Συγκολλητική γλώσσα
Συγκολλητική γλώσσα είναι μια γλώσσα που χρησιμοποιεί εκτεταμένα τη συγκόλληση: οι περισσότερες λέξεις σχηματίζονται ενώνοντας μορφήματα από κοινού. Ο όρος αυτός έχει εισαχθεί από τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ, το 1836, για να ταξινομήσει τις γλώσσες από μορφολογική άποψη.[1] Προήλθε από το λατινικό ρήμα agglutinare, που σημαίνει "κολλάω μαζί".[2]
Η συγκολλητική γλώσσα είναι μια μορφή συνθετικής γλώσσας, όπου κάθε πρόσφυμα αναπαριστά τυπικά μια μονάδα νοήματος (όπως για παράδειγμα η "έλλειψη", ο "παρελθών χρόνος", ο "πληθυντικός αριθμός", κλπ.), και περιορισμένα μορφήματα εκφράζονται με προσφύματα (affixes) και όχι με εσωτερική αλλαγή στη ρίζα της λέξης, ή αλλαγές στην έμφαση ή τον τόνο. Επιπροσθέτως, και είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, σε μια συγκολλητική γλώσσα τα προσφύματα δεν συγχωνεύονται με άλλα, και δεν αλλάζουν μορφή εξαρτώμενα από άλλα.
Οι συνθετικές γλώσσες που δεν είναι συγκολλητικές αποκαλούνται συγχωνευτικές γλώσσες. Αυτές μερικές φορές συνδυάζουν προσφύματα με τη "χώνευσή" τους μαζί, συχνά αλλάζοντάς τα δραστικά κατά τη διαδικασία, και ενώνοντας πολλά νοήματα σε ένα πρόσφυμα (για παράδειγμα, στην Ισπανική η λέξη comí [εγώ έφαγα], το επίθημα -í μεταφέρει τα νοήματα της οριστικής έγκλισης, της ενεργητικής φωνής, του παρελθόντος χρόνου, του πρώτου προσώπου ενικού του υποκειμένου και του συντελεσμένου της ενέργειας).
Ο όρος συγκολλητική μερικές φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο για τη συνθετική γλώσσα, αν και τεχνικά δεν είναι. Όταν χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο, η λέξη οριοθετεί τις συγχωνευτικές γλώσσες ή πτωτικές γλώσσες εν γένει. Η διάκριση μεταξύ μιας συγκολλητικής και μιας συγχωνευτικής γλώσσας δεν είναι πολλές φορές σαφής. Επιπλέον, κάποιος θα μπορούσε να τις σκεφτεί ως τα δύο άκρα ενός συνεχούς, με τις διάφορες γλώσσες να κατευθύνονται πότε προς το ένα άκρο και πότε προς το άλλο. Στην πραγματικότητα, μια συνθετική γλώσσα μπορεί να παρουσιάζει συγκολλητικά χαρακτηριστικά στο διευρυμένο λεξιλόγιό της αλλά όχι στο σύστημα των πτώσεων: για παράδειγμα αναφέρουμε τη Γερμανική και την Ολλανδική.
Οι συγκολλητικές γλώσσες τείνουν να έχουν έναν υψηλό βαθμό από προσφύματα/μορφήματα ανά λέξη, και να είναι πολύ ομαλές[εκκρεμεί παραπομπή]. Για παράδειγμα, η Ιαπωνική έχει μόνο δύο ανώμαλα ρήματα (και όχι πολύ ανώμαλα), η Λουγκάντα έχει μόνο ένα (ή δύο, στον βαθμό που εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το 'ανώμαλο'), η Τουρκική έχει μόνο ένα και στην Κέτσουα όλα τα ρήματα είναι ομαλά. Η Γεωργιανή είναι μια εξαίρεση. Όχι μόνο είναι υπέρ το δέον συγκολλητική (μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα μέχρι 8 μορφήματα ανά λέξη), αλλά υπάρχει επίσης ένας σημαντικός αριθμός ανώμαλων ρημάτων, που διαφέρουν ως προς τον βαθμό μη ομαλότητάς τους.
Παραδείγματα συγκολλητικών γλωσσών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραδείγματα συγκολλητικών γλωσσών περιλαμβάνουν τη Βασκική, την Μπλάκφουτ (γλώσσα που ομιλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες), τη Γεωργιανή, τις Αλταϊκές γλώσσες (βλέπε Τουρκική και Ταταρική), τα Γιαπωνέζικα (μερικές φορές κατατάσσονται στις Αλταϊκές), την Κορεατική (μερικές φορές κατατάσσεται στις Αλταϊκές), τη Μαλαϊκή και την Ινδονησιακή, πολλές Θιβετοβιρμανικές γλώσσες, τις Δραβιδικές γλώσσες, πολλές Ουραλικές γλώσσες (με μεγαλύτερες την Ουγγρική, τη Φινλανδική και την Εσθονική), την Ινουκτίτουτ, τις Μπαντού γλώσσες (δες Λουγκάντα), τις Βορειοανατολικές, Βορειοδυτικές και Νότιες Καυκασιανές γλώσσες, και κάποιες Μεσοαμερικανικές και γηγενείς γλώσσες της Βορείου Αμερικής, μεταξύ αυτών και τη Νάουατλ, την Ουαστέκ, και τις γλώσσες Σαλίς. Η Κέτσουα και η Αϊμάρα είναι συγκολλητικές ιθαγενείς γλώσσες της Νοτίου Αμερικής.
Η συγκόλληση είναι ένα τυπολογικό χαρακτηριστικό και δεν συνεπάγεται γλωσσική συγγένεια, αν και υπάρχουν κάποιες οικογένειες συγκολλητικών γλωσσών. Για παράδειγμα, η Πρωτοουραλική γλώσσα, ο πρόγονος των Ουραλικών γλωσσών, ήταν συγκολλητική, και οι περισσότερες γλώσσες που προήλθαν από αυτήν διατηρούν αυτό το χαρακτηριστικό. Αλλά από τη στιγμή που η συγκόλληση μπορεί να αναδυθεί σε γλώσσες που προηγουμένως είχαν μια μη συγκολλητική τυπολογία και μπορεί να χαθεί σε γλώσσες που πριν ήταν συγκολλητικές, η συγκόλληση ως τυπολογικό χαρακτηριστικό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη γενετικής σχέσης με άλλες συγκολλητικές γλώσσες.
Πολλές ξεχωριστές γλώσσες ανέπτυξαν αυτήν την ιδιότητα μέσα από μια συγκλίνουσα εξέλιξη (convergent evolution). Φαίνεται να υπάρχει μια προκρινόμενη εξελικτική κατεύθυνση από τις συγκολλητικές συνθετικές γλώσσες προς τις συγχωνευτικές γλώσσες, και κατόπιν στις μη συνθετικές γλώσσες, που με τη σειρά τους εξελίσσονται σε απομονωμένες γλώσσες και από εκεί ξανά σε συγκολλητικές σύνθετες γλώσσες. Αν και, αυτή είναι απλά μια τάση, και αφ' εαυτού ένας συνδυασμός της τάσης που έχει παρατηρηθεί στη Θεωρία της γραμματικοποίησης και της γενικής γλωσσολογικής παραφθοράς, ιδίως στην αποκοπή του τέλους της λέξης και στην έκθλιψη. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό στη γλωσσολογία των αγγλοσαξονικών χωρών και ως drift ή language drift.
Μερικές πραγματικές και φανταστικές τεχνητές γλώσσες, όπως η Εσπεράντο, η Newspeak, η Κλίνγκον (γλώσσα του Σταρ Τρεκ), η Atlantean και η Black Speech, έχουν παρουσιαστεί ως συγκολλητικές γλώσσες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Stocking, George W. (1995). The Ethnographer's Magic and Other Essays in the History of Anthropology. University of Wisconsin Press. σελ. 84. ISBN 0299134148.
- ↑ Approaches to Language Typology, Masayoshi Shibatani, Theodora Bynon, 1999, Oxford University Press, ISBN 0198238665
- Bodmer, Frederick. Ed. by Lancelot Hogben. The Loom of Language. New York, W.W. Norton and Co., 1944, renewed 1972, pages 53, 190ff. ISBN 0-393-30034-X