Αγία Ειρήνη Αρνίθας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Αρνίθα βρίσκεται σε απόσταση 77 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Ρόδου σε πεδινό έδαφος, περιβαλλόμενη από γεωργικές εκτάσεις.

Γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τον οικισμό αποκαλύφθηκε λατρευτικό συγκρότημα των παλαιοχριστιανικών χρόνων, το οποίο περιλαμβάνει μαρτύριο, δύο βασιλικές, Διακονικό και βαπτιστήριο. Στη θέση αυτή και στην ευρύτερη περιοχή έχουν κατά διαστήματα έλθει στην επιφάνεια κατάλοιπα οικισμού της αρχαιότητας και της παλαιοχριστιανικής περιόδου, μεταξύ άλλων οικοδομικά λείψανα, νομίσματα, όστρακα, τάφοι. Η ανέγερση του μαρτυρίου χρονολογείται πιθανώς στον 5ο αιώνα, της αρχαιότερης βασιλικής (Α) στο α’ ήμισυ του 6ου αιώνα και της μικρότερης (βασιλικής Β), του Διακονικού και του βαπτιστηρίου στο β’ ήμισυ του ίδιου αιώνα. Η καταστροφή του συνόλου (λατρευτικού συγκροτήματος και οικισμού) ανάγεται στον 7ο αιώνα, οπότε ο χώρος εγκαταλείφθηκε οριστικώς.

Το μεσαιωνικό παρελθόν του παρακειμένου σημερινού οικισμού επιβεβαιώνει η συμπερίληψή του σε διάταγμα του 1474 του Μεγάλου Μαγίστρου των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου Τζιοβάνι Μπατίστα ντέλι Ορσίνι και τη διαρκή κατοίκησή του – και δη από μεικτό πληθυσμό χριστιανών και μουσουλμάνων – μετά την οθωμανική κατάκτηση του 1522 το υφιστάμενο τέμενος του 18ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια της ανακατασκευής τμήματος του Καστέλλου των Ιπποτών στη Ρόδο στη δεκαετία του '30 από τους Ιταλούς, πέντε κιονόκρανα της βασιλικής Α μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα και επαναχρησιμοποιήθηκαν στον όροφο του κτηρίου. Στον ίδιο τον ερειπιώνα, στα μέσα του 20ού αιώνα, πριν από την ανασκαφική του διερεύνηση, η τοπική παράδοση διατηρούσε την επωνυμία της Αγίας Ειρήνης για τα ευάριθμα ορατά λείψανα της βασιλικής Β.

Ανασκαφικές εργασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συγκρότημα ανεσκάφη το 1949 από τον Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο. Ως την εποχή εκείνη ήταν ορατό πάνω από την επίχωση το σωζόμενο σε ικανό ύψος ανατολικό πέρας της βασιλικής Β, ενώ από παλαιότερη μαρτυρία του Βικτόρ Γκερίν, μέλους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών (1852), ήταν γνωστή η ύπαρξη στα μέσα του 19ου αιώνα μαρμάρινων κιόνων, κιονοκράνων και τμημάτων άμβωνος στο χώρο της βασιλικής και σε επανάχρηση στην ευρύτερη περιοχή. Τριάντα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1979, η ανασκαφείσα επιφάνεια απηλλάγη από τη βλάστηση (θάμνους και δέντρα) δαπάναις της Εταιρείας. Την επίβλεψη της εργασίας ανέλαβε ο Επιμελητής (μετέπειτα Έφορος) Αρχαιοτήτων Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης.

Δομή των ευρημάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο βόρειο τμήμα της ερευνηθείσας περιοχής διατάσσεται η βασιλική Α, το μαρτύριο στη βορειοανατολική και το Διακονικό στη νοτιοανατολική της γωνία και το εφαπτόμενο στη νότια πλευρά της βαπτιστήριο. Στα νότια αυτών, σε απόσταση 20 μέτρων, οικοδομήθηκε η βασιλική Β.

Το πρώτο από τα αναφερθέντα κτήρια συνιστά τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική (εσωτερικών διαστάσεων 22,30 Χ 17,70μ.) με νάρθηκα και ενδεχομένως αίθριο στα δυτικά, ημικυκλική εσωτερικώς και πεντάπλευρη εξωτερικώς κόγχη στα ανατολικά. Στο εσωτερικό της κόγχης διαμορφωνόταν επτάβαθμο σύνθρονο, οι βαθμίδες του οποίου κατασκευάστηκαν από πωρόλιθο, πιθανώς επενδεδυμένο με πλάκες μαρμάρου. Τα κιονόκρανα των κιονοστοιχιών μεταξύ των κλιτών είναι λεβητοειδή, ο διάκοσμος των οποίων ακολουθεί το πρότυπο των κιονοκράνων της Αγίας Σοφίας. Καίτοι προϊόντα επαρχιακού προφανώς εργαστηρίου, παρουσιάζουν ιδιαιτέρως στενή συνάφεια με τα πρότυπά τους, η οποία συνιστά χρονολογικό στοιχείο για την ανέγερση της βασιλικής. Καθ’ όλο το μήκος τόσο της βόρειας όσο και της νότιας πλευράς του ναού ήλθαν στην επιφάνεια οι εξωτερικοί τοίχοι ξυλόστεγου επιμήκους χώρου. Κατά τον ανασκαφέα το εσωτερικό των δύο αυτών χώρων εμφανίζεται σήμερα ως ενιαίο, είναι ωστόσο πολύ πιθανό να ήταν αρχικώς κατατετμημένοι σε διαμερίσματα, οι διαχωριστικοί τοίχοι των οποίων δεν αποκαλύφθηκαν.

Ο ναός περιέλαβε στη βορειοανατολική του γωνία ένα πιθανότατα αρχαιότερο μαρτύριο. Σε κάθε πλευρά του τετράγωνου πυρήνα (4 Χ 4μ.) προστίθεται ημικυκλική κόγχη, εκ των οποίων η δυτική διατρυπάται από τη μοναδική θύρα του κτίσματος, συνδέουσα το μαρτύριο με τη βασιλική. Ο πυρήνας καλυπτόταν με φουρνικό. Σε μεγάλο ποσοστό διατηρήθηκε το ψηφιδωτό δάπεδο του χώρου, από λίθινες και πήλινες ψηφίδες. Στις κόγχες εμφανίζεται φολιδωτός διάκοσμος, στο κεντρικό τετράγωνο σύνθετο πλέγμα, στα διάχωρα του οποίου απεικονίζονται πτηνά ή γεωμετρικά κοσμήματα. Στη νοτιοανατολική γωνία της βασιλικής απαντάται δεύτερο πρόσκτισμα, ορθογώνιο (εσωτερικών διαστάσεων 11 Χ 6,85μ.), ξυλόστεγο, με ημικυλινδρική εσωτερικώς, ημιεξαγωνική εξωτερικώς αψίδα στα ανατολικά και πιθανώς θύρα στα δυτικά. Την επιφάνεια της κόγχης κοσμούσαν πιθανώς τοιχογραφίες, του δαπέδου ψηφιδωτά με γεωμετρικά και άλλα σχέδια. Από τον ανασκαφέα ερμηνεύθηκε ως Διακονικό.

Εν επαφή με το νότιο επίμηκες πρόσκτισμα της βασιλικής κατασκευάστηκε το βαπτιστήριο, κτήριο ορθογώνιο (εσωτερικών διαστάσεων 13,50 Χ 5,45μ.), καμαροσκεπές, με θύρες στα βόρεια προς το ναό και πιθανώς στα δυτικά. Μέσω τοίχων διακρινόταν σε τρεις ορθογώνιας κάτοψης χώρους: τον εξώτερο οίκο (όπου τελούντο οι αφορκισμοί και το πρώτο μέρος της βάπτισης), το φωτιστήριο (διαμέρισμα προοριζόμενο για την κύρια φάση του μυστηρίου, στο κέντρο του οποίου τοποθετήθηκε λίθινη σταυρόσχημη κολυμβήθρα) και το χρισμάριο (όπου περατωνόταν η τελετή με το μυστήριο του χρίσματος). Η ανασκαφή έφερε στην επιφάνεια σπαράγματα τοιχογραφικού διακόσμου. Η μονολιθική κολυμβήθρα αποσπάστηκε από το μνημείο και τοποθετήθηκε σε πλατεία της πόλης της Ρόδου κατά τη διάρκεια της ιταλοκρατίας. Τα εξωτερικά της τοιχώματα και τα χείλη κοσμούνται με ανάγλυφους σταυρούς και χριστογράμματα. Στην εσωτερική παρειά των τεσσάρων πλευρών λαξεύθηκε αναβαθμός.

Στα νότια του συγκροτήματος βασιλικής Α - βαπτιστηρίου ανεγέρθηκε σε ελαφρώς μεταγενέστερη εκείνων φάση η βασιλική Β (15,80 Χ 12,50μ.), τρίκλιτη, ξυλόστεγη, με δύο ημικυκλικές κόγχες στα ανατολικά (στις απολήξεις του κεντρικού και του βορείου κλίτους) και πιθανώς νάρθηκα στα δυτικά. Οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν κτισμένοι με αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα. Από τα περιορισμένα κατάλοιπα που ήλθαν στην επιφάνεια συνάγεται ότι τα κλίτη διέκριναν μεταξύ τους κιονοστοιχίες από αρράβδωτους κίονες και ότι τους τοίχους κοσμούσαν τοιχογραφίες. Στη νοτιοδυτική γωνία του ναού εντοπίστηκε πρόσκτισμα, το οποίο ωστόσο δεν διερευνήθηκε.

Στη θέση που καταλαμβάνει το συγκρότημα εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών:

  • Από τη βασιλική Α: κιονόκρανα από το κιβώριο πιθανώς της Τραπέζης (δίζωνα με περιστερές στην άνω και κάνιστρο στην κάτω ζώνη), από το φράγμα του πρεσβυτερίου (με ανάγλυφο τρίφυλλο σε κάθε πλευρά), τμήματα τραπεζών, θωρακίων, πεσσίσκων και κιονίσκων, πέντε κιονόκρανα λεβητοειδή που ακολουθούν το πρότυπο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, αμφικιονίσκος παραθύρου (ίσως από το τρίλοβο της κόγχης του Ιερού)
  • Από τη βασιλική Β: ιωνικό κιονόκρανο με συμφυές επίθημα, τμήμα κορμού αρράβδωτου κίονα
  • Από την περιοχή του Διακονικού: τμήμα κορμού αρράβδωτου κίονα
  • Από αδιευκρίνιστη θέση: τμήμα στυλοβάτη φράγματος πρεσβυτερίου.

Εκτός των σωζόμενων κατά χώραν, αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από το παλαιοχριστιανικό συγκρότημα εντοπίστηκαν στο νεότερο ναό των Ταξιαρχών, κτισμένο σε απόσταση 500μ. Δ. αυτού (δύο ιωνικά κιονόκρανα με συμφυές επίθημα, τμήμα κορμών αρράβδωτων κιόνων, βάση κίονα, κορμός περιρραντηρίου της αρχαιότητας) και στον κεντρικό ναό της Απολακκιάς.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α.Κ. Ορλάνδος, Παλαιοχριστιανικά λείψανα της Ρόδου, ΑΒΜΕ Στ’, 1948 τ. 1, 32-35, 36εικ. 30.
  • Α.Κ. Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης Α’-Γ’ (Αθήναι 1952-1956), 312, 331, 332, 403εικ. 3634, 473σημ. 2, 493.
  • A.C. Les baptistères du Dodécanèse, στο: Actes du Ve Congrès International d’Archéologie Chrétienne, Aix-en-Provence 13-19 Septembre 1954 (Vaticano-Paris 1957), 114-115, 200, 201, 203, 209.
  • A.C. Orlandos, Les monuments paléochrétiens découverts ou étudiés en Grèce de 1938 à 1954, στο: Actes du Ve Congrès International d’Archéologie Chrétienne, Aix-en-Provence 13-19 Septembre 1954 (Vaticano-Paris 1957), 114-115.
  • Π.Η. Λαζαρίδης, Συμβολή εις την μελέτην των παλαιοχριστιανικών μνημείων της Δωδεκανήσου, στο: Πεπραγμένα του Θ’ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1953, τ. Α’ (Αθήναι 1955), 244.
  • Ι.Η. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά βαπτιστήρια της Ελλάδος (Αθήναι 1976), 49, 126-127, εικ. ΙΧα, γ.
  • Ι.Η. Βολανάκης, Παλαιοχριστιανικόν συγκρότημα εις Αρνίθαν Ρόδου, ΠΑΕ 1979, 268-279, πίν. 160-161.
  • Γ.Ε. Μυλωνάς, Ανασκαφαί, Έργον 1979, 28-29, εικ. 71-72.