Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1941-44): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία<ref>[http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_Katoxi.asp&main=katoxi_1&file=page1.htm Συναξάρι Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν (κατάλογος πεσόντων και εκδιωχθέντων Κληρικών) - Αποστολική Διακονία]</ref>. Ενδεικτικά τον Ιούνιο του 1917 συνελήφθησαν 3.000 περίπου άνδρες από την πόλη των Σερρών και τα χωριά και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα ''Ντουρτουβάκια''. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης τρούντοβι βόιτσκι 2трууJдови войски (τάγματα εργασίας) ή του трууJдов войник, τρούντοβ βόινικ (φαντάρος αγγαρείας). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους. <ref>Τετράδια Βουλγαρικῆς Κατοχῆς, Ἀνατολική Μακεδονία 1916-1918, ἐπιμέλεια Ν. Ρουδομέτωφ, τ. 2ος, Ἱστορικό Λογοτεχνικό Ἀρχεῖο Καβάλας, Καβάλα 2008.</ref><ref>Β.Σ. Κάρτσιου, Ἡ Γενοκτονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας κατά τή 2η Βουλαρική Κατοχή (1916-18), ἐκδ. Ἐρωδιός, Θεσσαλονίκη 2010.</ref><ref>Δημ. Πασχαλίδη, Ἡ Ἔκθεση τοῦ Ν.Μπακόπουλου, Νομάρχη Δράμας κατά τή δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας(1916-18).</ref><ref>Δ. Πασχαλίδη, Τά δεινοπαθήματα τῆς Χωριστῆς κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, Χωριστή 2006.</ref><ref>Δημ. Πασχαλίδη,Ἡ Χωριστή Δράμας (Τσατάλτζα) κατά τή δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας (1916-18).</ref><ref>Ἀρχιμ. Γαβριήλ, Ἀναμνήσεις καί Νοσταλγία, Θεσσαλονίκη 1958.</ref> |
Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία<ref>[http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_Katoxi.asp&main=katoxi_1&file=page1.htm Συναξάρι Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν (κατάλογος πεσόντων και εκδιωχθέντων Κληρικών) - Αποστολική Διακονία]</ref>. Ενδεικτικά τον Ιούνιο του 1917 συνελήφθησαν 3.000 περίπου άνδρες από την πόλη των Σερρών και τα χωριά και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα ''Ντουρτουβάκια''. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης τρούντοβι βόιτσκι 2трууJдови войски (τάγματα εργασίας) ή του трууJдов войник, τρούντοβ βόινικ (φαντάρος αγγαρείας). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους. <ref>Τετράδια Βουλγαρικῆς Κατοχῆς, Ἀνατολική Μακεδονία 1916-1918, ἐπιμέλεια Ν. Ρουδομέτωφ, τ. 2ος, Ἱστορικό Λογοτεχνικό Ἀρχεῖο Καβάλας, Καβάλα 2008.</ref><ref>Β.Σ. Κάρτσιου, Ἡ Γενοκτονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας κατά τή 2η Βουλαρική Κατοχή (1916-18), ἐκδ. Ἐρωδιός, Θεσσαλονίκη 2010.</ref><ref>Δημ. Πασχαλίδη, Ἡ Ἔκθεση τοῦ Ν.Μπακόπουλου, Νομάρχη Δράμας κατά τή δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας(1916-18).</ref><ref>Δ. Πασχαλίδη, Τά δεινοπαθήματα τῆς Χωριστῆς κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, Χωριστή 2006.</ref><ref>Δημ. Πασχαλίδη,Ἡ Χωριστή Δράμας (Τσατάλτζα) κατά τή δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας (1916-18).</ref><ref>Ἀρχιμ. Γαβριήλ, Ἀναμνήσεις καί Νοσταλγία, Θεσσαλονίκη 1958.</ref> |
||
Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.<ref>[http://www.serres.gr/index.php/istoria/eikonografimeni-istoria-tzanakaki/2016-06-22-09-52-13 Γενικά για την Ιστορία των Σερρών - Δήμος Σερρών]</ref><ref>[http://aposerres.blogspot.gr/2012/04/ Μνημεία της Πόλης των Σερρών |
Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.<ref>[http://www.serres.gr/index.php/istoria/eikonografimeni-istoria-tzanakaki/2016-06-22-09-52-13 Γενικά για την Ιστορία των Σερρών - Δήμος Σερρών]</ref><ref>[http://aposerres.blogspot.gr/2012/04/ Μνημεία της Πόλης των Σερρών]</ref> |
||
Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής ([[1916]]-[[1918]]) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της [[Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης|Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης]] Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη [[Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών]], τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης και [[Ιερά Μητρόπολις Σιδηροκάστρου#Τα ελληνικά κειμήλια του Μελενίκου|τα εκ Μελενίκου ελληνικά κειμήλια της Μητρόπολης Σιδηροκάστρου]]. |
Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής ([[1916]]-[[1918]]) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της [[Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης|Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης]] Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη [[Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών]], τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης και [[Ιερά Μητρόπολις Σιδηροκάστρου#Τα ελληνικά κειμήλια του Μελενίκου|τα εκ Μελενίκου ελληνικά κειμήλια της Μητρόπολης Σιδηροκάστρου]]. Το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]], οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.<ref>[http://meleniko.gr/keimilia/ τα κειμήλια των Μελενικίων που εκλάπησαν από τους Βούλγαρους]</ref><ref>[http://fanarion.blogspot.gr/2014/02/blog-post_23.html Φως Φαναρίου: Η Μονή της Εικοσιφοίνισσας]</ref><ref>[http://ikivotos.gr/post/753/ta-elgineia-ths-ekklhsias Τα «Ελγίνεια» της Εκκλησίας - Κιβωτός της Ορθοδοξίας]</ref><ref>[https://www.anexartitos.gr/2017-etos-diekdikisis-leilatimenon-keimilion-apo-tis-ieres-mones-ton-serron Το 2017 έτος διεκδίκησης λεηλατημένων κειμηλίων από τις Ιερές Μονές των Σερρών - εφημερίδα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ]</ref> |
||
Μάλιστα οι Βούλγαροι απέσπασαν παράνομα όχι μόνο τα εκ Μελενίκου κειμήλια της Μητρόπολης Σιδηροκάστρου, αλλά και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη [[Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών]], τη [[Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης]] Παγγαίου και τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης. Το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]], οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.<ref>[http://meleniko.gr/keimilia/ τα κειμήλια των Μελενικίων που εκλάπησαν από τους Βούλγαρους]</ref> |
|||
Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου. |
Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου. |
Έκδοση από την 08:52, 9 Ιουνίου 2018
Η Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προέκυψε από τη συνεργασία της Βουλγαρίας με τις δυνάμεις του Άξονα κατά την επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας. Ξεκίνησε με την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στις 20 Απριλίου 1941 και έληξε με την οριστική αποχώρηση των στρατευμάτων στις 26 Οκτωβρίου 1944. Οι περιοχές που καταλήφθηκαν αρχικά ήταν η Ανατολική Μακεδονία και η ελληνική Θράκη, εκτός από μία έκταση στα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία στο νομό Έβρου, που παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, η σφαίρα επιρροής της Βουλγαρίας στα ελληνικά εδάφη μεγεθύνθηκε και ο βουλγαρικός στρατός προωθήθηκε στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι τον Αξιό, εξαιρουμένης της Θεσσαλονίκης και μιας έκτασης 20 μιλίων γύρω από αυτήν.
Ιστορικό υπόβαθρο της κατοχής
Η Βουλγαρία θεωρούσε την περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας και της Θράκης ως ιστορικά βουλγαρικό έδαφος που βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή. Ο βουλγαρικός εθνικισμός, με ερείσματα στον πανσλαβισμό, την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που είχε χαρίσει πρόσκαιρα στη Βουλγαρία αυτά τα εδάφη και στον ιστορικό αναθεωρητισμό που δεν αποδεχόταν την απώλεια των εδαφών της Δυτικής Θράκης κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, επανέφερε το ζήτημα της ανάκτησης πολλάκις κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Α΄ Βουλγαρική Κατοχή 1913
Στα 1912 η Ανατολική Μακεδονία έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση και το 1913 ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής οι Βούλγαροι. Όμως τις τελευταίες ημέρες της κατοχής της περιοχής και γνωρίζοντας πως ο ελληνικός στρατός προελαύνει, ο βουλγαρικός στρατός προέβη σε πρωτοφανείς σφαγές και ποικίλες βιαιότητες[1][2]. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν στις 25 Ιουνίου 1913 στο Σιδηρόκαστρο τον Μητροπολίτη Μελενίκου και Σιδηροκάστρου Κωνσταντίνο Ασημιάδη και τον κατακρεούργησαν. Μαζί με τον Μητροπολίτη, μαρτυρικό θάνατο βρήκαν ο πρωθιερέας Σταύρος και ο πρόκριτος Θωμάς Παπαχαριζάνος. Την επομένη, ημέρα Τετάρτη, σφαγιάσθηκαν από τον Βουλγαρικό στρατό κατοχής εκατό κάτοικοι του Σιδηροκάστρου[3]. Οι Βούλγαροι έσυραν τα σώματα του Μητροπολίτη και των άλλων εκτελεσθέντων και τα έριξαν σε λάκκο της ασβέστου. Επίσης ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός, πριν αποχωρήσει, προέβη σε βιασμούς, καταστροφές οικιών και καταστημάτων Ελλήνων και ληστείες μετά από άσκηση βίας, αφήνοντας πίσω εικόνα καταστροφής και φόβου.[4][5][6][7][8][9] Στις 28 Ιουνίου 1913 η πόλη των Σερρών πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους, καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε. Στις 29 Ιουνίου του 1913 η πόλη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό.
Β΄ Βουλγαρική Κατοχή 1916-1918
Τον Αυγούστου του 1916, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μονάδες της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας κατέλαβαν πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.
Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία[10]. Ενδεικτικά τον Ιούνιο του 1917 συνελήφθησαν 3.000 περίπου άνδρες από την πόλη των Σερρών και τα χωριά και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρτουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης τρούντοβι βόιτσκι 2трууJдови войски (τάγματα εργασίας) ή του трууJдов войник, τρούντοβ βόινικ (φαντάρος αγγαρείας). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους. [11][12][13][14][15][16]
Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.[17][18]
Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης και τα εκ Μελενίκου ελληνικά κειμήλια της Μητρόπολης Σιδηροκάστρου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.[19][20][21][22]
Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου.
Πριν την κήρυξη του πολέμου του ΄40
Πριν από την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας οι επίσημες θέσεις του βουλγαρικού κράτους τάσσονταν υπέρ της ουδετερότητας[23] παρόλο που είχε αρχίσει ήδη η προσέγγιση με τον Άξονα[24]. Αυτές οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή του πρωτοκόλλου της 1ης Μαρτίου που σφράγισε την είσοδο της Βουλγαρίας στον Άξονα και καθόρισε τους όρους της συμφωνίας (παραχώρηση στη βουλγαρική διοίκηση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης πέραν του Έβρου, ελεύθερη διάβαση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της Βουλγαρίας) που έγινε αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν του βουλγαρικού πολιτικού κόσμου και του λαού.
Η κατοχή
Η είσοδος των βουλγαρικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος
Με απόφαση του παλατιού, τα βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν επίσημα στην είσοδό τους σε ελληνικό έδαφος στις 20 Απριλίου 1941 χωρίς η Βουλγαρία να έχει κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα και χωρίς να έχουν διακοπεί οι διπλωματικές τους σχέσεις[25]. Για την Γερμανία, ο σκοπός της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων ήταν καταρχήν η διαφύλαξη της τάξης με την απεμπλοκή των γερμανικών στρατευμάτων που θα ήταν χρήσιμα σε άλλες εμπόλεμες ζώνες[26] ενώ οποιαδήποτε αναθεώρηση των συνόρων και εφαρμογή άμεσου πολιτικού ελέγχου προς όφελος των Βουλγάρων θα αποφασιζόταν με το πέρας του πολέμου. Σε αυτές τις απόψεις των συμμάχων τους αντιτάχθηκαν σφόδρα οι βουλγαρικές αρχές που με την έναρξη της διοίκησης (de facto κατοχής) της περιοχής ξεκίνησαν τις διαδικασίες ενσωμάτωσής της στον κύριο κορμό του βουλγαρικού κράτους[27].
Η διαχείριση των κατεχόμενων περιοχών
Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες βουλγαρικές[28]). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα[29], παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή. Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να ενταχθούν οι εκκλησίες στην βουλγαρική εξαρχία.
Οι πολιτικές πολιτικής και οικονομικής καταδίωξης των Ελλήνων και των λοιπών εθνοτικών ομάδων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (κυρίως Πομάκων μα και μουσουλμάνων) συμπεριέλαβαν επιστράτευση για αμισθί εργασία σε έργα στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία, στην Βουλγαρία ή στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη για την κατασκευή σιδηροδρόμων και την καταστροφή ελληνικών οχυρωματικών έργων[30]. Ο δριμύς λοιμός του χειμώνα του 1942-43 βρήκε τους Έλληνες κατοίκους να στερούνται βασικές προμήθειες αγαθών (φαρμάκων και τροφίμων) και να υπόκεινται σε οικονομική διάκριση με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών από ασιτία[31].
Όσον αφορά την οικονομική πραγματικότητα, οι βουλγαρικές αρχές πήραν μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων. Ο οικονομικός αυτός διωγμός εντάθηκε και με τις ευρύτατες καταστροφές που προκάλεσαν οι βουλγαρικές αρχές στην οικονομική δραστηριότητα των κατεχόμενων. Οι ζημιές στην ελληνική οικονομία από την ευρύτερη διαχείριση των Βουλγάρων των περιοχών αυτών ανήλθαν στα 985.000.000 δολάρια[32] με τραγική μείωση των δασών και συμβολή στην ερήμωση της υπαίθρου[33].
Η δημογραφική πραγματικότητα κατά την διάρκεια της κατοχής
Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής παρουσίασε τρομερές μειώσεις καθώς πολλοί αναγκάστηκαν σε έξοδο προς την γερμανοκρατούμενη Μακεδονία, την Αθήνα και τον Πειραιά με την φυγή ατόμων να υπολογίζεται σε 170.000[34][35][36]. Αρκετοί μουσουλμάνοι μα και χριστιανοί διέφυγαν και προς την Τουρκία ενώ οι εκτοπισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης Εβραίοι υπολογίζονται γύρω στους 4.000. Από την άλλη πλευρά οι βουλγαρικές αρχές προσπάθησαν να προσελκύσουν κατοίκους της Βουλγαρίας με σκοπό τον εποικισμό των κατεχομένων περιοχών. Υπολογίζεται ότι περίπου 120.000 έποικοι εγκαταστάθηκαν στα 3 χρόνια της κατοχής αν και τόσο το χαμηλό επίπεδο των εποίκων όσο και η αντικειμενική πραγματικότητα της περιοχής απέτρεψαν την ουσιαστική μεταβολή του χαρακτήρα των κατεχόμενων.
Η Εθνική Αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία
Ήδη από τον Ιούλιο του 1941 δρούσε στη Βισαλτία του Σερρών το αντιστασιακό σώμα «Οδυσσέας Ανδρούτσος». Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην βίαιη προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας, στην Προσοτσάνη, τη Χωριστή, το Δοξάτο αλλά και τα χωριά Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, Άγιος Αθανάσιος, Κοκκινόγεια, Μικρόπολη, Χαριτωμένη, Φωτολίβος, Σιταγροί, Μικρόκαμπος, Μυλοπόταμος και Μαυρότοπος.[37][38][39]
Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Και καθώς σε αυτά προσθέτονταν οι καθημερινές εκτελέσεις Ελλήνων από τα στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα για σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες, και η ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνου Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941) και Κλειστού, Κυδωνίας και Αμπελοφύτου Κιλκίς (25 Οκτωβρίου 1941) από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.[40]
Τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Προσοτσάνη και ενώ η ευρύτερη Ανατολική Μακεδονία βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή των Βουλγάρων, ο δημοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρά την τρομοκρατία και τις απειλές των κατακτητών.[41] Το γεγονός αυτό καταδίκασε τον Κωνσταντίνο Καζάνα σε εξορία στις φυλακές στη Σόφια αλλά αποτέλεσε ράπισμα προς τις φασιστικές βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Είναι η μοναδική υποστολή σημαίας Δύναμης του Άξονα που συνέβη υπό το φως της ημέρας και υπό το βλέμμα των Στρατιωτικών Δυνάμεων Κατοχής, σε ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη.
Δείτε επίσης
Παραπομπές
- ↑ Η Μάχη της Βέτρινας
- ↑ Δήμος Σιντικής: Σιδηρόκαστρο - Ιστορική Αναδρομή.
- ↑ Οδός Κωνσταντίνου Μελενίκου: Το πρόσωπο που τιμάται στην πιο γνωστή «φοιτητική» οδό της Θεσσαλονίκης
- ↑ http://meleniko.gr/docs/Mpakas-Ellinismos_Melenoikou.pdf
- ↑ Ο μέραρχος της έκτης Μεραρχίας, μετέβη στο Δεμίρ Ισσάρ και αφού διενήργησε έρευνα απέστειλε το εξής τηλεγράφημα στο Στρατηλάτη Βασιλέα Κωνσταντίνο.
«Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι μετά τις πληροφορίες που λάβαμε για σφαγές στο Δεμίρ Ισσάρ, εστάλη αξιωματικός του Επιτελείου που εξακρίβωσε τα παρακάτω: Ο Βούλγαρος λοχαγός της χωροφυλακής Μίκτα Μίλεγκώφ με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων συνέλαβε το Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον ιερέα Παπασταύρο, τον προύχοντα Θωμά Παπαζαχαρίου και πλέον των εκατό άλλων ομογενών, του οποίους έκλεισε στον περίβολο της βουλγαρικής Σχολής. Όλους αυτούς τη νύχτα της 25ης προς 26 τρέχοντος μηνός (1913) Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν. Αγγάρεψαν, μάλιστα, Τούρκους χωρικούς και τους έθαψαν στον περίβολο της Σχολής, έξω από τον ανατολικό μαντρότοιχο αυτής. Ο αξιωματικός του επιτελείου μου διέταξε την εκταφή αυτών για να βεβαιωθεί για το αποτρόπαιο γεγονός. Πράγματι, σε βάθος πλέον των δύο μέτρων βρέθηκαν μαζεμένα τα πτώματα αυτών που έσφαξαν. Εκτός από τις σφαγές, αξιωματικοί αλλά και στρατιώτες του βουλγαρικού στρατού βίασαν πολλές παρθένους. Μία, μάλιστα, από αυτές, ονομαζόμενη Αγαθή Θωμά, κόρη κηπουρού, αντιστάθηκε και την έσφαξαν. Τα καταστήματα της πόλης καταστράφηκαν και διαρπάχθηκαν καθώς και όλα τα σκεύη των σπιτιών των ομογενών, πολλούς από αυτούς έσωσαν οι Τούρκοι που τους έκρυψαν στα σπίτια τους. Γενικά η πόλη παρουσιάζει οικτρό θέαμα καταστροφής και η πείνα απειλεί να την συμπληρώσει.»
Με το τηλεγράφημα αυτό ο βασιλιάς Κωνσταντίνος από το Γενικό Επιτελείο που έδρευε στη Δοϊράνη έστειλε το παρακάτω κείμενο στο Υπουργείο Εξωτερικών:
«Έκτη μεραρχία αναφέρει ότι Βούλγαροι στρατιώτες με διαταγή κάποιου λοχαγού της χωροφυλακής συνέλεξαν στο προαύλιο της βουλγαρικής Σχολής το Μητροπολίτη του Δεμίρ Ισσάρ, δύο ιερείς και πάνω από εκατό προκρίτους, τους οποίους κατέσφαξαν. Η Μεραρχία διέταξε την εκταφή των πτωμάτων και βεβαιώθηκε το έγκλημα. Βίασαν παρθένους και μία που αντιστάθηκε την κατέσφαξε. Διαμαρτυρηθείτε με εντολή μου, στους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων εναντίον των ανθρωπόμορφων αυτών τεράτων και σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο και δηλώσατε ότι θα αναγκαστώ με λύπη μου να προβώ σε αντίποινα, για να εμπνεύσω κάποιο φόβο και σκέψη πριν γίνουν τέτοια εγκλήματα. Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλες τις φρικαλεότητες των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πια το δικαίωμα να συγκατελέγονται μεταξύ των πολιτισμένων λαών. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β’»
Το κείμενο δόθηκε και στον ανταποκριτή των “Times” του Λονδίνου ο οποίος τηλεγράφησε ότι το Δεμίρ Ισσάρ, το τελευταίο βουλγαρικό φρούριο στη Μακεδονία καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό. Ο ανταποκριτής προσθέτει ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος διαβίβασε σε αυτόν στη Δοϊράνη δριμύτατη τηλεγραφική διαμαρτυρία για την εξακρίβωση των σφαγών του Δεμίρ Ισσάρ. - ↑ Ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Σιδηροκάστρου (27 Ἰουνίου 1913) καί τά προηγηθέντα αὐτῆς.
- ↑ Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που εισήλθε στο Σιδηρόκαστρο ήταν ο μετέπειτα στρατηγός και δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων. Ιδού οι πρώτες του εντυπώσεις, όπως τις περιγράφει στα «Απομνημονεύματά» του:
Τα κύματα των πανικοβλήτων εξηκολούθουν παρελαύνοντα τροχάδην και με κραυγάς τρόμου προς δυσμάς. Υπό την σκέψιν ότι δεν δύναταί τις να βασισθή εις τας πληροφορίας ανθρώπων αλλοφρονούντων εκ του τρόμου, έσχισα την αναφοράν και διέταξα τους ιππείς (30 περίπου) να ιππεύσουν. Εξαπέστειλα δύο ελαφράς περιπολίας εμπρός και με την ημιλαρχίαν εν παρατάξει, δια των αγρών εκάλπασα προς τα βορείως της πόλεως υψώματα. Ομάδες τινές προ της θέας του επερχομένου ιππικού ετράπησαν εις φυγήν. Αλλά παρέμειναν επί του υψώματος τρεις τέσσαρες χωρικού ψυχραιμότεροι των άλλων […] Απέστειλα αμέσως δύο εκ των προυχόντων μετά τινών ιππέων όπως σταματήσουν τον φεύγοντα πληθυσμόν, ο οποίος μετά την μεσημβρίαν ήρχισεν επανερχόμενος εις τας οικίας του. Μετά σύντομον εξέτασιν ανεύρον εν των προαυλίω της Σχολής τεράστιον λάκον, ο οποίος περιείχε άνω των 60 πτωμάτων εκ των σφαγέντων την προηγουμένην. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μητροπολίτης Μελενίκου. Εις έτερον τάφον επί αμμώδους εδάφους ήσαν περί τα 30 πτώματα, εν οις και δύο ιερείς της πόλεως. Περί τα 20 ακόμη πτώματα εύρομεν εις μεμονωμένους τάφους και τινά άταφα. Οι κάτοικοι και ιδία τα γυναικόπαιδα με σπαρακτικούς θρήνους παρηκολούθουν την εκταφήν των οικείων των. Μετά την σύνταξιν λεπτομερούς καταλόγου των ανεγνωρισθέντων θυμάτων ανεχώρησα μ.μ προς συνάντησιν της Μεραρχίας βαδιζούσης επί της αμαξιτής οδού προς βορράν εις Μαρτικοστίνοβο.
- ↑ Μακεδονία 1913, σφαγές στο Σιδηρόκαστρο- Δεμίρ Ισσάρ.
- ↑ Η μάχη της Βέτρινας – Απελευθέρωση Σιδηροκάστρου.
- ↑ Συναξάρι Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν (κατάλογος πεσόντων και εκδιωχθέντων Κληρικών) - Αποστολική Διακονία
- ↑ Τετράδια Βουλγαρικῆς Κατοχῆς, Ἀνατολική Μακεδονία 1916-1918, ἐπιμέλεια Ν. Ρουδομέτωφ, τ. 2ος, Ἱστορικό Λογοτεχνικό Ἀρχεῖο Καβάλας, Καβάλα 2008.
- ↑ Β.Σ. Κάρτσιου, Ἡ Γενοκτονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας κατά τή 2η Βουλαρική Κατοχή (1916-18), ἐκδ. Ἐρωδιός, Θεσσαλονίκη 2010.
- ↑ Δημ. Πασχαλίδη, Ἡ Ἔκθεση τοῦ Ν.Μπακόπουλου, Νομάρχη Δράμας κατά τή δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας(1916-18).
- ↑ Δ. Πασχαλίδη, Τά δεινοπαθήματα τῆς Χωριστῆς κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, Χωριστή 2006.
- ↑ Δημ. Πασχαλίδη,Ἡ Χωριστή Δράμας (Τσατάλτζα) κατά τή δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας (1916-18).
- ↑ Ἀρχιμ. Γαβριήλ, Ἀναμνήσεις καί Νοσταλγία, Θεσσαλονίκη 1958.
- ↑ Γενικά για την Ιστορία των Σερρών - Δήμος Σερρών
- ↑ Μνημεία της Πόλης των Σερρών
- ↑ τα κειμήλια των Μελενικίων που εκλάπησαν από τους Βούλγαρους
- ↑ Φως Φαναρίου: Η Μονή της Εικοσιφοίνισσας
- ↑ Τα «Ελγίνεια» της Εκκλησίας - Κιβωτός της Ορθοδοξίας
- ↑ Το 2017 έτος διεκδίκησης λεηλατημένων κειμηλίων από τις Ιερές Μονές των Σερρών - εφημερίδα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ
- ↑ Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη 1941-1944 (Ξανθίππη Κοτζαγεώργη - Ζυμάρη ('Α έκδοση), ); Δήμητρα Ασημακοπούλου ('β έκδοση) έκδοση). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. 2007. σελ. 24.
- ↑ op.cit., σελ.25
- ↑ op.cit., σελ.39 Η επίσημη κήρυξη πολέμου από την ελληνική πλευρά ήρθε στις 11 Ιουνίου.
- ↑ op.cit., σελ.47
- ↑ op.cit., σελ.48
- ↑ op.cit., σελ.52
- ↑ op.cit., σελ.96
- ↑ op.cit., σελ. 65
- ↑ op.cit., σελ.67-70
- ↑ Σύμφωνα με το παράρτημα του ελληνικού Υπομνήματος στο συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού 134, παρμένο με τη σειρά του από το ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, Φ, (1949) , Τα ελληνικά δίκαια στη Διάσκεψη της Ειρήνης, Θεσσαλονίκη, σελ.59-60
- ↑ op.cit., σελ.132-33
- ↑ op.cit., σελ.153
- ↑ Mazower (1995), p. 20
- ↑ Charles R. Shrader, The Withered Vine: Logistics and the Communist Insurgency in Greece, 1945-1949, 1999, Greenwood Publishing Group, p.19, ISBN 0275965449
- ↑ 29η Σεπτεμβρίου 1941 - Τα γεγονότα στην Προσοτσάνη.
- ↑ Για τα γεγονότα στην περιοχή μας τον Σεπτέμβριο του 1941, που έμειναν γνωστά σαν "Σεπτεμβριανά" - Βοϊράνη Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Αθανασίου Δράμας.
- ↑ Η Δράμα τίμησε τα θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας του 1941, Χρονικά Δράμας.
- ↑ Το Έθνος Τα πρώτα ολοκαυτώματα σε Ελλάδα και Ευρώπη
- ↑ «Η Προσοτσάνη μέσα από την Ιστορία» Γ.Βουλτσιάδη, Θεσσαλονίκη 1995
Βιβλιογραφία
- Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη 1941-1944; Ξανθίππη Κοτζαγεώργη - Ζυμάρη (επιμέλεια Α’ έκδοσης); Δήμητρα Ασημακοπούλου (επιμέλεια Β’ έκδοσης); Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (2007), εκδόσεις Επίκεντρο