Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρκαδισμός (καλλιτεχνικό ρεύμα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αρκαδισμός)

Ο όρος Αρκαδία χρησιμοποιήθηκε από καλλιτέχνες της Αναγέννησης κυρίως, για να περιγράψει τον ιδεατό τόπο. Τα καταπράσινα βουνά, τα πλούσια νερά, οι μυθικές τοποθεσίες, οι εκθαμβωτικές κοιλάδες έκαναν τους ανθρώπους να πιστεύουν ήδη από την αρχαιότητα ότι η Αρκαδία ήταν ένας ονειρικός τόπος.

arcadia του Thomas Eakins
Αρκαδία, του Thomas Eakins

Ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος άντλησε την έμπνευσή του από τους ελληνικούς μύθους και από τους Έλληνες βουκολικούς ποιητές —ιδιαίτερα τον Θεόκριτο— όταν έγραψε τις Εκλογές του, μια σειρά ποιημάτων που προσδιορίζονται τοπικά στην αρκαδική γη. Ως αποτέλεσμα της επιρροής του Βιργίλιου στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή λογοτεχνία (βλ. για παράδειγμα τη Θεία Κωμωδία), η Αρκαδία έγινε σύμβολο του βουκολικού ποιήματος. Στην τέχνη, είτε πρόκειται για τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική ή άλλη μορφή, ο όρος συνδέεται με αγροτικά θέματα όπως τα χωριά και τα ειδυλλιακά τοπία της φύσης που απεικονίζονται με τρόπο ιδιαίτερα μη ρεαλιστικό και σημαντική απλότητα. Το θέμα επισκέφθηκαν ξανά οι Ευρωπαίοι συγγραφείς της Αναγέννησης (π.χ. ο Ισπανός ποιητής Garcilaso de la Vega), και το όνομα αποδόθηκε σε οποιοδήποτε ειδυλλιακό τοπίο ή παράδεισο. Αντίθετα από τη λέξη ουτοπία (του Τόμας Μορ), η Αρκαδία δεν υποδηλώνει κάποιον ανθρωπογενή πολιτισμό. Ροπή προς την αποκαλούμενη αρκαδική ποίηση απαντάται στους προσολωμικούς ποιητές της Επτανησιακής Σχολής, στη νεανική περίοδο του Σολωμού, στα μικρά ερωτικά ποιήματα του Π. Σούτσου κ.ά.

Σημειωτέον ότι το βουκολικό ειδύλλιο Arcadia του Ιταλού δραματουργού Τζάκοπο Σαννατσάρο (Jacopo Sannazaro, 14571530), το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του, αποτέλεσε ίσως την πηγή έμπνευσης του θαλασσοπόρου Τζοβάννι ντα Βερρατσάνο όταν ο τελευταίος ονόμασε Αρκαδία κάποιες αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού

Ο όρος "Αρκαδία" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάθε περιοχή που προσφέρει αγροτική απλότητα και ευχαρίστηση και αναφέρεται συχνά σε ένα φανταστικό και παραδεισένιο τόπο. Για να δείξουν την άφθαστη αγαλλίαση πολλοί καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν την έκφραση "et in Arcadia ego" ("ήμουν και εγώ στην Αρκαδία").[1][2]

Αρκαδία και Αρκαδισμός στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με αναφορά τους κλασσικούς χρόνους, η Αρκαδία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ειδυλλιακή φύση, αλλά ταυτόχρονα και με τις θεμελιώδεις αρχές του ανθρωπισμού. Με τη συνέχεια των αιώνων και πιο ειδικά κατά το Διαφωτισμό και την Αναγέννηση η ευρωπαϊκή κουλτούρα επηρεάστηκε σημαντικά από τον Αρκαδικό Μύθο, γεννώντας φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που συγκροτούν τη βάση του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού. Στην αρχαιότητα η Αρκαδία γνωστή ως μια ορεινή και άβατη χώρα, κατοικίσιμη στην πλειονότητά της από βοσκούς προβάτων και αιγών, συνδέθηκε ως τοπικός πολιτισμός με τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως και με το παίξιμο του αυλού, συνήθεια που οι Αρκάδες υιοθέτησαν κατά τη διάρκεια της βοσκής. Ο ντόπιος θεός Πάνας έδωσε πνοή στη ροπή αυτή, καθώς ήταν αυτός που σύμφωνα με τη Μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό, ο οποίος αποτελούνταν από επτά μη ισομήκη καλάμια ενωμένα με κερί και σπάγκο.[2]

Ο Αρκαδισμός στη λογοτεχνία επιδίωξε τη φυσική απλότητα του ύφους έχοντας ως βάση την Ελληνική και Ρωμαϊκή βουκολική ποίηση. Λειτούργησε ακόμη ως αντίλογος στο σύνθετο, υπερφορτωμένο και εξεζητημένο ύφος του μπαρόκ.[1]

Η άμεση, ευρεία απήχηση της βουκολικής (ποιμενικής) ποίησης και μουσικής στον Ελληνικό κόσμο, άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της εποχής, μουσική ανοιχτή και εγκάρδια που επινοήθηκε από τον Πάνα και τους ποιμένες Αρκάδες. Οι τελευταίοι τραγουδούσαν στίχους των ποιητών και αντάλλασσαν τραγούδια μέσα σ' ένα όμορφο, γαλήνιο και γνήσιο φυσικό τοπίο, απαλλαγμένο από κάθε επικίνδυνη εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό συνεπάγεται μια "γήινη Αρκαδία", ταυτόσημη με έναν τόπο όασης στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τη συναισθηματική πληρότητα. Συνεπώς, με το πέρασμα του χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής, ποιμενικής ποίησης, που μιμείται την αγροτική ζωή και συχνά τη ζωή μιας φανταστικής εποχής, στην οποία πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζουν οι έρωτες μεταξύ ποιμένων.

Το είδος αυτό γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα και διάρκεια περίπου 2.000 χρόνων. Εξήγηση δίδεται από το γεγονός ότι οι βοσκοί, απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας, με τους οποίους ο καθένας μας μπορεί να ταυτισθεί, δραστηριοποιούνται σε ένα καθολικό αντικείμενο. Έτσι το πολύπλοκο ανάγεται στο απλό, ενώ το οικουμενικό εκφράζεται στο συγκεκριμένο.[2]

Ποιητές που ανέδειξαν τη βουκολική ποίηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πατέρας της βουκολικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος (310-250 π.Χ) από τις Συρακούσες. Ο Θεόκριτος με καταγωγή από την Κω και διαμένοντας στην Αίγυπτο, στην εποχή του Πτολεμαίου Β´, υπήρξε ο τελευταίος ποιητής που έγραψε στη Δωρική διάλεκτο. Στα ποιήματά του με τίτλο "Ειδύλλια", τα οποία έγραψε κατά τη παραμονή του στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, αξιοποίησε την ανταλλαγή στίχων μεταξύ μυθιστορηματικών ποιμένων. Μολονότι άνθρωπος της πόλης, στο έργο του διακρίνεται η νοσταλγία για τη φύση και τους βοσκούς της παιδικής του ηλικίας, καθώς και για την εξοχή της πατρίδας του. Οι ιδεατοί ποιμένες που χρησιμοποιεί εξιστορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες και υμνολογούν την αγαπημένη τους ποίηση και τους τραγουδιστές που θαυμάζουν. Στο ειδύλλιό του "Θύρσις ή Ωδή", ο Θεόκριτος εισάγει τη μορφή και το περιεχόμενο της βουκολικής ελεγείας.[2]

Ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν "Βουκολικά". Σε αντίθεση με το Θεόκριτο, του οποίου οι ποιμένες είχαν ως πεδίο αναφοράς τη Σικελία, ο Βιργίλιος απεικόνισε τους βοσκούς του στην Αρκαδία. Η συγκεκριμένη ωστόσο, πρόκειται για μια Αρκαδία που έμοιαζε εξαιρετικά με τη βόρεια Ιταλία, όπου γεννήθηκε. Οι κάτοικοι της «Αρκαδίας» του Βιργιλίου τραγουδούν για τον έρωτα και για την ποίησή τους, όπως ακριβώς και στην ποίηση του Θεόκριτου. Παράλληλα όμως αξιοσημείωτες είναι οι αναφορές στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του Βιργιλίου. Έχει παρατηρηθεί από μελετητές, πως τα "Βουκολικά" είναι πλήρη αναφορών στην πολιτική και στους πολιτικούς αυτής της περιόδου, όπως ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκτάβιος (Καίσαρ Αύγουστος).[2]

Η ποιητική υπεροχή του Βιργιλίου κατοχύρωσε μια εξέχουσα θέση στα "Βουκολικά" στους επικείμενους αιώνες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το έργο απέκτησε ιδιαίτερη δημοτικότητα και κατέστη αντικείμενο μίμησης κατά την περίοδο της Αναγέννησης, ειδικότερα στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Αγγλία, από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα. Ήταν μια περίοδος όπου η ποιητική τάση της "ποιμενικής ποίησης" αποτέλεσε έναν ισχυρό πόλο έλξης στους διανοούμενους και στις πολιτιστικές ελίτ της εποχής.[2]

Πρόκειται για μια αναπόληση της αθώας ζωής, του ποιμενικού παραδείσου στην πιο κοινότοπη μορφή του. Είναι μια νοσταλγία για τα αγνά ήθη και πρότυπα της φυσικής ζωής, για την παράδοση στο χρόνο. Καθίσταται ένας φόρος τιμής στην Αρκαδική αυτοσυγκράτηση που δεν επιτρέπει στην ανθρώπινη υπόσταση να επιβληθεί στη φύση. Το Αρκαδικό ιδεώδες είναι ένας κόσμος Δύναμης και Γνώσης.[3]

Ειδικότερα, το Αρκαδικό ιδεώδες ως αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα, που ξεκίνησε αρχικά στη Ρώμη το 1656 από μια ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων υπό την αιγίδα της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας, εκφράστηκε μέσα από την Ιταλική Αρκαδική Ακαδημία της Ρώμης. Η βασίλισσα, παραιτημένη από το θρόνο και ασπάζοντας τον καθολοκισμό, μετακόμισε στη Ρώμη το 1655 όπου υποστήριξε αληθινά τις τέχνες. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε οριστικά το 1690, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Η βασίλισσα και ο αυλός του Πάνα αποτέλεσαν σύμβολο της Ακαδημίας και όλα τα μέλη της έφεραν ποιμενικά ονόματα. Η τάση αυτή επιδίωκε μια ψυχρότητα προς το ποιητικό ρεύμα του μαρινισμού, το οποίο κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην Ιταλία, καθώς πρότεινε μια περισσότερο απτή ποιητική μορφή βασισμένη στην κλασική γραμματεία και ειδικότερα στην Ελληνική και Ρωμαϊκή βουκολική ποίηση.

Τα επόμενα χρόνια η Ακαδημία μέσα από τα προγράμματα και τις εκδηλώσεις της σημείωσε δυνατή δραστηριότητα και εμψύχωσε τη γένεση νέων σημαντικών ποιητικών, δραματικών και μουσικών έργων ποιμενικής έμπνευσης. Ακόμη, φιλοξένησε διακεκριμένους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής διανόησης από τους χώρους των γραμμάτων, της ζωγραφικής και της μουσικής μπαρόκ. Μεταξύ των επιφανών μελών της διακρίθηκαν οι συνθέτες Μπερνάρντο Πασκίνι (1637 - 1710), Αλεσάντρο Σκαρλάτι (1660 - 1725) και Αρκάντζελο Κορέλι (1653 - 1713), ενώ μαζί της συνεργάστηκε και ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ (1685-1759). Σύμφωνα μάλιστα με το ιδρυτικό της μέλος και πρώτο της πρόεδρο Τζοβάνι Μάριο Κρεσιμπένι (1663 - 1728), στα 30 πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Ακαδημία συγκέντρωνε 1300 μέλη, ενώ διατηρούσε 114 "αποικίες" εκτός Ρώμης. Η Αρκαδική Ακαδημία διήρκεσε δύο περίπου αιώνες.[2]

Η Ιδεατή Αρκαδία στην τέχνη και η φράση «Et in Arcadia Ego»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγχρόνως με τη λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης αναπτύχθηκε ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, όπου ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια απεικόνιζαν ποιμένες μέσα σε ένα βουκολικό και ειδυλλιακό τοπίο, πλαισιωμένο με δάση και λόφους. Πιο ειδικά, το 17ο αιώνα, ο Γάλλος ζωγράφος Νικολά Πουσέν (1594-1665) βασιζόμενος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε έναν από τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν "Οι ποιμένες της Αρκαδίας" ή "ET IN ARCADIA EGO" (1647), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Στον πίνακα αυτόν αναπαριστώνται στοχαστικά και μελαγχολικά τρεις ποιμένες Αρκάδες, ντυμένοι προκλασικά, στεκούμενοι συμμετρικά γύρω από έναν τάφο στο μοτίβο ενός όμορφου τοπίου. Ένας από τους ποιμένες είναι γονατισμένος στο έδαφος και διαβάζει τη λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη πάνω στον τάφο: "Et in Arcadia Ego", που κατά λέξη μεταφράζεται σαν "και στην Αρκαδία εγώ [είμαι παρών]" και συνάδει με την κεντρική παραβολή του έργου. Ο δεύτερος βοσκός αντικατοπτρίζεται συζητώντας για την επιγραφή με μια νεαρή κοπέλα που στέκεται πλάι του, ενώ ο τρίτος βοσκός κάθεται δίπλα του σκεπτικός. Η ιδέα αυτή είχε εκφραστεί και νωρίτερα (1629-1630) σε έναν λιγότερο περιβόητο πίνακα με το ίδιο θέμα. Επισημαίνονται δύο πρωταρχικές και διαφορετικές ερμηνείες της επιγραφής αυτής. Είτε "Ακόμα και στην Αρκαδία, εγώ, ο Θάνατος, υπάρχω" είτε "και εγώ (ο άνθρωπος στον τάφο) στην Αρκαδία έζησα".[2]

βοσκός της Αρκαδίας από τον Cesare Saccaggi
βοσκός της Αρκαδίας από τον Cesare Saccaggi

Σύμφωνα με την παραπάνω ερμηνευτική αντίφαση, ο πίνακας του Πουσέν πραγματεύεται τη μελαγχολική ενατένιση του θανάτου, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η κοσμική ευτυχία είναι ολιγόχρονη και μεταβατική. Έτσι, το κεντρικό μήνυμα και νόημα της ρήσης - επιγραφής αυτής όπως και του πίνακα φαίνεται να αποδίδεται μέσα από τη ματαιότητα και το εφήμερο του επίγειου κόσμου και των φευγαλέων ηδονών. Σύμφωνα μάλιστα με την ερμηνεία του πρώτου βιογράφου του Πουσέν, Τζιοβάνι Πιέτρο Μπελόρι: "O τάφος μπορεί να βρεθεί ακόμα και στην Αρκαδία και αυτός ο θάνατος συμβαίνει μέσα στην ανθρώπινη απόλαυση".[2]

Ωστόσο είναι αξιοπρόσεκτο ότι η αλληγορική αυτή φράση ήταν γνωστή στην τέχνη νωρίτερα. Συγκεκριμένα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έναν πίνακα του Τζοβάνι Φραντσέσκο Γκερτσίνο, που φιλοτεχνήθηκε μεταξύ του 1621 και 1623. Ο εν λόγω πίνακας διακρίνεται από ανάλογη διάθεση και αλληγορία, αντανακλώντας δύο ανθρώπους να παρατηρούν εκστασιασμένοι ένα ανθρώπινο κρανίο στο δάσος.[2]

Διάφοροι άλλοι δημιουργοί απεικόνισαν αργότερα το Αρκαδικό Ιδεώδες, όπως και θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον Αρκαδικό Μύθο. Συγκεκριμένα, πίνακες και γκραβούρες που παρουσιάζουν ειδυλλιακά βουκολικά τοπία με σκηνές που απηχούν τις ιδέες και τη διάθεση που χαρακτηρίζει το "Αρκαδικό ειδύλλιο", λόγου χάριν σκηνές όπου πρωταγωνιστούν Θεοί και Νύμφες. Ξεχωριστή αποτελεί η θέση του Πάνα σε αυτές.

Αξιοσημείωτοι καλλιτέχνες είναι οι Λορέν ντε λα Ιρ (1606-1656), Πέτερ Σεεμάκερς (1691-1781), Φρανσέσκο Ζουκαρέλι (1702-1788), Ρίτσαρντ Γουίλσον (1714-1782), Σερ Τζόσουα Ρέινολντς (1723-1792), Ονορέ Φραγκονάρ (1732-1806), Λεόν Βοντουαγιέ (1803-1872), Όμπρεϊ Μπίρντσλεϊ (1872-1898), Τζορτζ Βίλχελμ Κόλμπε (1877-1947) και Αουγκούστους Τζον (1878-1961).[2]

Η φιλολογική Ακαδημία της Αρκαδίας (Accademia dell’Arcadia) ιδρύθηκε στη Ρώμη το 1690, η δράση της οποίας ήταν επηρεασμένη από τα ιδεώδη του κλασικισμού και του ορθολογισμού.

  1. 1,0 1,1 «Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΠΑΝΑΡΚΑΔΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ». conference.arcadians.gr. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2019. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 «ET IN ARCADIA EGO - Η Κλασσική Αρκαδία στην Αναγέννηση - Αρκαδικό Ιδεώδες - Et in Arcadia Ego». arcadia.ceid.upatras.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2019. 
  3. «Αρκαδικό ιδεώδες – ένα μυστικό διατρέχει τους αιώνες | Travel Tripolis». www.traveltripolis.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2019. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2019.