Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σολομών (στρατηλάτης)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σολoμών (στρατηλάτης)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση5ος αιώνας[1]
Δάρας Μεσοποταμίας
Θάνατος544
Αλ Κασράυν
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
στρατιωτικός ηγέτης
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΒανδαλικός Πόλεμος

Ο Σολομών ήταν Ανατολικορωμαίος (Βυζαντινός) στρατηγός από τη βόρεια Μεσοποταμία, ο οποίος διακρίθηκε ως διοικητής στον Βανδαλικό Πόλεμο και στην ανακατάληψη της Βόρειας Αφρικής το 533-534. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας στην Αφρική ως γενικός κυβερνήτης της, συνδυάζοντας τη στρατιωτική θέση του στρατηλάτη (magister militum) με την πολιτική θέση του υπάρχου. Ο Σολομών αντιμετώπισε επιτυχώς τη μεγάλης κλίμακας εξέγερση των ιθαγενών Βερβέρων (Μαυρουσίων), αλλά αναγκάστηκε να φύγει μετά από εξέγερση του στρατού την άνοιξη του 536. Η δεύτερη θητεία του στην Αφρική ξεκίνησε το 539 και σημαδεύτηκε από νίκες επί των Βερβέρων, που οδήγησαν στην εδραίωση της βυζαντινής θέσης. Ακολούθησαν μερικά χρόνια ευημερίας, αλλά κόπηκαν απότομα από την αναζωπυρωμένη εξέγερση των Βερβέρων και την ήττα και το τέλος του Σολομώντα στη μάχη του Κιλλίου το 544.

Ο Σολομών γεννήθηκε, πιθανότατα περίπου το 480/490, στο φρούριο Ιδριφθόν στην επαρχία Σολάχον, κοντά στη Δάρα της επαρχίας Μεσοποταμίας. Ήταν ευνούχος ως αποτέλεσμα ατυχήματος κατά τη βρεφική του ηλικία, όχι από εσκεμμένο ευνουχισμό.[2][3][4] Ο Σολομών είχε έναν αδελφό, τον Βάκχο, ο οποίος έγινε ιερέας. Ο Βάκχος απέκτησε τρεις γιους, τον Κύρο, τον Σέργιο και τον Σολομώντα τον Νεότερο, οι οποίοι αργότερα έγιναν στρατιωτικοί στην Αφρική υπό τον θείο τους. Ο Σέργιος διαδέχθηκε επίσης τον Σολομώντα ως κυβερνήτη της Αφρικής μετά το τέλος του τελευταίου.[5] Λίγα είναι γνωστά για την πρώιμη σταδιοδρομία του Σολομώντα, εκτός από το ότι υπηρέτησε υπό την δουκός Μεσοποταμίας Φελικίσσιμου, ίσως ήδη από τον διορισμό του τελευταίου στη θέση το 505/6. Σίγουρα από το 527, όταν ήρθε στην υπηρεσία του Βελισάριου, ο Σολομών θεωρήθηκε έμπειρος αξιωματικός. Ίσως εκείνη την εποχή ονομάστηκε δομέστικος (επιτελάρχης) του Βελισάριου, θέση με την οποία αναφέρεται από τον ιστορικό Προκόπιο το 533, πριν από την έναρξη της εκστρατείας κατά του βασιλείου των Βανδάλων στην Βόρεια Αφρική.[6][7]

Πρώτη θητεία στην Αφρική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν αποπλεύσει η αποστολή από την Κωνσταντινούπολη, ο Σολομών ονομαζόταν ένας από τους εννέα διοικητές των συνταγμάτων από φοιδεράτους. Δεν αναφέρεται στην αφήγηση του Προκοπίου κατά την επόμενη εκστρατεία, αλλά πιθανότατα συμμετείχε στην αποφασιστική Μάχη στο Δέκιμον στις 13 Σεπτεμβρίου 533, που άνοιξε το δρόμο για την πρωτεύουσα των Βανδάλων Καρχηδόνα. Μετά την κατάληψη της Καρχηδόνας, ο Βελισάριος έστειλε τον Σολομώντα πίσω στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' (βασ. 527–565) για την πρόοδο της εκστρατείας. Ο Σολομών παρέμεινε στην πρωτεύουσα μέχρι την άνοιξη του 534, όταν ο Ιουστινιανός τον έστειλε πίσω στην Αφρική για να ανακαλέσει τον Βελισάριο και να τον αντικαταστήσει ως ανώτατο στρατιωτικό διοικητή της νέας υπαρχίας της Αφρικής (magister militum Africae).[3][4][8] Η αναχώρηση του Βελισάριου συνέπεσε με μία γενική εξέγερση των Βερβερικών φυλών του εσωτερικού, προτού οι Ρωμαίοι προλάβουν να ενισχύσουν την κυριαρχία τους στην επαρχία. Ως αποτέλεσμα, ο Βελισάριος άφησε τους περισσότερους από τους ιδιαίτερα εξασκημένους βουκελαρίους του πίσω, και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ έστειλε πρόσθετες ενισχύσεις. Σύντομα (κάπου το φθινόπωρο του 534) ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ ενέδυσε επίσης στον Σολομώντα με το πολιτικό αξίωμα του πραιτωριανού επάρχου, αντικαθιστώντας τον ηλικιωμένο Αρχέλαο.[9][10]

Η Ρωμαϊκή Αφρική, με τις επαρχίες Βυζακηνή, Ζευγιτανή και Νουμιδία.

Στο μεταξύ, οι Βέρβεροι είχαν εισβάλει στη Βυζακηνή και νίκησαν την τοπική βυζαντινή φρουρά, σκοτώνοντας τους διοικητές της, τον Αϊγάν και τον Ρουφίνο. Αφού οι διπλωματικές παρακλήσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα απέτυχαν, και με τις δυνάμεις του να ενισχύονται σε περίπου 18.000 άνδρες (όπως εκτιμά ο Κάρολος Ντηλ) μετά την άφιξη των ενισχύσεων, την άνοιξη του 535 ο Σολομών οδήγησε τα στρατεύματά του στη Βυζακηνή. Οι Βέρβεροι, υπό τους αρχηγούς τους Κουτζίνα, Εσδιλάσα, Ιουρφούθη και Μεσιδινίσσα είχαν στρατοπεδεύσει σε μία τοποθεσία, που ονομαζόταν Μάμμες. Εκεί στην Μάχη των Μαμμών επιτέθηκε ο Σολομών και τους νίκησε.[11][12] Ο ρωμαϊκός στρατός επέστρεψε στην Καρχηδόνα, αλλά ήρθε η είδηση ότι οι Βέρβεροι, ενισχυμένοι, είχαν ξανά επιτεθεί και κατέλαβαν τη Βυζακηνή. Ο Σολομών βγήκε αμέσως έξω και τους συνάντησε στο όρος Boυργάον, όπου οι Βέρβεροι είχαν στήσει ένα οχυρωμένο στρατόπεδο και περίμεναν την επίθεσή του. Ο Σολομών μοίρασε τις δυνάμεις του και έστειλε 1.000 άνδρες να επιτεθούν στους Βέρβερους από πίσω, σημειώνοντας μία αποφασιστική νίκη: οι Βέρβεροι έσπασαν και σκορπίστηκαν, έχοντας μεγάλες απώλειες. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στη Νουμιδία, όπου ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Ιαύδα, αρχηγού των φυλών του Αυράσιου όρους.[12][13] Με τη Βυζακηνή εξασφαλισμένη και με την προτροπή των δικών του Βερβέρων συμμάχων του Μασώνα και Ορταΐα, ο Σολομών στράφηκε τώρα στη Νουμιδία. Προχώρησε προσεκτικά στο Αυράσιο και προκάλεσε τον Ιαύδα να πολεμήσει, αλλά μετά από τρεις ημέρες, έχοντας δυσπιστία στην πίστη των συμμάχων του, ο Σολομών επέστρεψε τον στρατό του στις πεδιάδες. Άφησε μέρος του στρατού για να παρακολουθεί τους Βερβέρους και ίδρυσε μία σειρά από οχυρωμένες θέσεις κατά μήκος των δρόμων, που ένωναν τη Βυζακηνή με τη Νουμιδία. Στη συνέχεια ο Σολομών πέρασε το χειμώνα προετοιμάζοντας μια νέα εκστρατεία εναντίον του Αυράσιου και επίσης εναντίον των Βερβέρων της Σαρδηνίας, αλλά τα σχέδιά του διακόπηκαν από μία μεγάλη εξέγερση του στρατού την άνοιξη του 536.[12][14]

Η εξέγερση προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια ορισμένων από τους στρατιώτες, που είχαν πάρει συζύγους Βανδάλες, με τον Σολομώντα: οι στρατιώτες ζήτησαν την περιουσία, που κάποτε ανήκαν στις γυναίκες τους ως δική τους, αλλά ο Σολομών αρνήθηκε, αφού αυτή η γη είχε δημευτεί με αυτοκρατορικό διάταγμα. Μία πρώτη συνωμοσία για τη δολοφονία του Σολομώντα το Πάσχα απέτυχε και οι συνωμότες κατέφυγαν στην ύπαιθρο, αλλά σύντομα ξεκίνησε ανοιχτή εξέγερση μεταξύ του στρατού στην Καρχηδόνα επίσης. Οι στρατιώτες αναγνώρισαν έναν από τους υπαλλήλους του Σολομώντα, τον Θεόδωρο, ως αρχηγό τους, και άρχισαν να λεηλατούν την πόλη. Ο Σολομών κατάφερε να βρει καταφύγιο σε μία εκκλησία και κάτω από την κάλυψη της νύχτας, με τη βοήθεια του Θεόδωρου, αναχώρησε από την πόλη με πλοίο για τη Μισούα, συνοδευόμενος μεταξύ άλλων από τον ιστορικό Προκόπιο. Από εκεί, ο Σολομών και ο Προκόπιος έπλευσαν στη Σικελία, που μόλις είχε κατακτηθεί από τον Βελισάριο, ενώ ο υποδιοικητής του Σολομώντα Μαρτίν στάλθηκε για να προσπαθήσει να φτάσει στα στρατεύματα στη Νουμιδία και ο Θεόδωρος έδωσε εντολή να κρατήσει την Καρχηδόνα.[4][12][14][15] Μόλις άκουσε για την εξέγερση, ο Βελισάριος, με τον Σολομώντα και 100 εκλεκτούς άνδρες, απέπλευσαν για την Αφρική. Η Καρχηδόνα πολιορκούνταν από 9.000 επαναστάτες, συμπεριλαμβανομένων πολλών Βανδάλων, υπό τον Στότζα. Ο Θεόδωρος σκεφτόταν τη συνθηκολόγηση, όταν εμφανίστηκε ο Βελισάριος. Η είδηση της άφιξης του διάσημου στρατηγού ήταν επαρκής, ώστε οι επαναστάτες να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να αποσυρθούν προς τα δυτικά. Ο Βελισάριος τους καταδίωξε αμέσως και πρόλαβε και νίκησε τις δυνάμεις των εξεγερμένων στη Μεμβρέσα. Το μεγαλύτερο μέρος των επαναστατών, ωστόσο, κατάφερε να φύγει και συνέχισε να βαδίζει προς τη Νουμιδία, όπου τα τοπικά στρατεύματα αποφάσισαν να ενωθούν μαζί τους. Ο ίδιος ο Βελισάριος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία λόγω προβλημάτων εκεί και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ διόρισε τον εξάδελφό του Γερμανό ως magister militum για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο Σολομών επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.[4][15][16][17]

Δεύτερη θητεία στην Αφρική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ερείπια των βυζαντινών τειχών της Θηβέστη, μιας από τις πολλές τοποθεσίες που αποκαταστάθηκαν και οχυρώθηκαν υπό τον Σολομώντα.

Ο Γερμανός κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών στρατιωτών, να αποκαταστήσει την πειθαρχία και να νικήσει τους στασιαστές στη μάχη του Σκάλας Βέτερες το 537.[18] Με την αποκατάσταση του αυτοκρατορικού ελέγχου επί του στρατού, ο Σολομών στάλθηκε πίσω στην Αφρική για να αντικαταστήσει τον Γερμανό το 539, συνδυάζοντας πάλι στο πρόσωπό του τις θέσεις του magister militum και του υπάρχου (στο μεταξύ είχε ανέλθει και στο βαθμό του πατρικίου και ονομάστηκε επίτιμος ύπατος).[3][4][19] Ο Σολομών ενίσχυσε περαιτέρω τον έλεγχο του στρατού διώχνοντας αναξιόπιστους στρατιώτες και στέλνοντάς τους στον Βελισάριο στην Ιταλία και στην Ανατολή, διώχνοντας όλους τους εναπομείναντες Βανδάλους από την επαρχία, και με την έναρξη ενός μαζικού προγράμματος οχύρωσης σε όλη την περιοχή.[20][21]

Το 539 ο Σολομών [...] αφιέρωσε τις ενέργειες του κράτους σε ένα τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα, που οχύρωσε τη Ρωμαϊκή επαρχία της Αφρικής. Οι ανοικτές πόλεις και η -διάστικτη από επαύλεις- ύπαιθρος του παρελθόντος μετατράπηκαν σε ένα μεσαιωνικό τοπίο μικρών περιτειχισμένων πόλεων, που περιβάλλονταν από οχυρά αρχοντικά [...] την ίδια στιγμή τα αποχετευτικά συστήματα ανακαινίστηκαν, τα υδραγωγεία επανασυνδέθηκαν, τα λιμάνια καθαρίστηκαν και μεγαλειώδεις εκκλησίες κτίστηκαν να κυριαρχούν στα νέα αστικά κέντρα [...] Τα τρία μεγάλα ορθογώνια στρατιωτικά φρούρια, που κατασκευάστηκαν στη νοτιοδυτική συνοριακή ζώνη Θηβέστης, Thelepte και Ammaedara, χρειάστηκαν περισσότερες από ένα εκατομμύριο εργάσιμες ημέρες για την κατασκευή τους..

[22]

Το 540 ο Σολομών οδήγησε ξανά τον στρατό του εναντίον των Βερβέρων του όρους Αυράσιο. Αρχικά, οι Βέρβεροι επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη ρωμαϊκή προπορευόμενη φρουρά, υπό τον Γόνθαρι, στο στρατόπεδό τους στις Βάγες, αλλά ο Σολομών με τον κύριο στρατό ήρθε να σώσει. Οι Βέρβεροι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την επίθεση και υποχώρησαν στο Babosis στους πρόποδες του Aυράσιου, όπου στρατοπέδευσαν. Εκεί τους επιτέθηκε ο Σολομών και τους νίκησε. Οι Βέρβεροι που επέζησαν, κατέφυγαν νότια στο Αυράσιο ή δυτικά στη Μαυριτανία, αλλά ο αρχηγός τους Ιαύδας αναζήτησε καταφύγιο στο φρούριο Ζερβούλε. Ο Σολομών και τα στρατεύματά του λεηλάτησαν τις εύφορες πεδιάδες γύρω από το Τιμγκάντ, μαζεύοντας την πλούσια σοδειά για τον εαυτό τους, προτού προχωρήσουν στο Zερβούλε. Μόλις εκεί, βρήκαν τον Ιαύδα να έχει φύγει, έχοντας καταφύγει στο απομακρυσμένο φρούριο Τουμάρ. Οι Ρωμαίοι ανέβηκαν για να πολιορκήσουν το Τουμάρ, αλλά η πολιορκία αποδείχθηκε προβληματική λόγω του άγονου εδάφους και ειδικότερα της έλλειψης νερού. Ενώ ο Σολομών εξέταζε τον καλύτερο τρόπο για να επιτεθεί στο απρόσιτο φρούριο, μία μικρή αψιμαχία μεταξύ των δύο δυνάμεων κλιμακώθηκε σταδιακά σε μία μάχη πλήρους κλίμακας και συγκεχυμένη, καθώς όλο και περισσότεροι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές ενώνονταν. Οι Ρωμαίοι βγήκαν νικητές, ενώ οι Βέρβεροι τράπηκαν σε φυγή από το πεδίο. Λίγο αργότερα, οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και το οχυρό στον λεγόμενο «Βράχο του Γεμινιανού», όπου ο Ιαύδας είχε στείλει τις γυναίκες και τον θησαυρό του.[21][23] Αυτή η νίκη άφησε τον Σολομώντα στον έλεγχο του Αυρασίου, όπου έκτισε μια σειρά από φρούρια. Με εξασφάλιση του Αυρασίου, εγκαθιδρύθηκε αποτελεσματικός ρωμαϊκός έλεγχος στις επαρχίες Νουμιδίας και Σιτιφησίας. Με τη βοήθεια του αιχμαλωτισμένου θησαυρού του Ιαύδα, ο Σολομών επέκτεινε το οχυρωματικό του πρόγραμμα σε αυτές τις δύο επαρχίες: από την περιοχή σώζονται μερικές δεκάδες επιγραφές, που μαρτυρούν την οικοδομική του δραστηριότητα. Η εξέγερση των Βερβέρων φαινόταν να έχει ηττηθεί για τα καλά, και οι σύγχρονοι χρονικογράφοι είναι ομόφωνοι ανακηρύσσοντας τα επόμενα χρόνια ως μία χρυσή εποχή ειρήνης και ευημερίας.[21][24]

Σύμφωνα με τα λόγια του Προκόπιου, «όλοι οι Λίβυοι που ήταν υπήκοοι των Ρωμαίων, που έρχονταν για να απολαύσουν ασφαλή ειρήνη και βρήκαν τη διακυβέρνηση του Σολομώντα σοφή και πολύ μετριοπαθή, και δεν είχαν πλέον καμία σκέψη εχθρότητας στο μυαλό τους, φάνηκαν οι πιο τυχεροί από όλους τους άνδρες».[25] Το πρόγραμμα αποκατάστασής του έφτασε τουλάχιστον μέχρι το Τζεντάρ νότια του Τιαρέτ. Οι μεσαιωνικές αραβικές πηγές αναφέρουν ότι ο χαλίφης των Φατιμιδών αλ-Μανσούρ Μπιλλάχ (βασ. 946–953) συνάντησε εκεί μία επιγραφή που μνημονεύει τον Σολομώντα, που κατέστειλε μία εξέγερση των ντόπιων Βερβέρων, πιθανώς αναφερόμενη στο Μαυρορωμαϊκό Βασίλειο του Μαστίγα.[26] Αυτή η εκστρατεία επέκτεινε για άλλη μία φορά τη ρωμαϊκή κυριαρχία στο εσωτερικό της πρώην επαρχίας Καισαρησίας, αλλά αυτό ήταν προφανώς βραχύβιο: μέσα σε λίγα χρόνια μετά το τέλος του Σολομώντα, η ρωμαϊκή κυριαρχία στο κεντρικό μέρος της Βόρειας Αφρικής περιορίστηκε στις ακτές.[27]

Χάρτης της μερικής βυζαντινής αποκατάστασης στη Βόρεια Αφρική μέχρι το 541.

Αυτή η ηρεμία κράτησε μέχρι το 542/3, όταν η μεγάλη πανώλη έφτασε στην Αφρική και προκάλεσε πολλές απώλειες, ιδιαίτερα στα μέλη του στρατού. Επιπλέον, στις αρχές του 543 οι Βέρβεροι στη Βυζακηνή έγιναν ανήσυχοι. Ο Σολομών εκτέλεσε τον αδελφό τού φυλάρχου Αντάλας, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο για τις ταραχές, και σταμάτησε τις επιχορηγήσεις που χορηγούνταν στον Αντάλα, αποξενώνοντας τον ισχυρό και μέχρι τότε πιστό αρχηγό. Ταυτόχρονα, ο ανιψιός του Σολομώντα Σέργιος, που ονομάστηκε πρόσφατα κυβερνήτης της Τριπολιτανίας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης του Ααυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (μαζί με τον αδελφό του Κύρο στην Πεντάπολη), προκάλεσε το ξεκίνημα εχθροπραξιών με τη φυλετική συνομοσπονδία των Λευαθών, όταν οι άνδρες του σκότωσαν 80 αρχηγούς τους σε ένα συμπόσιο. Αν και σε μία επόμενη μάχη κοντά στη Μεγάλη Λέπτιδα κέρδισε, στις αρχές του 544 ο Σέργιος αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Καρχηδόνα και να ζητήσει τη βοήθεια τού θείου του.[21][28] Η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα από την Τριπολιτανία στη Βυζακηνή, όπου προσχώρησε και ο Aντάλας. Μαζί με τους τρεις ανιψιούς του, ο Σολομών βάδισε εναντίον των Βερβέρων καθώς συγκεντρώνονταν, συναντώντας τους κοντά στη Θηβέστη. Οι διπλωματικές προσεγγίσεις της τελευταίας στιγμής στους Λεύθαιους απέτυχαν και οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στο Κίλλιο, στα σύνορα της Νουμιδίας και της Βυζακηνής. Ο βυζαντινός στρατός διχάστηκε από τη διχόνοια, με πολλούς στρατιώτες να αρνούνται να πολεμήσουν ή να το κάνουν μόνο απρόθυμα. Ο σύγχρονος ποιητής Φλάβιος Κρεσκόνιος Κόριππος κατηγόρησε ακόμη και τον Γόνθαρι για προδοσία, ισχυριζόμενος ότι αποσύρθηκε από τη γραμμή με τα στρατεύματά του, προκαλώντας μία γενική και άτακτη υποχώρηση των Ρωμαίων. Ο Σολομών και ο σωματοφύλακάς του στάθηκαν στη θέση τους και αντιστάθηκαν, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Το άλογο του Σολομώντα σκόνταψε και έπεσε σε μία χαράδρα, τραυματίζοντας τον αναβάτη του. Με τη βοήθεια των φρουρών του, ο Σολομών ανέβηκε ξανά, αλλά γρήγορα νικήθηκαν και σκοτώθηκαν.[4][12][29]

Τον Σολομώντα διαδέχθηκε ο ανιψιός του Σέργιος, ο οποίος αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής στην αντιμετώπιση της κατάστασης. Οι Βέρβεροι ξεκίνησαν γενική εξέγερση και προκάλεσαν βαριά ήττα στους Ρωμαίους στη Θακία το 545. Ο Σέργιος ανακλήθηκε, ενώ ο στρατός εξεγέρθηκε, αυτή τη φορά υπό τον Γόνθαρις, ο οποίος κατέλαβε την Καρχηδόνα και εγκαταστάθηκε εκεί ως ανεξάρτητος ηγεμόνας. Ο σφετερισμός του δεν κράτησε πολύ, καθώς δολοφονήθηκε από τον Αρταβάνη, αλλά μόνο με την άφιξη του Ιωάννη Τρωγλίτη στα τέλη του 546 και τις επακόλουθες εκστρατείες του, η επαρχία επρόκειτο να ειρηνεύσει και να επανέλθει με ασφάλεια υπό τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό έλεγχο.[30]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 26  Νοεμβρίου 2018.
  2. Martindale 1992, σ. 1168
  3. 3,0 3,1 3,2 ODB, "Solomon", σσ. 1925–1926
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 ODB.
  5. Martindale 1992, σσ. 162, 374, 1124–1128, 1177
  6. Martindale 1992, σσ. 1168–1169
  7. Bury 1958, σ. 129
  8. Martindale 1992, σσ. 1169–1170
  9. Martindale 1992, σ. 1170
  10. Bury 1958, σσ. 140–141
  11. Martindale 1992, σσ. 1170–1171
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 Bury 1958, σ. 143
  13. Martindale 1992, σ. 1171
  14. 14,0 14,1 Martindale 1992, σ. 1172
  15. 15,0 15,1 ODB, "Solomon", pp. 1925–1926
  16. Martindale 1992, σσ. 1172–1173
  17. Bury 1958, σσ. 143–144
  18. Bury 1958, σσ. 144–145
  19. Martindale 1992, σ. 1173
  20. Martindale 1992, σσ. 1173–1174
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 Bury 1958, σ. 145
  22. Rogerson 2001, σ. 111
  23. Martindale 1992, σσ. 1174–1175
  24. Martindale 1992, σ. 1175
  25. Procopius, On the Vandalic War, II.40.
  26. Halm 1987, σσ. 251–255
  27. Halm 1987, σ. 255
  28. Martindale 1992, σσ. 1125, 1175
  29. Martindale 1992, σσ. 1175–1176
  30. Bury 1958, σσ. 146–147