Γιαμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιαμ

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida)
Τάξη: Λειριώδη (Liliales)
Οικογένεια: Διοσκορεοειδή (Dioscoreaceae)
Γένος: Διοσκορέα ( Dioscorea)
L.
Είδη

Δείτε κείμενο

Παραγωγή γιαμ το 2005
Dioscorea sp.

Γιαμ είναι το κοινό όνομα για ορισμένα είδη του γένους Διοσκορέα (Dioscorea) (οικογένεια Dioscoreaceae). Είναι αιωνόβιες ποώδεις άμπελοι που καλλιεργούνται για την κατανάλωση αμυλούχων κονδύλων τους στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Ωκεανία. Υπάρχουν εκατοντάδες ποικιλίες μεταξύ των καλλιεργούμενων ειδών.

Ένα εντελώς διαφορετικό φυτό, η γλυκοπατάτα (Ipomoea batatas), καλείται επίσης «γιαμ» μερικές φορές σε μέρη των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, αν και είναι πολύ απόμακρο από την οικογένεια Dioscoreaceae.

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία «γιαμ» προέρχεται από την πορτογαλική λέξη inhame ή την ισπανική ñame, και οι δύο αντλούν τελικά από λέξεις τις δυτικής Αφρικής, όπως τη λέξη nama στη Χάουσα γλώσσα η οποία εκτός από το να δηλώνει το γιαμ σημαίνει και "σάρκα", ή τη λέξη nyama στη γλώσσα Swahili, που σημαίνει και "κρέας". Στη γλώσσα Fulah η λέξη γιαμ σημαίνει «τρώω».[1]

Η νιγηριανή λέξη για το γιαμ είναι adamwanga και σημαίνει το "φαγητό του Adamo". Ο Adamo ήταν ένας αρχηγός πασίγνωστος για τη δυνατότητά του να καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες φαγητού. Του απαγορεύθηκε ακόμη και η είσοδός του σε ένα γειτονικό χωριό λόγω της άρνησής του να σταματήσει να τρώει.[2]

Όπως αναφέρει ο Humboldt τη λέξη igname άκουσαν και στην Αμερικανική Ήπειρο, ο Αμέριγκο Βεσπούκι στην ακτή Para το 1497 και ο Καμπράλ στη Βραζιλία το 1500[3]. Τη λέξη niam συνάντησε επίσης και ο Κολόμβος το 1942[4].

Ανάπτυξη φυτού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κορυφαίοι Παραγωγοί - 2005
(εκατομμύρια μετρικοί τόνοι)
Νιγηρία Νιγηρία 26.6
Γκάνα Γκάνα 3.9
Ακτή Ελεφαντοστού Ακτή Ελεφαντοστού 3.0
Μπενίν Μπενίν 2.3
Τόγκο Τόγκο 0.6
Κολομβία Κολομβία 0.3
Παγκόσμιο Σύνολο 39.9
Πηγή:
Οργανισμός τροφίμων και γεωργίας των Η.Ε
(FAO)
[1]

Οι κόνδυλοι γιαμ μπορούν να αυξηθούν μέχρι 2,5 μέτρα μήκος[5] και ζυγίζουν μέχρι 70 κιλά. Το λαχανικό έχει ένα τραχύ δέρμα που είναι δύσκολο να ξεφλουδιστεί, αλλά που μαλακώνει μετά από θέρμανση. Το χρώμα του δέρματος ποικίλλει από σκοτεινό καφέ σε ανοικτό ροζ.

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γιαμ είναι κύριο γεωργικό προϊόν στη Δυτική Αφρική και τη Νέα Γουινέα. Καλλιεργήθηκαν αρχικά στην Αφρική και την Ασία για 8000 Π.Χ. Λόγω της αφθονίας τους και επομένως, της σημασίας τους στην επιβίωση, το γιαμ κατείχε ξεχωριστή θέση στο νιγηριανό θρησκευτικές τελετές, ορισμένες φορές μάλιστα λατρευόταν.

Η παραγωγή γιαμ είναι ακόμα και σήμερα σημαντική για την επιβίωση σε αυτές τις περιοχές. Οι κόνδυλοι μπορούν να αποθηκευτούν μέχρι έξι μήνες χωρίς ψύξη, για αυτό το λόγο αποτελούν πολύτιμο πόρο κατά την ετήσια περίοδο έλλειψης τροφίμων στην αρχή της περιόδου υγρασίας.

Τα φυτά γιαμ χρησιμοποιούνται ως τροφή για τις προνύμφες μερικών ειδών λεπιδόπτερων, συμπεριλαμβανομένου του Palpifer sordida.

Κύρια καλλιεργούμενα είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

D. rotunda και D. cayenensis[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεαρές γυναίκες προετοιμάζουν fufu («φουφού»), έδεσμα από κοπανιστό γιαμ, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό

Τα είδη Διοσκορέα η στρογγυλή (Dioscorea rotunda), κοινώς «άσπρη διοσκορέα», και Διοσκορέα του Καγιέν (Dioscorea cayenensis), κοινώς «κίτρινη διοσκορέα», είναι εγγενή στην Αφρική. Είναι το σημαντικότερο καλλιεργημένο είδος γιαμ. Στο παρελθόν θεωρήθηκαν δύο είδη αλλά οι περισσότεροι ταξονόμοι τα θεωρούν τώρα ως ίδια είδη. Υπάρχουν πάνω από 200 καλλιεργημένες ποικιλίες μεταξύ τους.

Είναι μεγάλα φυτα των οποίων τα κλήματα μπορούν να είναι ως και 10 με 12 μέτρα. Οι κόνδυλοι ζυγίζουν συνήθως περίπου 2,5 έως 5 κιλά ο καθένας, αλλά μπορούν να φτάσουν έως και 25 κιλά. Μετά από 7 έως 12 μήνες ανάπτυξης γίνεται συγκομιδή των κονδύλων. Στην Αφρική κοπανάνε τους περισσότερους κόνδυλους σε πάστα για το παραδοσιακό πιάτο που ονομάζεται fufu («φουφού»). [6]

Διοσκορέα η φτερωτή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κομμάτι κέικ με Ube («γιαμ του νερού»).

Η Διοσκορέα η φτερωτή (Dioscorea alata), αποκαλούμενη «γιαμ του νερού», «φτερωτό γιαμ» και «μωβ γιαμ», καλλιεργήθηκε αρχικά στη Νοτιοανατολική Ασία. Αν και δεν καλλιεργείται στις ίδιες ποσότητες όπως τα αφρικανικά γιαμ, γίνεται η μεγαλύτερη διανομή παγκοσμίως σε σχέση με οποιασδήποτε καλλιεργημένη ποικιλία γιαμ. Καλλιεργούνται στην Ασία, τα νησιά του Ειρηνικού, την Αφρική, και τις Δυτικές Ινδίες[7].

Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει εισέλθει δυναμικά στη διατροφή, ιδιαίτερα σε μερικές νότιες πολιτείες. Στις Φιλιππίνες είναι γνωστό ως ubeubi) και χρησιμοποιείται ως συστατικό σε πολλά γλυκά επιδόρπια. Στην Ινδία, είναι γνωστό ως ratalu ή «βιολετί γιαμ» ή Moraga Surprise.

Στη Χαβάη είναι γνωστό ως uhi. Το uhi παρουσιάστηκε στη Χαβάη από τους πρώτους πολυνησιακούς αποίκους και η σοδειά αυξήθηκε ιδιαίτερα το 1800, όταν οι κόνδυλοι άρχισαν να πωλούνται στα πλοία που επισκέπτονταν τα λιμάνια ως εύκολα αποθηκευόμενο είδος για τα ταξίδια τους[8].

Διοσκορέα η αντίθετη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήμα κόνδυλου της Διοσκορέα η αντίθετη

Η Διοσκορέα η αντίθετη (Dioscorea opposita), το «Κινέζικο γιαμ», αναπτύσσεται στην Κίνα. Το κινέζικο φυτό γιαμ είναι κάπως μικρότερο από το Αφρικανικό, με τις αμπέλους περίπου 3 μέτρα μήκος. Είναι ανεκτικό στον παγετό και μπορεί να καλλιεργηθεί σε συνθήκες χαμηλότερης θερμοκρασίας σε σχέση με άλλα γιαμ. Καλλιεργείται στην Κίνα, την Κορέα, και την Ιαπωνία.

Εισήχθη στην Ευρώπη το 1800, όταν η συγκομιδή πατάτας μειώθηκε λόγω ασθένειας, και καλλιεργείται ακόμα στη Γαλλία για την ασιατική αγορά τροφίμων.

Η συγκομιδή των κονδύλων γίνεται μετά από περίπου 6 μήνες της αύξησης. Μερικοί τρώγονται αμέσως μετά τη συγκομιδή και μερικοί χρησιμοποιούνται ως συστατικά για άλλα πιάτα, συμπεριλαμβανομένων noodles, και για τα παραδοσιακά φάρμακα[9].

Διοσκορέα η βολβοφόρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Πατάτα του αέρα» όπου διαφαίνοντα τα βολβόσχημα φυτάρια (bulbils).

Η Διοσκορέα η βολβοφόρος (Dioscorea bulbifera), ή αλλιώς «πατάτα του αέρα», βρίσκεται και στην Αφρική και στην Ασία, με μικρές διαφορές των ειδών σε κάθε μέρος. Είναι μεγάλο κλήμα, 6 ή και περισσότερα μέτρα σε μήκος. Το φυτό ενώ παράγει (υπόγειους) κόνδυλους, εντούτοις τα βολβόσχημα φυτάρια (bulbils, κυριολεκτικά βολβίσκοι) που αναπτύσσονται στη βάση των φύλλων του είναι το σημαντικότερο είδος τροφίμου. Έχουν περίπου το μέγεθος πατάτας (ως εκ τούτου το όνομα «πατάτα του αέρα»), και ζυγίζουν από 0.5 έως 2 κιλά.

Μερικές ποικιλίες μπορούν να φαγωθούν ωμές ενώ μερικές απαιτούν μούλιασμα ή βράσιμο για να αποτοξινωθούν πριν την κατανάλωση. Δεν καλλιεργείται πολύ εμπορικά δεδομένου ότι η γεύση άλλων γιαμ προτιμάται περισσότερο. Εντούτοις είναι δημοφιλές φυτό σε οικογενειακούς κήπους λαχανικών επειδή κάθε παραγωγή έρχεται μετά από 4 μόνο μήνες καλλιέργειας και συνεχίζει για τη ζωή του κλήματος ως και δύο έτη. Επίσης, είναι εύκολο το μάζεμα και το μαγείρεμα των βολβίσκων[9].

Το 1905 η «πατάτα του αέρα» εισήχθη στη Φλόριντα και από τότε έχει εξελιχτεί σε χωροκατακτητικό είδος σε μεγάλο μέρος της πολιτείας. Η ταχεία ανάπτυξή της εκτόπισε την εγγενή βλάστηση και είναι πολύ δύσκολο να αφαιρεθεί δεδομένου ότι μπορεί να ξαναφυτρώσει από τους κόνδυλους, και τα νέα κλήματα μπορούν να αναπτυχθούν από τους βολβίσκους ακόμα και μετά από αποκοπή ή κάψιμο[10].

Διοσκορέα η εδώδιμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διοσκορέα η εδώδιμη (Dioscorea esculenta), ή «μικρό γιαμ», είναι ένα από τα πρώτα είδη γιαμ που καλλιεργήθηκαν. Είναι εγχώριο προϊόν της Νοτιοανατολικής Ασίας και είναι το τρίτο σε ποσότητα καλλιεργούμενο είδος εκεί, αν και καλλιεργείται ελάχιστα σε άλλα μέρη του κόσμου. Τα κλήματά της σπάνια ξεπερνούν τα 3 μέτρα μήκος και οι κόνδυλοί της είναι αρκετά μικροί στις περισσότερες ποικιλίες.

Οι κόνδυλοί της τρώγονται ψητοί, βραστοί, ή τηγανητοί σαν τις πατάτες. Χάρη στο μικρό μέγεθος των κονδύλων, είναι δυνατή η μηχανική καλλιέργειά του. Σε συνδυασμό με την εύκολη προετοιμασία και την ωραία γεύση του, θα μπορούσε να βοηθήσει το «μικρό γιαμ» να γίνει δημοφιλέστερο στο μέλλον[9].

Διοσκορέα η τρισχιδής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Διοσκορέα η τρισχιδής (Dioscorea trifida), γνωστή και ως "κους-κους γιαμ", καλλιεργείται στην περιοχή της Γουιάνας της Νότιας Αμερικής και είναι το σημαντικότερο είδος γιαμ του Νέου Κόσμου. Επειδή πρωτοαναπτύχθηκαν σε συνθήκες τροπικού δάσους ο κύκλος αύξησής τους συσχετίζεται λιγότερο με τις εποχιακές αλλαγές σε σχέση με άλλα γιαμ. Τα γιαμ του συγκεκριμένου είδους λιπαίνονται συχνά με ανθρώπινα περιττώματα. Χάρη στην εύκολη καλλιέργεια και στην ωραία γεύση είναι δυνατή η αύξηση της παραγωγής τους[9].

Dioscorea dumetorum[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγρια κλήματα «πικρού γιαμ»

Dioscorea dumetorum, το «πικρό γιαμ», είναι δημοφιλές ως λαχανικό στα μέρη της Δυτικής Αφρικής. Ένας λόγος είναι ότι η καλλιέργειά τους απαιτεί τη λιγότερη εργασία από άλλα γιαμ.

Οι άγριες μορφές είναι πολύ τοξικές και χρησιμοποιούνται μερικές φορές για τη δηλητηρίαση ζώων, αναμιγμένες με το δόλωμα. Λέγεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης για εγκληματικούς λόγους[9].

Προετοιμασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αφρικανικά είδη γιαμ πρέπει να μαγειρεύονται για ασφαλή κατανάλωση, επειδή πολλές φυσικές ουσίες σε ωμά γιαμ είναι δυνατόν να προκαλέσουν ασθένειες. Παρατεταμένη επαφή με υγρά από ωμό γιαμ μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς στο δέρμα. Η προετοιμασία αυτών των ειδών απαιτεί αρκετό χρόνο, συμπεριλαμβανομένων αρκετών λεπτών χτυπήματος, ξεβγάλματος και βρασμού για την αφαίρεση τοξινών. Η πιο διαδεδομένη μέθοδος μαγειρέματος της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής είναι το "χτυπητό γιαμ". Τα γιαμ σερβίρονται τηγανητά, βραστά ή χτυπημένα σε μια ζύμη φούφου.

Φιλιππίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις Φιλιππίνες, η ποικιλία ube (Dioscorea alata, γνωστή στην Ινδία ως ratalu ή "βιολετί γιαμ", τρώγεται ως γλυκό επιδόρπιο που ονομάζεται χαλάγια και αποτελεί επίσης υλικό ακόμη ενός φιλιπινέζικου γλυκού, του χάλο χάλο.

Ιαπωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί το Γιαπωνέζικο γιαμ του βουνού (Dioscorea opposita), γνωστό και ως nagaimo ή yamaimo ανάλογα με το σχήμα της ρίζας.

Γιαμ στην αγορά Πορτ Βίλα στο (Βανουάτου)

Τρώγεται ωμό ή τριμμένο, μετά από σχετικά μικρή προετοιμασία: οι κόνδυλοι βυθίζονται σε διάλυμα από νερό και ξύδι, για την εξουδετέρωση των οξαλικών κρυστάλλων του δέρματός τους. Τριμμένο, το λαχανικό είναι αμυλούχο και μαλακό. Σερβίρεται ολόκληρο ως συνοδευτικό πιάτο ή προστίθεται σε νουντλς.

Δυτική κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δυτική κοινωνία είναι διαθέσιμο το "αλεύρι γιαμ" σε μανάβικα Αφρικανικών προϊόντων και χρησιμοποιείται όπως ο στιγμιαίος πουρές πατάτας, αν και η προετοιμασία είναι λίγο πιο δύσκολη επειδή σβολιάζει εύκολα. Το "αλεύρι γιαμ" πασπαλίζεται σε βραστό νερό και έπειτα από συνεχές ανακάτεμα δίνει ένα μείγμα πολύ πιο χορταστικό από πουρέ πατάτας. Μπορεί να είναι ένα πολύ καλό γεύμα με την προσθήκη σάλτσας, φτιαγμένης κυρίως από ντομάτα και καυτερή πιπεριά.

Θρεπτικά συστατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκριση με άλλα τρόφιμα όπως παρακάτω.

Θρεπτικά συστατικά των κυρίων βασικών τροφών[11]
ΤΡΟΦΙΜΑ Καλαμπόκι[Σ1] Λευκό ρύζι[Σ2] Καστανό ρύζι[Σ3] Σιτάρι[Σ4] Πατάτα[Σ5] Κασάβα[Σ6] Σόγια[Σ7] Γλυκοπατάτα[Σ8] Σόργο[Σ9] Γιάμ[Σ10] Μπανανοειδή[Σ11]
Συστατικό (ανά 100 γραμμάρια) Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα Ποσότητα
Νερό (g) 10 12 10 13 79 60 68 77 9 70 65
Ενέργεια (kJ) 1528 1528 1549 1369 322 670 615 360 1419 494 511
Πρωτεΐνες (g) 9,4 7,1 7,9 12,6 2,0 1,4 13,0 1,6 11,3 1,5 1,3
Λίπος (g) 4,74 0,66 2,92 1,54 0,09 0,28 6,8 0,05 3,3 0,17 0,37
Υδατάνθρακες (g) 74 80 77 71 17 38 11 20 75 28 32
Ίνες (g) 7,3 1,3 3,5 12,2 2,2 1,8 4,2 3 6,3 4,1 2,3
Ζάχαρη (g) 0,64 0,12 0,85 0,41 0,78 1,7 0 4,18 0 0,5 15
Ασβέστιο (mg) 7 28 23 29 12 16 197 30 28 17 3
Σίδηρος (mg) 2,71 0,8 1,47 3,19 0,78 0,27 3,55 0,61 4,4 0,54 0,6
Μαγνήσιο (mg) 127 25 143 126 23 21 65 25 0 21 37
Φώσφορος (mg) 210 115 333 288 57 27 194 47 287 55 34
Κάλιο (mg) 287 115 223 363 421 271 620 337 350 816 499
Νάτριο (mg) 35 5 7 2 6 14 15 55 6 9 4
Ψευδάργυρος (mg) 2,21 1,09 2,02 2,65 0,29 0,34 0,99 0,3 0 0,24 0,14
Χαλκός (mg) 0,31 0,22 0,43 0,11 0,10 0,13 0,15 - 0,18 0,08
Μαγγάνιο (mg) 0,49 1,09 3,74 3,99 0,15 0,38 0,55 0,26 - 0,40 -
Σελήνιο (μg) 15,5 15,1 70,7 0,3 0,7 1,5 0,6 0 0,7 1,5
Βιταμίνη C (mg) 0 0 0 0 19,7 20,6 29 2,4 0 17,1 18,4
Θειαμίνη (B1)(mg) 0,39 0,07 0,40 0,30 0,08 0,09 0,44 0,08 0,24 0,11 0,05
Ριβοφλαβίνη (B2)(mg) 0,20 0,05 0,09 0,12 0,03 0,05 0,18 0,06 0,14 0,03 0,05
Νικοτινικό οξύ (B3) (mg) 3,63 1,6 5,09 5,46 1,05 0,85 1,65 0,56 2,93 0,55 0,69
Παντοθενικό οξύ (B5) (mg) 0,42 1,01 1,49 0,95 0,30 0,11 0,15 0,80 - 0,31 0,26
Βιταμίνη Β6 (mg) 0,62 0,16 0,51 0,3 0,30 0,09 0,07 0,21 - 0,29 0,30
Φυλλικό οξύ (B9) (μg) 19 8 20 38 16 27 165 11 0 23 22
Βιταμίνη Α (IU) 214 0 0 9 2 13 180 14187 0 138 1127
Βιταμίνη E, άλφα τοκοφερόλη (mg) 0,49 0,11 0,59 1,01 0,01 0,19 0 0,26 0 0,39 0,14
Βιταμίνη Κ1 (μg) 0,3 0,1 1,9 1,9 1,9 1,9 0 1,8 0 2,6 0,7
Βήτα καροτίνη (μg) 97 0 5 1 8 0 8509 0 83 457
Λουτεΐνη και Ζεαξανθίνη (μg) 1355 0 220 8 0 0 0 0 0 30
Κορεσμένα λιπαρά οξέα (g) 0,67 0,18 0,58 0,26 0,03 0,07 0,79 0,02 0,46 0,04 0,14
Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (g) 1,25 0,21 1,05 0,2 0,00 0,08 1,28 0,00 0,99 0,01 0,03
Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (g) 2,16 0,18 1,04 0,63 0,04 0,05 3,20 0,01 1,37 0,08 0,07
Σ1 κίτρινο καλαμπόκι Σ2 ρύζι λευκό μακρύκοκκο χωρίς προσθήκες, ωμό
Σ3 ρύζι καφέ μακρύκοκκο ωμό Σ4 σιτάρι σκληρό
Σ5 πατάτα, φλούδα, ωμή Σ6 κασάβα ωμή
Σ7 σόγια πράσινη ωμή Σ8 γλυκοπατάτα ωμή
Σ9 σόργο ωμό Σ10 γιάμ ωμό
Σ11 μπανάνα

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Mark Morton, Cupboard Love: A Dictionary of Culinary Curiosities, Insomniac Press, 2004, σελ. 333, ISBN 1-894663-66-7
  2. Sumiyoshi, S., ed. (1996). Nigerian culture and customs: A walk through time. Koerner.
  3. American Institute of the City of New York, Annual Report of the American Institute of the City of New York, 1858, σελ. 565
  4. Zbigniew A. Konczacki, An Economic History of Tropical Africa: The Colonial Period, Routledge, 1977, σελ. 33, ISBN 0-7146-2919-7
  5. Huxley, A., ed. (1992). New RHS Dictionary of Gardening. Macmillan.
  6. Kay, DE, 1987. Root crops (Revised). Crop and Product Digest No. 2., Tropical Development and Research Institute, Δεύτερη έκδοση.
  7. Mignouna, H.D., Abang, M.M., & Asiedu, R. (2003). Harnessing modern biotechnology for tropical tuber crop improvement: Yam (Dioscorea spp.) molecular breeding. Διαθέσιμο online.
  8. White, L.D. (2003). Canoe Plants of Ancient Hawai'i: Uhi
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Kay, DE, 1987. Root crops (Revised). Crop and Product Digest No. 2. (Second Edition). Tropical Development and Research Institute.
  10. Schultz, G.E. (1993). Element Stewardship Abstract for Dioscorea bulbifera, Air potato. Nature Conservancy Αρχειοθετήθηκε 2006-09-18 στο Wayback Machine.
  11. «Nutrient data laboratory». United States Department of Agriculture. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]