Το Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας (μυθιστόρημα)
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Θάκερυ
ΕικονογράφοςΟυίλλιαμ Θάκερυ
ΤίτλοςVanity Fair
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1848
Μορφήμυθιστόρημα
LC ClassOL16313W[1]
LΤ ID21001639
Πρώτη έκδοσηPunch
Δημοσιεύθηκε στοPunch
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας, αγγλ.: Vanity Fair είναι ένα αγγλικό μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μέικπης Θάκερυ, το οποίο ακολουθεί τη ζωή της Μπέκυ Σαρπ και της Aμέλια Σέντλεϋ ανάμεσα στους φίλους τους και τις οικογένειές τους κατά τη διάρκεια των, και μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ως μηνιαία σειρά 19 τόμων από το 1847 έως το 1848, με τον υπότιτλο Με πένα και μολύβι σχέδια της Αγγλικής Κοινωνίας, που αντικατοπτρίζει τόσο τον σατιρισμό της βρετανικής κοινωνίας των αρχών του 19ου αι., όσο και τις πολλές εικονογραφήσεις που σχεδίασε ο Θάκερυ για να συνοδεύσει το κείμενο. Εκδόθηκε ως ενιαίος τόμος το 1848 με τον υπότιτλο Ένα μυθιστόρημα χωρίς ήρωα, αντανακλώντας το ενδιαφέρον του Θάκερυ να αποδομήσει τις συμβάσεις της εποχής του σχετικά με τον λογοτεχνικό ηρωισμό.[2] Μερικές φορές θεωρείται ο «κύριος ιδρυτής» του Βικτωριανού εγχώριου μυθιστορήματος. [3]

Η ιστορία παρουσιάζεται ως κουκλοθέατρο με αφηγητή, ο οποίος, παρόλο που είναι η φωνή του συγγραφέα, είναι κάπως αναξιόπιστος. Η σειρά έγινε δημοφιλής, με θετικές κριτικές. Το μυθιστόρημα θεωρείται πλέον κλασικό και έχει εμπνεύσει αρκετές διασκευές στο ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το 2003 το Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας κατατάχθηκε στο Νο. 122 στη δημοσκόπηση του BBC Η Μεγάλη Ανάγνωση για τα πιο αγαπημένα βιβλία του Ηνωμένου Βασιλείου.[4]

Τίτλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία ανατύπωση του Τζον Μπάνυαν της Κάτοψης του Δρόμου από την Πόλη της Καταστροφής ως την Ουράνια Πόλη, συμπεριλαμβανομένου του Πανηγυριού της Ματαιότητας ως της μεγαλύτερης πόλης κατά μήκος της διαδρομής.

Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το έργο Η Πρόοδος του Προσκυνητή του Τζον Μπάνυαν, [α] μία αλληγορία διαφωνούντων, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1678. Σε αυτό το έργο, το "Πανηγύρι Ματαιοδοξίας" αναφέρεται σαν μία στάση κατά μήκος της διαδρομής τού προσκυνητή: ένα ατελείωτο πανηγύρι, που πραγματοποιείται σε μία πόλη που ονομάζεται Ματαιοδοξία, η οποία αντιπροσωπεύει την αμαρτωλή προσκόλληση του ανθρώπου στα εγκόσμια πράγματα.[6][7] Ο Θάκερυ δεν αναφέρει τον Μπάνυαν στο μυθιστόρημα ή στις σωζόμενες επιστολές του σχετικά με αυτό, [8] όπου περιγράφει τον εαυτό του να ασχολείται με το να «ζει χωρίς Θεό στον κόσμο».[9] Ωστόσο περίμενε ότι η αναφορά θα γίνει κατανοητή από το κοινό του, όπως φαίνεται σε ένα άρθρο των Times του 1851, που πιθανότατα γράφτηκε από τον ίδιο τον Θάκερυ. [8]

Του Ρόμπερτ Μπελ -του οποίου η φιλία αργότερα έγινε τόσο μεγάλη, που τάφηκε κοντά στον Θάκερυ στο κοιμητήριο του Kένσαλ Γκρην [10]- ο Θάκερυ αντέκρουσε το παράπονο εκείνου, ότι το μυθιστόρημα θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει «περισσότερο φως και αέρα», για να το κάνει «πιο ευχάριστο και υγιές» με τα λόγια του Ευαγγελιστή, καθώς οι προσκυνητές έμπαιναν στο Πανηγύρι Ματαιοδοξίας του Μπάνυαν: "η καρδιά είναι απατηλή επάνω από όλα και απελπισμένα κακή· ποιος μπορεί να την γνωρίζει;" [8] [11]

Από την εμφάνισή του στο έργο του Μπάνυαν, το "Πανηγύρι Ματαιοδοξίας" ήταν επίσης σε γενική χρήση για τον "κόσμο" σε μία σειρά δηλώσεων, από την ήπιο περιγραφική ως την κουρασμένα απορριπτική ή την καταδικαστική. Τον 18ο αι. γενικά θεωρείτο συνήθης έκφραση και, στο πρώτο μισό του 19ου αι., πιο συγκεκριμένα μία αναφορά για τους αδρανείς και ανάξιους πλούσιους. Όλες αυτές οι έννοιες εμφανίζονται στο έργο του Θάκερυ. Το όνομα "Πανηγύρι Μασταοδοξίας" έχει χρησιμοποιηθεί επίσης για τουλάχιστον 5 περιοδικά.[12]

Περίληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία πλαισιώνεται από τον πρόλογο [13] και τον επίλογο [14] και παρουσιάζεται ως κουκλοθέατρο, που λαμβάνει χώρα σε ένα πανηγύρι. η εικονογράφηση του εξωφύλλου των εκδόσεων της σειράς δεν ήταν για πρόσωπα, αλλά για έναν θίασο κωμικών ηθοποιών [9] στη Γωνιά του Ομιλητή στο Χάιντ Παρκ. [15] Ο αφηγητής, πότε ως διευθυντής της παράστασης [13] και πότε ως συγγραφέας,[16] εμφανίζεται κατά καιρούς μέσα στο ίδιο το έργο και είναι κάπως αναξιόπιστος,[17] [β] επαναλαμβάνοντας μία ιστορία κουτσομπολιού από δεύτερο ή τρίτο χέρι.[19]

Λονδίνο, 1814. Η Ρεπέκα ("Μπέκυ") Σαρπ, κόρη ενός διδασκάλου ζωγραφικής και μίας Γαλλίδας χορεύτριας, είναι μία με δυνατή θέληση, πονηρή, απένταρη νεαρή γυναίκα, αποφασισμένη να ανοίξει τον δρόμο της στην κοινωνία. Αφού εγκαταλείπει τη Σχολή Δεσποινίδων που εργαζόταν ο πατέρας της όταν ζούσαν οι γονείς της, η Μπέκυ μένει για μία εβδομάδα με τη φίλη της Αμέλια («Έμμυ») Σέντλεϋ, η οποία είναι ένα καλού χαρακτήρα, απλό, νεαρό κορίτσι από μία πλούσια οικογένεια του Λονδίνου. Εκεί, η Μπέκυ συναντά τον ορμητικό και μονολιθικό λοχαγό Τζορτζ Όσμπορν (αρραβωνιαστικό της Αμέλια) και τον αδελφό της Αμέλια, τον Τζόζεφ ("Τζος") Σέντλεϋ, έναν αδέξιο και ματαιόδοξο, αλλά πλούσιο δημόσιο υπάλληλο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Ελπίζοντας να παντρευτεί τον Σέντλεϋ, τον πλουσιότερο νεαρό άνδρα που έχει γνωρίσει, η Μπέκυ τον δελεάζει, αλλά αποτυγχάνει, καθώς ο Τζορτζ δεν θέλει την χαμηλής θέσης, αρριβίστρια Μπέκυ στην οικογένεια της Αμέλια. Ο φίλος τού Τζορτζ Όσμπορν, ο λοχαγός Γουίλιαμ Ντόμπιν, αγαπά την Αμέλια, αλλά της εκφράζει μόνο ευχές για ευτυχία, η οποία να έχει επίκεντρο τον Τζορτζ.

Η Μπέκυ Σαρπ αποχαιρετά την οικογένεια Σέντλεϋ και πηγαίνει εκεί που την είχε στείλει η διευθύντρια της Σχολής Δεσποινίδων για εργασία: μπαίνει στην υπηρεσία του χοντροκομμένου και αήθους βαρονέτου σερ Πιτ Κρώλυ, ο οποίος την έχει ζητήσει ως γκουβερνάντα για τις δύο κόρες του από την πρώτη του σύζυγο. Η συμπεριφορά της στο σπίτι του σερ Πιτ κερδίζει την εύνοιά του και μετά το πρόωρο τέλος της δεύτερης συζύγου του, της κάνει πρόταση γάμου. Ωστόσο, ανακαλύπτει ότι Μπέκυ έχει παντρευτεί κρυφά τον δεύτερο γιο του, τον λοχαγό Ρώντον Κρώλυ, αλλά η Μπέκυ μετανιώνει πολύ που το έκανε αυτό. δεν περίμενε ότι η 2η σύζυγος τού πατέρα του θα πέθαινε τόσο σύντομα. Η μεγαλύτερη, ετεροθαλής αδερφή του σερ Πιτ, η γεροντοκόρη δεσποινίδα Κρώλυ, είναι πολύ πλούσια, έχοντας κληρονομήσει την περιουσία της μητέρας της, και τα μέλη της οικογένειας Κρώλυ ανταγωνίζονται την εύνοιά της, ώστε να τους κληροδοτήσει τα πλούτη της. Αρχικά ο αγαπημένος της είναι ο Ρώντον Κρώλυ, αλλά ο γάμος του με την Μπέκυ την εξοργίζει. Πρώτα ευνοεί την οικογένεια του αδελφού της σερ Πιτ, αλλά όταν αυτή αποβιώνει, αφήνει τα χρήματά της στον πρώτο γιο του, που ονομάζεται επίσης Πιτ.

Το Κεφάλαιο 32 τελειώνει με το Βατερλώ: «Δεν ακούστηκαν άλλα πυρά στις Βρυξέλλες – η καταδίωξη κύλησε μίλια μακριά. Το σκοτάδι κατέβηκε στο χωράφι και στην πόλη, και η Αμέλια προσευχόταν για τον Τζορτζ, που ήταν ξαπλωμένος με το πρόσωπο, νεκρός, με μία σφαίρα στην καρδιά του.[20]

Φτάνουν τα νέα ότι ο Ναπολέων έχει δραπετεύσει από την Έλβα, και ως αποτέλεσμα το χρηματιστήριο αναστατώνεται, με αποτέλεσμα ο χρηματιστής πατέρας της Αμέλια, Τζον Σέντλεϋ, να χρεοκοπήσει. Ο πλούσιος πατέρας του Τζορτζ απαγορεύει στον Τζορτζ να νυμφευτεί την Αμέλια, η οποία είναι πλέον ενδεής. Ο Ντόμπιν πείθει τον Τζορτζ να νυμφευτεί την Αμέλια και, κατά συνέπεια, ο Τζορτζ αποκληρώνεται. Ο Τζορτζ Όσμπορν, ο Γουίλιαμ Ντόμπιν και ο Ρώντον Κρώλυ μεταφέρονται στις Βρυξέλλες, συνοδευόμενοι από την Aμέλια, τη Μπέκυ και τον αδελφό της Αμέλιας, Τζος.

Ο Τζορτζ ντρέπεται από τη χυδαιότητα της κας O'Ντόουντ, συζύγου του αρχηγού του Συντάγματος. Ο νιόπαντρος Όσμπορν έχει ήδη βαρεθεί την Αμέλια και έλκεται όλο και περισσότερο από την Μπέκυ, κάτι που κάνει την Αμέλια να ζηλεύει και να είναι δυστυχισμένη. Χάνει επίσης χρήματα από τον Ρώντον στα χαρτιά και στο μπιλιάρδο. Σε έναν χορό στις Βρυξέλλες, ο Τζορτζ δίνει στην Μπέκυ ένα σημείωμα, που την καλεί να το σκάσει μαζί του. Αλλά μετά ο στρατός έχει διαταγές πορείας στη μάχη του Βατερλώ και ο Τζορτζ, αφού περνά μία τρυφερή νύχτα με την Αμέλια, φεύγει.

Ο θόρυβος της μάχης τρομάζει την Αμέλια, αλλά την παρηγορεί η ζωηρή και ευγενική κα. Ο' Ντάουντ. Η Μπέκυ είναι αδιάφορη και κάνει σχέδια για όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα (για παράδειγμα, αν ο Ναπολέων νικήσει, θα είχε ως στόχο να γίνει ερωμένη ενός από τους στρατάρχες του). επίσης κερδίζει χρήματα πουλώντας την άμαξα και τα άλογά της σε διογκωμένες τιμές στον Τζος, ο οποίος προσπαθεί να φύγει από τις Βρυξέλλες.

Ο Τζορτζ Όσμπορν σκοτώνεται στη μάχη του Βατερλώ, ενώ ο Ντόμπιν και ο Ρώντον επιβιώνουν από τη μάχη. Η Αμέλια γεννά έναν μεταθανάτιο γιο, ο οποίος παίρνει το όνομα Τζορτζ. Επιστρέφει για να ζήσει σε μία αξιοπρεπή πενία με τους γονείς της, περνώντας τη ζωή της με τη μνήμη του συζύγου της και τη φροντίδα του γιου της. Ο Ντόμπιν πληρώνει μία μικρή πρόσοδο για την Αμέλια και της εκφράζει την αγάπη του με μικρές καλοσύνες προς αυτήν και τον γιο της. Είναι πολύ ερωτευμένη με τη μνήμη του συζύγου της, για να ανταποδώσει την αγάπη του Ντόμπιν. Αυτός, θλιμμένος, πηγαίνει με το σύνταγμά του στην Ινδία για πολλά χρόνια.

Η Μπέκυ γεννά επίσης έναν γιο, που ονομάζεται Ρώντον από τον πατέρα του. Η Μπέκυ είναι μία ψυχρή, απόμακρη μητέρα, αν και ο Ρώντον αγαπάει τον γιο του. Η Μπέκυ συνεχίζει την κοινωνική ανάβασή της, πρώτα στο μεταπολεμικό Παρίσι και μετά στο Λονδίνο, όπου την προστατεύει ο πλούσιος και ισχυρός μαρκήσιος του Στέιν. Παρουσιάζεται τελικά στην Αυλή του πρίγκιπα αντιβασιλιά και τον γοητεύει περαιτέρω σε ένα παιχνίδι «υποκριτικής παρωδίας», όπου παίζει τους ρόλους της Κλυταιμνήστρας και της Φιλομήλας. Ο ηλικιωμένος σερ Πιτ Κρώλυ αποβιώνει και τον διαδέχεται ο γιος του Πιτ, ο οποίος είχε νυμφευτεί τη λαίδη Τζέιν Σήπσανκς, την τρίτη κόρη του λόρδου Σάουθνταουν. Η Μπέκυ έχει αρχικά καλές σχέσεις με τον Πιτ και την Τζέιν, αλλά η Τζέιν αηδιάζει από τη στάση της Μπέκυ προς τον γιο εκείνης και ζηλεύει τη σχέση της Μπέκυ με τον Πιτ.

Στην κορυφή της κοινωνικής τους επιτυχίας, ο Ρώντον συλλαμβάνεται για ένα χρέος, πιθανώς κατόπιν συνεννόησης της Μπέκυ.[21] Η οικονομική επιτυχία του ζεύγους Κρώλυ ήταν ένα θέμα κουτσομπολιού. Στην πραγματικότητα ζούσαν με πίστωση, ακόμη και όταν κατέστρεψαν αυτούς που τους εμπιστεύοντο, όπως ο ιδιοκτήτης τους, ένας παλαιός υπηρέτης της οικογένειας Κρώλυ. Ο μαρκήσιος του Στάιν είχε δώσει στην Μπέκυ χρήματα, κοσμήματα και άλλα δώρα, αλλά η Μπέκυ δεν τα χρησιμοποίησε για έξοδα ή για να ελευθερώσει τον άνδρα της. Αντίθετα, το γράμμα του Ρώντον προς τον αδελφό του το έλαβε η λαίδη Τζέιν, η οποία πλήρωσε τις 170 λίρες, χρέος που είχε οδηγήσει στη φυλάκισή του.

Επιστρέφει σπίτι για να βρει τη Μπέκυ να τραγουδά στον Στάιν και τον κατηγορεί με την υπόθεση -παρά τις διαμαρτυρίες της για αθωότητα- ότι έχουν σχέση. Ο Στάιν είναι αγανακτισμένος, έχοντας υποθέσει ότι οι 1000 λίρες, που μόλις είχε δώσει στην Μπέκυ, ήταν μέρος μίας συμφωνίας με τον σύζυγό της. Ο Ρώντον βρίσκει τα κρυφά τραπεζικά αρχεία της Μπέκυ και την αφήνει, περιμένοντας από τον Στάιν να τον προκαλέσει σε μονομαχία. Αντίθετα, ο Στάιν κανονίζει να γίνει ο Ρώντον κυβερνήτης του νησιού Κόβεντρυ, μίας τοποθεσίας που είναι γεμάτη με απόκληρους. Η Μπέκυ, έχοντας χάσει και σύζυγο και αξιοπιστία, εγκαταλείπει την Αγγλία και περιπλανιέται στην ηπειρωτική Ευρώπη, αφήνοντας τον γιο της στη φροντίδα του Πιτ και της λαίδης Τζέιν.

Δύο κορίτσια κλείνουν το κουτί με τις κούκλες τους στο τέλος της ιστορίας.

Καθώς ο λατρεμένος γιος της Αμέλια, Τζορτζ ο νεότερος, μεγαλώνει, ο παππούς του, ο κ. Όσμπορν, υποχωρεί απέναντί του (αν και όχι προς την Αμέλια) και τον παίρνει από την ενδεή μητέρα του, η οποία ξέρει ότι ο πλούσιος ηλικιωμένος θα του δώσει μία καλύτερη αρχή στη ζωή από ό,τι θα μπορούσε να διαχειριστεί. Μετά από δώδεκα χρόνια στο εξωτερικό, τόσο ο Γιόζεφ Σέντλεϋ όσο και ο Ντόμπιν επιστρέφουν. Ο Ντόμπιν δηλώνει τον αμετάβλητο έρωτά του στην Αμέλια. Η Αμέλια είναι στοργική, αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει τη μνήμη του νεκρού συζύγου της. Η Ντόμπιν μεσολαβεί σε μία συμφιλίωση μεταξύ της Αμέλια και του πεθερού της, ο οποίος αποβιώνει αμέσως μετά. Είχε τροποποιήσει τη διαθήκη του, κληροδοτώντας στον νεαρό Τζορτζ τη μισή από τη μεγάλη περιουσία του και στην Αμέλια ένα γενναιόδωρο εισόδημα.

Μετά το τέλος του κου Όσμπορν, η Aμέλια, ο Τζος, ο Τζορτζ ο νεότερος και ο Ντόμπιν πηγαίνουν στο Πούμπερνικελ (στη Βαϊμάρη της Γερμανίας),[21] όπου συναντούν την άπορη Μπέκυ. Η Μπέκυ έχει πέσει στη ζωή. Ζει ανάμεσα σε χαρτοπαίκτες και απατεώνες, πίνοντας πολύ και παίζοντας τυχερά παιχνίδια. Η Μπέκυ μαγεύει ξανά τον Τζος Σέντλεϋ και η Αμέλια πείθεται να αφήσει την Μπέκυ να τους ακολουθήσει. Ο Ντόμπιν το απαγορεύει και υπενθυμίζει στην Αμέλια τη ζήλια της για την Μπέκυ με τον άνδρα της. Η Αμέλια αισθάνεται ότι αυτό ατιμάζει τη μνήμη του νεκρού και σεβαστού συζύγου της, και αυτό οδηγεί σε πλήρη ρήξη μεταξύ εκείνης και του Ντόμπιν. Ο Ντόμπιν φεύγει από την ομάδα και επανέρχεται στο σύνταγμά του, ενώ η Μπέκι παραμένει με την ομάδα.

Ωστόσο, η Μπέκυ αποφάσισε ότι η Aμέλια πρέπει να παντρευτεί τον Ντόμπιν, παρόλο που η Μπέκυ ξέρει ότι ο Ντόμπιν είναι εχθρός της. Η Μπέκυ δείχνει στην Αμέλια το σημείωμα του Τζορτζ, που κράτησε όλο αυτό το διάστημα από την παραμονή της μάχης του Βατερλό και η Αμέλια συνειδητοποιεί τελικά ότι ο Τζορτζ δεν ήταν ο τέλειος άνδρας, που πάντα πίστευε και ότι έχει απορρίψει έναν καλύτερο άνδρα, τον Ντόμπιν. Η Αμέλια και ο Ντόμπιν συμφιλιώνονται και επιστρέφουν στην Αγγλία. Η Μπέκυ και ο Τζος μένουν στην Ευρώπη. Ο Τζος πεθαίνει, πιθανώς ύποπτα, αφού υπέγραψε ένα μέρος των χρημάτων του στην Μπέκυ ως ασφάλεια ζωής, δημιουργώντας της έτσι ένα εισόδημα. Επιστρέφει στην Αγγλία και διάγει μία αξιοσέβαστη ζωή, αν και όλοι οι προηγούμενοι φίλοι της αρνούνται να την αποδεχθούν.

Χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Emmy Sedley (Αμέλια)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αμέλια, που ονομάζεται Έμμυ, είναι καλοσυνάτη αλλά παθητική και αφελής. Δεν είναι πολύ όμορφη, αγνοείται συχνά από άνδρες και γυναίκες, αλλά αρέσει στους περισσότερους άνδρες όταν τη γνωρίσουν λόγω της προσωπικότητάς της. Αυτή η δημοτικότητα στη συνέχεια κάνει τις άλλες γυναίκες να δυσανασχετούν. Ξεκινά το έργο ως ηρωίδα του ("επιλέχτηκε ακριβώς για τον λόγο ότι ήταν πιο καλή από όλους") [22] και παντρεύεται τον ορμητικό Τζορτζ Όσμπορν ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα του, αλλά ο αφηγητής αναγκάζεται σύντομα να παραδεχτεί ότι "δεν ήταν ηρωίδα τελικά [23], καθώς παραμένει αφοσιωμένη σε αυτόν παρά την παραμέλησή του και το φλερτ του με τη Μπέκυ.

Αφού ο Τζορτζ αποβιώνει στη μάχη του Βατερλώ, μεγαλώνει τον μικρό Τζορτζ μόνη, ενώ ζει με τους γονείς της. Κυριαρχείται πλήρως από την ολοένα και πιο αηδιαστική μητέρα της και τον σπάταλο πατέρα της, ο οποίος, για να χρηματοδοτήσει ένα από τα αποτυχημένα επενδυτικά του σχέδια, πουλά την πρόσοδο που είχε δώσει ο Τζος. Η Αμέλια αποκτά εμμονή με τον γιο της και τη μνήμη του συζύγου της. Αγνοεί τον Γουίλιαμ Ντόμπιν, που την φλερτάρει για χρόνια και του φέρεται άθλια μέχρι να φύγει. Μόνο όταν η Μπέκυ της δείξει το γράμμα του Τζορτζ, που δείχνει την απιστία του, μπορεί η Αμέλια να προχωρήσει. Στη συνέχεια παντρεύεται τον Ντόμπιν.

Σε ένα γράμμα προς τη στενή του φίλη Τζέιν Οκτάβια Μπρούκφιλντ, ενώ γραφόταν το βιβλίο, ο Θάκερυ εκμυστηρεύτηκε ότι «ξέρεις ότι είσαι μόνο ένα κομμάτι της Αμέλια, η μητέρα μου είναι το άλλο μισό, η καημένη η μικρή μου γυναίκα y est pour beaucoup» (έχει να κάνει πολύ με αυτό).[24] [γ] [25] Μέσα στο έργο, ο χαρακτήρας της συγκρίνεται και συνδέεται με την Ιφιγένεια, [15] αν και δύο από τις αναφορές επεκτείνουν τον υπαινιγμό σε όλες τις κόρες σε όλα τα σαλόνια ως πιθανές Ιφιγένειες, που περιμένουν να θυσιαστούν από τις οικογένειές τους. [15] Η θυσία του παιδιού της στους πλούσιους συγγενείς της συγκρίνεται με τη βιβλική Άννα.

Μπέκι Σαρπ (Ρεμπέκα)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρεβέκα Σαρπ, που ονομάζεται Μπέκυ, είναι το αντίθετο της Aμέλια: μία έξυπνη νεαρή γυναίκα με χάρισμα στη σάτιρα. Περιγράφεται ως μία κοντή, ωχρή κοπέλλα, που έχει πράσινα μάτια και πολύ εξυπνάδα. Η Μπέκυ γεννήθηκε από μία μητέρα Γαλλίδα χορεύτρια όπερας και έναν διδάσκαλο τέχνης και καλλιτέχνη πατέρα, τον Φράνσις. Μιλώντας άπταιστα γαλλικά και αγγλικά, η Μπέκυ έχει μία όμορφη τραγουδιστή φωνή, παίζει πιάνο και δείχνει μεγάλο ταλέντο ως ηθοποιός. Χωρίς μητέρα να την καθοδηγήσει στον γάμο, η Μπέκυ αποφασίζει ότι «πρέπει να είμαι η μαμά μου». [15]

Στη συνέχεια φαίνεται να είναι εντελώς ανήθικη και χωρίς συνείδηση και αποκαλείται «αντι-ηρωίδα» του έργου.[26] Δεν φαίνεται να έχει την ικανότητα να δένεται με άλλους ανθρώπους και λέει ψέματα εύκολα και έξυπνα, για να προωθηθεί στην κοινωνία. Είναι εξαιρετικά χειριστική και, μετά τα πρώτα κεφάλαια και την αποτυχία της να προσελκύσει τον Τζος Σέντλεϋ, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ειλικρινής.

Μη έχοντας γνωρίσει ποτέ την οικονομική ή κοινωνική εξασφάλιση από παιδί, η Μπέκυ το επιθυμεί περισσότερο από όλα. Σχεδόν ό,τι κάνει, είναι με σκοπό να εξασφαλίσει μία σταθερή θέση για τον εαυτό της ή τον εαυτό της και τον σύζυγό της, αφού παντρεύτηκε τον Ρώντον. Προωθεί τη θέση του Ρώντον ακούραστα, φλερτάροντας με άνδρες όπως ο στρατηγός Tούφτο και ο μαρκήσιος του Στάιν, για να ανελιχθεί. Χρησιμοποιεί επίσης τις γυναικείες πονηριές της, για να αποσπά την προσοχή των ανδρών στα πάρτι με παιχνίδια χαρτιών, ενώ ο Ρώντον τους εξαπατά σε αυτά.

Το να παντρευτεί τον Ρώντον Κρώλυ κρυφά ήταν λάθος, όπως και να φύγει, αντί να ζητήσει συγχώρηση από τη δίδα Κρώλυ. Επίσης αποτυγχάνει να χειραγωγήσει τη δίδα Κρώλυ μέσω του Ρώντον, ώστε να αποκτήσει μία κληρονομιά. Αν και η Μπέκυ χειραγωγεί τους άντρες πολύ εύκολα, είναι λιγότερο επιτυχημένη με τις γυναίκες. Είναι εντελώς εχθρική προς τη λαίδη Μπέαρακρ,[27] απορρίπτοντας την κα O'Ντάουντ και η λαίδη Τζέιν, αν και αρχικά ήταν φιλική, τελικά δυσπιστεί και την αντιπαθεί.

Οι εξαιρέσεις σε αυτή την τάση είναι (τουλάχιστον αρχικά) η δίδα Κρώλυ, η ακόλουθός της δίδα Μπργκς και η -από το σχολείο- φίλη της Aμέλια. Η τελευταία είναι η αποδέκτης τής, λίγο-πολύ, μοναδικής καλοσύνης που εκφράζει η Μπέκυ στο έργο, πείθοντάς την να παντρευτεί τον Ντόμπιν, καθώς η Μπέκυ εκτιμά τα καλά του προσόντα, και προστατεύοντας την Αμέλια από δύο θαυμαστές, που ανταγωνίζονται την προσοχή της. Αυτή η εμπιστοσύνη στην Aμέλια πηγάζει, από το ότι η Μπέκυ δεν έχει άλλους φίλους στο σχολείο και η Aμέλια έχει «χίλια προτερήματα και χάρες, που ξεπερνάνε. . . την εχθρότητα (της Μπέκυ)"· "Η ευγενική, τρυφερή Αμέλια Σέντλεϋ ήταν το μόνο άτομο, στο οποίο μπορούσε να προσκολληθεί έστω και κατ' ελάχιστο· και ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει να προσκολληθεί στην Αμέλια;"

Ξεκινώντας με την αποφασιστικότητά της να είναι η «μαμά του εαυτού της», η Μπέκυ αρχίζει να αναλαμβάνει το ρόλο της Κλυταιμνήστρας. [15] Η Μπέκυ και το περιδέραιό της από τον Στάιν παραπέμπουν επίσης στην ξεπεσμένη Εριφύλη του Ρακίνα, την επανάληψη της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, όπου διπλασιάζει και διασώζει την Ιφιγένεια. [15] Σε μικρότερα πλαίσια, η Μπέκυ εμφανίζεται επίσης ως Aράχνη στη δίδα Πίνκερτον-Μινέρβα [15] και ως μία ποικιλία κλασικών μορφών στις εικονογραφήσεις του έργου.

Ρώντον Κρώλυ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρώντον, ο νεότερος από τους δύο γιους του Κρώλη, είναι ένας απερίσκεπτος αξιωματικός ιππικού, που είναι ο αγαπημένος της πλούσιας θείας του, μέχρι να νυμφευτεί τη Μπέκη Σαρπ, η οποία είναι πολύ κατώτερης τάξης. Αποξενώνεται οριστικά από τη θεία του, η οποία αφήνει την περιουσία της στον μεγαλύτερο αδελφό τού Ρώντον, τον σερ Πιτ τον νεότερο. Αυτός έχει κληρονομήσει και την περιουσία του πατέρα τους, αφήνοντας τον Ρώντον άπορο.

Ο καλοπροαίρετος Ρώντον έχει μερικά ενδιαφέροντα στη ζωή, τα περισσότερα από αυτά έχουν να κάνουν με τον τζόγο και τις μονομαχίες. Είναι πολύ καλός στα χαρτιά και το μπιλιάρδο, και παρόλο που δεν κερδίζει πάντα, μπορεί να κερδίσει μετρητά, ποντάροντας ενάντια σε λιγότερο ταλαντούχους παίκτες. Είναι πολύ χρεωμένος στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, όχι τόσο για τα δικά του έξοδα, όσο για της Μπέκυ. Δεν είναι ιδιαίτερα ταλαντούχος ως αξιωματικός του στρατού και αρκείται στο να αφήσει την Μπέκυ να διαχειριστεί την καριέρα του.

Αν και ο Ρώντον ξέρει ότι η Μπέκυ είναι ελκυστική για τους άνδρες, πιστεύει ότι η φήμη της είναι πεντακάθαρη, παρόλο που είναι ευρέως ύποπτη για ρομαντική σχέση με τον στρατηγό Tούφτο και άλλους ισχυρούς άνδρες. Κανείς δεν τολμά να πει διαφορετικά στον Ρώντον, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του και της κλίσης του για μονομαχίες. Ωστόσο άλλοι άνθρωποι, ιδιαίτερα ο μαρκήσιος του Στάιν, το βρίσκουν αδύνατο να πιστέψουν ότι ο Κρώλυ αγνοεί τα κόλπα τής Μπέκυ. Ειδικότερα ο Στάιν πιστεύει ότι ο Ρώντον γνωρίζει πλήρως, ότι η Μπέκι ερωτοτροπεί για τα χρήματα και θεωρεί ότι ο Ρώντον ακολουθεί το παιχνίδι αυτό, με την ελπίδα του οικονομικού κέρδους.

Αφού ο Ρώντον ανακαλύπτει την αλήθεια και αφήνει την Μπέκυ για μία αποστολή στο εξωτερικό, αφήνει τον γιο του να τον μεγαλώσουν ο αδελφός του σερ Πιτ ο νεότερος και η σύζυγος εκείνου λαίδη Τζέιν. Ενώ βρίσκεται στο εξωτερικό, ο Ρώντον αποβιώνει από κίτρινο πυρετό.

Πιτ Κρόλι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ρώντον Κρώλυ κληρονομεί την περιουσία των Κρώλυ από τον πατέρα του, τον άθλιο και χυδαίο σερ Πιτ, και επίσης κληρονομεί την περιουσία της πλούσιας θείας του, δας Κρώλυ, αφού αυτή αναίρεση την κληρονομία της προς τον Ρώντον. Ο Πιτ είναι πολύ θρησκευόμενος και έχει πολιτικές φιλοδοξίες, αν και πολλοί άνθρωποι δεν εκτιμούν την εξυπνάδα ή τη σοφία του, επειδή δεν υπάρχουν πολύ να εκτιμήσουν.

Κάπως σχολαστικός και συντηρητικός, ο Πιτ δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον Ρώντον ή την Μπέκυ, ακόμη και όταν πέφτουν σε δύσκολες στιγμές. Αυτό οφείλεται κυρίως στην επιρροή της συζύγου του, λαίδης Τζέιν, η οποία αντιπαθεί την Μπέκυ λόγω της σκληρής μεταχείρισής της προς τον γιο της, και επίσης επειδή η Μπέκυ ανταπέδωσε την προηγούμενη καλοσύνη της λαίδης Τζέιν πατρονάροντάς την και φλερτάροντας με τον σερ Πιτ.

Δεσποινίς Mατίλντα Κρώλυ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηλικιωμένη δεσποινίς Κρώλυ είναι η αγαπημένη πλούσια θεία όλων. Ο σερ Πιτ και ο Ρώντον τη λατρεύουν και οι δύο, αν και ο Ρώντον είναι ο αγαπημένος της ανιψιός και ο μοναδικός κληρονόμος, μέχρι να νυμφευτεί την Μπέκυ. Ενώ η δεσποινίς Κρώλυ συμπαθεί τη Μπέκυ και την κρατά γύρω της για να τη διασκεδάζει με σαρκασμό και εξυπνάδα, και ενώ της αρέσουν τα σκάνδαλα και ιδιαίτερα οι ιστορίες ασύνετου γάμου, δεν θέλει σκάνδαλο ή ασύνετο γάμο στην οικογένειά της. Ένα σημαντικό μέρος της πρώτης ενότητας του βιβλίου ασχολείται με τις προσπάθειες που κάνουν οι Κρώλυ για να δείξουν την υποταγή τους στη μις Κρώλυ, με την ελπίδα να λάβουν μία μεγάλη κληρονομιά.

Η προσωπικότητά της προέρχεται από τον χρόνο που πέρασε ο Θάκερυ στο Παρίσι με τη γιαγιά του Χάριετ Μπέτσερ.

Τζορτζ Όσμπορν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζορτζ Όσμπορν, ο πατέρας του (έμπορος, πολύ ανώτερης κοινωνικής θέσης από τον πατέρα του παντοπώλη του Ντόμπιν, αν και αυτοδημιούργητος, και ειρωνικά ένας απλός δεκανέας στο σύνταγμα City Light Horse του οποίου ο Ντόμπιν πρεσβύτερος, εκείνη τη στιγμή δημογέροντας και ιππότης, είναι συνταγματάρχης) και οι δύο αδελφές του είναι κοντά στην οικογένεια Σήντλυ, μέχρις ότου ο κύριος Σήντλεϋ (ο πατέρας του Τζος και της Aμέλια και ο νονός του Τζορτζ Όσμπορν του νεότερου, από τον οποίο ο τελευταίος πήρε το μεσαίο του όνομα "Σήντλεϋ") χρεοκοπεί μετά από κάποιες λανθασμένες επενδύσεις. Δεδομένου ότι ο Τζορτζ και η Αμέλια μεγάλωσαν σε στενή παρέα και ήταν αγαπημένοι από την παιδική τους ηλικία, ο Τζορτζ αψηφά τον πατέρα του, για να νυμφευτεί την Αμέλια. Πριν συμφιλιωθούν πατέρας και γιος, ο Τζορτζ σκοτώνεται στη μάχη του Βατερλώ, αφήνοντας την έγκυο Αμέλια να συνεχίσει τη ζωή της όσο καλύτερα μπορεί.

Μεγαλωμένος ως εγωιστής, ματαιόδοξος, άπληστος, όμορφος και εμμονικός με τον εαυτό του, ο Τζορτζ σπαταλά τα τελευταία χρήματα, που λαμβάνει από τον πατέρα του και δεν βάζει τίποτε στην άκρη, για να στηρίξει την Αμέλια. Αφού νυμφεύτηκε την Αμέλια, μετά από μερικές εβδομάδες διαπιστώνει ότι έχει βαρεθεί. Φλερτάρει με την Μπέκυ αρκετά σοβαρά και συμφιλιώνεται με την Αμέλια λίγο πριν σκοτωθεί στη μάχη.

Ουίλιαμ Ντόμπιν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καλύτερος φίλος του Τζορτζ Όσμπορν, ο λοχαγός Γουίλιαμ Ντόμπιν, είναι υψηλός, αδιάφορος και όχι ιδιαίτερα όμορφος. Είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερος από τον Τζορτζ, αλλά είναι φίλος μαζί του από τα σχολικά χρόνια του, παρόλο που ο πατέρας του Ντόμπιν είναι έμπορος σύκων (Ντόμπιν & Ρουντζ, παντοπώλες και πετρελαιοπώλες, Οδός Tέιμς, Λονδίνο - αργότερα έγινε δήμαρχος και συνταγματάρχης του συντάγματος Ελαφρού Ιππικού της Πόλης και ιππότης) και οι Όσμπορν ανήκουν στην τάξη των ευγενών και έχουν γίνει αυτοδημιούργητα πλούσιοι. Υπερασπίζεται τον Τζορτζ και δεν βλέπει τα διάφορα λάθη του, αν και προσπαθεί να αναγκάσει τον Τζορτζ να κάνει το σωστό. Σπρώχνει τον Τζορτζ να κρατήσει την υπόσχεσή του να νυμφευτεί την Αμέλια, παρόλο που ο Ντόμπιν είναι ερωτευμένος με την Αμέλια. Μετά το τέλος τού Τζορτζ στη μάχη ο Ντόμπιν διαθέτει ένα εισόδημα, για να βοηθήσει οικονομικά την Αμέλια, φαινομενικά με τη βοήθεια των συναδέλφων του Τζορτζ.

Αργότερα, ο ταγματάρχης και αντισυνταγματάρχης Ντόμπιν κάνει διακριτικά ό,τι μπορεί, για να βοηθήσει την Aμέλια και τον γιο της Τζορτζ. Επιτρέπει στην Αμέλια να συνεχίσει την εμμονή της με τον Τζορτζ και δεν διορθώνει τις εσφαλμένες πεποιθήσεις της για εκείνον. Περιμένει για χρόνια, με το να απομακρυνθεί από αυτή για να υπηρετήσει στην Ινδία, είτε με το να την περιμένει, επιτρέποντάς της να εκμεταλλευτεί την καλή του φύση. Αφού η Αμέλια επιλέγει τελικά τη φιλία της Μπέκυ από τη φιλία του κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Γερμανία, ο Ντόμπιν φεύγει αηδιασμένος. Επιστρέφει, όταν η Αμέλια του γράφει και παραδέχεται τα συναισθήματά της για εκείνον, τη νυμφεύεται (παρόλο που έχει χάσει μεγάλο μέρος του πάθους του για αυτήν) και αποκτά μία κόρη, την οποία αγαπά βαθιά.

Τζόζεφ (Τζος) Σέντλεϋ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μεγαλύτερος αδελφός της Aμέλια, Ο Γιόζεφ "Τζος" Σήντλεϋ, είναι ένας " nabob ", ο οποίος έκανε μία αξιοσέβαστη περιουσία ως συλλέκτης φόρων στην Ινδία. Παχύσαρκος και αυτάρεσκος, αλλά πολύ ντροπαλός και ανασφαλής, έλκεται από την Μπέκυ Σαρπ, αλλά οι συνθήκες τον εμποδίζουν να κάνει πρόταση γάμου. Δεν νυμφεύεται ποτέ, αλλά όταν ξανασυναντά την Μπέκυ χειραγωγείται εύκολα, ώστε να την ερωτευτεί. Ο Τζος δεν είναι θαρραλέος ή έξυπνος άνθρωπος, που επιδεικνύει τη δειλία του στη μάχη του Βατερλώ: προσπαθεί να φύγει αγοράζοντας και τα δύο (υπερτιμημένα) άλογα της Μπέκυ. Η Μπέκυ τον παγιδεύει ξανά κοντά στο τέλος του βιβλίου και, όπως υπονοείται, τον δολοφονεί για να εισπράξει την ασφάλιση ζωής του.

Ιστορικό δημοσίευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ενημερωτικό δελτίο του 1847 για τη σειρά Vanity Fair: Pen and Pencil Sketches of English Society, που το διαφημίζει με το ψευδώνυμο του William Makepeace Thackeray Michael Angelo Titmarsh και με το δικό του όνομα.
Η σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης του 1848 του Vanity Fair: A Novel without a Hero .
Η δεύτερη εμφάνιση της Μπέκι στον χαρακτήρα της Κλυταιμνήστρας, μια εικονογράφηση και λεζάντα από τον Θάκερι που καθιστά σαφές ότι τη θεωρούσε ότι σκότωσε τον Τζος για τα χρήματα της ασφάλισής του.[28]

Ο Θάκερυ μπορεί να άρχισε να επεξεργάζεται μερικές από τις λεπτομέρειες του Πανηγυριού Ματαιοδοξίας ήδη από το 1841, αλλά πιθανότατα άρχισε να το γράφει στα τέλη του 1844. [31] Όπως πολλά μυθιστορήματα της εποχής, το Πανηγύρι Ματαιοδοξίας δημοσιεύτηκε ως σειρά, πριν πωληθεί σε μορφή βιβλίου. Τυπώθηκε σε 20 μηνιαία τεύχη μεταξύ Ιανουαρίου 1847 και Ιουλίου 1848 για το Παντς από τους Μπράντμπουρυ & Έβανς στο Λονδίνο. Τα τρία πρώτα τεύχη είχαν ήδη ολοκληρωθεί πριν από τη δημοσίευση, ενώ τα άλλα γράφτηκαν, αφού είχε αρχίσει να πωλείται.[32]

Όπως ήταν συνήθης πρακτική, το τελευταίο μέρος ήταν ένα "διπλό τεύχος", που περιείχε τα μέρη 19 και 20. Τα σωζόμενα κείμενα, οι σημειώσεις και οι επιστολές του δείχνουν ότι έγιναν προσαρμογές –π.χ. η Μάχη του Βατερλώ καθυστέρησε δύο φορές– αλλά ότι το γενικό περίγραμμα της ιστορίας και τα κύρια θέματα της ήταν καλά καθιερωμένα από την αρχή της δημοσίευσης. [33]

Τα τεύχη έμοιαζαν με φυλλάδια και περιείχαν το κείμενο πολλών κεφαλαίων μεταξύ εξωτερικών σελίδων με ατσαλογραφίες και διαφημίσεις. Στο κείμενο εμφανίζοντο ξυλογραφίες, οι οποίες μπορούσαν να τοποθετηθούν μαζί με κανονικά κινητά τυπογραφικά στοιχεία. Το ίδιο χαρακτικό εικόνα εμφανιζόταν στο κίτρινο εξώφυλλο κάθε μηνιαίου τεύχους. Αυτό το χρώμα έγινε η υπογραφή του Θάκερυ, καθώς το γαλαζοπράσινο ήταν του Ντίκενς, επιτρέποντας στους περαστικούς να παρατηρήσουν έναν νέο έργο του Θάκερυ σε ένα βιβλιοπωλείο από απόσταση.[24]

Το Πανηγύρι Ματαιοδοξίας ήταν το πρώτο έργο που δημοσίευσε ο Θάκερυ με το όνομά του και έτυχε εξαιρετικά καλής υποδοχής εκείνη την εποχή. Μετά την ολοκλήρωση της σε σειρές έκδοσής του, τυπώθηκε ως δεμένο σε τόμο από τους Μπράντμπουρυ & Έβανς το 1848 και γρήγορα παραλήφθηκε και από άλλους τυπογράφους του Λονδίνου. Ως συγκεντρωτικό έργο, τα μυθιστορήματα έφεραν τον υπότιτλο Ένα μυθιστόρημα χωρίς ήρωα. [δ] Μέχρι το τέλος του 1859, τα δικαιώματα στο Πανηγύρι Ματαιοδοξίας είχαν δώσει στον Θάκερυ περίπου 2000 λίρες, το ένα τρίτο των ποσών του από τους Κατοίκους της Βιρτζίνια, αλλά ήταν υπεύθυνος για τις ακόμα πιο προσοδοφόρες περιοδείες του στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.[24]

Από το πρώτο του σχέδιο και την επόμενη δημοσίευσή του, ο Θάκερυ αναθεωρούσε περιστασιακά τους υπαινιγμούς του, για να τους κάνει πιο καταληπτούς στους αναγνώστες του. Στο Κεφάλαιο 5, ένας αρχικά "πρίγκιπας Γουάντυεκαλεμ" [35] έγινε "πρίγκιπας Άχμεντ" στην έκδοση του 1853. [15] Στο Κεφάλαιο 13, αφαιρέθηκε ένα απόσπασμα για τη φιλοκτόνο Βιβλική φιγούρα Ιεφθάε, αν και οι αναφορές στην Ιφιγένεια παρέμειναν σημαντικές. [15] Στο Κεφάλαιο 56, ο Θάκερυ μπέρδεψε αρχικά τον Σαμουήλ – το παιδί, του οποίου η μητέρα Άννα τον είχε αποδώσει, όταν κλήθηκε από τον Θεό – με τον Ηλί,[36] τον γέρο ιερέα, στη φροντίδα του οποίου είχε το παιδί ανατεθεί. Αυτό το λάθος δεν διορθώθηκε μέχρι την έκδοση του 1889, [15] μετά το τέλος του Θάκερυ.

Οι σειρές είχαν υπότιτλο Με Πένα και Μολύβι Σχέδια της Αγγλικής Κοινωνίας και τόσο αυτές όσο και οι πρώιμες δεμένες εκδόσεις περιείχαν τις εικονογραφήσεις του ίδιου του Θάκερυ. Αυτές μερικές φορές παρείχαν συμβολικές εικόνες, όπως ένας από τους γυναικείους χαρακτήρες, που απεικονίζεται ως ανθρωποφάγος γοργόνα. Σε τουλάχιστον μία περίπτωση, ένα κύριο σημείο πλοκής παρέχεται μέσω μίας εικόνας και της λεζάντας της. Αν και το κείμενο καθιστά σαφές ότι άλλοι χαρακτήρες υποπτεύονται ότι η Μπέκυ Σαρπ δολοφόνησε τον δεύτερο σύζυγό της, δεν υπάρχει τίποτε οριστικό στο ίδιο το κείμενο. Ωστόσο, μία εικόνα αποκαλύπτει ότι κρυφακούει τον Τζος να παρακαλεί τον Ντόμπιν, ενώ κρατούσε ένα μικρό λευκό αντικείμενο στο χέρι της. Η λεζάντα ότι αυτή είναι η δεύτερη εμφάνιση της Μπέκυ στον χαρακτήρα της Κλυταιμνήστρας διευκρινίζει, ότι όντως τον δολοφόνησε για τα χρήματα της ασφάλισής του,[17] πιθανότατα μέσω λαυδάνου ή άλλου δηλητηρίου. [37] [28]

«Οι τρεις τελευταίες εικονογραφήσεις του Πανηγυριού Ματαιότητας είναι χαρακτικά, που υπονοούν οπτικά αυτό, που ο αφηγητής δεν θέλει να διατυπώσει: ότι η Μπέκυ... έχει πραγματικά ανταμειφθεί ουσιαστικά –από την κοινωνία– για τα εγκλήματά της». [38] Μία από τις πλάκες με χαρακτικό του Θάκερυ για το 11ο τεύχος του Πανηγυριού Ματαιότητας αποκλείστηκε από τη δημοσίευση με απειλή δίωξης για συκοφαντική δυσφήμιση, τόσο μεγάλη ήταν η ομοιότητα της απεικόνισης του λόρδου Στάιν με τον μαρκήσιο του Χέρτφορντ.[39] Παρά τη συνάφειά τους, οι περισσότερες σύγχρονες εκδόσεις είτε δεν αναπαράγουν όλες τις εικονογραφήσεις, είτε το κάνουν με πενιχρά στις λεπτομέρειες.

Υποδοχή και κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποδοχή του έργου στην εποχή του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ύφος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Χένρυ Φήλντινγκ.[21] Ο Θάκερυ επεσήμανε ότι το βιβλίο δεν ήταν μόνο διασκεδαστικό, αλλά και διδακτικό, μία πρόθεση που καταδεικνύεται μέσω της αφήγησης του βιβλίου και μέσω της ιδιωτικής αλληλογραφίας του Θάκερυ. Σε μία επιστολή προς τον συντάκτη του στο περιοδικό Παντς εξέφραζε την πεποίθησή του ότι «το επάγγελμά μας... είναι τόσο σοβαρό, όσο του εφημέριου».[32] Θεωρούσε το έργο ως την ενηλικίωσή του ως συγγραφέα [ε] και το σπουδαιότερο έργο.[24]

Οι κριτικοί χαιρέτησαν το έργο ως λογοτεχνικό θησαυρό πριν από τη δημοσίευση του τελευταίου μέρους της σειράς. Στην αλληλογραφία της, η Σαρλότ Μπροντέ ήταν διστακτική και σχετικά με τις εικονογραφήσεις του: «Δεν θα βρεις εύκολα δεύτερο Θάκερυ. Πώς μπορεί να αποδώσει, με λίγες γραμμές μελανιού και τελείες, αποχρώσεις έκφρασης τόσο λεπτές, τόσο αληθινές; χαρακτηριστικά του χαρακτήρα τόσο λεπτά, τόσο λεπτολόγα, τόσο δύσκολο να τα συλλάβω και να τα προσδιορίσω, δεν μπορώ να πω: μπορώ μόνο να αναρωτιέμαι και να θαυμάζω. . . Αν η Αλήθεια ήταν πάλι θεά, ο Θάκερυ θα έπρεπε να είναι ο αρχιερέας της.» [41]

Οι πρώτοι κριτικοί θεώρησαν το χρέος στον Μπάνυαν ως αυτονόητο και συνέκριναν την Μπέκυ με τον Προσκυνητή και τον Θάκερυ με τον Έμπιστο.[42] Αν και ήταν υπερθετικοί στον έπαινο τους,[43] μερικοί εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την αδιάκοπα σκοτεινή απεικόνιση της ανθρώπινης φύσης, φοβούμενοι ότι ο Θάκερυ είχε πάει πολύ μακριά τη θλιβερή μεταφορά της. Απαντώντας σε αυτούς τους επικριτές ο Θάκερυ, εξήγησε ότι έβλεπε τους ανθρώπους ως επί το πλείστον ως «αποτρόπαια ανόητους και εγωιστές». [44]

Το δυσάρεστο τέλος είχε σκοπό να εμπνεύσει τους αναγνώστες να κοιτάξουν προς τα μέσα τις δικές τους ελλείψεις. Άλλοι κριτικοί παρατήρησαν ή εξαιρούσαν την κοινωνική ανατροπή στο έργο. Στην αλληλογραφία του, ο Θάκερυ δήλωσε ότι η κριτική του δεν αφορά την ανώτερη τάξη: «σκοπός μου είναι να κάνω τον καθένα να ασχοληθεί, να προβληματιστεί με την επιδίωξη του Πανηγυριού Ματαιότητας και πρέπει να συνεχίσω την ιστορία μου σε αυτό το θλιβερό δευτερεύον κλειδί, με μόνο περιστασιακές υποδείξεις εδώ και εκεί για καλύτερα πράγματα - για καλύτερα πράγματα, που δεν μου αρέσει να κηρύττω».[32]

Ανάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα θεωρείται κλασικό της αγγλικής λογοτεχνίας, αν και ορισμένοι κριτικοί ισχυρίζονται ότι έχει δομικά προβλήματα. Ο Θάκερυ μερικές φορές έχανε τα ίχνη του τεράστιου εύρους της δουλειάς του, ανακατεύοντας τα ονόματα των χαρακτήρων και τις μικρές λεπτομέρειες της πλοκής. Ο αριθμός των νύξεων και των αναφορών που περιέχει, μπορεί να δυσκολέψει τους σύγχρονους αναγνώστες να το παρακολουθήσουν.

Ο υπότιτλος, Ένα μυθιστόρημα χωρίς ήρωα, είναι εύστοχος, επειδή όλοι οι χαρακτήρες έχουν ελαττώματα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Ακόμη και οι πιο συμπαθείς έχουν αδυναμίες, για παράδειγμα ο λοχαγός Ντόμπιν, ο οποίος είναι επιρρεπής στη ματαιοδοξία και τη μελαγχολία. Οι ανθρώπινες αδυναμίες που απεικονίζει ο Θάκερυ έχουν να κάνουν κυρίως με την απληστία, την ραθυμία και τον σνομπισμό, καθώς και με τη μοχθηρία, την απάτη και την υποκρισία που τις συγκαλύπτουν. Κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι εντελώς κακός, αν και οι χειριστικές, ανήθικες τάσεις της Μπέκυ την κάνουν να πλησιάσει αρκετά σε αυτό. Ωστόσο, ακόμη και η Μπέκυ που είναι ανήθικη και πονηρή, αιτιολογείται από τη φτώχεια και το στίγμα της, καθώς είναι η ορφανή κόρη ενός φτωχού καλλιτέχνη και μίας χορεύτριας όπερας. Η τάση του Θάκερυ να επισημαίνει ελαττώματα σε όλους τους χαρακτήρες του, δείχνει την επιθυμία του για μεγαλύτερο επίπεδο ρεαλισμού στη μυθοπλασία του, σε σύγκριση με τους μάλλον απίθανους ή εξιδανικευμένους ανθρώπους σε πολλά μυθιστορήματα της εποχής του.

Το μυθιστόρημα είναι μία σάτιρα του κοινωνικού συνόλου, που χαρακτηρίζεται από υποκρισία και οπορτουνισμό, αλλά δεν είναι ένα μεταρρυθμιστικό μυθιστόρημα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κοινωνικές ή πολιτικές αλλαγές ή μεγαλύτερη ευσέβεια και μία ηθική μεταρρύθμιση θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη φύση της κοινωνίας. Παρουσιάζει έτσι μία αρκετά ζοφερή άποψη για την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό το ζοφερό πορτρέτο συνεχίζεται με τον ρόλο του ίδιου του Thackeray ως παντογνώστη αφηγητή, ενός από τους συγγραφείς που είναι περισσότερο γνωστός για τη χρήση της τεχνικής. Προσφέρει συνεχώς πλεονεκτήματα για τους χαρακτήρες του και τους συγκρίνει με ηθοποιούς και μαριονέτες, αλλά το μάγουλό του φτάνει μέχρι τους αναγνώστες του, κατηγορώντας όλους όσοι ενδιαφέρονται για τέτοια «Πανηγύρια Ματαιότητας» ότι έχουν μία «οκνηρή, είτε καλοπροαίρετη, ή σαρκαστική διάθεση».[45] Όπως παρατήρησε ο λόρδος Ντέιβιντ Σέσιλ, «Ο Θάκερυ άρεσε τους ανθρώπους και ως επί το πλείστον τους πίστευε ότι είχαν καλές προθέσεις. Αλλά είδε επίσης πολύ καθαρά, ότι όλοι ήταν σε κάποιο βαθμό αδύναμοι και μάταιοι, αυτοαπορροφημένοι και αυταπατημένοι» [46] Η Αμέλια ξεκινά ως ένα εγκάρδιο και φιλικό κορίτσι, αν και συναισθηματική και αφελής, αλλά στο τέλος της ιστορίας παρουσιάζεται ως κενή και ρηχή. Ο Ντόμπιν εμφανίζεται πρώτα ως πιστός και μεγαλόψυχος, αν δεν γνωρίζει την αξία του. Στο τέλος της ιστορίας παρουσιάζεται ως ένας τραγικός ανόητος, ένας αιχμάλωτος της δικής του αίσθησης καθήκοντος, που ξέρει ότι σπαταλά τα δώρα του για την Αμέλια, αλλά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Η ολοένα και πιο ζοφερή οπτική του μυθιστορήματος μπορεί να αιφνιδιάσει τους αναγνώστες, καθώς οι χαρακτήρες τους οποίους ο αναγνώστης στην αρχή συμπαθεί, αποδεικνύονται ανάξιοι μίας τέτοιας εκτίμησης.

Το έργο συγκρίνεται συχνά με το άλλο σπουδαίο ιστορικό μυθιστόρημα των Ναπολεόντειων Πολέμων, τον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόι. [ζ] Ενώ το έργο του Τολστόι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορική λεπτομέρεια και στην επίδραση που έχει ο πόλεμος στους πρωταγωνιστές του, ο Θάκερυ χρησιμοποιεί τη σύγκρουση ως φόντο στη ζωή των χαρακτήρων του. Τα σημαντικά γεγονότα στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν έχουν πάντα εξίσου σημαντική επιρροή στις συμπεριφορές των χαρακτήρων του Θάκερυ. Μάλλον τα ελαττώματά τους τείνουν να εντείνονται με την πάροδο του χρόνου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη λυτρωτική δύναμη, που έχει η σύγκρουση στους χαρακτήρες του Πολέμου και ειρήνης. Για τον Θάκερυ, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι στο σύνολό τους μπορούν να θεωρηθούν ως μία ακόμη από τις ματαιοδοξίες που εκφράζονται στον τίτλο.

Ένα κοινό κρίσιμο θέμα είναι η αντιμετώπιση διαφόρων αντικειμένων στο βιβλίο και των σχέσεων των πρωταγωνιστών με αυτά, όπως τα διαμάντια της Μπέκυ ή το πιάνο που εκτιμά η Aμέλια, όταν πιστεύει ότι προήλθε από τον Τζορτζ και το απορρίπτει όταν μαθαίνει ότι ο Ντόμπιν το έδωσε. Μαρξιστικές και παρόμοιες σχολές κριτικής που προχωρούν παραπέρα και βλέπουν τον Θάκερυ να καταδικάζει τον καταναλωτισμό και τον καπιταλισμό, ωστόσο, υπερεκτιμούν σε μεγάλο βαθμό την υπόθεσή τους. [8] Ο Θάκερυ επισημαίνεται στην κριτική του για την εμπορευματοποίηση των γυναικών στην αγορά του γάμου, αλλά οι παραλλαγές του στο «όλα είναι ματαιότητα» του Εκκλησιαστή [49] είναι περισσότερο προσωπικές, παρά θεσμικές. Έχει επίσης μεγάλη συμπάθεια σε ένα μέτρο άνεσης και οικονομικής και σωματικής «απλότητας». Κάποια στιγμή, ο αφηγητής κάνει ακόμη και μία «σθεναρή υπεράσπιση του μεσημεριανού του γεύματος»:[32] «Είναι ματαιοδοξία να είμαστε σίγουροι: αλλά σε ποιον δεν θα αρέσει λίγο; Θα ήθελα να μάθω ποιο καλά συγκροτημένο μυαλό, απλώς και μόνο επειδή είναι παροδικό, αντιπαθεί το ψητό μοσχαρίσιο κρέας;» [50]

Παρά τις σαφείς συνέπειες της εικονογράφησης του Θάκερυ για το θέμα, ο Τζον Σάδερλαντ έχει υποστηρίξει ότι η Μπέκυ δολοφόνησε τον Τζος με βάση την κριτική του Θάκερυ για τα «μυθιστορήματα τύπου Νιούγκεϊτ» του Έντουαρντ Μπούλβερ-Λύτον και άλλων συγγραφέων Βικτωριανής αστυνομικής φαντασίας. [η] Αν και αυτό στο οποίο ο Θάκερυ αντιτάχθηκε κυρίως ήταν η εξύμνηση των πράξεων ενός εγκληματία, η πρόθεσή του μπορεί να ήταν να παγιδεύσει τον Βικτωριανό αναγνώστη με τις δικές του προκαταλήψεις και να τον κάνει να σκεφτεί το χειρότερο για την Μπέκυ Σαρπ, ακόμη και όταν δεν έχουν αποδείξεις για τις ενέργειές της.[51]

Προσαρμογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κάρτα λέσχης για το Vanity Fair του 1923, μία χαμένη ταινία της οποίας η Μπέκι Σαρπ ήταν η σύζυγος του σκηνοθέτη.

Ραδιόφωνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το Vanity Fair (7 Ιανουαρίου 1940), η ραδιοφωνική σειρά Campbell Playhouse του CBS, με οικοδεσπότη τον Orson Welles, μετέδωσε μια προσαρμογή διάρκειας μίας ώρας με τη Helen Hayes και την Agnes Moorehead .
  • Το Vanity Fair (6 Δεκεμβρίου 1947), η σειρά του NBC Radio Favorite Story, με παρουσιαστή τον Ronald Colman, μετέδωσε μια μισή ώρα προσαρμογή με την Joan Lorring ως "Becky Sharp" [52][53]
  • Vanity Fair (2004), το BBC Radio 4 μετέδωσε μια προσαρμογή του μυθιστορήματος του Stephen Wyatt, με πρωταγωνιστές την Emma Fielding ως Becky, Stephen Fry ως αφηγητής, Katy Cavanagh ως Amelia, David Calder, Philip Fox, Jon Glover, Geoffrey Whitehead ως Mr. Osborne, Ian Masters ως Mr. Sedley, Alice Hart ως Maria Osborne και Margaret Tyzack ως Miss Crawley. Αυτό μεταδόθηκε στη συνέχεια στο BBC Radio 7 σε 20 δεκαπεντάλεπτα επεισόδια. [ <span title="This claim needs references to reliable sources. (January 2019)">απαιτείται παραπομπή</span> ]
  • Vanity Fair (2019), το BBC Radio 4 μετέδωσε μια προσαρμογή τριών μερών του μυθιστορήματος του Jim Poyser με πρόσθετο υλικό από τον Al Murray (πραγματικός απόγονος του Thackeray, ο οποίος πρωταγωνιστεί επίσης ως Thackeray),[54] με την Ellie White ως Becky Sharp, Helen O'Hara ως Amelia Sedley, Blake Ritson ως Rawdon Crawley, Rupert Hill ως George Osborne και Graeme Hawley ως Dobbin.

Βωβός ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Vanity Fair (1911), σε σκηνοθεσία Τσαρλς Κεντ [55]
  • <i id="mwAe4">Vanity Fair</i> (1915), σκηνοθεσία Charles Brabin
  • Vanity Fair (1922), σκηνοθεσία W. Courtney Rowden
  • Vanity Fair (1923), σε σκηνοθεσία Hugo Ballin

Ταινίες ήχου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Vanity Fair (1932), σε σκηνοθεσία Chester M. Franklin και με πρωταγωνίστρια τη Myrna Loy, ανανεώνοντας την ιστορία για να κάνει την Becky Sharp μια γκουβερνάντα που αναρριχείται κοινωνικά
  • Becky Sharp (1935), με πρωταγωνιστές τη Miriam Hopkins και τη Frances Dee, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που γυρίστηκε σε πλήρες φάσμα Technicolor
  • Vanity Fair (2004), σε σκηνοθεσία Mira Nair και με πρωταγωνίστρια τη Reese Witherspoon ως Becky Sharp και Natasha Little, η οποία είχε παίξει την Becky Sharp στην προηγούμενη τηλεοπτική μίνι σειρά του Vanity Fair, ως Lady Jane Sheepshanks

Τηλεόραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Vanity Fair (1956-7), μια σειρά του BBC προσαρμοσμένη από την Constance Cox με πρωταγωνίστρια την Joyce Redman
  • Vanity Fair (1967), μια μίνι σειρά του BBC που διασκευάστηκε από τον Rex Tucker με πρωταγωνίστρια τη Susan Hampshire ως Becky Sharp, για την οποία έλαβε ένα βραβείο Emmy το 1973. Αυτή η έκδοση μεταδόθηκε επίσης το 1972 στις ΗΠΑ στην τηλεόραση PBS ως μέρος του Masterpiece Theatre .
  • Yarmarka tshcheslaviya (1976), μια τηλεοπτική μίνι σειρά δύο επεισοδίων σε σκηνοθεσία Igor Ilyinsky και Mariette Myatt, που ανέβηκε από το Κρατικό Ακαδημαϊκό Θέατρο Maly της Μόσχας της ΕΣΣΔ) (in Russian) [56]
  • Vanity Fair (1987), μια μίνι σειρά του BBC με πρωταγωνίστρια την Eve Matheson ως Becky Sharp, τη Rebecca Saire ως Amelia Sedley, τον James Saxon ως Jos Sedley και τον Simon Dormandy ως Dobbin.[57]
  • Vanity Fair (1998), μίνι σειρά του BBC με πρωταγωνίστρια τη Natasha Little ως Becky Sharp
  • Vanity Fair (2018), μια προσαρμογή σε επτά μέρη ITV και Amazon Studios, με πρωταγωνίστρια την Olivia Cooke ως Becky Sharp, τον Tom Bateman ως Captain Rawdon Crawley και τον Michael Palin ως Thackeray.[58]

Θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Becky Sharp (1899), έργο που έγραψε ο Langdon Mitchell
  • Vanity Fair (1946), έργο γραμμένο από την Constance Cox
  • Vanity Fair (2017), έργο γραμμένο από την Kate Hamill

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «κούκλα Μπέκυ» κατασκευάζει το σπίτι της από χαρτιά

 

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Vanity fair. by William Makepeace Thackeray | Open Library». Ανακτήθηκε στις 13  Σεπτεμβρίου 2023.
  2. Faulks, Sebastian (2011), Faulks on Fiction: Great British Heroes and the Secret Life of the Novel, London: BBC Books, σελ. 14, ISBN 9781846079597, https://books.google.com/books?id=SUnJZ2sNrAEC&q=Vanity .
  3. Sutherland (1988).
  4. «BBC The Big Read». BBC. April 2003. https://www.bbc.co.uk/arts/bigread/top200.shtml. Ανακτήθηκε στις 31 October 2012. 
  5. The Pilgrim's Progress, 1853, http://utc.iath.virginia.edu/christn/chfijba4f.html .
  6. «The Title of Vanity Fair». Shmoop.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2014. 
  7. «The Pilgrim's Progress, By John Bunyan. Summary and Analysis, Part 1, Section 7 – Vanity Fair». Cliff's Notes. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2014. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Milne (2015).
  9. 9,0 9,1 Milne (2015)
  10. Espinasse, Francis (1885), «Robert Bell (1800–1867)», στο: Leslie Stephen, επιμ., Dictionary of National Biography, Vol. IV, London: Smith, Elder, & Co. .
  11. «Jeremiah 17», Bible Gateway, https://www.biblegateway.com/passage/?search=Jeremiah+17&version=KJV .
  12. Milne (2015), σελ. 110
  13. 13,0 13,1 Vanity Fair, 1848, σελ. vii–ix, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  14. Vanity Fair, 1848, σελ. 624, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  15. 15,00 15,01 15,02 15,03 15,04 15,05 15,06 15,07 15,08 15,09 York (1997).
  16. Vanity Fair, 1848, σελ. 134, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  17. 17,0 17,1 Heiler (2010). Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " highwater " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  18. Vanity Fair, 1848, σελ. 563, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  19. Vanity Fair, 1848, σελ. 605, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  20. Vanity Fair, 1848, σελ. 288, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  21. 21,0 21,1 21,2 Sutherland (1988), "Vanity Fair". Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " suthvf " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  22. Vanity Fair, 1848, σελ. 9, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  23. Vanity Fair, 1848, σελ. 103, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 Wilson & al. (1970). Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " castaway " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  25. Taylor (2004).
  26. "Readers love a good anti-hero – so why do they shun anti-heroines?" by Emma Jane Unsworth, The Guardian, 18 November 2014
  27. Milne (2015), σελ. 110–111.
  28. 28,0 28,1 Macguire, Matthew (2000), «W.M. Thackeray's Illustrations for Vanity Fair», The Victorian Web, http://www.victorianweb.org/art/illustration/thackeray/67.1.html . Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " bigmac " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  29. 29,0 29,1 Tillotson & al. (1963), σελίδες xvii ff..
  30. 30,0 30,1 York (1997), σελ. 29.
  31. Tillotson & al.,[29] cited in York.[30]
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 Milne (2015). Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " thisonegoestoeleven " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  33. Tillotson & al.,[29] cited in York.[30]
  34. Sutherland (1988), "Carlyle & Carlylism".
  35. Vanity Fair, 1848, σελ. 36, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  36. Vanity Fair, 1848, σελ. 504, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  37. Dibattista (1980).
  38. Jadwin (1993).
  39. «Suppressed Plates», Pall Mall Magazine, London, 1899 .
  40. Wilson & al. (1970), σελ. 85.
  41. Wilson & al. (1970).
  42. Milne (2015), σελ. 108.
  43. See, e.g., The Times review of 10 July 1848.
  44. Ray (1946).
  45. Vanity Fair, 1848, σελ. viii, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  46. Cecil, David (1934), Early Victorian Novelists, Constable, σελ. 69 .
  47. Carey, John (1977). Thackeray: Prodigal GeniusΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Faber. ISBN 9780571111268. 
  48. McAloon, Jonathan (20 June 2015), Why Vanity Fair Is the Greatest Novel about Waterloo, https://www.telegraph.co.uk/books/what-to-read/why-vanity-fair-is-the-greatest-novel-about-waterloo/ .
  49. Vanity Fair, 1848, σελ. 450 & 624, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  50. Vanity Fair, 1848, σελ. 450, https://archive.org/stream/VanityFair1848 .
  51. Sutherland, John (1996). Is Heathcliff A Murderer?: Great Puzzles in Nineteenth-century Fiction. Oxford University Press. 
  52. «Vanity Fair». Favorite Story (Old Time Radio Downloads). 6 December 1947. 
  53. «Vanity Fair». Favorite Story (Old Time Radio). 6 December 1947. https://www.youtube.com/watch?v=5PD78Usb9R4. 
  54. «BBC Radio 4 - Vanity Fair». 
  55. Vanity Fair. Films 101. 1911. 
  56. Yarmarka tshcheslaviya  στην IMDb
  57. «Vanity Fair». 20 Σεπτεμβρίου 1987. σελ. 39. 
  58. Tartaglione, Nancy (25 September 2017). «'Vanity Fair': Suranne Jones, Michael Palin Join Olivia Cooke In ITV/Amazon Drama». deadline.com. https://deadline.com/2017/09/vanity-fair-suranne-jones-michael-palin-olivia-cooke-itv-amazon-drama-first-photo-1202176149/. Ανακτήθηκε στις 13 March 2018. 


Σφάλμα αναφοράς: Υπάρχουν ετικέτες <ref> για κάποια ομάδα με το όνομα «lower-greek», αλλά δεν βρέθηκε καμία αντίστοιχη ετικέτα <references group="lower-greek"/>