Κοντιάς Λήμνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 39°51′56″N 25°8′53″E / 39.86556°N 25.14806°E / 39.86556; 25.14806

Κοντιάς Λήμνου
Κοντιάς is located in Greece
Κοντιάς
Κοντιάς
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΒορείου Αιγαίου
ΔήμοςΛήμνου
Γεωγραφία
ΝομόςΛέσβου
Πληθυσμός
Μόνιμος472
Έτος απογραφής2021

Ο Κοντιάς είναι χωριό της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης).

Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Νέας Κούταλης. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.

Βυζαντινή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε απογραφικό έγγραφο της μονής Μεγίστης Λαύρας της περιόδου 1316-29 σημειώνεται το Παλαιοκάστελλον του Κοντέα ως μετόχι της μονής. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1346, το μετόχι προικοδοτήθηκε και με αγροτική έκταση 4.000 μοδίων, η οποία παλιότερα αποτελούσε «βασιλικόν ζευγηλατείον» γνωστό με την ονομασία «γη των Τραχυσάνων». Παράλληλα οι μοναχοί υποσχέθηκαν να ξανακτίσουν το ερειπωμένο κάστρο και να εγκαταστήσουν ανθρώπους:

«...όπως ανακτίσωσι και περιποιηθώσι το τοιούτον Παλαιοκάστελλον και κατοικήσωσιν εν αυτώ ανθρώπους και ευρίσκηται τούτο εις διαφένδευσιν και προσοχήν και συν Θεώ ασφάλειαν της τοιαύτης νήσου...».

Από το έγγραφο συνάγεται ότι το κάστρο είχε κτιστεί πιο παλιά, πιθανότατα στα χρόνια της Ενετοκρατίας (1207-76), από κάποιο γαιοκτήμονα Κοντέα με στόχο να εποπτεύει την ιδιοκτησία του, μα κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε, ίσως όταν έφυγαν οι Ενετοί. Έπειτα η περιοχή πέρασε στην κατοχή του αυτοκράτορα (βασιλικόν ζευγηλατείον) αλλά για άγνωστους λόγους ερήμωσε.

Την παλαιότερη ανθρώπινη παρουσία σηματοδοτούν μια σειρά από τοπωνύμια, που αναφέρονται στο απογραφικό έγγραφο του 1346 οριοθετώντας την έκταση που μεταβιβάστηκε στο μετόχι, όπως: "Λουτρά" και "Λαγγάδα της Πέρδικος", "Νεροχύτης", "Αγγουροκήπιον", "Ξενοταφείον", "Οζόλακκος" κ.ά. Τα τοπωνύμια αποκαλύπτουν ότι στις γύρω περιοχές υπήρχαν κάποτε λουτρά, βρύση, κήπος, νεκροταφείο για τους ξένους ακόμα και λάκκος βοθρολυμάτων, ενδείξεις μιας οργανωμένης κοινότητας.

Το 1346 οι μοναχοί της Λαύρας υποσχέθηκαν να επανοικίσουν την περιοχή ζητώντας σε αντάλλαγμα την εκμετάλλευση του παλιού αυτοκρατορικού τσιφλικιού. Το έγγραφο αυτό αποτελεί τρόπον τινά τη «ληξιαρχική πράξη» ίδρυσης του σημερινού χωριού γύρω από το παλιό κάστρο, κατάλοιπα του οποίου - ερείπια οχύρωσης και δεξαμενής - εντοπίζονται στο λόφο Άγιος Αθανάσιος, ύψους 86 μ. Το χωριό κτίστηκε ανάμεσα στους λόφους Άγιος Αθανάσιος, Τύπος, Βίγλα και Κούκος. Από τις τοπωνυμίες αυτές στο ως άνω έγγραφο αναφέρεται ο Βουνός Τύπος, ενώ σημειώνονται οι θέσεις: Βουνός του Δράκοντος και Βουνό του Σενίτου, ονομασίες που προφανώς αντιστοιχούν στους άλλους λόφους. Στον λόφο Άγ. Αθανάσιος αναφέρεται ομώνυμος ναός το 1565.

Το 1346 η Λαύρα κατείχε επίσης χωράφια, αμπέλια και περιβόλια στην ακτή Εκβάτη - το σημερινό Εβγάτη ή Νεβγάτη - ενώ στην περιοχή Παρανησία υπήρχε θαυματουργός ναός του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για την ομώνυμη χερσόνησο, που καταλήγει στο ακρωτήρι Παρανήσια. Το 1355 αναφέρονται κι άλλες ιδιοκτησίες της Λαύρας κοντά στον Κοντιά: του Λούλη (σε άγνωστη θέση) και ο Άγιος Γεώργιος ο Χανδρέας στην περιοχή του Κακκαβά, τοπωνύμια που φέρουν σήμερα ο χείμαρρος Χαντριάς και ο λόφος Κάκκαβος.

Σύμφωνα με προφορικές αφηγήσεις, αρχικά το χωριό βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, αλλά εγκαταλείφθηκε λόγω των πειρατικών επιδρομών. Ενδεχομένως η παλιά θέση να αντιστοιχεί στο Νεβγάτη, όπου υπήρχε ναός και ζούσαν κάποιοι πάροικοι. Όμως, πιθανότερο είναι το λιμανάκι Άγιος Γιάννης, στον κόλπο του Κοντιά, όπου έχει απομείνει ένα ερειπωμένο κάστρο.

Στο έγγραφο του 1346 αναφέρεται το «ημελημένον καστέλλιον το καλούμενον Εξαδακτύλιον» ή «του Εξαδακτύλου», το οποίο εντοπίζεται κοντά στην ακτή σε λοφίσκο ύψους 18 μέτρων, όπου σήμερα υπάρχει χτισμένη μια κατοικία. Αποκαλείται Βριόκαστρο (Βορειόκαστρο;), ονομασία που άκουσε κι ο Conze το 1858. Τότε σωζόταν ακόμα ένα περιτείχισμα ωοειδούς σχήματος, που θυμίζει το σχήμα που έχει το βενετσιάνικο Παλιόκαστρο του Μούδρου, καθώς και κατάλοιπα προϊστορικής και κλασικής εποχής. Το κάστρο δέσποζε του ομώνυμου κόλπου, ο οποίος αποτελούσε ανέκαθεν ασφαλές αγκυροβόλιο, αφού προστατεύεται από το νοτιά από το ακρωτήριο Σταυρός και τη βραχονησίδα Πράσο ή Πρασονήσι, που έχει έκταση οκτώ στρέμματα και περίμετρο 440 μ.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρόσβαση στον κόλπο Κοντιά περιγράφεται λεπτομερώς στον τουρκικό ναυτικό οδηγό του 1521 του Πίρι Ρέις, ο οποίος σημειώνει πως στον Qondia Körfezi εισέρχονται πολλά πλοία αναμένοντας ευνοϊκές συνθήκες για να μπουν στα στενά του Ελλησπόντου. Στο κείμενο αναφέρεται ότι ο τόπος κοντά στο λιμάνι ήταν έρημος, αλλά στο χάρτη σημειώνεται ένα κάστρο στο μυχό του κόλπου. Προφανώς, το 1521 δεν υπήρχε παράκτιος οικισμός, αλλά το παλιό οχυρό σωζόταν ακόμη. Ο κόλπος Κοντέα και το κάστρο σημειώνονται και στο χάρτη του Μπορντόνε το 1528.

Στα μέσα του 16ου αιώνα, το 1554 στην ξυλογραφία του Thevet και το 1588 σε χάρτη που συνόδευε την τρίτη έκδοση του βιβλίου του Belon, σημειώνεται οικισμός Condias στο μυχό του κόλπου. Συνεπώς, κάποιοι κάτοικοι ένιωσαν αρκετά ασφαλείς και εγκαταστάθηκαν στην ακτή. Μεταγενέστερα, υπάρχουν αναφορές μόνο σε λιμάνι ή κάστρο αλλά όχι σε παράκτιο οικισμό, κάτι που σημαίνει ότι οι κάτοικοι είχαν καταφύγει πάλι στα μεσόγεια. Ειδικά το λιμάνι το σημειώνουν σχεδόν όλοι οι περιηγητές, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία που είχε για τους ναυτικούς της εποχής, και συγκεκριμένα οι: Μάρκο Μποσκίνι (Porto Condea 1658), Πιατσέντζα (La Condea 1680-85), Ανώνυμος (ως νησί Lacondea 1685), Όλφερτ Ντάπερ (Porto Condea και κάστρο Condi 1688), Βιντσέντζο Κορονέλλι (λιμάνι και κάστρο Condea 1690-95) και Μανονκούρ (λιμάνι Cadia 1780). Το 1770 στο λιμάνι του Κοντιά αγκυροβόλησε ένα μέρος του ρωσικού στόλου υπό τον Ορλόφ, που πολιόρκησε το Κάστρο (Μύρινα). Αναλυτική περιγραφή της εισόδου και των ασφαλών θέσεων ελλιμενισμού στο λιμάνι του Κοντιά δίνει κι ο Φρίζεμαν το 1789.

Με την έλευση των Οθωμανών δεν είναι γνωστό τι απέγιναν οι ιδιοκτησίες που κατείχε η Μεγίστη Λαύρα στην περιοχή. Πάντως το 1565 με πατριαρχικό έγγραφο τής παραχωρήθηκε το μονύδριο «...το καλούμενον Δεσποτικόν εν χώρα Κοντιά», ιδιοκτησία που επιβεβαιώθηκε από πατριαρχικά έγγραφα του 1615 και του 1631, τα οποία έχουν δημοσιευτεί στο παρελθόν από τους Β. Ατέση και Κ. Σάθα. Έκτοτε το Μετόχι Κονδιά - του Χριστού, όπως σημειώνεται συχνά - αναφέρεται ως ένα από τα εφτά, που υπήρχαν στο νησί. Το 1856-59 η περιουσία του φορολογήθηκε στα βασιλικά δοσίματα με 160 γρόσια, αν και ήταν ακατοίκητο. Το 1894 το αναφέρει ο Ντελωναί ως ένα από τα σημαντικότερα του νησιού. Το 1924 οι αγροτικές εκτάσεις του απαλλοτριώθηκαν και μοιράστηκαν σε ακτήμονες.

Το 1785 έχουμε την πρώτη νεώτερη αναφορά του χωριού στη σημερινή του θέση. Ο Σουαζέλ Γκουφιέ στο χάρτη του εκτός από το Port Kondia σημειώνει και το χωριό Kondia σε μεσόγεια θέση. Ο Κοντιάς είναι πλέον οργανωμένος οικισμός κι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του νησιού. Από τα κοινοτικά αρχεία γνωρίζουμε πως το 1854 το χωριό είχε ιερέα που ονομαζόταν Θεόδωρος. Το 1856 είχε 290 στρατεύσιμους άνδρες, οι οποίοι πλήρωσαν 9.280 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση. Το 1858 τον επισκέφθηκε ο Αλεξάντερ Κόντζε, ο οποίος περιηγήθηκε την περιοχή και τον σημείωσε στο χάρτη του (Kondia).

Το 1863 καταγράφηκαν 176 οικογένειες, που είχαν γίνει 187 το 1874, απόδειξη σαφούς πληθυσμιακής αύξησης. Επίσης, το 1874 υπήρχαν 227 σπίτια μαζί με όσα ανήκαν στα Μετόχια. Το ίδιο έτος αναφέρεται ότι είχε συσταθεί «Δημαρχία (Κόλι) Κονδιά με τα υπ’ αυτής εξαρτώμενα χωρία εξ, Τζημάνδρια, Πορτιανού, Αγκαριώνες, Πισπέραγω, Σαρπή και Λειβαδοχώρι», τα ίδια που αποτελούν και το σημερινό δήμο. Οι Κοντιατινοί έστελναν τρεις αντιπροσώπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση.

Ήταν πλούσιο χωριό, αφού εκτός από τις αγροτικές εργασίες υπήρχαν πολλοί ναυτικοί και πλοιοκτήτες, όπως ο Παπαγιάννης με 60 ιστιοφόρα, ο οποίος ήταν από τους λίγους που προσαρμόστηκαν στην εποχή του ατμού και η ναυτιλιακή εταιρία που ίδρυσε με έδρα το Λονδίνο υπήρχε ως τα τέλη του 20ού αιώνα, ο Ανέστος Καραγκιαούρης (8 ιστιοφόρα), ο Κωνσταντής Μάκρας (6), ο Κατακουζηνός Μπάρκας (4), ο Αντώνης Τελπίζης (4), ο Κωνσταντίνος Μαυρουδής (2), ο Μεϊντάνης (2) κ.ά.

Πριν από το 1912 λειτουργούσε ταχυδρομείο στο χωριό, ενώ το 1910 κτίστηκαν οι δυο πέτρινες υπόστεγες βρύσες: Καλή βρύση και Τσίκουλας. Τέλος, στα μέσα του 19ου αιώνα καταγράφηκε μια από τις τελευταίες πειρατικές επιδρομές στη Λήμνο από τον πειρατή Ψυρούκη, ο οποίος σκοτώθηκε στον κόλπο του Κοντιά στην προσπάθειά του να διαφύγει με το πλοίο του.

Οι ναοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο παλιότερος ναός του χωριού είναι ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος. Είναι μικρού μεγέθους κι έχει φρουριακή κατασκευή, με πολεμίστρες, κανόνια κλπ. Υπολογίζεται πως χτίστηκε το 16ο αιώνα. Έχει παλιές εικόνες και τη δεκαετία του ’70 λειτουργούσε ως μουσείο.

Το 1867 κτίστηκε ο ενοριακός ναός Άγιος Δημήτριος, ρυθμού βασιλικής με στεγασμένο εξωνάρθηκα, που στηρίζεται σε μονολιθικούς κίονες με περίτεχνα κιονόκρανα. Είναι επιβλητικός με εντυπωσιακό πέτρινο καμπαναριό, μεταγενέστερης κατασκευής. Και στους δύο ναούς υπάρχουν αγιογραφίες του Γρηγορίου Παπαμαλή.

Ένας άλλος ναός, της Γεννήσεως του Χριστού, που παλιά ανήκε στο μετόχι της Λαύρας, κάηκε και ξανακτίστηκε το 1938 από τον Αιγυπτιώτη Νικόλαο Γαροφαλλίδη (1867-13/07/1952), ο οποίος τον αφιέρωσε και στους αγίους Κωνσταντίνο, Ελένη και Νικόλαο.
Στον περίβολο του Ναού βρίσκεται ο τάφος του ιδίου και της συζύγου του, Ελένης Γαρυφαλλίδου (1888-1938), το γένος Τριαντάφυλλου Πολυταρίδη, προς τιμήν της οποίας ανακατασκευάστηκε και ο ναός το έτος θανάτου της.

Τα σχολεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λειτουργία σχολείου στον Κοντιά αναφέρεται για πρώτη φορά το 1873. Όμως, λειτουργούσε σε ακατάλληλο κτίριο, ενώ τα έξοδα λειτουργίας του καλύπτονταν κατά 20% από την ενορία και τα υπόλοιπα από δίδακτρα που πλήρωναν οι μαθητές. Το 1874 το σχολείο έγινε κοινοτικό, τετρατάξιο και το 1880 κτίστηκε διδακτήριο κοντά στο ναό του Αγ. Δημητρίου με συνδρομή των κατοίκων και δωρεές μεταναστών. Το 1903 είχε αναβαθμιστεί σε πεντατάξιο, ενώ πριν το 1912 είχε ιδρυθεί ξεχωριστό παρθεναγωγείο.

Το 1918 τα δυο παλιά κοινοτικά σχολεία μετατράπηκαν σε διθέσια εξατάξια δημοτικά αρρένων και θηλέων, τα οποία αργότερα συγχωνεύτηκαν σε ένα πενταθέσιο. Το 1937 υποβιβάστηκε σε τετραθέσιο και μεταπολεμικά υποβαθμίστηκε σταδιακά σε τριθέσιο (1970) και διθέσιο (1974). Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συγχωνεύτηκε με τα μονοθέσια σχολεία των γύρω χωριών και αναβαθμίστηκε πάλι σε τετραθέσιο.

Από τους εκπαιδευτικούς που δίδαξαν στον Κοντιά άφησε εποχή ο Αργύριος Καβουρίδης (1880-1964) από τα Καμίνια, ξάδερφος και παιδικός φίλος του Αργυρίου Μοσχίδη. Παντρεύτηκε κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Κοντιά, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια (1913-16 και 1920-40). Αρχικά, εξασφάλισε οικόπεδο από το μετόχι, ξυλεία από το αγγλικό εκστρατευτικό σώμα και χρήματα από μετανάστες κι έχτισε σύγχρονο σχολικό κτίριο με έξι αίθουσες στα 1922-25. Στη συνέχεια αξιοποιώντας διάφορες δωρεές το εξόπλισε με όργανα φυσικής και χάρτες, δημιούργησε μοναδικό σχολικό μουσείο με πετρώματα, δέρματα αγρίων ζώων, ταριχευμένα πουλιά και ερπετά, αυγά σπάνιων πουλιών, αγαλματίδια, εργαλεία και όπλα ιθαγενών της Αφρικής, ακόμα και μούμιες, έστησε μαθητικό συσσίτιο, δημιουργώντας ένα υποδειγματικό σχολείο, το οποίο η λημνιακή κοινωνία είχε ονομάσει Μικρό Πανεπιστήμιο. Δυστυχώς, το μουσείο λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής. Επίσης, είχε έντονη κοινωνική δράση. Δημιούργησε προσκοπική ομάδα και φιλοδασικό σύλλογο, το λεγόμενο Πράσινο Όμιλο, έκανε αναδασώσεις, εκδρομές σε άλλα χωριά, σε ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους, προσφέροντας πολλά στην πολιτισμική αναβάθμιση του χωριού. Το σχολικό κτίριο υπέστη μεγάλες ζημιές από το σεισμό του 1968 και ανακατασκευάστηκε.

Εκτός του Α. Καβουρίδη, μακροχρόνια υπηρεσία στο σχολείο του Κοντιά είχαν και οι: Κων. Φραγκουδάκης (1902-05), παπά-Κώστας Αρετός (δεκαετία 1910-20), Φωτεινή Τσαρσή, Σαπφώ Ζαφειρίδου (1927-37), Μαρία Αρσενικάκη (1937-52), Ιωάννης Τσάκωνας (1930-65), Κυριάκος Δουραμάνης (1945-50), Αικατερίνη Τσάκωνα (1953-62), Παναγιώτης Ποριάζης (1960-71), Αμφιτρίτη Καπετάνου (1966-72), Κώστας Κοντέλλης (1971-77), Αργυρώ Λάππα (1971-77), οι οποίοι αναδιοργάνωσαν το σχολικό μουσείο κ.ά.

Νεότερη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ήταν δήμος επί τουρκοκρατίας, το 1918 το χωριό αποτέλεσε κοινότητα, αρχικά με το όνομα Κονδιάς, το οποίο διορθώθηκε σε Κοντιάς το 1940. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Ενώ το 1920 είχε 1272 κατοίκους και ήταν το τρίτο χωριό της Λήμνου, το 1940 με 1500 κατοίκους ήταν το δεύτερο σε πληθυσμό χωριό του νησιού. Το 1926 ανατολικά του χωριού κτίστηκε ο προσφυγικός συνοικισμός, όπου εγκαταστάθηκε μικρός αριθμός προσφυγικών οικογενειών. Επίσης, ήταν έδρα αστυνομικού σταθμού. Την περίοδο αυτή έγιναν έργα ύδρευσης, οδοποιίας, δημιουργήθηκαν δενδροστοιχίες, χτίστηκε νέο σχολικό κτίριο κλπ. Από εδώ άρχισε η καλλιέργεια του βαμβακιού στο νησί με σπόρους από τις ΗΠΑ. Το 1939 ιδρύθηκε νηπιαγωγείο σε ξεχωριστό κτίριο, το οποίο υπέστη ζημιές στη διάρκεια της Κατοχής και ξαναλειτούργησε από το 1951 περιστασιακά και συνεχώς από το 1957. Πολλά χρόνια υπηρέτησαν σε αυτό οι: Ευανθία Σαββαΐδου (1957-62), Καλλιόπη Νικολαΐδου (1957-62) και Δήμητρα Αληγιάννη (1962-67). Από το 1948 και για πολλά έτη λειτούργησαν στον Κοντιά μαθητικές κατασκηνώσεις με έδρα το σχολικό κτίριο.

Μεγάλη ήταν η βοήθεια που προσέφεραν σε κοινωφελή έργα οι μετανάστες σε Αίγυπτο, Αφρική, ΗΠΑ κ.α., τόσο μεμονωμένα όσο και οργανωμένα με τους συλλόγους τους, όπως ο Σύλλογος Κοντιατινών ΗΠΑ «Άγ. Δημήτριος» που βοήθησε στην επισκευή του νηπιαγωγείου μετά την κατοχή και στο ξαναχτίσιμο του σχολείου μετά το σεισμό του 1968. Πολυάριθμοι είναι οι ομογενείς ευεργέτες και δωρητές του χωριού, όπως οι: Τσόχας, Στέλιος και Χρήστος Γιαννάκης (Ερυθραία), αδελφοί Πλαγή (Ροδεσία), αδερφοί Βεργή (Μοζαμβίκη), Τριαντάφυλλος Τζηρός, Αλκιβιάδης Θεοδώρου, Παν. Γαροφαλής, Χρ. Ντανικόλας, Κομνηνός Καφές, Χαράλαμπος Παραθυράς, Νικ. Καραγιάννης, Αναστ. Ζαφειρίου, Απ. Μουτζουρής, Χρ. Λούσκος, Νικ. Πολυταρίδης κ.ά.

Μεταπολεμικά, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, κυρίως προς Αυστραλία, αποδυνάμωσαν το χωριό. Από τους 1462 κατοίκους το 1951, είχαν απομείνει μόλις 551 το 1991. Το 1998 το χωριό έγινε έδρα του Δήμου Ν. Κούταλης, ενώ σήμερα ανήκει στον ενιαίο Δήμο Λήμνου, μετά την εφαρμογή του Καλλικράτη. Τελευταία παρατηρείται μια μικρή πληθυσμιακή αύξηση (628 κάτοικοι το 2001).

Εκτός από τις αγροτικές και αλιευτικές ασχολίες, στο χωριό υπάρχει από παλιά το ποτοποιείο του Δημοσθένη Μαγιά που βγάζει το ούζο Κοντιάς - επίσης, τσίπουρο και κρασί -, το τυροκομείο Γ. Μαρκάκη, το συνεργείο αυτοκινήτων του Βασίλειου Μαγιά, ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες κλπ. Ο τουρισμός αναπτύσσεται ραγδαία, διότι ο Κοντιάς έχει διατηρήσει το παραδοσιακό χρώμα των κατοικιών του, πολλές από τις οποίες υπήρξαν αρχοντικά παλιών καραβοκύρηδων. Επίσης, η προβολή της μεσαιωνικής ιστορίας του (κάστρα) και η διενέργεια ανασκαφών στην προϊστορική θέση Τροχαλιά, μπορούν να βοηθήσουν την περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη. Η ολοκλήρωση του φράγματος, το οποίο είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στη θέση Τριπόταμα του χείμαρρου Χαντριά, δημιούργησε μια τεχνητή λίμνη, η οποία εκτός από την άρδευση των αγροτικών εκτάσεων, αποτελεί ένα σημαντικό υδροβιότοπο, που μπορεί να προσελκύσει οικοπεριηγητές, σχολεία κλπ.

Τέλος, η νεολαία δραστηριοποιείται γύρω από τον ποδοσφαιρικό και πολιτιστικό σύλλογο Φιλοκτήτης, ενώ σημαντικές είναι οι πρωτοβουλίες και οι εκδηλώσεις του Συλλόγου Κοντιατινών της Αθήνας, όπως η αναπαλαίωση των ανεμόμυλων, τα δύο βαλκανικά συμπόσια ζωγραφικής, από τα οποία συγκεντρώθηκαν έργα με σκοπό την ίδρυση Πινακοθήκης κλπ.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
  • Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη".
  • Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
  • Θεοδ. Μπελίτσου, "Ιστορικό οδοιπορικό στη Λήμνο: Κοντιάς", εφ. Λήμνος, φ. 469 (21-3-2007).
  • "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.