόρντ (William Hayes Ward, 1835-1916) της Αποστολής Wolfe το 1885 και από τον Τζων Π. Πήτερς (John Punnett Peters) του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια το 1890, με τον καθένα να παραμένει μόνο μία ημέρα εκεί και να ανακαλύπτει λίγα θραύσματα επιγραφών, με μία μόνο ολόκληρη πινακίδα σφηνοειδούς γραφής.[4] Ο Γερμανός αρχαιολόγος Walter Andrae επισκέφθηκε τον χώρο το 1902 και σχεδίασε έναν χάρτη του.[5]

Το άγαλμα του Λουγκάλ-νταλού, βασιλέως ή κυβερνήτη του Αντάμπ την 3η χιλιετία π.Χ., ο οποίος δεν μνημονεύεται στον Κατάλογο Βασιλέων των Σουμερίων. Μια επιγραφή στον δεξιό ώμο του δίνει το όνομά του, ενώ φοράει τον καυνάκη.

Οι πρώτες ανασκαφές της Αντάμπ διάρκεσαν από τα τέλη του 1903 μέχρι τον Ιούνιο του 1905 και διεξάχθηκαν κυρίως από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και τον Έντγκαρ Τζέιμς Μπανκς, με την τελευταία φάση εκσκαφής υπό την επίβλεψη του μηχανικού Βίκτορ Σ. Πέρσονς.[6] Αποδείχθηκε ότι οι μαγούλες κάλυπταν την αρχαία πόλη Αντάμπ, που έως τότε ήταν γνωστή μόνο από τον Κατάλογο Βασιλέων των Σουμερίων και από μια σύντομη μνεία του ονόματός της στην εισαγωγή του Κώδικα του Χαμουραμπί. Η πόλη χωριζόταν σε δύο μέρη από ένα πλατύ κανάλι, πάνω σε μια νησίδα του οποίου υψωνόταν ναός με ζιγκουράτ (κλιμακωτό πύργο). Φανερώθηκε ότι ήταν κάποτε μια σημαντική πόλη, που όμως ερημώθηκε σε μια πρώιμη περίοδο, καθώς τα ερείπια που βρίσκονται πιο κοντά στην επιφάνεια ανήκουν στην εποχή των Σουλγκί και Ουρ Ναμμού της Γ΄ Δυναστείας της Ουρ στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ., με βάση επιγεγραμμένα τούβλα. Στο αμέσως κατώτερο στρώμα βρεθηκαν, όπως και στη Νιπούρ, ανακαλύφθηκαν τέχνεργα από τη βασιλεία του Ναράμ-Σιν και του Σαργών (περ. 2300 π.Χ.). Κάτω από αυτά τα στρώματα υπήρχαν άλλα 10,5 μέτρα στρωματοποιημένων υπολειμμάτων, δηλαδή τα επτά όγδοα του συνολικού βάθους των ερειπίων. Εκτός από τα υπολείμματα κτισμάτων, τειχών και τάφων, ο Μπανκς ανεκάλυψε μεγάλο αριθμό ενεπίγραφων πήλινων πινακίδων μιας πανάρχαιας εποχής, αλλά και ορειχάλκινων και λίθινων πινακίδων, καθώς και ορειχάλκινα εργαλεία και παρόμοια αντικείμενα.[7]

Από τις πινακίδες αυτές οι 543 μεταφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών του Σικάγου, το σημερινό Ινστιτούτο για τη Μελέτη των Αρχαίων πολιτισμών και άλλες 1.100, αγορασμένες και από ντόπιους, βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινουπόλεως και δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί.[8] Πήλινες σφραγίδες που ανεκάλυψε ο Μπανκς στην Αντάμπ φανερώνουν ότι ο ηγέτης των Ακκαδίων Ναράμ-Σιν ανήγειρε ναό του Ινάνα στην πόλη. Αλλά τέτοιος ναός δεν βρέθηκε κατά την ανασκαφή, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται περί του ναού στη νησίδα. Οι δύο πιο αξιοσημείωτες ανακαλύψεις ήταν:

  • Ένα ακέραιο άγαλμα από λευκό μάρμαρο, από όσο γνωρίζουμε το αρχαιότερο τέτοιο άγαλμα που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία, που βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινουπόλεως. Φέρει την επιγραφή που μετέφρασε ο Μπανκς ως «E-mach (= στον μεγάλο ναό), [ο] βασιλιάς Da-udu, βασιλιάς του Ουντ-Νουν» και σήμερα είναι γνωστό ως άγαλμα του βασιλέως Λουγκάλ-νταλού.
  • Ένας σωρός απορριμμάτων του ναού, με μεγάλες ποσότητες θραυσμάτων από αγγεία κατασκευασμένα απο «ευγενή» υλικά, όπως μάρμαρο, αλάβαστρο, όνυχα, πορφυρίτη, αλλά και από γρανίτη, ορισμένα εκ των οποίων ενεπίγραφα και άλλα εγχάρακτα με ενθέσεις ελεφαντόδοντου και πολύτιμων λίθων.[7]

Όλες οι πινακίδες της Αντάμπ που κατέληξαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, τον χρηματοδότη των ανασκαφών, έχουν δημοσιευθεί και επιπλέον σήμερα έχουν καταστεί διαθέσιμες σε ψηφιακή μορφή στο διαδίκτυο.[9] Εκτός αυτών, ο Μπανκς αγόρασε ο ίδιος από τους ντόπιους άλλες πινακίδες, τις οποίες πώλησε με το κομμάτι σε διάφορους συλλέκτες, μουσεία και συλλογές τα επόμενα έτη. Λίγες από αυτές τις τελευταίες έχουν δημοσιευθεί.[10]

Παρά το ότι η αποστολή του Μπανκς τεκμηριώθηκε επαρκώς με τα μέτρα της εποχής της και πολλά αντικείμενα φωτογραφήθηκαν, δεν εκδόθηκε ποτέ τελική αναφορά (final report), εξαιτίας προσωπικών διαφωνιών. Μετά το 2010 το διάδοχο Ινστιτούτο για τη Μελέτη των Αρχαίων πολιτισμών επανεξέτασε τα αρχεία και τα αντικείμενα που δόθηκαν αργότερα στο ίδρυμα από τον Μπανκς, και συνέταξε μια αναφορά.[7]

Την περίοδο του πολέμου στο Ιράκ, το 2001, ως αντίδραση στην εκτεταμένη λεηλασία αρχαίων αντικειμένων, η ιρακινή Κρατική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Κληρονομιάς διεξήγαγε μια ανασκαφή στην Αντάμπ. Ο χώρος έχει πλέον καταστραφεί σε μεγάλο μέρος από τη συστηματική λεηλασία, ώστε περαιτέρω ανασκαφές είναι απίθανο να γίνουν. Πολλές εκατοντάδες πινακίδες από τη λεηλασία αυτή, όλες της Σαργωνικής Περιόδου, έχουν πουληθεί σε διάφορους συλλέκτες και πολλές πλέον δημοσιεύονται, έστω και χωρίς αρχαιολογικό πλαίσιο αναφοράς.[11]

Από το 2016 μέχρι το 2019 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και η Κρατική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Ιράκ συνδιεξήγαγαν ένα πρόγραμμα, την Επισκόπηση Qadis, ένα σύνολο συντονισμένων τηλεαισθητηριακών και επιφανειακών επισκοπήσεων στο Κυβερνείο Καντισίγια και την Μπισμάγια, δηλαδή την Αντάμπ. Τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν μια «Προκαταρκτική ανακατασκευή του αστικού περιγράμματος και του υδραυλικού τοπίου γύρω από την Μπισμάγια/Αντάμπ κατά τις περιόδους ED III και Ακκαδική».[12][13] Ανακαλύφθηκε ένα έως τότε άγνωστο ανάκτορο και προσδιορίσθηκε η έκταση της λεηλασίας. Επίσης αποδείχθηκε ότι η πόλη περιβαλλόταν από πλατιά αρδευτικά κανάλια.[14] Η Επισκόπηση Qadis κατέδειξε συγκεκριμένα ότι η Αντάμπ είχε έναν κεντρικό λιμένα 240 στρεμμάτων, με μέγιστο μήκος 240 μέτρα και μέγιστο πλάτος 215 μέτρα. Αυτός συνδεόταν με τον ποταμό Τίγρη με κανάλι πλάτους 100 μέτρων.[15][16]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη Δυναστική Περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτομή άνδρα, πιθανώς του Λουγκάλ-κισάλ-σι, βασιλέως της Ουρούκ, σε ασβεστόλιθο. Χρονολογείται από την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο ΙΙΙ και ανακαλύφθηκε στην Αντάμπ.

Η Αντάμπ ήταν κατοικημένη τουλάχιστον από την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο. Σύμφωνα με το σουμεριακό κείμενο «Η κάθοδος της Ινάννα στον Κάτω Κόσμο», υπήρχε ένας ναός της θεάς Ινάννα στην Αντάμπ, ο E-shar, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ντουμούζι της Ουρούκ. Σε άλλο κείμενο της ίδιας σειράς, «Το όνειρο του Ντουμούζι», ο βασιλιάς αυτός ανατρέπεται από έναν πεινασμένο όχλο αποτελούμενο από κατοίκους των μεγάλων πόλεων της Σουμερίας, μεταξύ των οποίων και της Αντάμπ.

Φαίνεται ότι ένας βασιλέας του Κις, ο Μεσιλίμ, είχε κυβερνήσει και την Αντάμπ με βάση επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στην Αντάμπ. Μία επιγραφή, πάνω σε θραύσμα από γαβάθα, έχει μεταφρασθεί ως: «Μεσιλίμ, βασιλέας Κις, στον Εσάρ έχει επιστρέψει [τη γαβάθα αυτή], όντας patesi της Αντάμπ».[17] Μεταγενέστερος (;) βασιλιάς της Αντάμπ, ο Λουγκάλ-Άννε-Μουντού, που εμφανίζεται και στον Κατάλογο Βασιλέων των Σουμερίων, αναφέρεται σε λίγες επιγραφές της εποχής. Μερικές επιγραφές που αποτελούν πολύ μεταγενέστερα αντίγραφα ισχυρίζονται ότι ο βασιλιάς αυτός είχε ιδρύσει μια τεράστια αλλά βραχύβια αυτοκρατορία, που απλωνόταν από το Ελάμ μέχρι τον Λίβανο και τα εδάφη των Amorite κατά μήκος του Ιορδάνη. Η Αντάμπ αναφέρεται επίσης σε κάποιες από τις Πινακίδες της Έμπλα από την ίδια περίπου εποχή ως εμπορική εταίρος της Έμπλα (το σημερινό Ιντλίμπ της Συρίας) λίγο προτού η τελευταία καταστραφεί από άγνωστες δυνάμεις.[18]

Σαργωνική Περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μεσκιγκάλ, κυβερνήτης της Αντάμπ υπό τον βασιλέα Λουγκαλζαγκέσι της Ουρούκ, αποστάτησε δηλώνοντας πίστη στους Ακκαδίους και έγινε κυβερνήτης υπό τον Σαργών του Ακκάδ. Αργότερα έλαβε μέρος στη Μεγάλη Εξέγερση κατά του Naram-Sin και ηττήθηκε. Διάφοροι κυβερνήτες, όπως οι Σαρρού-αλλί και Λουγκάλ-αγιάγκου, κυβέρνησαν μετά από αυτό την πόλη υπό τον απευθείας ακκαδικό έλεγχο. Στα τέλη της ακκαδικής περιόδου, η πόλη καταλήφθηκε από τους Gutians, οι οποίοι την κατέστησαν πρωτεύουσά τους.[19]

Επίσης γνωστά είναι τα ονόματα αρκετών κυβερνητών της Αντάμπ υπό την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ. Παρά το ότι δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για μεταγενέστερη κατοίκηση της πόλεως, οι ανασκαφές σε αυτή υπήρξαν σύντομες και υπάρχουν μεταγενέστερες αναφορές σε επιγραφές για την Αντάμπ, όπως για παράδειγμα στον Κώδικα του Χαμουραμπί.

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The Sumerian King List. Accessed 15 Dec 2010.
  2. Marchesi, Gianni και Marchetti, Nicolo: «Historical Framework» στο βιβλίο Royal Statuary of Early Dynastic Mesopotamia, Penn State University Press, 2011, σσ. 97-128
  3. Such-Gutiérrez: «Untersuchungen zum Pantheon von Adab im 3. Jt.», AfO, τόμ. 51, σσ. 1-44, 2005-2006
  4. Peters, John P. (1897). Nippur; Or, Explorations and Adventures on the Euphrates: The Narrative of the University of Pennsylvania Expedition to Babylonia in the Years 1888-1890. Putnam. 
  5. Andrae, Walter (1903). «Die Umgebung von Fara und Abu Hatab». Mitteilungen der Deutschen Orient Gesellschaft 16: 24-30. http://idb.ub.uni-tuebingen.de/opendigi/MDOG_1902_016. 
  6. Edgar James Banks: «Bismya; or The lost city of Adab: a story of adventure, of exploration, and of excavation among the ruins of the oldest of the buried cities of Babylonia», εκδ. G.P. Putnam's Sons, Νέα Υόρκη 1912
  7. 7,0 7,1 7,2 Wilson, Karen (2012). Bismaya: Recovering the Lost City of Adab - Oriental Institute Publications 138 (PDF). Σικάγο: Univ. of Chicago Press. ISBN 9781885923639. 
  8. Yang, Chih (1989). Sargonic inscriptions from Adab. Changchun: Institute for the History of Ancient Civillizations. 
  9. [https://isac.uchicago.edu/sites/default/files/uploads/shared/docs/oip14.pdf Daniel David Luckenbill: «Cuneiform Series, Vol. II: Inscriptions from Adab», Oriental Institute Publications, τόμος 14, The University of Chicago Press, Σικάγο 1930
  10. Widell, Magnus (2002). «A Previously Unpublished Lawsuit from Ur III Adab». Cuneiform Digital Library Journal 2. https://cdli.ucla.edu/pubs/cdlj/2002/cdlj2002_002.pdf. 
  11. Al-Doori, R.; AL - Qaisi, R.; Al-Sarraf, S.; Al-Zubaidi, A.A. (2002). «The final report of Basmaia excavations (first season)». Sumer 51: 58-72. 
  12. [1]Marchetti, Nicolò, et al.: «New Results on Ancient Settlement Patterns in the South-Eastern Qadisiyah Region (Iraq): The 2016-2017 Iraqi-Italian Qadis Survey Project», Al-Adab Journal, τόμ. 123, σσ. 45-62, έτος 2017
  13. [2]Marchetti, Nicolò, et al.: «The rise of urbanized landscapes in Mesopotamia: The QADIS integrated survey results and the interpretation of multi-layered historical landscapes», Zeitschrift für Assyriologie und vorderasiatische Archäologie, τόμ. 109.2, σσ. 214-237, 1029
  14. Marchetti, Nicolò, και Federico Zaina: «Rediscovering the Heartland of Cities», Near Eastern Archaeology, τόμ. 83, σσ. 146-157, έτος 2020
  15. Mantellini, Simone, et al.: «Development of water management strategies in southern Mesopotamia during the fourth and third millennium BCE», Geoarchaeology, 2024
  16. Marchetti, N., Campeggi, M., D'Orazio, C., Gallerani, V., Giacosa, G., Al-Hussainy, A., Luglio, G., Mantellini, S., Mariani, E., Monastero, J., Valeri, M., & Zaina, F.: «The Iraqi-Italian Qadis project: Report on six seasons of integrated survey», Sumer, τόμ. LXVI, σσ. 177-218, έτος 2020
  17. [3]Luckenbill, D.D.: «Two Inscriptions of Mesilim, King of Kish», The American Journal of Semitic Languages and Literatures, τόμ. 30, σσ. 219-223, έτος 1914
  18. Cyrus H. Gordon και Gary A. Rendsburg (επιμ.): Eblaitica: Essays on the Ebla Archives and Eblaite Language, Volume 3, Eisenbrauns, 1992, ISBN 978-0-931464-77-5
  19. M. Molina: «The palace of Adab during the Sargonic period», Der Palast im antiken und islamischen Orient, Colloquien der Deutschen Orient-Gesellschaft 9, εκδ. Harrassowitz, Wiesbaden 2019, σσ. 151 κ.ε.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Tο λήμμα «Αντάμπ» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 805
  • Caroline Nestmann Peck: The Excavations at Bismaya, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Σικάγου, 1949

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Abid, Basima Jalil, και Hayder Aqeel Abed Al-Qaragholi: «The Hybrid Animal (šeg9-bar) Unpublished Cuneiform Texts from Akkadian Period from Adab city», ISIN Journal, τόμ. 4, σσ. 77-87, 2022
  • Edgar James Banks: «The Bismya Temple», The American Journal of Semitic Languages and Literatures, τόμ. 22, νo. 1, σσ. 29-34, Οκτώβριος 1905
  • Edgar James Banks: «The Oldest Statue in the World», The American Journal of Semitic Languages and Literatures, τόμ. 21, νo. 1, σσ. 57-59, Οκτώβριος 1904
  • D.D. Luckenbill: «Two Inscriptions of Mesilim, King of Kish», The American Journal of Semitic Languages and Literatures, τόμ. 30, νo. 3, σσ. 219-223, Απρίλιος 1914
  • D.D. Luckenbill: «Old Babylonian Letters from Bismya», The American Journal of Semitic Languages and Literatures, τόμ. 32, νo. 4, σσ. 270-292, 1916
  • Maiocchi, Massimo: «Classical Sargonic tablets chiefly from Adab in the Cornell University collections», CUSAS, τόμ. 13, CDL Press, έτος 2009, ISBN 978-1-934309-12-4
  • Karen Wilson: «The Temple Mound at Bismaya» στο Leaving No Stones Unturned: Essays on the Ancient Near East and Egypt in Honor of Donald P. Hansen, Penn State University Press, σσ. 279-299, 2002, ISBN 978-1-57506-055-2
  • Yang Zhi: «The Excavation of Adab», Journal of Ancient Civilizations, τόμ. 3, σσ. 16-19, 1988

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]