Έγκαυμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Έγκαυμα
Έγκαυμα δευτέρου βαθμού στο χέρι
ΕιδικότηταΔερματολογία, επείγουσα ιατρική, πλαστική χειρουργική
ΣυμπτώματαΑ' βαθμού: ερυθρότητα, χωρίς φουσκάλες

Β' βαθμού: φουσκάλες και πόνος

Γ' βαθμού: δύσκαμπτη υφή, αλλά όχι επώδυνη

Δ' βαθμού: τραυματισμός μυών, οστών και τενόντων
Επιπλοκέςμόλυνση
Διάρκειαμέρες με βδομάδες
Αίτιαθερμότητα, κρύο, ηλεκτρισμός, χημικές ουσίες, τριβή, ακτινοβολία
Θεραπείαεξαρτάται από τη σοβαρότητα
Φαρμακευτική αγωγήΠαυσίπονα, ενδοφλέβια υγρά, τοξοειδές τετάνου
Νοσηρότητα67 εκ. (2015)
Θνησιμότητα176.000 (2015)
Ταξινόμηση
ICD-10T20-T31
ICD-9940-949
MedlinePlus000030
MeSHD002056

Το έγκαυμα είναι ένα είδος τραυματισμού του δέρματος ή άλλων ιστών που προκαλείται από τη θερμότητα, το κρύο, τον ηλεκτρισμό, τις χημικές ουσίες, την τριβή, ή την υπεριώδη ακτινοβολία.[1]

Τα εγκαύματα που επηρεάζουν μόνο τα επιφανειακά στρώματα του δέρματος είναι γνωστά ως επιφανειακά ή εγκαύματα πρώτου βαθμού. Τα επιφανειακά εγκαύματα εμφανίζονται ως κοκκίνισμα, χωρίς φουσκάλες, και ο πόνος διαρκεί περίπου τρεις μέρες. Όταν ο τραυματισμός εισχωρήσει σε μέρος του υποκείμενου στρώματος του δέρματος, τότε λέμε ότι έχουμε ένα - εν τω βάθει - μερικού πάχους έγκαυμα ή έγκαυμα δεύτερου βαθμού. Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζονται φουσκάλες που είναι πολύ επώδυνες. Σ’ ένα ολικού πάχους έγκαυμα ή έγκαυμα τρίτου βαθμού, ο τραυματισμός εκτείνεται σε όλα τα στρώματα του δέρματος. Συχνά δεν υπάρχει πόνος και η καμένη περιοχή είναι δύσκαμπτη. Σε ένα έγκαυμα τέταρτου βαθμού ο τραυματισμός επεκτείνεται σε βαθύτερους ιστούς, όπως στους μύες, στους τένοντες, ή στα οστά.[2]

Η απαιτούμενη θεραπεία εξαρτάται από την σοβαρότητα του εγκαύματος. Τα επιφανειακά εγκαύματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με απλά αναλγητικά πόνου, ενώ για τα βαριά εγκαύματα ενδέχεται να απαιτηθεί παρατεταμένη θεραπεία σε εξειδικευμένα κέντρα αποκατάστασης εγκαυμάτων. Το νερό βρύσης ενδέχεται να ανακουφίσει τον πόνο και να μειώσει τη βλάβη, ωστόσο η παρατεταμένη έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία. Τα μερικού πάχους εγκαύματα μπορεί να απαιτούν καθαρισμό με σαπούνι και νερό, ακολουθούμενο από επίδεση του τραύματος. Δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα πρέπει να διαχειριστεί κανείς τις φουσκάλες, αλλά είναι πιθανώς λογικό να αφήνονται ανέπαφες εάν είναι μικρές και να στραγγίζονται εάν είναι μεγάλες. Τα ολικού πάχους εγκαύματα συνήθως απαιτούν κάποια χειρουργική επέμβαση, όπως μεταμόσχευση δέρματος. Τα εκτεταμένα εγκαύματα συνήθως απαιτούν μεγάλες δόσεις ενδοφλέβιων υγρών, γιατί η επακόλουθη φλεγμονώδης αντίδραση προκαλεί διαρροή υγρού από τα τριχοειδή αγγεία, και οίδημα. Οι πιο συνηθισμένες επιπλοκές των εγκαυμάτων περιλαμβάνουν τη μόλυνση.[2]

Παρόλο που τα εκτεταμένα εγκαύματα μπορούν να αποβούν μοιραία, οι σύγχρονες θεραπείες που έχουν αναπτυχθεί από το 1960 έχουν βελτιώσει σημαντικά τα αποτελέσματα, κυρίως σε παιδιά και έφηβους.[3] Περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως καταφεύγουν σε κάποια ιατρική θεραπεία, ενώ 300.000 άνθρωποι πεθαίνουν από τα εγκαύματα κάθε χρόνο.[4] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου το 4% όσων εισάγονται σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης εγκαυμάτων πεθαίνουν από τους τραυματισμούς τους.[5] Το μακροχρόνιο αποτέλεσμα σχετίζεται πρωτίστως με το μέγεθος του εγκαύματος και την ηλικία του εγκαυματία.[2]

Κατηγοριοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες κατηγοριοποίησης των εγκαυμάτων. Στην κλασική κατηγοριοποίηση τα εγκαύματα χωρίζονται σε 4 βαθμούς (Α',Β',Γ',Δ')

  • Α' βαθμού: η βλάβη εντοπίζεται μόνο την επιδερμίδα
  • Β' βαθμού: η βλάβη εντοπίζεται πέρα από την επιδερμίδα και στο χόριο.
  • Γ' βαθμού: η βλάβη εντοπίζεται στην επιδερμίδα, στο χόριο, καθώς και στους αδένες (ιδρωτοποιούς, σμηγματογόνος), στις τρίχες
  • Δ' βαθμού: η βλάβη εκτείνεται σε βαθύτερους ιστούς, όπως μύες, τένοντες και οστά.

Άλλος τρόπος διαχωρισμού των εγκαυμάτων είναι ο διαχωρισμός σε επιδερμικά (αντιστοιχούν σε αυτά του Α' και Β' βαθμού) και υποδερμικά (Γ' βαθμού). Μπορούμε να τα διαχωρίσουμε σε βαθειά (όλο το πάχος του δέρματος) και επιπόλαια (τμήμα του πάχους του δέρματος).

Η Αμερικάνικη Ένωση Εγκαυμάτων ταξινομεί τα εγκαύματα ανάλογα με τη βαρύτητά τους. Τα ελαφρά εγκαύματα μπορούν να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου, τα μέσης βαρύτητας χρήζουν νοσοκομειακής φροντίδας, ενώ τα βαριά εγκαύματα έχουν ανάγκη εξειδικευμένου κέντρου εγκαυμάτων.[6]

Ενδείξεις και συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χαρακτηριστικά ενός εγκαύματος εξαρτώνται από το βάθος του. Τα επιφανειακά εγκαύματα προκαλούν πόνο που κρατάει δύο ή τρεις ημέρες και ακολουθεί ξεφλούδισμα του δέρματος μέσα στις επόμενες μέρες.[7][8] Άτομα που υποφέρουν από πιο σοβαρά εγκαύματα μπορεί να νιώσουν δυσφορία ή να παραπονεθούν ότι αισθάνονται πίεση αντί για πόνο. Τα ολικού πάχους εγκαύματα μπορεί να μην εμφανίζουν αίσθηση σε ένα απαλό άγγιγμα ή τρύπημα.[8] Παρόλο που συνήθως τα επιφανειακά εγκαύματα είναι κόκκινα, τα σοβαρά εγκαύματα μπορεί να είναι ροζ, άσπρα ή μαύρα.[8] Τα εγκαύματα γύρω από το στόμα ή καψαλισμένες τρίχες μέσα στην μύτη μπορεί να υποδηλώνουν ότι έχουν προκληθεί εγκαύματα στους αεραγωγούς , αλλά τα ευρήματα αυτά δεν είναι οριστικά.[9] Ακόμη περισσότερο ανησυχητικές ενδείξεις περιλαμβάνουν: δύσπνοια, βραχνάδα, και τραχύτητα στη φωνή ή δυσχέρεια στην αναπνοή.[9] Η φαγούρα είναι συνηθισμένη κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης και εμφανίζεται μέχρι και σε 90% των ενηλίκων και σχεδόν σε όλα τα παιδιά.[10] Η αίσθηση μουδιάσματος ή μυρμηγκιάσματος μπορεί να επιμείνει για ένα μεγάλο διάστημα μετά από ένα ηλεκτρικό τραυματισμό.[11] Τα εγκαύματα μπορεί επίσης να προκαλέσουν συναισθηματική και ψυχολογική φθορά.[4]

Τύπος[12] Εμπλεκόμενα στρώματα Εμφάνιση Υφή Αίσθηση Χρόνος επούλωσης Πρόγνωση Παράδειγμα
Επιφανειακό (πρώτου βαθμού) Επιδερμίδα[7] Κόκκινη, χωρίς φουσκάλες[12] Ξερή Επώδυνη[12] 5-10 μέρες[12][13] Πλήρης αποκατάσταση.[12] Τα επαναλαμβανόμενα ηλιακά εγκαύματα αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του δέρματος αργότερα στη ζωή.[14] A sunburn is a typical first degree burn.
Επιφανειακό - μερικού πάχους (δευτέρου βαθμού) Επεκτείνεται στο επιφανειακό (θηλώδες) χόριο[12] Ερυθρότητα με διαφανείς φουσκάλες, οι οποίες μαλακώνουν με την πίεση.[12] Υγρή[12] Πολύ οδυνηρή[12] λιγότερος από 2–3 βδομάδες[12][8] Τοπική λοίμωξη/κυτταρίτιδα (φλεγμονή), αλλά χωρίς εμφάνιση ουλών[8]

Second degree burn of the thumb

Εν τω βάθει - μερικού πάχους (δευτέρου βαθμού) Επεκτείνεται στο βαθύ (δικτυωτό) χόριο[12] Κίτρινη ή λευκή. Μερική εμφάνιση άσπρου. Μπορεί να εμφανιστούν φουσκάλες.[12] Αρκετά στεγνή[8] Προκαλεί πίεση και δυσφορία[8] 3–8 βδομάδες[12] Ουλές, συσπάσεις (μπορεί να απαιτήσουν εκτομή και μόσχευμα δέρματος)[8] Second-degree burn caused by contact with boiling water
Ολικού πάχους (Τρίτου βαθμού) Επεκτείνεται σε ολόκληρο το χόριο[12] Σκληρή και λευκή/καφέ[12] Χωρίς εμφάνιση άσπρου[8] Δερματοειδής[12] Ανώδυνη[12] Παρατεταμένος (μήνες) και χωρίς πλήρη επούλωση[12] Ουλές, συσπάσεις, ακρωτηριασμός (συνιστάται πρώιμη εκτομή)[8] Eight day old third-degree burn caused by motorcycle muffler.
Τέταρτου βαθμού Επεκτείνεται σε ολόκληρο το δέρμα και στο υποκείμενο λίπος, στους μύες και στα οστά[12] Μαύρη, απανθρακωμένη Στεγνή Ανώδυνη Απαιτεί απόξεση/εκτομή[12] Ακρωτηριασμός, σημαντική λειτουργική έκπτωση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, θάνατος.[12] 4th degree burn

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εγκαύματα προκαλούνται από ποικιλία εξωτερικών πηγών που διακρίνονται σε θερμικές, χημικές, ηλεκτρικές και ακτινοβολίες.[15] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πιο συνηθισμένες αιτίες εγκαυμάτων είναι: φωτιά ή φλόγα (44%), ζεμάτισμα από καυτό υγρό (33%), ζεστά αντικείμενα (9%), ηλεκτρισμός (4%), και χημικές ουσίες (3%).[16] Οι περισσότεροι τραυματισμοί εγκαυμάτων συμβαίνουν στο σπίτι (69%) ή στη δουλειά (9%),[5] κυρίως από ατύχημα, ενώ μόλις το 2% είναι από επίθεση από κάποιον άλλον και 1-2% από απόπειρα αυτοκτονίας.[4] Αυτά τα αίτια μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό κατά την εισπνοή στους αεραγωγούς ή/και στους πνεύμονες, στο 6% των περιπτώσεων.[17]

Οι τραυματισμοί από εγκαύματα συμβαίνουν πιο συχνά στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Το κάπνισμα είναι ένας παράγοντας κινδύνου, ενώ η χρήση αλκοόλ δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Τα εγκαύματα που σχετίζονται με τη φωτιά είναι συνήθως πιο συχνά σε πιο ψυχρά κλίματα.[4] Συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου στον αναπτυσσόμενο κόσμο περιλαμβάνουν το μαγείρεμα σε ανοιχτές εστίες ή στο πάτωμα, καθώς και αναπτυξιακά προβλήματα σε παιδιά και χρόνιες ασθένειες σε ενήλικες.[18]

Θερμικά εγκαύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πυρκαγίες και τα ζεστά υγρά αποτελούν τις πιο συνηθισμένες αιτίες εγκαυμάτων.[17] Οι πυρκαγιές σπιτιών που προκαλούν θάνατο, προέρχονται στο 25% από το κάπνισμα και στο 22% από τα σώματα θέρμανσης.[1] Σχεδόν οι μισοί από τους τραυματισμούς οφείλονται στις προσπάθειες να σβηστεί μία φωτιά.[1] Το ζεμάτισμα προκαλείται από καυτά υγρά ή αέρια και πιο συχνά παρουσιάζεται από έκθεση σε καυτά υγρά, υψηλή θερμοκρασία του νερού βρύσης στο μπάνιο ή στο ντους, καυτό λάδι μαγειρέματος, ή ατμό.[19] Οι τραυματισμοί από ζεμάτισμα είναι πιο συχνοί σε παιδιά κάτω των πέντε ετών,[12] οι οποίοι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αυστραλία αποτελούν το 2/3 όλων των εγκαυμάτων.[17] Γενικά, η επαφή με ζεστά αντικείμενα προκαλεί περίπου το 20-30% των εγκαυμάτων σε παιδιά.[17] Τα εγκαύματα αυτά συνήθως είναι πρώτου ή δεύτερου βαθμού, ωστόσο εγκαύματα τρίτου βαθμού μπορούν επίσης να προκύψουν ιδιαίτερα μετά από εκτεταμένη επαφή.[20] Τέλος, τα πυροτεχνήματα είναι μία συνηθισμένη αιτία εγκαυμάτων κατά τη διάρκεια των εορτών σε πολλές χώρες,[21] ιδιαίτερα για αγόρια εφήβους.[22]

Χημικά εγκαύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χημικό έγκαυμα με υδροξείδιο του νατρίου.

Τα χημικά εγκαύματα μπορούν να προκληθούν από περισσότερες από 25.000 ουσίες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι είτε ισχυρή βάση (55%) είτε ισχυρό οξύ (26%).[23] Οι περισσότεροι θάνατοι από χημικά εγκαύματα είναι δευτερογενείς μετά από κατάποση.[12] Οι συνήθεις παράγοντες περιλαμβάνουν: θειικό οξύ που βρίσκεται στα καθαριστικά τουαλέτας, υποχλωριώδες νάτριο που βρίσκεται στη χλωρίνη, και αλογονωμένους υδρογονάνθρακες που βρίσκονται στα προϊόντα αφαίρεσης χρωμάτων.[12] Το υδροφθορικό οξύ μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα βαθειά εγκαύματα τα οποία μπορεί να μην εκδηλωθούν άμεσα αλλά κάποια στιγμή μετά την έκθεσή τους σ’αυτά.[24] Το μυρμηκικό οξύ μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε σημαντικό αριθμό ερυθροκυττάρων.[9]

Ηλεκτρικά εγκαύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ηλεκτρικά εγκαύματα ή οι τραυματισμοί που προκαλούνται από ηλεκτρισμό διακρίνονται ως υψηλής τάσης (μεγαλύτερης ή ίσης με 1000 βολτ), χαμηλής τάσης (μικρότερης από 1000 βολτ), ή ως εγκαύματα έντονης λάμψης φωτός ενός βολταϊκού τόξου.[12] Οι πιο συνηθισμένες αιτίες ηλεκτρικών εγκαυμάτων σε παιδιά είναι τα ηλεκτρικά καλώδια (60%) και οι πρίζες (14%).[17] Οι κεραυνοί μπορούν επίσης να προκαλέσουν ηλεκτρικά εγκαύματα.[25] Οι παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προκαλέσουν το χτύπημα κεραυνού περιλαμβάνουν τη συμμετοχή σε υπαίθριες δραστηριότητες, όπως ορειβασία, γκολφ, αθλήματα σε γήπεδο και εργασία σε εξωτερικό χώρο.[11] Η θνητότητα από το χτύπημα κεραυνού είναι περίπου 10%.[11]

Παρόλο που οι τραυματισμοί από ηλεκτρισμό οδηγούν κυρίως σε εγκαύματα, μπορούν επίσης δευτερευόντως να προκαλέσουν κατάγματα ή εξαρθρώσεις σε αμβλύ τραύμα ή μυϊκή συστολή.[11] Στα ηλεκτρικά εγκαύματα από υψηλή τάση, οι μεγαλύτερες βλάβες μπορούν να προκληθούν εσωτερικά και έτσι η έκταση του τραυματισμού δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από μία εξέταση του δέρματος.[11] Η επαφή είτε με χαμηλή είτε με υψηλή τάση μπορεί να προκαλέσει καρδιακές αρρυθμίες ή καρδιακή ανακοπή.[11]

Εγκαύματα από ακτινοβολία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εγκαύματα από ακτινοβολία μπορούν να προκληθούν από παρατεταμένη έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία (όπως αυτή από τον ήλιο, τους θαλάμους μαυρίσματος ή την ηλεκτροσυγκόλληση τόξου) ή στην ιονίζουσα ακτινοβολία (όπως αυτή από την ακτινοθεραπεία, τις ακτινογραφίες ή την κατακρήμνιση ραδιενεργής σκόνης).[26] Η έκθεση στον ήλιο είναι η πιο συνηθισμένη αιτία για εγκαύματα ακτινοβολίας καθώς και η πιο συνηθισμένη αιτία των επιφανειακών εγκαυμάτων γενικότερα.[27] Υπάρχει μία σημαντική διακύμανση στο πόσο εύκολα οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν ηλιακό έγκαυμα, ανάλογα με τον τύπο δέρματός τους.[28] Οι επιδράσεις στο δέρμα από την ιονίζουσα ακτινοβολία εξαρτώνται από την ποσότητα έκθεσης στην περιοχή, όπου παρατηρείται απώλεια μαλλιών μετά από 3 Gy, ερυθρότητα μετά από 10 Gy, απολέπιση υγρού δέρματος μετά από 20 Gy και νέκρωση μετά από 30 Gy. Η ερυθρότητα, εάν προκύψει, μπορεί να εμφανιστεί κάποια στιγμή μετά την έκθεση. Τα εγκαύματα ακτινοβολίας θεραπεύονται όπως και τα άλλα εγκαύματα.[29] Τα εγκαύματα από φούρνο μικροκυμάτων προκύπτουν μέσω θερμικής ζέστης που προκαλούνται από τους φούρνους μικροκυμάτων.[30] Παρόλο που μικρές εκθέσεις όπως αυτές των δύο δευτερολέπτων μπορούν να προκαλέσουν τραυματισμό, συνολικά, αυτό είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο.[30]

Εγκαύματα από επίθεση τρίτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε εκείνους που νοσηλεύονται σε νοσοκομείο είτε από ζεμάτισμα είτε από εγκαύματα πυρκαγιάς, το 10% είναι από επίθεση τρίτων.[31] Οι λόγοι περιλαμβάνουν: κακοποίηση ανηλίκων, προσωπικές διαμάχες, συζυγική κακοποίηση, κακοποίηση ηλικιωμένων, και επιχειρηματικές διαμάχες.[31] Ένας τραυματισμός ή έγκαυμα από βύθιση σε καυτό υγρό μπορεί να δηλώνει κακοποίηση ανηλίκων.[20] Προκαλείται όταν ένα άκρο ή το κάτω μέρος του σώματος (οπίσθια ή περίνεο) κρατείται κάτω από την επιφάνεια ζεστού νερού.[20] Συνήθως δημιουργεί μία αιχμηρή άνω παρυφή, η οποία συχνά είναι συμμετρική.[20] Τα εσκεμμένα εγκαύματα από τσιγάρο εντοπίζονται συχνότερα στο πρόσωπο ή στο πίσω μέρος των χεριών και των ποδιών.[20] Άλλες -υψηλού κινδύνου- ενδείξεις για πιθανή κακοποίηση περιλαμβάνουν: περιμετρικά εγκαύματα, απουσία σημαδιών από πιτσίλισμα, έγκαυμα ομοιόμορφου βάθους και συσχέτιση με άλλα σημάδια παραμέλησης ή κακοποίησης.[32]

Το κάψιμο της νύφης, μια μορφή ενδοοικογενειακής βίας, λαμβάνει χώρα σε μερικές κουλτούρες όπως η Ινδία, όπου η γυναίκα καίγεται επειδή ο σύζυγος ή η οικογένειά του θεωρούν ότι η προίκα είναι ανεπαρκής.[33][34] Στο Πακιστάν, τα εγκαύματα από οξύ αντιπροσωπεύουν το 13% των σκόπιμων εγκαυμάτων και συχνά σχετίζονται με ενδοοικογενειακή βία.[32] Η αυτοπυρπόληση χρησιμοποιείται επίσης ως μορφή διαμαρτυρίας σε διάφορα μέρη του κόσμου.[4]

Παθοφυσιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρεις βαθμοί εγκαυμάτων.

Σε θερμοκρασίες άνω των 44 °C, οι πρωτεΐνες αρχίζουν να χάνουν το τρισδιάστατο σχήμα τους και να διασπώνται.[35] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή των κυττάρων και των ιστών.[12] Πολλές από τις άμεσες επιπτώσεις ενός εγκαύματος είναι δευτερεύουσες της διαταραχής στη φυσιολογική λειτουργία του δέρματος.[12] Αυτές περιλαμβάνουν τη διαταραχή της αίσθησης του δέρματος, της ικανότητας πρόληψης της απώλειας νερού μέσω της εξάτμισης και της ικανότητας ελέγχου της θερμοκρασίας του σώματος.[12] Η διαταραχή των κυτταρικών μεμβρανών κάνει τα κύτταρα να χάνουν κάλιο στους χώρους έξω από το κύτταρο και να λαμβάνουν νερό και νάτριο.[12]

Στα μεγάλα εγκαύματα (πάνω από το 30% της συνολικής επιφάνειας του σώματος) υπάρχει σημαντική φλεγμονώδης απόκριση. [36] Η φλεγμονή οδηγεί σε αυξημένη διαρροή υγρών από τα τριχοειδή αγγεία,[9] και επακόλουθο οίδημα των ιστών.[12] Ως αποτέλεσμα, προκαλείται μεγάλη απώλεια του όγκου του αίματος, με το υπόλοιπο αίμα να υφίσταται σημαντική απώλεια πλάσματος, κάτι που καθιστά το αίμα πιο πυκνό.[12] Η κακή ροή του αίματος προς όργανα, όπως τα νεφρά και ο γαστρεντερικός σωλήνας, μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και έλκη του στομάχου.[37]

Τέλος, τα αυξημένα επίπεδα κατεχολαμινών και κορτιζόλης μπορούν να οδηγήσουν σε κατάσταση υπερμεταβολισμού, η οποία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια.[36] Η κατάσταση αυτή σχετίζεται με αυξημένη καρδιακή παροχή, μεταβολισμό, ταχύ καρδιακό ρυθμό και κακή ανοσολογική λειτουργία.[36]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εγκαύματα μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με το βάθος, τον μηχανισμό του τραυματισμού, την έκταση και τους σχετικούς τραυματισμούς. Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη ταξινόμηση βασίζεται στο βάθος του τραυματισμού. Το βάθος ενός εγκαύματος συνήθως προσδιορίζεται μέσω εξέτασης, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η βιοψία.[12] Το βάθος ενός εγκαύματος μπορεί να είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια σε μία απλή εξέταση και ίσως χρειαστούν επαναλαμβανόμενες εξετάσεις μέσα σε μια περίοδο μερικών ημερών.[9] Σε όσους έχουν πονοκέφαλο ή ζαλίζονται και έχουν έγκαυμα που σχετίζεται με πυρκαγιά, θα πρέπει να γίνει εξέταση για δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα.[38] Θα πρέπει επίσης να γίνει εξέταση για δηλητηρίαση από κυανιούχα.[9]

Μέγεθος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σοβαρότητα του εγκαύματος προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, από το μέγεθος του δέρματος που επηρεάζεται.

Το μέγεθος ενός εγκαύματος μετράται ως ποσοστό της συνολικής επιφάνειας του σώματος (TBSA) που επηρεάζεται από εγκαύματα μερικού ή πλήρους πάχους.[12] Τα εγκαύματα πρώτου βαθμού που είναι απλώς κόκκινου χρώματος και δεν έχουν φουσκάλες δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν τον υπολογισμό. [12] Τα περισσότερα εγκαύματα (70%) εκτείνονται σε λιγότερο από το 10% της συνολικής επιφάνειας του σώματος.[17]

Υπάρχει μια σειρά μεθόδων για τον καθορισμό της συνολικής επιφάνειας του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του «κανόνα των 9», των πινάκων Λουντ and Μπράουντερ, και του υπολογισμού βάσει του μεγέθους αποτυπώματος του χεριού ενός ατόμου.[7] Ο κανόνας των 9 είναι δύσκολος στην απομνημόνευση, και είναι ακριβής μόνο σε άτομα άνω των 16 ετών.[7] Πιο ακριβείς υπολογισμοί μπορούν να γίνουν με τη χρήση των πινάκων Λουντ and Μπράουντερ, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές αναλογίες των μερών του σώματος σε ενήλικες και παιδιά. [7] Το μέγεθος αποτυπώματος του χεριού ενός ατόμου (συμπεριλαμβανομένης της παλάμης και των δακτύλων) αποτελεί περίπου το 1% της συνολικής επιφάνειας του σώματός του.[7]

Βαρύτητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταξινόμηση βαρύτητας εγκαυμάτων κατά την Αμερικανική Ένωση Εγκαυμάτων[39]
Ελαφρά Μέτρια Βαριά
Ενήλικες

< 10% επιφάνειας σώματος

Ενήλικες

10-20% επιφάνειας σώματος

Ενήλικες

> 20% επιφάνειας σώματος

Νέοι ή ηλικιωμένοι

< 5% επιφάνειας σώματος

Νέοι ή ηλικιωμένοι

5-10% επιφάνειας σώματος

Νέοι ή ηλικιωμένοι

>10% επιφάνειας σώματος

< 2% έγκαυμα πλήρους πάχους 2-5% έγκαυμα πλήρους πάχους > 5% έγκαυμα πλήρους πάχους
Τραυματισμός από υψηλή τάση Έγκαυμα από υψηλή τάση
Πιθανός τραυματισμός λόγω εισπνοής Γνωστός τραυματισμός λόγω εισπνοής
Περιμετρικό έγκαυμα Σημαντικό έγκαυμα στο πρόσωπο,

στις αρθρώσεις, στα χέρια ή στα πόδια

Άλλα προβλήματα υγείας Συναφείς τραυματισμοί

Προκειμένου να προσδιοριστεί η ανάγκη για παραπομπή σε εξειδικευμένη μονάδα εγκαυμάτων, η Αμερικανική Ένωση Εγκαυμάτων επινόησε ένα σύστημα ταξινόμησης. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, τα εγκαύματα μπορούν να ταξινομηθούν ως ελαφρά, μέτρια και βαριά. Το μέγεθος αξιολογείται βάσει ενός αριθμού παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής επιφάνειας του σώματος που επηρεάζεται, της εμπλοκής συγκεκριμένων ανατομικών ζωνών, της ηλικίας του ατόμου και των σχετικών τραυματισμών. [38] Τα ελαφρά εγκαύματα μπορούν τυπικά να αντιμετωπιστούν στο σπίτι, τα μέτρια εγκαύματα συχνά αντιμετωπίζονται στο νοσοκομείο και τα βαριά εγκαύματα αντιμετωπίζονται σε κέντρο εγκαυμάτων.[38]

Πρόληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά, θεωρείται ότι περίπου τα μισά του συνόλου των εγκαυμάτων θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί.[1] Τα προγράμματα πρόληψης εγκαυμάτων έχουν μειώσει σημαντικά τα ποσοστά των σοβαρών εγκαυμάτων.[35] Τα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν: τον περιορισμό των θερμοκρασιών του ζεστού νερού, τους ανιχνευτές καπνού, τα συστήματα καταιονισμού, τη σωστή κατασκευή των κτιρίων και τα πυρίμαχα ρούχα εργασίας.[1] Οι ειδικοί συστήνουν η θερμοκρασία του θερμοσίφωνα να ρυθμίζεται χαμηλότερα από τους 48.8 C.[17] Άλλα μέτρα για την πρόληψη των εγκαυμάτων περιλαμβάνουν τη χρήση θερμομέτρου για τη μέτρηση των θερμοκρασιών του νερού του μπάνιου και προστατευτικών για το πιτσίλισμα στις σόμπες. [35] Παρόλο που η επίδραση των κανονισμών για τα πυροτεχνήματα είναι ασαφής, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις οφέλους[40] με τις συστάσεις να περιλαμβάνουν τον περιορισμό της πώλησης πυροτεχνημάτων σε παιδιά.[17]

Γενική αντιμετώπιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάνηψη ξεκινάει με την αξιολόγηση και σταθεροποίηση της αναπνευστικής οδού, της αναπνοής και της κυκλοφορίας του ατόμου.[7] Εάν υπάρχει υποψία τραυματισμού λόγω εισπνοής, μπορεί να χρειαστεί πρώιμη διασωλήνωση.[9] Αυτή ακολουθείται από τη φροντίδα του ίδιου του εγκαύματος. Οι άνθρωποι με εκτεταμένα εγκαύματα μπορούν να τυλιχθούν με καθαρά σεντόνια μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο.[9] Επειδή τα εγκαύματα είναι επιρρεπή σε μολύνσεις, θα πρέπει να χορηγηθεί αντιτετανικό αναμνηστικό εμβόλιο εάν το άτομο δεν έχει εμβολιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια.[41] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 95% των εγκαυμάτων που παρουσιάζονται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών αντιμετωπίζονται και λαμβάνουν εξιτήριο, ενώ μόνο το 5% χρειάζεται εισαγωγή στο νοσοκομείο.[4] Στην περίπτωση των μεγάλων εγκαυμάτων, είναι σημαντική η πρώιμη σίτιση.[36] Η πρόσληψη πρωτεΐνης θα πρέπει να αυξηθεί και συχνά απαιτούνται ιχνοστοιχεία και βιταμίνες.[42] Η υπερβαρική οξυγόνωση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μαζί με τις παραδοσιακές θεραπειες.[43]

Ενδοφλέβια χορήγηση υγρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε άτομα με κακή αιμάτωση, λόγω καταπληξίας, θα πρέπει να χορηγηθούν συμπυκνωμένες δόσεις ισοτονικού κρυσταλλοειδούς διαλύματος για αναπλήρωση των υγρών.[7] Σε παιδιά με εγκαύματα άνω του 10-20% της επιφάνειας του σώματος και σε ενήλικες με εγκαύματα άνω του 15% της επιφάνειας του σώματος, θα πρέπει να ακολουθήσει επίσημη αποκατάσταση υγρών και παρακολούθηση.[7][44][45] Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει πριν από το νοσοκομείο εάν είναι δυνατόν σε εκείνους που έχουν εγκαύματα μεγαλύτερα του 25% της επιφάνειας του σώματος.[44] Η φόρμουλα Πάρκλαντ μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό του όγκου των ενδοφλέβιων υγρών που απαιτούνται κατά τη διάρκεια των πρώτων 24 ωρών. Η φόρμουλα βασίζεται στην επιφάνεια του σώματος και στο βάρος του επηρεαζόμενου ατόμου. Το ήμισυ των υγρών χορηγείται τις πρώτες 8 ώρες και το υπόλοιπο τις επόμενες 16 ώρες. Ο χρόνος υπολογίζεται από τη στιγμή που έγινε το έγκαυμα και όχι από τη στιγμή που ξεκίνησε η αναπλήρωση των υγρών. Τα παιδιά χρειάζονται επιπλέον υγρά συντήρησης, που περιλαμβάνουν γλυκόζη.[9] Επιπρόσθετα, όσοι έχουν τραύματα λόγω εισπνοής χρειάζονται περισσότερα υγρά.[46] Ενώ η ανεπαρκής αναπλήρωση των υγρών μπορεί να προκαλέσει προβλήματα, η υπερβολική αποκατάσταση μπορεί να είναι επίσης επιζήμια.[47] Οι φόρμουλες αποτελούν μόνο έναν οδηγό, με τις εγχύσεις να προσαρμόζονται ιδανικά σε παραγωγή ούρων >30 mL/h για τους ενήλικες ή >1mL/kg για τα παιδιά και μέση αρτηριακή πίεση υψηλότερη από 60 mmHg.[9]

Παρόλο που το διάλυμα Ρίνγκερ (ισότονο διάλυμα ηλεκτρολυτών) χρησιμοποιείται συχνά, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι ανώτερο του φυσιολογικού ορού.[7] Τα κρυσταλλοειδή διαλύματα φαίνονται να είναι το ίδιο καλά με τα κολλοειδή διαλύματα (πλάσμα). Επειδή όμως τα κολλοειδή είναι και πιο ακριβά και δυσεύρετα, δεν συνιστώνται.[48] Σπάνια απαιτούνται μεταγγίσεις αίματος.[12] Συνήθως συνιστώνται μόνο όταν το επίπεδο της αιμοσφαιρίνης πέσει κάτω από 60-80 g/L (6-8 g/dL)[49] λόγω του συνεπαγόμενου κινδύνου επιπλοκών.[9] Οι ενδοφλέβιοι καθετήρες μπορούν να τοποθετηθούν μέσω του καμένου δέρματος εάν χρειάζεται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενδοοστικές εγχύσεις.[9]

Σχήμα χορήγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χορήγηση των ουσιών εξαρτάται από την έκταση του εγκαύματος και το βάρος του σώματος.

(κυβ.εκατ.)= Έκταση εγκαύματος % × Βάρος σώματος (kg) / 2

Η φάση της καταπληξίας, η οποία διαρκεί 36-48 ώρες, χωρίζεται, σε 3 τετράωρα, 2 εξάωρα και 1 με 2 δωδεκάωρα (ανάλογα με την κατάσταση και τις ανάγκες του εγκαυματία). Σε κάθε μια φάση χορηγείται ένα , συνοδευόμενο από 4G στις τετράωρες, 2G στις εξάωρες, και 1G σε κάθε δωδεκάωρη, όπου G 100 κυβ.εκατοστά γλυκόζης 5%.

Φροντίδα τραύματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έγκαιρη ψύξη (μέσα σε 30 λεπτά από το έγκαυμα) μειώνει το βάθος και τον πόνο του εγκαύματος, αλλά πρέπει να ληφθούν μέτρα καθώς η υπερβολική ψύξη μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία. [12][7] Θα πρέπει να γίνεται με κρύο νερό 10–25 °C και όχι με παγωμένο, καθώς το τελευταίο μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω τραυματισμό.[7][35] Τα χημικά εγκαύματα μπορεί να χρειαστούν επιπλέον νερό.[12] Ο καθαρισμός με σαπούνι και νερό, η αφαίρεση του νεκρού ιστού και η εφαρμογή επιδέσμων είναι σημαντικά στοιχεία της φροντίδας του τραύματος. Εάν υπάρχουν άθικτες φουσκάλες, δεν είναι σαφές τί πρέπει να γίνει με αυτές. Κάποια ενδεικτικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμένουν άθικτες. Τα εγκαύματα δευτέρου βαθμού πρέπει να επαναξιολογούνται μετά από δύο ημέρες.[35]

Υπάρχουν ελάχιστα ποιοτικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του είδους του επίδεσμου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατά τη αντιμετώπιση των εγκαυμάτων πρώτου και δευτέρου βαθμού.[50][51] Τα εγκαύματα πρώτου βαθμού είναι λογικό να αντιμετωπίζονται χωρίς επιδέσμους. [35] Ενώ συχνά συνιστώνται τα τοπικά αντιβιοτικά, υπάρχουν λίγα στοιχεία που να υποστηρίζουν τη χρήση τους.[52] Η αργυρούχος σουλφαδιαζίνη (ένα είδος αντιβιοτικού) δεν συνιστάται καθώς δυνητικά παρατείνει τον χρόνο επούλωσης.[51] Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν τη χρήση επιδέσμων που περιέχουν άργυρο[53] ή για τις θεραπείες τραυμάτων με αρνητική πίεση.[54]

Φάρμακα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εγκαύματα μπορούν να είναι πολύ επώδυνα και υπάρχει μια σειρά επιλογών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση του πόνου. Αυτές περιλαμβάνουν τα απλά αναλγητικά (όπως η ιβουπροφαίνη και η ακεταμινοφαίνη) και τα οπιοειδή όπως η μορφίνη. Οι βενζοδιαζεπίνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαζί με τα αναλγητικά για να βοηθήσουν με το άγχος.[35] Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επούλωσης, τα αντιισταμινικά, το μασάζ, ή η διαδερμική ηλεκτρική νευρική διέγερση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν με τη φαγούρα.[10] Τα αντιισταμινικά, ωστόσο, είναι αποτελεσματικά γι’ αυτόν τον σκοπό μόνο για το 20% των ανθρώπων.[55] Υπάρχουν ενδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση της γκαμαπεντίνης[10] και η χρήση της μπορεί να είναι λογική σε εκείνους που δεν βελτιώνονται με τα αντιισταμινικά. [56]

Τα ενδοφλέβια αντιβιοτικά συστήνονται πριν από τη χειρουργική επέμβαση για εκείνους που έχουν εκτεταμένα εγκαύματα (> 60% της επιφάνειας σώματος).[57] Από το 2008, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συνιστούν τη γενική τους χρήση λόγω ανησυχιών αναφορικά με την αντιμικροβιακή αντοχή[52] και τον αυξημένο κίνδυνο μυκητιασικών λοιμώξεων.[9] Ενδεικτικά στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν ότι μπορεί να βελτιώσουν τα ποσοστά επιβίωσης σε άτομα με μεγάλα και σοβαρά εγκαύματα.[52] Η ερυθροποιητίνη δεν έχει βρεθεί να είναι αποτελεσματική στην πρόληψη ή την αντιμετώπιση της αναιμίας στα άτομα με εγκαύματα.[9] Στα εγκαύματα από υδροφθορικό οξύ, το γλυκονικό ασβέστιο είναι συγκεκριμένο αντίδοτο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδοφλεβίως και/ή τοπικά.[24] Η ανασυνδυασμένη ανθρώπινη αυξητική ορμόνη (rhGH) σε άτομα με εγκαύματα στο 40% της επιφάνειας του σώματός τους φαίνεται να επιταχύνει την επούλωση χωρίς να επηρεάζει τον κίνδυνο θανάτου.[58]

Χειρουργική επέμβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τραύματα που απαιτούν χειρουργικό κλείσιμο με δερματικά μοσχεύματα (τυπικά οτιδήποτε μεγαλύτερο από ένα μικρό έγκαυμα πλήρους πάχους) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όσο το δυνατόν νωρίτερα.[59] Τα περιφερειακά εγκαύματα των άκρων ή του θώρακα μπορεί να χρειάζονται επείγουσα χειρουργική αφαίρεση δέρματος, που είναι γνωστή ως εσχαροτομή.[60] Αυτή γίνεται για την αντιμετώπιση ή την πρόληψη προβλημάτων με την περιφερική κυκλοφορία ή τον αερισμό.[60] Δεν είναι βέβαιο είναι χρήσιμη για εγκαύματα στον λαιμό ή στα δάκτυλα.[60] Για τα εγκαύματα από ηλεκτρισμό μπορεί να χρειαστεί φασιοτομή.[60]

Εναλλακτική ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μέλι χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για να βοηθήσει στην επούλωση των πληγών και μπορεί να είναι ωφέλιμο για τα εγκαύματα πρώτου και δευτέρου βαθμού.[61][62] Υπάρχουν μέτριες ενδείξεις ότι το μέλι βοηθά στην επούλωση εγκαυμάτων μερικού πάχους.[63][64] Τα στοιχεία για την αλόη δεν είναι ενθαρυντικά.[65]

Προς το παρόν, υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι η βιταμίνη Ε βοηθάει με τα χηλοειδή ή τις ουλές.[66] Επίσης, το βούτυρο δεν συνιστάται.[67] Σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, τα εγκαύματα αντιμετωπίζονται έως το ένα τρίτο του χρόνου με την παραδοσιακή ιατρική, που μπορεί να περιλαμβάνει την εφαρμογή αυγών, λάσπης, φύλλων ή κοπριάς αγελάδων.[18] Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι περιορισμένη σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω ανεπαρκών οικονομικών πόρων και διαθεσιμότητας.[18] Ένας αριθμός εναλλακτικών μεθόδων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με τα φάρμακα για να μειώσουν τον πόνο της επέμβασης και το άγχος, όπως: θεραπεία εικονικής πραγματικότητας, ύπνωση και συμπεριφορικές προσεγγίσεις, όπως τεχνικές απόσπασης της προσοχής.[56]

Εξειδικευμένη θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεραπεία των εγκαυμάτων μπορεί να είναι συντηρητική και χειρουργική:

Συντηρητική θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανοιχτή μέθοδος: Έκθεση των εγκαυματικών επιφανειών στον αέρα και όχι κάλυψη τους με γάζες. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι: η ξηρότητα και το φως αποτρέπουν τον πολλαπλασιασμό μικροβίων, τα τραύματα μπορούν να παρακολουθούνται άμεσα και εύκολα, επιτρέπεται η κινητικότητα των μελών και ξεκινά η κινησιοθεραπεία άμεσα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή αυτής της μεθόδου είναι η ύπαρξη απομονωμένων θαλάμων για τη νοσηλεία όπως και εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό για την αποφυγή λοιμώξεων. Η ανοιχτή μέθοδος ενδείκνυται για εγκαύματα του προσώπου, του περινέου, ενώ για εγκαύματα άκρων και κορμού προτιμάται η κλειστή.

Κλειστή μέθοδος: Κάλυψη των εγκαυματικών περιοχών με βαζελινούχο γάζα αδράς ύφανσης. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι η προστασία του τραύματος από τη λοίμωξη, η απορρόφηση των εξιδρωμάτων και διατήρηση του τραύματος ξερού, καθώς και η μείωση του πόνου.

Η χρήση ουσιών για τη καταπολέμηση των μικροβίων είναι απαραίτητη και στις δυο μεθόδους.

Χειρουργική θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την ελάττωση του χρόνου νοσηλείας και την καλύτερη λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση της περιοχής του εγκαύματος και την αποφυγή επιπλοκών διενεργείται χειρουργική θεραπεία. Το κάθε κέντρο ανάλογα με την εμπειρία του σε κάθε μέθοδο, τις ανάγκες του περιστατικού, διαλέγει ποια μέθοδο θα ακολουθήσει.

  • Μεταμόσχευση πάνω σε σαρκοφυούσες επιφάνειες μετά την απόπτωση των εσχάρων (που έχουν δημιουργηθεί από τις εσχαροτομές).
  • Όψιμη (8-15 μεταγκαυματική ημέρα) εκτομή εσχαρών και μεταμόσχευση με μοσχεύματα από υγιή περιοχή.
  • Άμεση (3 μεταγκαυματική ημέρα) εκτομή εσχαρών και μεταμόσχευση με μοσχεύματα από υγιή περιοχή. Ενδείκνυται σε εγκαύματα προσώπου, στα χέρια και στη μαστική περιοχή μικρών κοριτσιών ώστε να μη καταστραφεί ο αδένας.

Πρόγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόγνωση στις ΗΠΑ[68]
Επιφάνεια του σώματος Θνητότητα
<10% 0,6%
10-20% 2,9%
20-30% 8,6%
30-40% 16%
40-50% 25%
50-60% 37%
60-70% 43%
70-80% 57%
80-90% 73%
>90% 85%
Εισπνοή 23%

Η πρόγνωση είναι χειρότερη σε άτομα με βαρύτερα εγκαύματα, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς και σε γυναίκες.[12] Η παρουσία ενός τραυματισμού από εισπνοή καπνού, άλλοι σημαντικοί τραυματισμοί, όπως κατάγματα μεγάλων οστών και σοβαρές συννοσηρότητες (π.χ. καρδιακές παθήσεις, διαβήτης, ψυχιατρικές ασθένειες και πρόθεση αυτοκτονίας) επηρεάζουν επίσης την πρόγνωση.[12] Κατά μέσο όρο, το 4% των ατόμων που εισάγονται στα κέντρα εγκαυμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών πεθαίνει,[17] με το αποτέλεσμα για τα άτομα να εξαρτάται από την έκταση του εγκαύματος. Για παράδειγμα, οι εισαγόμενοι με περιοχές εγκαυμάτων κάτω του 10% της επιφάνειας σώματος είχαν θνητότητα χαμηλότερη του 1%, ενώ οι εισαγόμενοι με πάνω από 90% της επιφάνειας σώματος είχαν θνητότητα 85%.[68] Στο Αφγανιστάν, οι άνθρωποι με εγκαύματα μεγαλύτερα του 60% της επιφάνειας σώματος σπάνια επιβιώνουν.[17] Η βαθμολογία Μπω έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά για τον καθορισμό της πρόγνωσης των μεγάλων εγκαυμάτων. Ωστόσο, με τη βελτιωμένη φροντίδα, δεν είναι πλέον πολύ ακριβής.[9] Η βαθμολογία καθορίζεται μέσω της πρόσθεσης του μεγέθους του εγκαύματος (% της επιφάνειας σώματος) στην ηλικία του ατόμου, κάτι που θεωρείται ότι ισούται με τον κίνδυνο θανάτου.[9]

Επιπλοκές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα εγκαύματα έχουν καταγραφεί διάφορες επιπλοκές, με τις λοιμώξεις να είναι οι πιο συνηθισμένες.[17] Κατά σειρά συχνότητας, οι πιθανές επιπλοκές περιλαμβάνουν: πνευμονία, κυτταρίτιδα (φλεγμονή), λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και αναπνευστική ανεπάρκεια.[17] Παράγοντες κινδύνου για τις λοιμώξεις περιλαμβάνουν: εγκαύματα μεγαλύτερα του 30% της επιφάνειας του σώματος, εγκαύματα πλήρους πάχους, ακραίες ηλικίες (νέοι ή ηλικιωμένοι) ή εγκαύματα στα πόδια ή στο περίνεο.[69] Η πνευμονία συμβαίνει ιδιαίτερα συχνά σε άτομα με τραυματισμούς λόγω εισπνοής.[9]

Η αναιμία είναι συνηθισμένη δευτερογενώς στα εγκαύματα πλήρους πάχους που είναι μεγαλύτερα του 10% της επιφάνειας του σώματος.[7] Τα εγκαύματα από ηλεκτρισμό μπορούν να οδηγήσουν σε σύνδρομο διαμερίσματος ή ραβδομυόλυση λόγω της βλάβης στους μύες.[9] Υπολογίζεται ότι 6 έως 25% των ανθρώπων παθαίνουν πήξη του αίματος στις φλέβες των ποδιών.[9] Η υπερμεταβολική κατάσταση, που μπορεί να είναι επίμονη για χρόνια μετά από ένα μεγάλο έγκαυμα, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της οστικής πυκνότητας και σε απώλεια μυϊκής μάζας.[36] Σε νεαρά άτομα και σε όσους έχουν σκούρο δέρμα μπορούν να δημιουργηθούν χηλοειδή.[66] Μετά από ένα έγκαυμα τα παιδιά μπορεί να έχουν σοβαρό ψυχολογικό τραύμα και να βιώσουν διαταραχή μετατραυματικού στρες.[70] Οι ουλές μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε διαταραχή της εικόνας του σώματος.[70] Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, σημαντικά εγκαύματα μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνικό αποκλεισμό, ακραία φτώχεια και εγκατάλειψη παιδιών.[4]

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρόνια ζωής προσαρμοσμένα στην αναπηρία για πυρκαγιές ανά 100.000 κατοίκους το 2004.[71]
  no data
  < 50
  50-100
  100-150
  150-200
  200-250
  250-300
  300-350
  350-400
  400-450
  450-500
  500-600
  > 600

Από το 2004, 11εκατομμύρια εγκαύματα έχουν απαιτήσει ιατρική φροντίδα παγκοσμίως και έχουν οδηγήσει σε 300.000 θανάτους.[4] Αυτό τα καθιστά την 4η αιτία τραυματισμών μετά από τη σύγκρουση μηχανοκίνητων οχημάτων, τις πτώσεις και τη βία.[4] Περίπου το 90% των εγκαυμάτων λαμβάνουν χώρα στον αναπτυσσόμενο κόσμο.[4] Αυτό έχει αποδοθεί εν μέρει στον συνωστισμό και στις μη ασφαλείς συνθήκες μαγειρέματος.[4] Συνολικά, σχεδόν το 60% των θανάσιμων εγκαυμάτων λαμβάνουν χώρα στην Νοτιοανατολική Ασία σε ποσοστό 11,6 ανά 100.000.[17]

Στον αναπτυγμένο κόσμο, οι ενήλικες άνδρες έχουν διπλάσια θνητότητα από τις γυναίκες λόγω εγκαυμάτων. Αυτό πιθανώς οφείλεται στα επαγγέλματα υψηλότερου κινδύνου και στις περισσότερες επικίνδυνες δραστηριότητες. Σε πολλές χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ωστόσο, οι γυναίκες διατρέχουν τον διπλάσιο κίνδυνο από τους άνδρες. Αυτό συχνά σχετίζεται με ατυχήματα στην κουζίνα ή με ενδοοικογενειακή βία.[4] Στα παιδιά, οι θάνατοι από εγκαύματα λαμβάνουν χώρα σε περισσότερο από δεκαπλάσιο ποσοστό στον αναπτυσσόμενο απ’ ό,τι στον αναπτυγμένο κόσμο. [4] Συνολικά, στα παιδιά είναι μία από τις δεκαπέντε κύριες αιτίες θανάτου.[1] Από τη δεκαετία του 1980 έως το 2004, πολλές χώρες έχουν παρουσιάσει μείωση τόσο στα ποσοστά θανάσιμων εγκαυμάτων όσο και στα εγκαύματα γενικά.[4]

Αναπτυγμένες χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπολογίζεται ότι 500.000 τραυματισμοί από εγκαύματα αντιμετωπίζονται ιατρικά κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.[35] Από αυτά περίπου τα 3.300 κατέληξαν σε θάνατο το 2008.[1] Τα περισσότερα εγκαύματα (70%) και οι θάνατοι από εγκαύματα συμβαίνουν σε άνδρες.[5][12] Η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης εγκαυμάτων από πυρκαγιά συμβαίνει σε άτομα ηλικίας 18–35 ετών, ενώ η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ζεματισμών συμβαίνει σε παιδιά κάτω των πέντε ετών και ενηλίκους άνω των 65.[12] Τα εγκαύματα από ηλεκτρισμό οδηγούν σε περίπου 1.000 θανάτους τον χρόνο.[72] Οι κεραυνοί οδηγούν στον θάνατο περίπου 60 ατόμα τον χρόνο.[11] Στην Ευρώπη, τα εκ προθέσεως εγκαύματα συμβαίνουν συχνότερα σε άνδρες μέσης ηλικίας.[31]

Αναπτυσσόμενες χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ινδία, περίπου 700.000 έως 800.000 άνθρωποι κάθε χρόνο υφίστανται σημαντικά εγκαύματα, παρόλο που ελάχιστοι από αυτούς περιθάλπτονται σε ειδικές μονάδες εγκαυμάτων.[73] Τα υψηλότερα ποσοστά συμβαίνουν σε γυναίκες 16–35 ετών.[73] Μέρος αυτού του υψηλού ποσοστού σχετίζεται με τις μη προστατευτικές εστίες και τα φαρδιά ρούχα που είναι συνηθισμένα στην Ινδία.[73] Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο του συνόλου των εγκαυμάτων στην Ινδία οφείλεται σε ρούχα που αρπάζουν φωτιά από τις φλόγες. [74] Τα εκ προθέσεως εγκαύματα αποτελούν επίσης συνηθισμένη αιτία και λαμβάνουν χώρα σε υψηλότερα ποσοστά σε νεαρές γυναίκες, δευτερευόντως λόγω ενδοοικογενειακής βίας και των αυτοτραυματισμών.[31][4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιγιόμ Ντιπουιτρέν (1777-1835) που δημιούργησε την ταξινόμηση των βαθμών των εγκαυμάτων.

Οι ζωγραφιές των σπηλαίων που χρονολογούνται πάνω από 3.500 χρόνια πριν τεκμηριώνουν τα εγκαύματα και την αντιμετώπισή τους.[3] Ο αιγυπτιακός πάπυρος του Σμιθ, που χρονολογείται από το 1500 π.Χ., περιγράφει θεραπείες με τη χρήση μελιού και αλοιφών ρητίνης.[3] Με την πάροδο των ετών έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές άλλες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των φύλλων του τσαγιού από τους Κινέζους, που τεκμηριώνονται το 600 π.Χ., του λίπους των γουρουνιών και του ξυδιού από τον Ιπποκράτη, που τεκμηριώνονται το 400 π.Χ. και του κρασιού και του μύρου από τον Κέλσο, που τεκμηριώνονται το 100 μ.Χ.[3] Ο Γάλλος κουρέας-χειρουργός Αμπρουάζ Παρέ ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις διαφορετικές βαθμίδες εγκαυμάτων κατά τη δεκαετία του 1500.[75] Ο Γκιγιόμ Ντιπουιτρέν επέκτεινε αυτές τις βαθμίδες σε έξι διαφορετικές βαρύτητες το 1832.[76][3]

Το πρώτο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των εγκαυμάτων άνοιξε το 1843 στο Λονδίνο, στην Αγγλία, και η ανάπτυξη της σύγχρονης φροντίδας των εγκαυμάτων ξεκίνησε στα τέλη του 1800 και τις αρχές του 1900.[3][75] Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χένρι Ντέικιν και ο Αλεξίς Καρέλ ανέπτυξαν πρότυπα για τον καθορισμό και την απολύμανση των εγκαυμάτων και των τραυμάτων με τη χρήση διαλυμάτων υποχλωριώδους νατρίου, που μείωσαν σημαντικά τη θνητότητα.[3] Κατά τη δεκαετία του 1940, η σημασία της έγκαιρης εκτομής και μεταμόσχευσης του δέρματος αναγνωρίστηκε, και περίπου την ίδια εποχή, δημιουργήθηκαν η αποκατάσταση υγρών και οι φόρμουλες για την καθοδήγησή τους.[3] Κατά τη δεκαετία του 1970, οι ερευνητές επέδειξαν τη σημασία της υπερμεταβολικής κατάστασης που ακολουθεί τα μεγάλα εγκαύματα.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Herndon D (επιμ.). «Chapter 4: Prevention of Burn Injuries». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 46. ISBN 978-1-4377-2786-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Tintinalli, Judith E.· Ma, O. John (22 Οκτωβρίου 2019). Tintinalli's Emergency Medicine: A Comprehensive Study Guide, 9th edition. McGraw Hill Professional. ISBN 978-1-260-01994-0. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 3,8 Herndon D (επιμ.). «Chapter 1: A Brief History of Acute Burn Care Management». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 1. ISBN 978-1-4377-2786-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014. 
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 Peck, MD (2011 Nov). «Epidemiology of burns throughout the world. Part I: Distribution and risk factors». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 37 (7): 1087–100. doi:10.1016/j.burns.2011.06.005. PMID 21802856. 
  5. 5,0 5,1 5,2 «Burn Incidence and Treatment in the United States: 2012 Fact Sheet». American Burn Association. 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2013. 
  6. «Burns». Infectious Disease Advisor (στα Αγγλικά). 20 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2022. 
  7. 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 7,11 7,12 Granger, Joyce (Jan 2009). «An Evidence-Based Approach to Pediatric Burns». Pediatric Emergency Medicine Practice 6 (1). http://www.ebmedicine.net/topics.php?paction=showTopic&topic_id=186. 
  8. 8,00 8,01 8,02 8,03 8,04 8,05 8,06 8,07 8,08 8,09 Herndon D, επιμ. (2012). «Chapter 10: Evaluation of the burn wound: management decisions». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 127. ISBN 978-1-4377-2786-9. 
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 9,13 9,14 9,15 9,16 9,17 9,18 Brunicardi, Charles (2010). «Chapter 8: Burns». Schwartz's principles of surgery (9th έκδοση). New York: McGraw-Hill, Medical Pub. Division. ISBN 978-0-07-154769-7. 
  10. 10,0 10,1 10,2 Goutos, I; Dziewulski, P; Richardson, PM (2009 Mar-Apr). «Pruritus in burns: review article.». Journal of burn care & research : official publication of the American Burn Association 30 (2): 221–8. PMID 19165110. 
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 Marx, John (2010). «Chapter 140: Electrical and Lightning Injuries». Rosen's emergency medicine : concepts and clinical practice (7th έκδοση). Philadelphia: Mosby/Elsevier. ISBN 0-323-05472-2. 
  12. 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 12,10 12,11 12,12 12,13 12,14 12,15 12,16 12,17 12,18 12,19 12,20 12,21 12,22 12,23 12,24 12,25 12,26 12,27 12,28 12,29 12,30 12,31 12,32 12,33 12,34 12,35 12,36 12,37 12,38 12,39 12,40 Tintinalli, Judith E. (2010). Emergency Medicine: A Comprehensive Study Guide (Emergency Medicine (Tintinalli)). New York: McGraw-Hill Companies. σελίδες 1374–1386. ISBN 0-07-148480-9. 
  13. Lloyd, EC; Rodgers, BC; Michener, M; Williams, MS (2012 Jan 1). «Outpatient burns: prevention and care.». American family physician 85 (1): 25-32. PMID 22230304. https://archive.org/details/sim_american-family-physician_2012-01-01_85_1/page/25. 
  14. Buttaro, Terry (2012). Primary Care: A Collaborative Practice. Elsevier Health Sciences. σελ. 236. ISBN 978-0-323-07585-5. 
  15. Kowalski, Caroline Bunker Rosdahl, Mary T. (2008). Textbook of basic nursing (9th έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 1109. ISBN 978-0-7817-6521-3. 
  16. National Burn Repository Pg. i
  17. 17,00 17,01 17,02 17,03 17,04 17,05 17,06 17,07 17,08 17,09 17,10 17,11 17,12 Herndon D (επιμ.). «Chapter 3: Epidemiological, Demographic, and Outcome Characteristics of Burn Injury». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 23. ISBN 978-1-4377-2786-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014. 
  18. 18,0 18,1 18,2 Forjuoh, SN (2006 Aug). «Burns in low-and middle-income countries: a review of available literature on descriptive epidemiology, risk factors, treatment, and prevention.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 32 (5): 529–37. PMID 16777340. 
  19. Gardiner, Mark· Eisen, Sarah (10 Σεπτεμβρίου 2009). Training in Paediatrics. OUP Oxford. ISBN 978-0-19-922773-0. 
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 Maguire, S; Moynihan, S; Mann, M; Potokar, T; Kemp, AM (2008 Dec). «A systematic review of the features that indicate intentional scalds in children.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 34 (8): 1072–81. PMID 18538478. 
  21. Peden, Margie (2008). World report on child injury prevention. Geneva, Switzerland: World Health Organization. σελ. 86. ISBN 978-92-4-156357-4. 
  22. World Health Organization. «World report on child injury prevention» (PDF). 
  23. Hardwicke, J; Hunter, T; Staruch, R; Moiemen, N (2012 May). «Chemical burns--an historical comparison and review of the literature.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 38 (3): 383–7. PMID 22037150. 
  24. 24,0 24,1 Makarovsky, I; Markel, G; Dushnitsky, T; Eisenkraft, A (2008 May). «Hydrogen fluoride--the protoplasmic poison.». The Israel Medical Association journal : IMAJ 10 (5): 381–5. PMID 18605366. 
  25. Edlich, RF; Farinholt, HM; Winters, KL; Britt, LD; Long WB, 3rd (2005). «Modern concepts of treatment and prevention of lightning injuries.». Journal of long-term effects of medical implants 15 (2): 185–96. PMID 15777170. 
  26. Prahlow, Joseph (2010). Forensic pathology for police, death investigators, and forensic scientists. Totowa, N.J.: Humana. σελ. 485. ISBN 978-1-59745-404-9. 
  27. Kearns RD, Cairns CB, Holmes JH, Rich PB, Cairns BA (January 2013). «Thermal burn care: a review of best practices. What should prehospital providers do for these patients?». EMS World 42 (1): 43–51. PMID 23393776. 
  28. Balk, SJ; Council on Environmental, Health; Section on, Dermatology (2011 Mar). «Ultraviolet radiation: a hazard to children and adolescents.». Pediatrics 127 (3): e791-817. PMID 21357345. 
  29. Marx, John (2010). «Chapter 144: Radiation Injuries». Rosen's emergency medicine : concepts and clinical practice (7th έκδοση). Philadelphia: Mosby/Elsevier. ISBN 0-323-05472-2. 
  30. 30,0 30,1 Krieger, John (2001). Clinical environmental health and toxic exposures (2nd έκδοση). Philadelphia, Pa. [u.a.]: Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 205. ISBN 978-0-683-08027-8. 
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 Peck, MD (2012 Aug). «Epidemiology of burns throughout the World. Part II: intentional burns in adults.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 38 (5): 630–7. PMID 22325849. 
  32. 32,0 32,1 Herndon D, επιμ. (2012). «Chapter 61: Intential burn injuries». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 689-698. ISBN 978-1-4377-2786-9. 
  33. Jutla, RK; Heimbach, D (2004 Mar-Apr). «Love burns: An essay about bride burning in India.». The Journal of burn care & rehabilitation 25 (2): 165–70. PMID 15091143. 
  34. Peden, Margie (2008). World report on child injury prevention. Geneva, Switzerland: World Health Organization. σελ. 82. ISBN 978-92-4-156357-4. 
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 35,5 35,6 35,7 Marx, John (2010). «Chapter 60: Thermal Burns». Rosen's emergency medicine : concepts and clinical practice (7th έκδοση). Philadelphia: Mosby/Elsevier. ISBN 978-0-323-05472-0. 
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 Rojas Y, Finnerty CC, Radhakrishnan RS, Herndon DN (December 2012). «Burns: an update on current pharmacotherapy». Expert Opin Pharmacother 13 (17): 2485–94. doi:10.1517/14656566.2012.738195. PMID 23121414. 
  37. Hannon, Ruth (2010). Porth pathophysiology : concepts of altered health states (1st Canadian έκδοση). Philadelphia, PA: Wolters Kluwer Health/Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 1516. ISBN 978-1-60547-781-7. 
  38. 38,0 38,1 38,2 Garmel, edited by S.V. Mahadevan, Gus M. (2012). An introduction to clinical emergency medicine (2nd έκδοση). Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 216–219. ISBN 978-0-521-74776-9. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  39. Mahadevan, S. V.· Garmel, Gus M. (10 Απριλίου 2012). An Introduction to Clinical Emergency Medicine. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-74776-9. 
  40. Jeschke, Marc (2012). Handbook of Burns Volume 1: Acute Burn Care. Springer. σελ. 46. ISBN 978-3-7091-0348-7. 
  41. Klingensmith M, επιμ. (2007). The Washington manual of surgery (5th έκδοση). Philadelphia, Pa.: Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 422. ISBN 978-0-7817-7447-5. 
  42. Rousseau, Anne-Françoise; Losser, Marie-Reine; Ichai, Carole; Berger, Mette M. (2013-08). «ESPEN endorsed recommendations: nutritional therapy in major burns». Clinical Nutrition (Edinburgh, Scotland) 32 (4): 497–502. doi:10.1016/j.clnu.2013.02.012. ISSN 1532-1983. PMID 23582468. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/23582468/. 
  43. Cianci, P; Slade JB, Jr; Sato, RM; Faulkner, J (2013 Jan-Feb). «Adjunctive hyperbaric oxygen therapy in the treatment of thermal burns.». Undersea & hyperbaric medicine : journal of the Undersea and Hyperbaric Medical Society, Inc 40 (1): 89–108. PMID 23397872. 
  44. 44,0 44,1 Enoch, S; Roshan, A; Shah, M (2009 Apr 8). «Emergency and early management of burns and scalds.». BMJ (Clinical research ed.) 338: b1037. PMID 19357185. 
  45. Hettiaratchy, S; Papini, R (2004 Jul 10). «Initial management of a major burn: II--assessment and resuscitation.». BMJ (Clinical research ed.) 329 (7457): 101-3. PMID 15242917. 
  46. Jeschke, Marc (2012). Handbook of Burns Volume 1: Acute Burn Care. Springer. σελ. 77. ISBN 978-3-7091-0348-7. 
  47. Endorf, FW; Ahrenholz, D (2011 Dec). «Burn management.». Current opinion in critical care 17 (6): 601–5. PMID 21986459. 
  48. Perel, P; Roberts, I (2012 Jun 13). Perel, Pablo, επιμ. «Colloids versus crystalloids for fluid resuscitation in critically ill patients». Cochrane database of systematic reviews (Online) 6: CD000567. doi:10.1002/14651858.CD000567.pub5. PMID 22696320. 
  49. Curinga, G; Jain, A; Feldman, M; Prosciak, M; Phillips, B; Milner, S (2011 Aug). «Red blood cell transfusion following burn.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 37 (5): 742–52. PMID 21367529. 
  50. Wasiak, J; Cleland, H; Campbell, F; Spinks, A (2013 Mar 28). «Dressings for superficial and partial thickness burns.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 3: CD002106. PMID 23543513. 
  51. 51,0 51,1 Wasiak J, Cleland H, Campbell F (2008). Wasiak, Jason, επιμ. «Dressings for superficial and partial thickness burns». Cochrane Database Syst Rev (4): CD002106. doi:10.1002/14651858.CD002106.pub3. PMID 18843629. 
  52. 52,0 52,1 52,2 Avni T, Levcovich A, Ad-El DD, Leibovici L, Paul M (2010). «Prophylactic antibiotics for burns patients: systematic review and meta-analysis». BMJ 340: c241. doi:10.1136/bmj.c241. PMID 20156911. 
  53. Storm-Versloot, MN; Vos, CG; Ubbink, DT; Vermeulen, H (2010 Mar 17). Storm-Versloot, Marja N, επιμ. «Topical silver for preventing wound infection». Cochrane database of systematic reviews (Online) (3): CD006478. doi:10.1002/14651858.CD006478.pub2. PMID 20238345. 
  54. Dumville, JC; Munson, C (2012 Dec 12). «Negative pressure wound therapy for partial-thickness burns.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 12: CD006215. PMID 23235626. 
  55. Zachariah, JR; Rao, AL; Prabha, R; Gupta, AK; Paul, MK; Lamba, S (2012 Aug). «Post burn pruritus--a review of current treatment options.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 38 (5): 621–9. PMID 22244605. 
  56. 56,0 56,1 Herndon D, επιμ. (2012). «Chapter 64: Management of pain and other discomforts in burned patients». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 726. ISBN 978-1-4377-2786-9. 
  57. Herndon D, επιμ. (2012). «Chapter 31: Etiology and prevention of multisystem organ failure». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 664. ISBN 978-1-4377-2786-9. 
  58. Breederveld, Roelf S.; Tuinebreijer, Wim E. (2014-09-15). «Recombinant human growth hormone for treating burns and donor sites». The Cochrane Database of Systematic Reviews (9): CD008990. doi:10.1002/14651858.CD008990.pub3. ISSN 1469-493X. PMID 25222766. PMC 7119450. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25222766/. 
  59. Jeschke, Marc (2012). Handbook of Burns Volume 1: Acute Burn Care. Springer. σελ. 266. ISBN 978-3-7091-0348-7. 
  60. 60,0 60,1 60,2 60,3 Orgill, DP; Piccolo, N (2009 Sep-Oct). «Escharotomy and decompressive therapies in burns.». Journal of burn care & research : official publication of the American Burn Association 30 (5): 759–68. PMID 19692906. 
  61. Jull AB, Rodgers A, Walker N (2008). Jull, Andrew B, επιμ. «Honey as a topical treatment for wounds». Cochrane Database Syst Rev (4): CD005083. doi:10.1002/14651858.CD005083.pub2. PMID 18843679. 
  62. Wijesinghe, M; Weatherall, M; Perrin, K; Beasley, R (2009 May 22). «Honey in the treatment of burns: a systematic review and meta-analysis of its efficacy.». The New Zealand medical journal 122 (1295): 47-60. PMID 19648986. 
  63. Norman, Gill; Christie, Janice; Liu, Zhenmi; Westby, Maggie J.; Jefferies, Jayne M.; Hudson, Thomas; Edwards, Jacky; Mohapatra, Devi Prasad και άλλοι. (2017-07-12). «Antiseptics for burns». The Cochrane Database of Systematic Reviews 7: CD011821. doi:10.1002/14651858.CD011821.pub2. ISSN 1469-493X. PMID 28700086. PMC 6483239. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/28700086/. 
  64. Jull, Andrew B.; Cullum, Nicky; Dumville, Jo C.; Westby, Maggie J.; Deshpande, Sohan; Walker, Natalie (2015-03-06). «Honey as a topical treatment for wounds». The Cochrane Database of Systematic Reviews (3): CD005083. doi:10.1002/14651858.CD005083.pub4. ISSN 1469-493X. PMID 25742878. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25742878/. 
  65. Dat, AD; Poon, F; Pham, KB; Doust, J (2012 Feb 15). «Aloe vera for treating acute and chronic wounds.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 2: CD008762. PMID 22336851. 
  66. 66,0 66,1 Juckett, G; Hartman-Adams, H (2009 Aug 1). «Management of keloids and hypertrophic scars.». American family physician 80 (3): 253–60. PMID 19621835. https://archive.org/details/sim_american-family-physician_2009-08-01_80_3/page/253. 
  67. Cox, Carol Turkington, Jeffrey S. Dover ; medical illustrations, Birck (2007). The encyclopedia of skin and skin disorders (3rd ed. έκδοση). New York, NY: Facts on File. σελ. 64. ISBN 9780816075096. CS1 maint: Extra text (link)
  68. 68,0 68,1 National Burn Repository, Pg. 10
  69. Young, Christopher King, Fred M. Henretig, επιμ. (2008). Textbook of pediatric emergency procedures (2nd έκδοση). Philadelphia: Wolters Kluwer Health/Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 1077. ISBN 978-0-7817-5386-9. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  70. 70,0 70,1 Roberts, edited by Michael C. (2009). Handbook of pediatric psychology (4th έκδοση). New York: Guilford. σελ. 421. ISBN 978-1-60918-175-8. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  71. «WHO Disease and injury country estimates». World Health Organization. 2009. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2009. 
  72. Edlich, RF; Farinholt, HM; Winters, KL; Britt, LD; Long WB, 3rd (2005). «Modern concepts of treatment and prevention of electrical burns.». Journal of long-term effects of medical implants 15 (5): 511–32. PMID 16218900. 
  73. 73,0 73,1 73,2 Ahuja, RB; Bhattacharya, S (2004 Aug 21). «Burns in the developing world and burn disasters.». BMJ (Clinical research ed.) 329 (7463): 447–9. PMID 15321905. 
  74. Gupta (2003). Textbook of Surgery. Jaypee Brothers Publishers. σελ. 42. ISBN 978-81-7179-965-7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014. 
  75. 75,0 75,1 Song, David. Plastic surgery (3rd ed. έκδοση). Edinburgh: Saunders. σελ. 393.e1. ISBN 9781455710553. CS1 maint: Extra text (link)
  76. Wylock, Paul (2010). The life and times of Guillaume Dupuytren, 1777-1835. Brussels: Brussels University Press. σελ. 60. ISBN 9789054875727. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]