Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αψέντι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ποτήρι με φυσικά χρωματισμένο πράσινο αψέντι και κουτάλι για αψέντι

Το αψέντι είναι αποσταγμένο ποτό με υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα (45-74% ABV).[1][2][3][4] Προέρχεται από την απόσταξη διαφόρων φυτών, όπως των ανθών και των φύλλων του είδους Αρτεμισία το αψίνθιο (ή αψινθιά), γλυκανίσου, μαράθου και άλλων βοτάνων.[5] Το αψέντι έχει παραδοσιακά φυσικό πράσινο χρώμα, αλλά μπορεί να είναι άχρωμο. Συχνά αναφέρεται ως «η πράσινη νεράιδα». Αν και μερικές φορές αναφέρεται λανθασμένα ως λικέρ, το αψέντι δεν συσκευάζεται παραδοσιακά με προστιθέμενη ζάχαρη και έτσι χαρακτηρίζεται ως απόσταγμα.[6] Το αψέντι συσκευάζεται έχοντας υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, αλλά συνήθως αραιώνεται με νερό πριν καταναλωθεί.

Το αψέντι προέρχεται από το καντόνι του Νεσατέλ στην Ελβετία και παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αιώνα. Έγινε δημοφιλές ως αλκοολούχο ποτό στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γαλλία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Παριζιάνους καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εξαιτίας εν μέρει τις συσχέτισής του με την μποέμικη κουλτούρα και το Παρακμιακό Κίνημα, η κατανάλωση αψεντιού βρήκε ενάντιους τους κοινωνικούς συντηρητικούς, καθώς και τους υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Πολ Βερλαίν, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Πικάσο, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, Όσκαρ Γουάιλντ, ο Άλιστερ Κρόουλι, ο Ερίκ Σατί και ο Αλφρέ Ζαρί ήταν γνωστοί πότες αψεντιού.[7]

Το αψέντι συχνά απεικονίζεται ως επικίνδυνα εθιστική και ψυχοδραστική ουσία.[8] Η χημική ένωση θυϊόνη, αν και παρούσα στο απόσταγμα σε πολύ μικρές ποσότητες, έχει κατηγορηθεί για αυτές τις υποτιθέμενες βλαβερές επιδράσεις. Μέχρι το 1915, το αψέντι είχε απαγορευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Ελβετίας και της Αυστροουγγαρίας. Αν και το αψέντι έχει ιστορικά δυσφημιστεί, δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο επικίνδυνο από τα άλλα αποστάγματα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η ψυχοτρόπος δράση του αψεντίου (πέρα από αυτή του οινοπνεύματος) είχε υπερεκτιμηθεί.[8] Η αναβίωση του αψεντιού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, ακολουθώντας την υιοθέτηση σύγχρονων ευρωπαϊκών νόμων για τα ποτά και τα τρόφιμα, οι οποίοι απομάκρυναν τους φραγμούς στην παραγωγή και πώλησή του.

Η ονομασία αψέντι προέρχεται από την ονομασία του φυτού Artemisia absinthium ή Αρτεμισία το αψίνθιο. Η ονομασία Αρτεμισία προέρχεται από την Άρτεμη, την αρχαία ελληνική θεά του κυνηγιού. Η λέξη αψέντι προέρχεται από τη λατινική absinthium, η οποία με τη σειρά της είναι η λατινοποίησή της αρχαίας ελληνικής ἀψίνθιον.[9] Η χρήση της αψινθιάς σε ένα ποτό μαρτυρείται από το έργο του Λουκρητίου «De Rerum Natura» (Ι 936-950), όπου ο Λουκρήτιος δείχνει ότι ένα ποτό που περιέχει αρτεμισία δίνεται ως φάρμακο για τα παιδιά σε ένα φλιτζάνι με μέλι στο χείλος για να γίνει πόσιμο. Αυτή ήταν μια αλληγορία για την παρουσίαση των πολύπλοκων ιδεών σε ποιητική μορφή.[9]

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λέξη σημαίνει «μη πόσιμο» στα ελληνικά, αλλά μπορεί αντ'αυτού να συνδέεται με την περσική ρίζα σπαντ ή ασπάνττ ή την παραλλαγή Εφσάντ, η οποία σήμαινε Peganum harmala, ένα άλλο γνωστό πικρό βότανο. Η αψιμιθιά συνήθως καιγόταν ως προστατευτική προσφορά και αυτό το γεγονός μπορεί να υποδηλώνει ότι οι ρίζες της βρίσκονται στην ανακατασκευασμένη Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *σπεντ, που σημαίνει "για να εκτελέσει μια τελετουργία" ή "κάνει μια προσφορά". Αν η λέξη είναι δάνειο από τα περσικά, τα ελληνικά ή από έναν κοινό πρόγονο και των δύο είναι ασαφές.[10]

Η ακριβής προέλευση του αψεντιού είναι ασαφής. Η ιατρική χρήση της αρτεμισίας χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο, και αναφέρεται στον πάπυρο του Έμπερς, c. 1550 π.Χ.. Εκχυλίσματα αρτεμισίας και το κρασί εμποτισμένο με φύλλα αρτεμισίας χρησιμοποιήθηκαν ως θεραπεία από τους αρχαίους Έλληνες. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη ενός κρασιού με γεύση αψινθιάς στην αρχαία Ελλάδα, τον αψινθίτη οίνο.[11]

Η πρώτη σαφής ένδειξη ύπαρξης του αψεντιού με τη σύγχρονη έννοια του αποσταγμένου αλκοολούχου που περιέχει πράσινο γλυκάνισο και μάραθο, ωστόσο, χρονολογείται στον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το αψέντι ξεκίνησε ως μία για κάθε χρήση ιατρική ευρεσιτεχνία που δημιουργήθηκε από τον Δρ Πιέρ Ορντιναίρ, ένα Γάλλο γιατρό που ζούσε στο Κουβέ, Ελβετία, περίπου το 1792 (η ακριβής ημερομηνία διαφέρει ανάλογα με τις καταγραφές). Η συνταγή του Ορντιναίρ δόθηκε στις αδελφές Ανριόντ από το Κουβέ, που πουλούσαν το αψέντι ως φαρμακευτικό ελιξήριο. Με άλλες εκδοχές, οι αδελφές Ανριόντ μπορεί να είχαν φτιάξει το ελιξίριο πριν από την άφιξη του Ορντιναίρ. Σε κάθε περίπτωση, ο Μαζόρ Ντυμπιέ απέκτησε τη συνταγή από τις αδελφές και το 1797, και με το γιο του Μαρσελέν και το γαμπρό του Ανρί-Λουί Περνό, άνοιξε το πρώτο αποστακτήριο αψέντι, το Dubied Père et Fils, στο Κουβέ. Το 1805, έχτισαν ένα δεύτερο αποστακτήριο στο Πονταρλιέ, Γαλλία, με νέο όνομα εταιρείας Maison Pernod Fils.[12] Η Pernod Fils παραμείνει ένα από τα πιο δημοφιλή εμπορικά σήματα του αψεντίου μέχρι που το ποτό απαγορεύτηκε στη Γαλλία το 1914.

Γρήγορη αύξηση κατανάλωσης στη Γαλλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διαφημιστική αφίσα για την Absinthe Beucler

Η δημοτικότητά του αυξήθηκε σταθερά από τη δεκαετία του 1840, όταν το αψέντι δόθηκε στα γαλλικά στρατεύματα ως πρόληψη της ελονοσίας.[13] Όταν οι στρατιώτες επέστρεψαν στα σπίτια τους, μετέφεραν την προτίμησή τους για το αψέντι στο σπίτι μαζί τους. Το έθιμο του πόσιμου αψεντιού σταδιακά έγινε τόσο δημοφιλές σε μπαρ, μπιστρό, καφέ και καμπαρέ που, από τη δεκαετία του 1860, η ώρα 17:00 αποκλήθηκε "l'heure verte" («η πράσινη ώρα»). Το αψέντι προτιμήθηκε από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από την πλούσια αστική τάξη, τους φτωχούς καλλιτέχνες και τους απλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης. Από τη δεκαετία του 1880, η μαζική παραγωγή προκάλεσε απότομη πτώση των τιμών του αψεντιού. Μέχρι το 1910, οι Γάλλοι έπιναν 36 εκατομμύρια λίτρα αψέντι ανά έτος, σε σύγκριση με ετήσια κατανάλωση περίπου 5 δισεκατομμυρίων λίτρων κρασιού.[14][15]

Διεθνής κατανάλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αψέντι εξήχθη ευρέως από τη Γαλλία και την Ελβετία, και επέτυχε κάποιο βαθμό δημοτικότητας σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Τσεχία. Το αψέντι δεν απαγορεύτηκε ποτέ στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία, και η παραγωγή και η κατανάλωσή του δεν έπαψαν ποτέ. Απέκτησε μια προσωρινή κορυφή στη δημοτικότητα εκεί κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, που αντιστοιχεί με τις γαλλικές επιρροές του Αρ Νουβώ και του Μοντερνισμού.[16]

Η Νέα Ορλεάνη έχει βαθιά πολιτιστική συσχέτιση με το αψέντι, και πιστώνεται ως η γενέτειρα του Sazerac, ίσως το πρώτο κοκτέιλ αψέντι. Το μπαρ Old Absinthe House, που βρίσκεται στην οδό Bourbon, χρησιμεύει ως εξέχον ιστορικό ορόσημο. Αρχικά ονομαζόμενο The Absinthe Room, άνοιξε το 1874 από ένα Καταλανό μπάρμαν που ονομαζόταν Καγιετάνο Φερρέρ. Το κτίριο επισκέπτονταν συχνά πολλοί διάσημοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου των Μαρκ Τουέιν, Όσκαρ Γουάιλντ, Φραγκλίνο Ρούσβελτ, Άλιστερ Κρόουλι και Φρανκ Σινάτρα.[17][18]

Ωθούμενο από το κίνημα για την εγκράτεια και τις ενώσεις των οινοποιών, το αψέντι συνδέθηκε δημοσίως με τα βίαια εγκλήματα και την κοινωνική αναταραχή.

Ένας κριτικός υποστήριξε:[19]

Το αψέντι σας κάνει τρελούς και εγκληματίες, προκαλεί επιληψία και φυματίωση, και έχει σκοτώσει χιλιάδες Γάλλων. Κάνει ένα άγριο θηρίο από έναν άνθρωπο, ένα μάρτυρα από μια γυναίκα και έναν εκφυλισμένο από ένα βρέφος, αποδιοργανώνει και καταστρέφει την οικογένεια και απειλεί το μέλλον της χώρας.

«Το αψέντι», πίνακας του Εντγκάρ Ντεγκά, 1876

Ο πίνακας του 1876 του Εντγκάρ Ντεγκά «Το Αψέντι» (L'Absinthe), ο οποίος βρίσκεται στο Μουσείο Ορσέ, συνοψίζει τη δημοφιλή άποψη των εθισμένων στο αψέντι ως μουσκεμένους και μουδιασμένους. Αν και ο Εμίλ Ζολά, το ανέφερε με το όνομά του, αψέντι, μόνο μια φορά, περιέγραψε τις επιδράσεις του στο μυθιστόρημά του Η Ταβέρνα (L'Assommoir).[20]

Το 1905, αναφέρθηκε ότι ο Ζαν Λανφραΐ, ένας Ελβετός αγρότης, δολοφόνησε την οικογένειά του και προσπάθησε να αυτοκτονήσει, μετά την κατανάλωση αψεντιού. Το γεγονός ότι ο Λανφραΐ ήταν ένας αλκοολικός που είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες κρασιού και κονιάκ πριν καταναλώσει δύο ποτήρια αψέντι, παραβλέφθηκε ή αγνοήθηκε βολικά, ως εκ τούτου, τοποθετώντας το φταίξιμο για τις δολοφονίες αποκλειστικά στο αψέντι.[21] Οι δολοφονίες του Λανφραΐ ήταν το σημείο καμπής σε αυτό το πολυσυζητημένο θέμα και μια επακόλουθη αίτηση για την απαγόρευση του αψεντιού στην Ελβετία συγκέντρωσε πάνω από 82.000 υπογραφές. Ένα δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια, σχετικά με την απαγόρευση του ποτού στις 5 Ιουλίου 1908.[22] Αφού εγκρίθηκε από τους ψηφοφόρους,[22] η απαγόρευση στη συνέχεια γράφτηκε στο ελβετικό σύνταγμα.

Το 1906, τόσο το Βέλγιο όσο και η Βραζιλία, απαγόρευσαν την πώληση και διανομή αψεντιού, αν και αυτές δεν ήταν οι πρώτες χώρες που προέβησαν σε τέτοιες ενέργειες. Το αψέντι είχε απαγορευτεί ήδη από το 1898 στην αποικία του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό.[23] Η Ολλανδία απαγόρευσε το αψέντι το 1909, η Ελβετία το 1910, οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1912 και η Γαλλία το 1914.[24]

Η απαγόρευση του αψεντίου στη Γαλλία οδήγησε τελικά στην αύξηση της δημοτικότητας του παστίς, και σε μικρότερο βαθμό, του ούζου, και άλλων αλκοολούχων ποτών με γλυκάνισο, που δεν περιέχουν αψιθιά. Μετά την ολοκλήρωση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή της μάρκας Pernod Fils, συνέχισε στο αποστακτήριο Banus στην Καταλονία της Ισπανίας (όπου το αψέντι ήταν ακόμη νόμιμο),[25][26] αλλά η βαθμιαία μείωση των πωλήσεων, οδήγησε στην παύση της παραγωγής τη δεκαετία του 1960.[27]

Σύγχρονη αναβίωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύγχρονες μάρκες αψέντι, πράσινο και λευκό

Στη δεκαετία του 1990, συνειδητοποιώντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε απαγορεύσει ποτέ επίσημα το αψέντι, ο Βρετανός εισαγωγέας "BBH Spirits" άρχισε να εισάγει το "Hill's Absinth" από την Τσεχική Δημοκρατία, γεγονός που πυροδότησε μια σύγχρονη αναβίωση της δημοτικότητας του ποτού. Σε αυτές τις χώρες, όπου ποτέ δεν ήταν απαγορευμένο ή πραγματικά δημοφιλές, το αψέντι άρχισε να επανεμφανίζεται κατά την αναβίωση της δεκαετίας του 1990. Το αψέντι διαθέσιμο εκείνη την περίοδο, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τσεχικές, ισπανικές ή πορτογαλικές μάρκες, με μικρό χρόνο ζωής και συνήθως παρήγαγαν προϊόντα μποέμικου στυλ. Οι γνώστες τα θεωρούσαν κατώτερης ποιότητας και μη-αντιπροσωπευτικά του ποτού του 19ου αιώνα.[28][29][30][31]

Το 2000, η La Fée Absinthe, έγινε το πρώτο εμπορικό αποστακτήριο αψεντιού στη Γαλλία, μετά την απαγόρευση του 1914.[32][33][34][35] Το 2007, η γαλλική μάρκα Lucid έγινε η πρώτη πραγματική παραγωγός αψεντιού που έλαβε το COLA (Πιστοποιητικό Έγκρισης Μάρκας - Certificate of Label Approval) για εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1912,[36][37] μετά από ανεξάρτητες προσπάθειες από εκπροσώπους της Lucid και της Kübler ώστε να αρθεί η απαγόρευση.[38] Το Δεκέμβριο του 2007, το St. George Absinthe Verte, που παράγεται από την St. George Spirits στην Αλαμίντα, Καλιφόρνια, έγινε το πρώτο εμπορικό σήμα αψεντιού αμερικανικής παραγωγής, μετά από την απαγόρευση του ποτού στις ΗΠΑ.[39][40]

Ο 21ος αιώνας έχει δει νέους τρόπους κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων κατεψυγμένων παρασκευασμάτων, τα οποία γίνονται όλο και πιο δημοφιλή.[41][42][43][44]

Τον Μάιο του 2011 η απαγόρευση του 1915 στη Γαλλία, καταργήθηκε[45] μετά από αιτήσεις από την Γαλλική Ομοσπονδία Αποσταγματοποιών (Fédération Française des Spiritueux), που αντιπροσωπεύει τους Γάλλους αποσταγματοποιούς.

Οι περισσότερες χώρες δεν έχουν νομικό ορισμό για το αψέντι, ενώ η μέθοδος της παραγωγής και του περιεχομένου των αλκοολούχων ποτών, όπως το ουίσκι, το κονιάκ και το τζιν, ορίζονται και ρυθμίζονται παγκοσμίως. Οι παραγωγοί νόμιμου αψεντιού χρησιμοποιούν μίας από τις δύο, ιστορικά καθορισμένες διαδικασίες για τη δημιουργία του τελικού ποτού: απόσταξη ή ψυχρή ανάμιξη. Στη μοναδική χώρα που έχει νομικό ορισμό του αψεντιού, την Ελβετία, η απόσταξη είναι η μόνη επιτρεπόμενη μέθοδος παραγωγής.[46]

Το αψέντι παραδοσιακά παρασκευάζεται από την απόσταξη ουδέτερης αλκοόλης, διάφορων βοτάνων, μπαχαρικών και νερού. Το παραδοσιακό αψέντι, προέρχεται από επαναπόσταξη λευκών σταφυλιών, ενώ άλλες ποικιλίες πιο συχνά προέρχονται από το αλκοόλ σιτηρών, τεύτλων ή πατατών.[47] Τα κύρια βότανα είναι η αρτεμισία το αψίνθιο, ο πράσινος γλυκάνισος και το μάραθο, που συχνά αποκαλούνται «η αγία τριάδα».[48] Πολλά άλλα βότανα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν, όπως η αρτεμισία η ποντιακή (Artemisia pontica), ο ύσσωπος, το μελισσόχορτο, ο αστεροειδής γλυκάνισος, η αγγέλικα, η μέντα, το κόλιανδρο και η βερόνικα.[49]

Προετοιμασία αψεντιού με την παλαιά μέθοδο
Η μποέμικη μέθοδος επεξεργασίας περιλαμβάνει τη χρήση φωτιάς

Παραδοσιακά, το αψέντι προετοιμάζεται τοποθετώντας ένα κύβο ζάχαρης πάνω σε ένα τρυπητό κουτάλι κατασκευασμένο για αυτό το σκοπό (κουτάλι για αψέντι) και μετά τοποθετώντας το κουτάλι πάνω από ένα ποτήρι με μία μεζούρα αψέντι. Παγωμένο νερό χύνεται ή στάζει πάνω στο κύβο ζάχαρης ώστε να αναμειχθεί το νερό με το αψέντι. Το τέλος της προετοιμασίας περιλαμβάνει ένα μέρος αψέντι και 3-5 μέρη νερό. Καθώς το νερό διαλύει το ποτό, συστατικά τα οποία έχουν μικρή διαλυτότητα στο νερό (κυρίως από τον γλυκάνισο) απελευθερώνονται από το διάλυμα, με αποτέλεσμα να το κάνουν πιο αδιαφανές, με αποτέλεσμα μια γαλακτώδη αδιαφάνεια, ένα φαινόμενο που αποκαλείται φαινόμενο του ούζου. Η απελευθέρωση αυτών των ουσιών αυξάνει επίσης το άρωμα και τη γεύση του ποτού. Αυτή η μέθοδος παρασκευής είναι παλαιότερη και αποκαλείται η Γαλλική Μέθοδος.

Η Μποέμικη Μέθοδος, η οποία περιλαμβάνει φωτιά, είναι μία σύγχρονη εφεύρεση και δεν γινόταν την εποχή της μέγιστης δημοφιλίας του ποτού κατά την Μπελ Επόκ. Όπως και στη γαλλική μέθοδο, ένας κύβος ζάχαρης τοποθετείται πάνω σε ένα τρυπητό κουτάλι, πάνω από ένα ποτήρι αψέντι. Η ζάχαρη έχει βραχεί προηγουμένως με αλκοόλ (συνήθως και άλλο αψέντι), και στη συνέχεια της βάζουν φωτιά. Ο φλεγόμενος κύβος ζάχαρης στη συνέχεια πέφτει μέσα στο ποτήρι, με αποτέλεσμα το αψέντι να πάρει φωτιά. Τέλος, στο ποτό προστίθεται νερό, ώστε να σβήσει η φωτιά. Αυτή η μέθοδος έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή δυνατότερου ποτού απ' ό,τι της γαλλικής μεθόδου. Οι πιο έμπειροι πότες αψεντιού δεν συνιστούν τη Μποέμικη Μέθοδο και τη θεωρούν ένα σύγχρονο τέχνασμα, καθώς μπορεί να καταστρέψει τη γεύση του αψεντιού και δημιουργεί κίνδυνο πυρκαγιάς εξ' αιτίας της μεγάλης περιεκτικότητας του αψεντιού σε αλκοόλ.[50]

Επίδραση στον οργανισμό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αψέντι στο παρελθόν θεωρήθηκε ότι είχε διαφορετικές επιδράσεις απ' ό,τι άλλα αλκοολούχα ποτά και ότι μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία του εγκεφάλου, να βοηθήσει στην έμπνευση και στη φαντασία και ότι είναι αφροδισιακό.[51] Θεωρούνταν μάλιστα ότι η υπέρμετρη κατανάλωση αψεντιού, μπορούσε να προκαλέσει διαφορετικές επιδράσεις από αυτές των άλλων αλκοολούχων ποτών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του όρου «αψεντισμός». Πολλές φορές, το αψέντι περιγράφεται ως παραισθησιογόνο. Δύο διάσημοι καλλιτέχνες που βοήθησαν στη δημοσιότητα της άποψης ότι το αψέντι είναι ισχυρό ψυχοδραστικό, ήταν ο Τουλούζ-Λωτρέκ και ο Βίνσεντ βαν Γκογκ. Ο Όσκαρ Ουάιλντ περιέγραψε μια αίσθηση-φάντασμα, ότι νιώθει τουλίπες στα πόδια όταν έφευγε από το μπαρ αφότου είχε καταναλώσει αψέντι.[52] Σήμερα είναι γνωστό ότι το αψέντι δεν προκαλεί παραισθήσεις.[53]

Χημική δομή της θυϊόνης

Η ουσία που κατηγορήθηκε για την τοξικότητα του αψεντιού (πέραν από αυτήν του οινοπνεύματος) ήταν η θυϊόνη. Η θυϊόνη είναι κύριο συστατικό του αιθέριου ελαίου της αψινθιάς, το οποίο χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παρασκευή του αψεντιού. Η θυϊόνη είναι μια νευροτοξίνη, η οποία σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, μυϊκούς σπασμούς και επιληπτικές κρίσεις, όπως δείχθηκε σε πειράματα σε αρουραίους[51]. Γι' αυτόν τον λόγο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει από το 2008 ανώτερο όριο για την θυϊόνη α και β που δεν παράγονται από αρτεμισία, τα 35 mg/kg σε αλκοολούχα ποτά που παράγονται από αρτεμισία, 10 mg/kg στα υπόλοιπα και 0,5 mg/kg σε μη αλκοολούχα ποτά που παράγονται από αρτεμισία,[54] σε αντικατάσταση παλαιότερης οδηγίας του 1988[55].

Η παρατηρούμενη, όπως βρέθηκε σε ζωικά πειράματα του 19ου αιώνα, επιληπτική δράση της θυϊόνης οφείλεται στην αναστολή των υποδοχέων GABAA[56] και την απευαισθητοποίηση των υποδοχέων σεροτονίνης 5-ΗΤ3.[57] Επίσης είχε προταθεί ότι η θυϊόνη μπορεί να δρα στους υποδοχείς των κανναβιδοειδών, θεωρία όμως η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε.[58] Η LD50 της θυϊόνης, όταν αυτή εισέλθει στον οργανισμό από το στόμα, είναι περίπου 45 mg/kg.[59] Παρ' όλα αυτά, αμφισβητείται ότι το αψέντι περιέχει θυϊόνη σε τόσο μεγάλες ποσότητες και αν καταναλωθούν τέτοιες ποσότητες του ποτού είναι πιο πιθανό ο θάνατος να προέλθει ταχύτερα εξ' αιτίας των μεγαλύτερων ποσοτήτων οινοπνεύματος που περιέχει το αψέντι.[59] Οι μόνες περιπτώσεις δηλητηριάσεως από θυϊόνη από χορήγηση από το στόμα[60], δεν αφορούν την κατανάλωση αψεντιού, αλλά άλλων προϊόντων, όπως αιθέριο έλαιο της αψινθιάς, το οποίο περιέχει πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις θυϊόνης.[61]

Παρά τις αναφορές του 19ου αιώνα ότι το αψέντι μπορεί να έχει μέχρι και 350 mg/kg θυϊόνης, στην πραγματικότητα η περιεκτικότητα θυϊόνης σε αυτά τα ποτά δεν ξεπερνούσε τα σημερινά ευρωπαϊκά όρια.[62][63][64][65]

  1. "Traite de la Fabrication de Liqueurs et de la Distillation des Alcools", P. Duplais (1882 3rd Ed, pp 375–381)
  2. "Nouveau Traité de la Fabrication des Liqueurs", J. Fritsch (1926, pp 385–401)
  3. "La Fabrication des Liqueurs", J. De Brevans (1908, pp 251–262)
  4. "Nouveau Manuel Complet du Distillateur Liquoriste", Lebead, de Fontenelle, & Malepeyre (1888, pp 221–224)
  5.  Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Absinthe» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 75 
  6. 'Traite de la Fabrication de Liqueurs et de la Distillation des Alcools' Duplais (1882 3rd Ed, Pg 249)
  7. The Appeal of 'The Green Fairy' Αρχειοθετήθηκε 2016-01-20 στο Wayback Machine., Sarasota Herald-Tribune, September 18, 2008
  8. 8,0 8,1 Padosch, Stephan A; Lachenmeier, Dirk W; Kröner, Lars U (2006). Substance Abuse Treatment, Prevention, and Policy 1: 14. doi:10.1186/1747-597X-1-14. 
  9. Lucretius. «Titi lvcreti cari de rervm natvra liber qvartvs». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2008. 
  10. «Absinthe etymology». Gernot Katzer's Spice Pages. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2012. 
  11. Henry George Liddell· Robert Scott (1940). «ἀψινθίτης». A Greek–English Lexicon. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2013. 
  12. Absinthe FAQ III
  13. Lemons, Stephen (7 Απριλίου 2005). «Behind the green door». phoenix new times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. 
  14. New York Times. High Price of Wines due to Short Crops. 1911-11-05. Retrieved 2008-10-20. "1910, was no less than 1,089 millions of gallons." ... "162 bottles per head" (gallons assumed to be Imperial, despite the American source, because 162 times population at 1901 census of 40,681,415 times a 75cl bottle equals 1087 million Imperial gallons, or 4942 million litres. Wine consumption dropped markedly in 1911 to about 111 bottles per person due to a 30% drop in the 1910 vintage yield)
  15. «Oxygénée's History & FAQ III. "In 1874, France consumed 700,000 litres of absinthe, but by 1910 the figure had exploded to 36,000,000 litres..."». Oxygenee Ltd. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. 
  16. Verte, Peter. «The Fine Spirits Corner». Absinthe Buyers Guide. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2008. 
  17. «The Virtual Absinthe Museum: Absinthe in America—New Orleans». Oxygenee Ltd. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. 
  18. «Rue Bourbon ~ Home to four great New Orleans establishments». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. 
  19. Barnaby, Conrad III (1988). Absinthe History in a Bottle. Chronicle Books. σελ. 116. ISBN 0-8118-1650-8. 
  20. Σελίδα 411 της αγγλικής έκδοσης του 1970 από την Penguin Classics
  21. Conrad III, Barnaby; (1988). Absinthe History in a Bottle. Chronicle books. ISBN 0-8118-1650-8 Pg. 1–4
  22. 22,0 22,1 Nohlen, D & Stöver, P (2010) Elections in Europe: A data handbook, p1906 ISBN 978-3-8329-5609-7
  23. Carvajal, Doreen (27 Νοεμβρίου 2004). «Fans of absinthe party like it's 1899». International Herald Tribune. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. 
  24. United States Brewers' Association. The 1916 Year Book of the United States Brewers' Association. Published 1916. Page 82 (Google Books link). Accessed Nov-23-2009.
  25. The Absinthe Buyer's Guide Αρχειοθετήθηκε 2007-09-14 στο Wayback Machine.—La Fée Verte
  26. "Absinthe S.A. Pernod Tarragona". Αρχειοθετήθηκε 2009-02-27 στο Wayback Machine. Retrieved on 2009-02-24
  27. Verte, Peter. «The Fine Spirits Corner». Absinthe Buyer's Guide. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. 
  28. «Modern Revival of Absinthe». Absinthe.se. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2012. 
  29. «Absinthe History and FAQ VI». Thujone.info. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2012. 
  30. «Unmasking the green fairy». Praguepost.com. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2012. 
  31. «The search for real absinthe: like Tinkerbell, the Green Fairy lives only if we believe in her». Reason.org. 2005. http://findarticles.com/p/articles/mi_m1568/is_4_37/ai_n15998621/. Ανακτήθηκε στις 2012-02-12. 
  32. «Strong stuff». London: Telegraph. 2001-07-27. http://www.telegraph.co.uk/comment/4264304/Strong-stuff.html. Ανακτήθηκε στις 2012-07-24. 
  33. Anna Pursglove (4 Αυγούστου 2000). «What's your poison? - Restaurants - Going Out - Evening Standard». Thisislondon.co.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2012. 
  34. «Cellar Trends». Cellar Trends. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2012. 
  35. The Dedalus Book of Absinthe, Baker, Phil (2001, p.165, ISBN 1873982941)
  36. «TTB Online—COLAs Online—Application Detail». Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2009. Brand Name: LUCID ... Approval Date: 03/05/2007 
  37. «TTB Online—COLAs Online—Application Detail». Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2009. Brand Name: KUBLER ... Approval Date: 05/17/2007 
  38. Cindy Skrzycki (16 Οκτωβρίου 2007). «A Notorious Spirit Finds Its Way Back to Bars» (PDF). Washington Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2009. 
  39. Stacy Finz, "Alameda distiller helps make absinthe legitimate again", San Francisco Chronicle, 5 December 2007
  40. Pete Wells, "A Liquor of Legend Makes a Comeback", New York Times, 5 December 2007
  41. Brent Rose (8 Ιουνίου 2012). «Absinthe Pops: The Frozen Treat That Will Melt Your Face». Gizmodo.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2012. 
  42. «Ice lolly made from holy water and absinthe goes on sale - Weird News». Digital Spy. 31 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2012. 
  43. Ross, Ellie (2012-05-30). «Vice lolly | The Sun |News». London: The Sun. http://www.thesun.co.uk/sol/homepage/news/4347162/Vice-lolly.html. Ανακτήθηκε στις 2012-06-12. 
  44. Campion, Vikki (8 Ιουνίου 2012). «Sydney's small bar revolution is teaching people a new way to drink | thetelegraph.com.au». Dailytelegraph.com.au. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2012. 
  45. «Official FFS Press Release confirming the repeal of the 1915 French Absinthe Ban: Article 175; point 20» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουλίου 2014. 
  46. «Aide-Mémoire: production d'absinthe». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2019. 
  47. "La Maison Pernod Fils a Pontarlier", E. Dentu (1896, p 10)
  48. Chu, Louisa (2008-03-12). «Crazy for absinthe». Chicago Tribune online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-03-14. https://web.archive.org/web/20080314091509/http://www.chicagotribune.com/features/food/chi-drink_absinthe_12mar12,0,3796843.story. Ανακτήθηκε στις 2014-07-18. 
  49. Duplais, MM. «A TREATISE on the MANUFACTURE AND DISTILLATION of ALCOHOLIC LIQUORS» (PDF). Distiller's Manual. The Wormwood Society. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 13 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2012. 
  50. «How to buy and drink good quality absinthe». Wormwoodsociety.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2012. 
  51. 51,0 51,1 Jiří Patočka, Bohumil Plucar (2003) Pharmacology and toxicology of absinthe Αρχειοθετήθηκε 2017-08-09 στο Wayback Machine. Journal of Applied Biomedicine
  52. Baker, Phil; (2001). The Book of Absinthe: A Cultural History. Grove Press books. ISBN 0-8021-3993-0 Pg. 32
  53. The Appeal of 'The Green Fairy' Αρχειοθετήθηκε 2016-01-20 στο Wayback Machine., Sarasota Herald-Tribune, September 18, 2008. Citing Absinthe: History in a Bottle, Biomed Central, The Book of Absinthe, and Thujone.info
  54. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ(ΕΚ)αριθ.1334/2008 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008
  55. ΕΕ L 184 της 15.7.1988
  56. Hold K.M., Sirisoma N.S., Ikeda T., Narahashi T. & Casida J.E. (2000). Alpha-thujone (the active component of absinthe): gamma-aminobutyric acid type A receptor modulation and metabolic detoxification. Proc. Natl. Acad. Sci. USA, 97, 3826-3831.
  57. Deiml T., Haseneder R., Zieglgänsberger W., Rammes G., Eisensamer B., Rupprecht R. & Hapfelmeier G. (2004). α-Thujone reduces 5-HT3 receptor activity by an effect on the agonist-reduced desensitization. Neuropharmacology, 46, 192-201.
  58. Meschler JP, Howlett AC (March 1999). «Thujone exhibits low affinity for cannabinoid receptors but fails to evoke cannabimimetic responses». Pharmacol. Biochem. Behav. 62 (3): 473–80. doi:10.1016/S0091-3057(98)00195-6. PMID 10080239. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0091-3057(98)00195-6. 
  59. 59,0 59,1 Hold, K. M. (2000). «alpha -Thujone (the active component of absinthe): gamma -Aminobutyric acid type A receptor modulation and metabolic detoxification». Proceedings of the National Academy of Sciences 97 (8): 3826–3831. doi:10.1073/pnas.070042397. PMID 10725394. 
  60. Weisbord, S. D., Soule, J. B. & Kimmel, P. L. (1997) N. Engl. J. Med. 337, pp. 825–827
  61. Essential oils from Dalmatian Sage. J. Agric. Food Chem 29 April 1999. Retrieved 12 May 2006.
  62. Ian Hutton, pages 62–63
  63. Joachim Emmert; Günter Sartor; Frank Sporer; Joachim Gummersbach (2004). «Determination of α-/β-Thujone and Related Terpenes in Absinthe using Solid Phase Extraction and Gas Chromatography» (PDF). Deutsche Lebensmittel-Rundschau (Germany: Gabriele Lauser, Ingrid Steiner) 9 (100): 352–356. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-11-27. https://web.archive.org/web/20071127195042/http://www.emmert-analytik.de/DLR_100_9_S352-356.pdf. Ανακτήθηκε στις 2007-11-26. «Tab. 1 Concentrations of thujone and anethole in different absinthe samples». 
  64. Determination of a/β Thujone and Related Terpenes in Absinthe using Solid Phase Extraction and Gas Chromatography Αρχειοθετήθηκε 2007-11-27 στο Wayback Machine.. Retrieved 5 March 2006.
  65. Lachenmeier, Dirk W.; Nathan-Maister, David; Breaux, Theodore A.; Sohnius, Eva-Maria; Schoeberl, Kerstin; Kuballa, Thomas (2008). «Chemical Composition of Vintage Preban Absinthe with Special Reference to Thujone, Fenchone, Pinocamphone, Methanol, Copper, and Antimony Concentrations». Journal of Agricultural and Food Chemistry 56 (9): 3073–3081. doi:10.1021/jf703568f. PMID 18419128. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]