Σούλι
Σούλι | |
---|---|
Χώρα | Ελλάδα |
Γεωγραφική υπαγωγή | Ήπειρος |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 (επίσημη ώρα) UTC+03:00 (θερινή ώρα) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Σούλι είναι ιστορική και γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Ηπείρου, που αποτελείται από ένα σύνολο (αναφέρεται και ως «ομοσπονδία») χωριών,[1] γνωστών και ως Σουλιωτοχώρια. Συνορεύει ανατολικά με την Λάκκα Σουλίου του Νομού Ιωαννίνων, νότια με τα χωριά του Νομού Πρεβέζης, ενώ βόρεια και δυτικά με τα υπόλοιπα όμορα χωριά της Θεσπρωτίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα όρη Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.), Τούρλια (1.082 μ.) και στη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Στους πρόποδες των χωριών υπάρχουν αντικριστά δύο λόφοι, σημαντικοί από άποψης γεωγραφικής και ιστορικής φύσης, το Κούγκι και η Κιάφα, πάνω στην οποία βρίσκεται ο βράχος της Μπίρας.
Η όλη περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, απότομη, δύσβατη, άγρια και σύμφωνα με τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο, μαγευτική. Αναφέρεται ότι πιθανώς οι πρώτοι οικιστές της περιοχής, την επέλεξαν λόγω της δυσπρόσιτης και φυσικώς οχυρής της θέσης.[1]
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί διάφορες απόψεις για την προέλευση του ονόματος: ο Χριστόφορος Περραιβός που γνώρισε προσωπικά τους Σουλιώτες στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρει την τοπική παράδοση ότι οφείλεται σε κάποιον Τουρκαλβανό Σούλη που είχε φονευθεί σ' αυτή την τοποθεσία. Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος στην ωδή του "Εις Σούλι" συνδέει το Σούλι με τη χώρα των αρχαίων Σελλών.[2] Ο Π. Φουρίκης θεωρεί την ονομασία αλβανική εκ του "sula / σούλα" που σημαίνει άκρη "σκοπιάς, βίγλα" όνομα που έδωσαν στη περιοχή αυτή οι πρώτοι αλβανόφωνοι οικιστές της.[3] Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το Σούλι από το αλβανικό "suli", που σημαίνει αιχμηρή "κορυφή" (βουνού).[4] Κατά μια άλλη άποψη η λέξη Σούλι προέρχεται από την αλβανική λέξη shul, που μεταξύ άλλων σημαίνει πάσσαλος, δοκάρι, κορυφή, λόφος,[5] δάνειο από το σλαβικό *šulƄ (=κούτσουρο, κορμός, όπως το νοτιοσλαβικό šulj), ή σχετικό με το σλαβικό *sulica (λόγχη), ή με το λατινικό insubulum (άξονας αργαλειού).[6]
Λαογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καταγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτοι οικισμοί στην περιοχή του Σουλίου έγιναν κατά πάσα πιθανότητα τον 16ο αιώνα.[1] Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Βορείου Ηπείρου.[1][7] Ήταν δε, Αρβανίτες στην καταγωγή, κατά κύριο λόγο, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες.[1] Σχημάτισαν τέσσερα χωριά: Σούλι (ή Κακοσούλι), Σαμονίδα, Κιάφα και Αβαρίνο (ή Τετραχώρι). Αργότερα, κτίστηκαν κι άλλα επτά χωριά: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι (Παλιοκατούντα), Γκιονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες (Εφταχώρι). Κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, οι Σουλιώτες "ήταν κράμα Ελλήνων κι εξελληνισμένων Αλβανών" και συνεχίζει λέγοντας πως "η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανικήν τα ευγενέστερα αισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας".[8] Το μόνο σίγουρο είναι ότι ανεξαρτήτως των καταβολών τους, οι Σουλιώτες είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.[1][7][9][10] Διακρίθηκαν σε όλους τους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι έγιναν θρύλοι για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους.
Γλώσσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι, η επίσημη γλώσσα ήταν η ελληνική, ενώ καθημερινή τα αρβανίτικα.[1] Ο Τίτος Γιοχάλας, που μελέτησε το «ελληνο-αλβανικό λεξικό» του Μάρκου Μπότσαρη, παρατηρεί ότι το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο των αλβανικών και διασώζει πολλά αρχαϊκά γλωσσικά στοιχεία όμοια με αυτά των αρμπερέσικων κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας. Βρίσκεται πλησιέστερα στα αρβανίτικα που ομιλούνταν τη δεκαετία του 1960 στο χωριό Ανθούσα.[11] Παρατηρώντας φαινόμενα ελληνικής σύνταξης σε αλβανικές φράσεις του λεξικού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είτε η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η ελληνική είτε, αν η μητρική τους ήταν η αλβανική, η επίδραση της ελληνικής στην αλβανική ήταν τόση ώστε να επηρεάσει πέρα από το λεξιλόγιο και την ίδια τη σύνταξή της.[12]
Φατρίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σουλιώτες κατοικούσαν στα 11 προαναφερθέντα χωριά, ήταν χωρισμένοι δε σε 47 πατριές (φατριές) ή "φάρες" όπως τις αποκαλούσαν. Οι σημαντικότερες έφεραν τα ακόλουθα επώνυμα, αλφαβητικά:
|
|
|
Κατά τον Περραιβό οι φατρίες ήταν: Στο Σούλι οι Τζαβελάτες, Μποτζαράτες, Δρακάτες, Δαγκλιάτες, Κουτζονικάτες, Καραμπινάτες, Μπουτζάτες, Σεάτες, Καλογεράτες, Ζαρμπάτες, Βελιάτες, Θανασάτες, Κασκαράτες, Τοράτες, Μαντζάτες, Παπαγιαννάτες, Βασιάτες, Τοντάτες, Σαχινάτες, Παλαμάτες, Ματάτες, Μπουσμπάτες. Στην Κιάφα οι Ζερβάτες, Νικάτες, Φουτάτες και Πανταζάτες. Στον Αβαρίκο οι Σαλατάρες, Μπουφάτες και Τζιορίτες. Στη Σαμονίβα οι Μπεκάτες, Δαγκλιανάτες και Ηράτες.[13]
Πολλές από αυτές φέρονται να έχουν πάρει μέρος στους αγώνες του Γεώργιου Καστριώτη Σκεντέρμπεη και του γιου του Ιωάννη Καστριώτη του νεώτερου, για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.[7][9][14] Η αναφορά αυτή αποδεικνύει ότι οι Σουλιώτες ήταν χριστιανοί και συνδέονταν με τους μεσαιωνικούς μισθοφορικούς στρατιώτες γνωστούς ως Stratioti. Ίσως αυτό δικαιολογεί την στρατιωτική τους ικανότητα αλλά και την αντίθεση τους με τους τουρκαλβανούς της ευρύτερης περιοχής.
Τοπωνύμια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκατοντάδες τοπωνύμια του Σουλίου δημοσιεύθηκαν το 1975 και 1976 από τον δάσκαλο Σπυρίδωνα Γ. Μουσελίμη, μαζί με ονόματα φατριών και άλλες λαογραφικές πληροφορίες.[15]
Διοίκηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κάθε φάρα είχε το δικό της αρχηγό. Το αξίωμα αυτό ήταν κληρονομικό. Όλοι οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν το "Κριτήριον της Πατρίδος". Το έργο της "κυβέρνησης" αυτής ήταν η συλλογή των φόρων κι η απόφαση για τους στρατεύσιμους. Υπήρχε δικαστική εξουσία, η οποία βασιζόταν στο εθιμικό δίκαιο. Ανώτατη εξουσία ήταν το "Γενικόν Συνέδριον", στο οποίο συμμετείχαν οι αρχηγοί κάθε φάρας κι όσοι είχαν διακριθεί για τις αρετές τους. Αυτοί αποφάσιζαν για πόλεμο ή ειρήνη και ρύθμιζαν τις εξωτερικές σχέσης της "Σουλιώτικης Συμπολιτείας". Πρωτεύουσα θεωρούνταν το Σούλι.[1]
Στρατός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα χωριά του Σουλίου αριθμούσαν περί τους 2.500 ένοπλους, λιτοδίαιτους, ολιγαρκείς και σκληραγωγημένους άντρες. Χαρακτηριστικό είναι ότι κι οι γυναίκες έπαιρναν πολλές φορές μέρος στις μάχες.[1]
Ήθη και έθιμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χαρακτηριστικό των Σουλιωτών ήταν η τυφλή πειθαρχία στους αρχηγούς, ειδικά κατά την περίοδο πολέμου. Θεωρούσαν την ελευθερία πιο πολύτιμο αγαθό κι από την ίδια τους τη ζωή. Είχαν αυστηρά ήθη και σέβονταν τις γυναίκες. Τιμούσαν όσους επιδείκνυαν ηρωισμό στις μάχες και απόπαιρναν τους δειλούς. Διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών τους (μπέσα) και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις ηθικές αρχές. Ίσχυε η αντεκδίκηση (βεντέτα) κι ήταν μάλιστα απαράβατος νόμος. Κύρια γνωρίσματά τους ήταν ακόμη η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία κι η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Άφηναν τσαμπά, φορούσαν την παραδοσιακή φουστανέλα κι επίσημο όργανο ήταν ο ταμπουράς.[1]
Τρόπος ζωής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ζούσαν με όσα παρήγαν από την κτηνοτροφία και τα ελάχιστα γεωργικά προϊόντα που τους προσέφερε η ορεινή γη τους. Κύρια πηγή εσόδων, όμως, ήταν τα λάφυρα των επιδρομών τους στα χωριά της Ηπείρου, τα οποία υπέτασσαν κι υποχρέωναν τους κατοίκους να πληρώνουν φόρο. Ταυτόχρονα, όμως, τους παρείχαν προστασία.[1]
Σήμερα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σουλιώτες που επέζησαν από την Πτώση του Σουλίου, στο τέλος του 1803, δεν επέστρεψαν στο Σούλι. Όπως προαναφέρθηκε, διασκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα, σώζεται μόνο η Σαμονίδα, με ελάχιστους κατοίκους, που μάλλον δεν έχουν σχέση με τους Σουλιώτες. Τέλος, σώζονται μερικά ερείπια του Κουγκίου και της Κιάφας, καθώς επίσης και τα διάσημα "Πηγάδια" στη Σαμονίδα.[1]
Πληθυσμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν την Ελληνική Επανάσταση, το Σούλι αριθμούσε περίπου 15.000 άτομα. Μετά, οι λιγοστοί εναπομείναντες Σουλιώτες διασκορπίστηκαν σε όλη τη χώρα.[1]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 Σούλι. 54. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. σελίδες 414–415.
- ↑ «Φυσάει σφοδρός ο αέρας, και το δάσος κυμαίνεται της Σελλαιΐδος», Ανδρέας Κάλβος, Λυρικά, Ωδή πέμπτη, στ. 3
- ↑ Π. Φουρίκης. Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος. Αθήνα 1922 σελ. 4
- ↑ Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, έκδοση β, 2005, λήμμα Σούλι
- ↑ Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία – Θεσσαλονίκη, 2010, τ. Β΄, σ. 1295
- ↑ Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, Brill, 1998, σ. 445
- ↑ 7,0 7,1 7,2 Καργάκος, Σαράντος (2000). Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Β' έκδοση). Ι. Σιδέρης.
- ↑ "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", Κ. Παπαρρηγόπουλος, σχολιασμοί Καρολίδη, ερμηνευτικά σχόλια, διευκρινιστικές σημειώσεις, κυρίως κείμενο για τους Σουλιώτες
- ↑ 9,0 9,1 "Ελλήνων Τόποι", Πατριδογνωσία, τόμος 4ος, Ήπειρος, "Το Σούλι"
- ↑ "Ιστορία του Σουλίου και Πάργας", Χ. Περραιβός, τόμος Α'
- ↑ Γιοχάλας 1980, σελ. 72, 48-49
- ↑ Γιοχάλας 1980, σελ. 53
- ↑ Αλέξανδρος, "Πόθεν" η λέξη "Κούγκι" κι άλλα. Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ 74-75 (1982), σ. 3
- ↑ "Ιστορία του Σουλίου και Πάργας", Χ. Περραιβός, τόμος Α', τόμος Β', διευκρινιστικά σχόλια, σχολιασμός από τον συγγραφέα στο θέμα του Καστριώτη, αλλά και την Ιστορία της Ηπείρου
- ↑ Ηπειρωτική Εστία (Ιωάννινα) : τεύχος 283-284 (1975) σ. 810 – 825, τχ. 285-286 (1976) σ. 47-62, τχ. 287-288 (1976), σ. 196- 207, τχ 289-290 (1976). σ. 403-410.