Άγιος Υπάτιος Λήμνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Άγιος Υπάτιος Λήμνου
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Άγιος Υπάτιος Λήμνου
39°56′6″N 25°18′32″E
ΧώραΕλλάδα
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Λήμνου
Γεωγραφική υπαγωγήΛήμνος
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)

Ο Άγιος Υπάτιος ή Ανυπάτης είναι ένας μικρός οικισμός της Λήμνου κοντά στο χωριό Ρεπανίδι. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης).

Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ανήκε στο δημοτικό διαμέρισμα Ρεπανιδίου του Δήμου Μούδρου. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.

Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοντά στο Ρεπανίδι, σε απόσταση 800-1000 μέτρων, βρίσκεται ο Ανυπάτης ή Αϋπάτης, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, ο Άγιος Υπάτιος κατά την επίσημη ονομασία. Το χωριό είναι κτισμένο σ’ ένα βαθύπεδο ανατολικά του Κότσινου και η θέση του πίσω από κάποιους χαμηλούς λόφους το κάνει σχετικά αθέατο από τη θάλασσα. Στην περιοχή υπάρχουν πολλά νερά, εύφορα εδάφη με σιτηρά κι αμπέλια και αρκετά δέντρα, κυρίως βελανιδιές.

Λίγα σπίτια αποτελούν τον οικισμό, από τα οποία μόνο τρία-τέσσερα είναι κατοικήσιμα. Τα περισσότερα χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι όσων έχουν ιδιοκτησίες στη γύρω αγροτική περιφέρεια. Ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα Ρεπανιδίου χωρίς να σημειώνεται ως ξεχωριστός οικισμός στις απογραφές, αφού δεν έχει μόνιμους κατοίκους.

Ιστορικές πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την ύστερη τουρκοκρατία (1650-1912) ο Ανυπάτης παρουσίαζε αξιόλογη κίνηση. Πιθανότατα εκεί κοντά βρισκόταν αρχικά το Ρεπανίδι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα από τον Belon (1548). Για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Covel ως "Hagia-pate" το 1677 περίπου, δηλαδή λίγα χρόνια μετά την καταστροφή του κάστρου του Κότσινου από τους Ενετούς, που συνέβη στα 1656-57. Είχε μια μεγάλη κρήνη, στην οποία έπλεναν τη Λημνία γη και την ετοίμαζαν για να σφραγιστεί. Τη αρμοδιότητα να εξορύσσει, να σφραγίζει και να διαθέτει τη λημνία γη είχε ο χότζας του χωριού ως το 1900-04, όπως αναφέρει σε άρθρο του ο παπά-Αγγελής Μιχέλης, που υπηρετούσε ως δάσκαλος στο κοντινό Ρεπανίδι.

Οι περιηγητές σημειώνουν το χωριό με διάφορες παραλλαγές του ονόματος, όπως: Haipati (1785, Choiseul-Gouffier), Aipati (Conze, 1858), Aioupati (1894, De Launay) και Aipati (Fredrich, 1904). Αντιθέτως, τόσο στα κοινοτικά έγγραφα -από το 1854 τουλάχιστον-, όσο κι από το Μοσχίδη σε άρθρο του στην εφ. Νέα Ημέρα Τεργέστης (φ.1349/1900), σημειώνεται ως Άγιος Υπάτιος.

Το όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύπαρξη ναού προς τιμήν του συγκεκριμένου αγίου δεν αναφέρεται ούτε στις πηγές ούτε από την προφορική παράδοση. Όμως, το τοπωνύμιο μας πηγαίνει στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος άγιος έζησε τον 4ο αιώνα, έλαβε μέρος στην πρώτη οικουμενική σύνοδο ως επίσκοπος Γαγγρών κι ασφαλώς γνωρίστηκε με τον επίσκοπο Ηφαιστίας Στρατήγιο. Ο Υπάτιος δολοφονήθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες στην περιφέρεια Τραπεζούντος στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ (337-361). Ίσως λοιπόν ο Στρατήγιος έκτισε κάποιο ναό στη μνήμη του, ο οποίος αργότερα ερειπώθηκε αλλά απέμεινε το τοπωνύμιο. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον παλιό οικισμό Άγ. Αλεξάνδρος της περιφέρειας Κοντοπουλίου.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Τούρκοι αγάδες του Αϋπάτη είχαν τις προσόδους των αγροτοκτηνοτροφικών εκτάσεων της βορειοανατολικής Λήμνου, προς Κοντοπούλι και Πλάκα, γι’ αυτό επέλεξαν τον Αϋπάτη ως τόπο μόνιμης εγκατάστασης. Ίδρυσαν σχολείο και τζαμί, το οποίο αναφέρεται ως το μεγαλύτερο της ανατολικής Λήμνου. Κοντά τους συνοικίστηκαν και χριστιανοί, αρχικά ως κεχαγιάδες και μεταγενέστερα ως μικροκτηματίες. Σιγά-σιγά ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και το 1732 έκτισαν την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.

Το 1854 ιερέας του Αϋπάτη ήταν ο παπά-Γιάννης και το 1856 107 άνδρες ηλικίας 18-60 ετών πλήρωσαν φόρο 3424 γρόσια, ώστε να γλιτώσουν τη στράτευση. Συνεπώς, ο οικισμός ήταν ακόμα ακμαίος και είχε μικτό πληθυσμό χριστιανών και μουσουλμάνων. Το 1858 ο Conze βρήκε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου μια αρχαία επιγραφή προερχόμενη από την Ηφαιστία. Υπήρχε επίσης τζαμί.

Από την περίοδο αυτή ο χριστιανικός πληθυσμός του Αϋπάτη άρχισε να λιγοστεύει καθώς όσοι κάτοικοι είχαν ιδιοκτησίες κοντά στην Πλάκα ή στην Παναγία, μετακόμισαν μόνιμα εκεί και ίδρυσαν τους ομώνυμους οικισμούς, στα 1860-65. Στις απογραφές της Μητρόπολης Λήμνου από 40 οικογένειες χριστιανών το 1863, μόλις 25 καταγράφηκαν το 1874. Επίσης, το 1874 υπήρχαν 37 κατοικίες. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, η μετακίνηση του χριστιανικού πληθυσμού συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια προς το Κοντοπούλι, το Ρωμανού και το Ρεπανίδι.

Το 1878 έχουμε την τελευταία αναφορά του οικισμού σε κοινοτικό έγγραφο, όταν έστειλε στην παλλημνιακή συνέλευση ως αντιπρόσωπο τον Κωνσταντίνο Αναγνώστου. Η σταδιακή εγκατάλειψη αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ προσπάθεια να ιδρυθεί κοινοτικό σχολείο στο χωριό, έστω μονοτάξιο. Το 1885 που πέρασε ο Reinach υπήρχαν Τούρκοι κάτοικοι, ενώ το 1889 ο Tozer βρήκε το τζαμί με το μιναρέ. Όμως οι χριστιανοί κάτοικοι είχαν φύγει, εκτός από λίγες οικογένειες. Το 1904 ο Fredrich βρήκε το χωριό σχεδόν εγκαταλελειμμένο ακόμα κι από τους Τούρκους.

Νεότερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, τα κτίσματα που τραβούν την προσοχή του επισκέπτη είναι: η οθωμανικής τεχνοτροπίας πέτρινη βρύση από κόκκινο πωρόλιθο και ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Στη λιθοδομή του φέρει ενσωματωμένα διάφορα ξένα μέλη κανιβαλισμένα από προγενέστερα κτίσματα, ενώ στον περίβολο κείνται θραύσματα κιόνων, κομμάτια σκαλισμένων μαρμάρων κλπ. Στο εσωτερικό του ξεχωρίζει το εξαιρετικής τέχνης επιχρυσωμένο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, από το οποίο τελευταία εκλάπη ο σκαλιστός σταυρός. Υπάρχει άλλο ένα εξωκλήσι, η Αγ. Μαρίνα.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
  • Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη".
  • Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
  • "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.