Ανρύ ντε Ροκφέιγ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανρύ ντε Ροκφέιγ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11  Φεβρουαρίου 1869[1]
Βερσαλλίες
Θάνατος10  Νοεμβρίου 1928[1]
Laxou
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός του ναυτικού
διπλωμάτης (1915–1917)[1]
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςcapitaine de vaisseau
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΑξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής (18  Ιουλίου 1916)[2][3]
Πολεμικός Σταυρός 1914-1918 (Γαλλία) (1916)[1]
officier d'académie (1899)[1]

Ο Ανρύ ντε Ροκφέιγ (γαλλικά: Henry de Roquefeuil, πλήρες όνομα: Μαξιμιλιάν Ανρύ Μαρί Μαρσέλ ντε Ροκφέιγ, Maximilien Henry Marie Marcel de Roquefeuil, 1869-1928) ήταν Γάλλος αξιωματικός του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού και διπλωματικός ακόλουθος. Ηρωική αλλά και αμφιλεγόμενη στρατιωτική προσωπικότητα της Γαλλίας των αρχών του 20ού αιώνα και γόνος ιστορικής οικογένειας με στρατιωτική παράδοση, πολέμησε σε πολλούς πολέμους ενώ διακρίθηκε λαμβάνοντας πολλές τιμές. Στην νεότερη ελληνική ιστορία είναι γνωστός για την συμμετοχή του στα γεγονότα που οδήγησαν στον Εθνικό Διχασμό και στην είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια και στρατιωτική πορεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1869 και ήταν γόνος μιας ιστορικής οικογένειας στρατιωτικών και ευγενών του οίκου των Ροκφέιγ Μπλανκφόρ (Famille de Roquefeuil Blanquefort). Πρόγονος του στρατιωτικός με το ίδιο όνομα, πολέμησε στην Αμερικανική Επανάσταση. Αποφοίτησε το 1886 από την Γαλλική Ναυτική Σχολή (École navale) και το 1895 από την Σχολή Υποβρύχιας Άμυνας (École des défenses sous-marines). Υπήρξε επικεφαλής αξιωματικός του δευτέρου γραφείου του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού και καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου έως το 1913. Έπειτα, διετέλεσε για πρώτη φορά καπετάνιος φρεγάτας στο «D’Entrecasteaux» από τις 7 Ιανουαρίου 1913, της οποίας ήταν και ο δεύτερος επικεφαλής του πληρώματος από την ναυπήγηση του πολεμικού πλοίου. Στην συνέχεια, επιλέχθηκε από τον υπουργό του Ναυτικού Λυσιέν Λακάζ (Lucien Lacaze) ως ναυτικός ακόλουθος και αξιωματικός πληροφοριών στην Γαλλική Πρεσβεία στην Αθήνα.[4]

Εθνικός διχασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπιστοσύνη του Γάλλου υπουργού Λακάζ στο πρόσωπό του, έγκειται στην εμπειρία του πάνω σε θέματα πολιτικής και διπλωματίας, και από στρατιωτικής πλευράς στον υποβρύχιο πόλεμο, όταν στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η απειλή των γερμανικών υποβρυχίων έθετε σε κίνδυνο την επικράτηση των συμμαχικών πλοίων στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο που στην Ευρώπη είχε ξεσπάσει ο Μεγάλος Πόλεμος (Grande Guerre), όπως ήταν γνωστός ιστορικά μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσπαθούσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της. Κύριος υποστηρικτής της πολιτικής μη εμπλοκής στον πόλεμο ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που έβλεπε με συμπάθεια τη γερμανική στρατιωτική μηχανή,[4] αλλά διέβλεπε την επικράτηση των συμμαχικών δυνάμεων στη θάλασσα και με τη στάση του βοηθούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις, και τα φιλομοναρχικά και συντηρητικά κόμματα που εκτός της αντίθεσης τους απέναντι σε νέα πολεμική επιχείρηση μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αντιπολιτεύονταν τις διαδοχικές κυβερνήσεις του φιλελεύθερου πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Από την άλλη πλευρά, φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις με την υποστήριξη της μεγαλοαστικής και μέρους της στρατιωτικής τάξης, ήθελαν την συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο με την προοπτική εδαφικών διεκδικήσεων σε νικηφόρα έκβαση και την αποφυγή της απώλειας εδαφών της ελληνικής επικράτειας σε αντίθετη περίπτωση.

Έπειτα από την τοποθέτησή του στην ελληνική πρωτεύουσα, οργανώνει μια μορφή παρακρατικής υπηρεσίας η οποία στοχεύει στην απεμπλοκή της Ελλάδας από το δόγμα της ουδετερότητας που εξυπηρετούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις και την τελική σύμπραξη με τις δυνάμεις της Αντάντ. Στον σχεδιασμό του υπήρξε η πρόκληση θερμού επεισοδίου μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του παλατιού με τις Δυτικές Δυνάμεις. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε από τον ίδιο τον ναυτικό ακόλουθο και οδήγησε στην βομβιστική επίθεση εναντίον της Γαλλικής Πρεσβείας, η οποία προκάλεσε την εντονότατη αντίδραση των δυτικών κυβερνήσεων και ιδιαίτερα της βρετανικής κοινής γνώμης, που θορυβήθηκε από τις εξελίξεις. Στις συνέπειες της βομβιστικής επίθεσης συγκαταλέγεται η κατάληψη της Κέρκυρας από τον γαλλικό ναυτικό και το επόμενο χρόνο τα Νοεμβριανά του 1916 και ο βομβαρδισμός της Αθήνας.[4]

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Henry de Roquefeuil (1913). L'Évolution de la marine américaine. Réforme du personnel (στα Γαλλικά). Chapelot. σελ. 173. 
  • Henry de Roquefeuil (1908). L'Évolution de la marine anglaise. Réformes du personnel (στα Γαλλικά). Chapelot. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Emmanuel Clergeau (1934). Le Commandant de Roquefeuil en Grèce (στα Γαλλικά). Les Éditions de France. σελ. 179. 
  • Hector de Béarn (1960). Souvenirs d'un marin (στα Γαλλικά). La Palatine. σελ. 237. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]