Όρος Αγίου Αυξεντίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°58′14″N 29°09′51″E / 40.970556°N 29.164167°E / 40.970556; 29.164167

Όρος Αγίου Αυξεντίου (Καϊσδάγ)

Το Όρος Αγίου Αυξεντίου, επίσης γνωστό ως Όρος Αυξεντίου ή ως η «Οξεία Πέτρα»,[1][2][3] ήταν, κατά την διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, πετρώδες όρος-ύψωμα της Χαλκηδόνος ευρισκόμενο σε κοντινή απόσταση της Κωνσταντινούπολης, επί της ασιατικής πλευράς του Βοσπόρου, το οποίο αποτέλεσε, επίσης, τοποθεσία εγκατάστασης ερημητηρίων και μοναστηριών. Σήμερα, είναι γνωστό υπό την ονομασία Καϊσδάγ (Kayış Dağı).[1]

Πρόκειται για λόφο υψομέτρου 428 μέτρων, με βραχώδη κορυφή, με απόκρημνη τη νότια πλευρά του, ευρισκόμενο σε απόσταση 12 χιλιομέτρων προς τα νοτιοανατολικά του Καντίκιοϊ (παλαιότερα Χαλκηδόνα), πλησίον των ακτών της Θάλασσας του Μαρμαρά. Πρόκειται για ύψωμα το οποίο επέβλεπε τις γειτονικές περιοχές, ενώ, ταυτόχρονα, ήταν ορατό από την Κωνσταντινούπολη.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαία ονομασία του ήταν «Όρος Σκόπα». Ο ερημίτης Αυξέντιος, συριακής καταγωγής, αποσύρθηκε στη συγκεκριμένη τοποθεσία στα μέσα του 5ου αιώνα, κατά την διάρκεια της περιόδου βασιλείας του αυτοκράτορα Μαρκιανού,[1] ενώ απεβίωσε κατά την διάρκεια της περιόδου βασιλείας του Λέοντα Α΄. Κατοικούσε, σε απόσταση κοντινή της κορυφής, εντός ξύλινης καλύβας γνωστή ως κλούβο, καθώς και εντός σπηλαίου το οποίο ευρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Προσέλκυε τα πλήθη και πραγματοποιούσε θαύματα. Μία γυναίκα στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας Πουλχερίας, η οποία ονομαζόταν Ελευθερία, πραγματοποιούσε συχνές επισκέψεις και του έφερνε λείψανα. Επιθυμούσε με κάθε τρόπο να ακολουθήσει μοναστική ζωή στο πλευρό του. Έπειτα από αρκετό καιρό στη διάρκεια του οποίου αρνείτο, τελικώς, δέχθηκε να την εγκαταστήσει εντός καταλύματος γνωστού ως «Γυρέτα», το οποίο ευρισκόταν σε απόσταση ενός μιλίου από το ερημητήριό του. Λίγο καιρό αργότερα, το παράδειγμά της ακολούθησε ακόμη μία γυναίκα, υπό το όνομα Κοσμία. Ο Αυξέντιος τους έδωσε ενδύματα φτιαγμένα από τρίχα κατσίκας, ενώ, όταν ο αριθμός τους έφθασε στις εβδομήντα, προχώρησε στην ανέγερση, με δικά τους έξοδα καθότι επρόκειτο γα γυναίκες προερχόμενες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ενός μοναστηριού, γνωστού αργότερα ως το Μοναστήρι των Τριχιναρίων. Το συγκεκριμένο γυναικείο μοναστήρι αποτέλεσε το μοναδικό το οποίο ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Αυξέντιο. Ωστόσο, διέθετε, επίσης, ορισμένο αριθμό ανδρών μοναχών-ασκητών, μαθητών του Αυξεντίου, οι οποίοι ζούσαν διάσπαρτοι κατά μήκος του βουνού, κάποιοι εκ των οποίων ήσαν συγκεντρωμένοι στην τοποθεσία, η οποία ήταν γνωστή ως ο Οίκος του Ζαχαρίου. Από την συγκεκριμένη περίοδο, μόλις, ορισμένα άλλα κτίρια επίσης ανεγέρθηκαν, τα οποία σχετίζονταν με την μοναστική κοινότητα την οποία ο ίδιος είχε ιδρύσει.[1]

Όταν ο Αυξέντιος απεβίωσε, το σώμα του αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαφωνιών,[1] των οποίων νικήτριες αναδείχτηκαν οι Τριχινάριες μοναχές, πραγματοποιώντας την ταφή του αγίου εντός του χώρου του μοναστηριού τους. Αργότερα, γίνεται επίσης αναφορά στον Τάφο του Αγίου Αυξεντίου,[4] ο οποίος ήταν μεγάλου μεγέθους κτίριο ευρισκόμενο πλησίον του μοναστηριού. Ο πρώτος διάδοχος του Αυξέντιου στην «τοποθεσία» του, καθώς και ως πνευματικός ηγέτης των Τριχιναρίων, ήταν ένας εκ των μαθητών του, γνωστός ως Σέργιος, ενώ ο δεύτερος ήταν γνωστός ως Βενδεμιανός και καταγόταν από την Μυσία. Ο τελευταίος, προχώρησε στην ίδρυση ενός πρώτου ανδρικού μοναστηριού πλησίον της «τοποθεσίας» του Αυξέντιου. Ωστόσο, οι οικονομικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπιζε το μοναστήρι, ενόσω ο ίδιος ήταν ζωντανός, οδήγησαν στην διάλυσή του έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα.

Στην συνέχεια, γίνεται εκ νέου αναφορά στο συγκεκριμένο όρος κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα, περίοδο δράσης του Στεφάνου του Νέου.[4][5] Ο τελευταίος, διετέλεσε μεταξύ του 730/731 και του 745/746 μαθητής και υπηρέτης του ερημίτη Ιωάννη, διαδόχου του Αυξέντιου (ο κατά σειρά τέταρτος, σύμφωνα με τον Βίο του Στεφάνου του Νέου, ο οποίος τοποθετεί ένα κατονομαζόμενο ως Γρηγόριο μεταξύ του Βενδεμιανού και του Ιωάννη, ωστόσο οι χρονολογίες εμφανώς δεν αντιστοιχούν μεταξύ τους). Εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχε, πλέον, ανδρικό μοναστήρι, παρά μόνον το Μοναστήρι των Τριχιναρίων, καθώς και μαθητές οι οποίοι ήσαν διάσπαρτοι κατά μήκος του βουνού. Έχοντας διαδεχθεί τον Ιωάννη, μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Στέφανος προχώρησε στην ίδρυση, σε απόσταση κοντινή του σπηλαίου του Αυξέντιου, ενός νέου ανδρικού μοναστηριού, το οποίο έλαβε την ονομασία Ιερά Μονή του Αγίου Αυξεντίου, όπου και διέμεναν οι μαθητές του ιδίου (συνεπώς, προς το 750). Το 756/757, αποχώρησε από την ηγεσία της μοναστικής κοινότητας, παραχωρώντας την στον πρώτο μαθητή του, Μαρίνο, προκειμένου ο ίδιος να αποσυρθεί σε ένα περισσότερο απομονωμένο ερημητήριο, το οποίο ευρισκόταν από την απέναντι πλευρά της κορυφής του βουνού. Το 763, ο Στέφανος συνελήφθη κατόπιν σχετικής διαταγής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄, ενώ η εκκλησία και το ανδρικό μοναστήρι πυρπολήθηκαν και οι μαθητές εκδιώχθηκαν. Ένα διάταγμα εξεδόθη ως κάτωθι: «Όποιος άνδρας συλληφθεί να πλησιάζει το Όρος Αυξεντίου θα υπόκειται σε θανατική ποινή με την χρήση ξίφους». Επί του όρους, παρέμεινε μόνον το Μοναστήρι των Τριχιναρίων, το οποίο ευρισκόταν σε χαμηλότερο υψόμετρο.

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄, αναφερόμενος από τους αντιπάλους του και ως ο Κοπρώνυμος, αποκαλούσε μάλιστα το βουνό μόνο ως Αυξέντιον και όχι ως όρος Αυξεντίου.[4]

Η μοναστική παράδοση φαίνεται να επανήλθε από τις απαρχές του 9ου αιώνα: Ο Στέφανος ο Διάκονος, συγγραφέας μεταξύ του 807 και του 810 του Βίου του Στεφάνου του Νέου, συνέταξε το συγκεκριμένο έργο κατόπιν σχετικού αιτήματος του ερημίτη Επιφανίου, «κληρονόμου του όρους, του σπηλαίου και του κανόνα», όπου υπονοούνταν εκείνος του Αυξέντιου και του Στεφάνου του Νέου. Το κείμενο αναφέρει την ύπαρξη, κατά την περίοδο συγγραφής του, του Μοναστηριού των Τριχιναρίων, μοναδική κτιριακή εγκατάσταση με συνεχόμενη λειτουργία από την εποχή του Αυξέντιου, όχι όμως εκείνη του Μοναστηριού του Αγίου Αυξεντίου, το οποίο είχε καταστραφεί το 763.

Το Μοναστήρι των Τριχιναρίων εξακολούθησε να υφίσταται έως, τουλάχιστον, τα τέλη του 12ου αιώνα. Παράδοσή του ήταν, από την εποχή των καταβολών του, η φιλοξενία των γυναικών των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Κατά την διάρκεια του 11ου αιώνα, ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει πως ο τάφος του Αυξέντιου ευρίσκεται εντός των τειχών του συγκεκριμένου μοναστηριού, ενώ αποτελούσε, έως την εποχή του, ακόμη τόπο εκδήλωσης θαυμάτων. Το Όρος Αγίου Αυξεντίου αποτέλεσε τοποθεσία μοναστικής εγκατάστασης έως και τα τέλη της βυζαντινής περιόδου.

Κατά την διάρκεια του 10ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει πως το Όρος Αυξεντίου διέθετε στην κορυφή του έναν «πύργο φωτιάς», ο οποίος αποτελούσε μέρος του συστήματος επικοινωνίας το οποίο συνέδεε τα αραβικά σύνορα με την Κωνσταντινούπολη. Το συγκεκριμένο σύστημα τελειοποιήθηκε κατά την διάρκεια του 9ου αιώνα από τον Λέοντα τον Μαθηματικό, ωστόσο θεωρείται πιθανό να προϋπήρχε του ιδίου, σε βαθμό ώστε το διάταγμα του Κωνσταντίνου Ε΄, το 763, να σχετίζεται, πιθανώς, με το συγκεκριμένο σύστημα.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Μανουήλ Γεδεών, «Βυζαντινόν Εορτολόγιον» (1899), ενότητα: "Περίληψις ανεκδότων βιογραφιών του Οσίου Αυξεντίου του εν τω Βουνώ", σελ. 278-283.
  2. Όσιος Αυξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει Αρχειοθετήθηκε 2018-07-31 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα: www.saint.gr
  3. Εορτή του Αγίου Αυξεντίου Αρχειοθετήθηκε 2017-11-12 στο Wayback Machine., 14/02/2011, από την ιστοσελίδα: www.vimaorthodoxias.gr της εφημερίδας "Βήμα Ορθοδοξίας".
  4. 4,0 4,1 4,2 Μανουήλ Γεδεών, «Βυζαντινόν Εορτολόγιον» (1899), ενότητα: "Ανθολογία εκ της βιογραφίας Στεφάνου του νέου του εν τω Βουνώ Αυξεντίου", σελ. 284-287.
  5. Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος Αρχειοθετήθηκε 2018-11-24 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα: www.saint.gr
  6. Βλ. P. Pattenden, « The Byzantine early warning system », Byzantion 53, 1983, σ. 258-299.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]