Σεροτονίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σεροτονίνη

Η σεροτονίνη 5-υδροξυ-αμινοαιθυλο-ινδόλιο ή αλλιώς ορμόνη της καλής διάθεσης. Αποτελεί τη βιογενή αμίνη του αμινοξέος 5-υδροξυ-τρυπτοφάνη και είναι ένα από τα πιο σημαντικά ινδολικά παράγωγα που υπάρχουν στη φύση.

Είναι ένας νευροδιαβιβαστής εγκεφάλου. Ακόμη, εντοπίζεται στο έντερο αλλά και στα αιμοπετάλια των οργανισμών, και εμφανίζει ορμονική δράση. Στον ανθρώπινο οργανισμό δρα ως ισχυρός αγγειοδιασταλτικός παράγοντας και ενισχύει τη φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου. Όταν αυτή συσσωρευθεί σε μεγάλες ποσότητες στον οργανισμό, προκαλεί έντονη νευρικότητα και τελικα σχιζοφρένεια. Χαμηλά επίπεδα της σεροτονίνης εμπλέκονται στην εμφάνιση κατάθλιψης. Τα φάρμακα που επιλεκτικά αναστέλλουν την επαναπρόσληψη της σεροτονίνης αυξάνουν τα επίπεδα της ελεύθερης σεροτονίνης, θεραπεύοντας έτσι την κατάθλιψη. Η σεροτονίνη είναι η χημική ουσία που ηρεμεί το σώμα μας. Σημαντικές ποσότητες σεροτονίνης ανευρίσκονται στο ανώτερο εγκεφαλικό στέλεχος και ιδιαίτερα στη γέφυρα και τον προμήκη μυελό.

Η σεροτονίνη ανήκει στην οικογένεια των μονοαμινών, και συγκεκριμένα των ινδολαμινών. Χημικές ενώσεις που επηρεάζουν τα επίπεδα σεροτονίνης στον οργανισμό είναι το LSD, το οποίο προκαλεί παραισθήσεις, οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, και η 3,4-μεθυλενοδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το συνθετικό ναρκωτικό γνωστό ως "ecstasy". Αύξηση της σεροτονίνης στον οργανισμό μπορεί να προκληθεί και μετά από λήψη βουφοτενίνης (από μανιτάρια), ένωσης που αναστέλλει τη δράση των ενζύμων που αποικοδομούν τη σεροτονίνη.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σακελλαρόπουλος, Αντώνης & Στάση, Καλλιόπη: «Ψυχική υγεία και σεροτονίνη», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 219 (Ιούλιος-Αύγουστος 1998), σσ. 60-65