Ριλουζόλη
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
6-(trifluoromethoxy)benzothiazol-2-amine | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Rilutek, Tiglutik, Exservan, others |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a696013 |
Δεδομένα άδειας | |
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | By mouth |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | 60±18%[1] |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 97%[1] |
Μεταβολισμός | Hepatic (CYP1A2)[1] |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 9–15 hours[1] |
Απέκκριση | Urine (90%)[1] |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 1744-22-5 |
Κωδικός ATC | N07XX02 |
PubChem | CID 5070 |
IUPHAR/BPS | 2326 |
DrugBank | DB00740 |
ChemSpider | 4892 |
UNII | 7LJ087RS6F |
KEGG | D00775 |
ChEMBL | CHEMBL744 |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C8H5F3N2OS |
Μοριακή μάζα | 234,20 g·mol−1 |
FC(F)(F)Oc1ccc2nc(sc2c1)N | |
InChI=1S/C8H5F3N2OS/c9-8(10,11)14-4-1-2-5-6(3-4)15-7(12)13-5/h1-3H,(H2,12,13) Key:FTALBRSUTCGOEG-UHFFFAOYSA-N | |
(verify) |
Η ριλουζόλη (riluzole) είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αμυοτροφικής πλευρικής σκλήρυνσης (ALS).Η ριλουζόλη καθυστερεί την έναρξη της εξάρτησης του αναπνευστήρα ή της τραχειοστομίας σε ορισμένα άτομα και μπορεί να αυξήσει την επιβίωση κατά δύο έως τρεις μήνες.[2] Η ριλουζόλη διατίθεται σε μορφή δισκίων και σε υγρή μορφή.
Ιατρική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ριλουζόλη εγκρίθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη θεραπεία της ALS από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) το 1995.[3] Ανασκόπηση στην "Cochrane Library" (βάσεις δεδομένων ιατρικής χρήσης) αναφέρει αύξηση 9% στην πιθανότητα επιβίωσης ενός έτους.[2]
Δυσμενείς επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Πολύ συχνές (συχνότητα> 10%): [4] ναυτία .αδυναμία μειωμένη πνευμονική λειτουργία
- Συχνές (συχνότητα 1-10%): [5] κεφαλαλγία.ζάλη; υπνηλία; έμετος κοιλιακό άλγος; αυξημένες αμινοτρανσφεράσες
- Όχι συχνές (συχνότητα 0,1-1%): παγκρεατίτιδα .διάμεση πνευμονοπάθεια
- Σπάνιες (συχνότητα <0,1%): ουδετεροπενία .αλλεργική αντίδραση (συμπεριλαμβανομένου του αγγειοοιδήματος και της αναφυλακτικής αντίδρασης)
Υπερδοσολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας περιλαμβάνουν: νευρολογικά και ψυχιατρικά συμπτώματα, οξεία τοξική εγκεφαλοπάθεια με δυσφορία, κώμα και μεθαιμοσφαιριναιμία. Η σοβαρή μεθαιμοσφαιριναιμία μπορεί να είναι ταχέως αναστρέψιμη μετά από θεραπεία με κυανούν του μεθυλενίου.
Αντενδείξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι αντενδείξεις για τη ριλουζόλη περιλαμβάνουν: γνωστή προηγούμενη υπερευαισθησία στη ριλουζόλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα εντός των παρασκευασμάτων, ηπατική νόσο, εγκυμοσύνη ή γαλουχία.
Αλληλεπιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα υποστρώματα, οι αναστολείς και οι επαγωγείς του CYP1A2 (κυτόχρωμα P450 1A2) πιθανόν να αλληλεπιδράσουν με τη ριλουζόλη, λόγω της εξάρτησής της από αυτό το κυτόχρωμα για τον μεταβολισμό.
Μηχανισμός δράσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ριζουλόλη αποκλείει κατά προτίμηση τα ευαίσθητα σε TTX (τετροδοτοξίνη) κανάλια νατρίου, τα οποία σχετίζονται με κατεστραμμένους νευρώνες .[6] [7] Η ριλουζόλη έχει επίσης αναφερθεί ότι αναστέλλει άμεσα τους υποδοχείς του καϊνικού οξέος και του NMDA (N-methyl-D-aspartate).[8] Το φάρμακο έχει επίσης αποδειχθεί ότι ενισχύει μετασυναπτικώς τους υποδοχείς GABA Α μέσω μιας θέσης αλλοστερικής σύνδεσης.[9] Ωστόσο, η δράση της ριλουζόλης στους υποδοχείς γλουταμινικού ήταν αμφιλεγόμενη, καθώς δεν έχει αποδειχθεί δέσμευση του φαρμάκου σε οποιαδήποτε γνωστή θέση.[10] [11] Επιπλέον, δεδομένου ότι η αντιγλουταμινική της δράση είναι ακόμα ανιχνεύσιμη παρουσία αναστολέων διαύλων νατρίου, είναι επίσης αβέβαιο εάν ενεργεί ή όχι με αυτόν τον τρόπο.Αντίθετα, η ικανότητά της να διεγείρει την πρόσληψη γλουταμινικού φαίνεται να προκαλεί πολλά από τα αποτελέσματά του.[12] [13] Εκτός από τον ρόλο της στην επιτάχυνση της κάθαρσης του γλουταμινικού από τη σύναψη, η ριλουζόλη μπορεί επίσης να αποτρέψει την απελευθέρωση του γλουταμινικού από τα προσυναπτικά τερματικά.[14] Δεδομένου ότι το CK1δ (Ισομορφή δέλτα της κινάσης Ι της καζεΐνης, Casein kinase I isoform delta) παίζει βασικό ρόλο στην πρωτεϊνοπάθεια TDP-43, παθολογικό χαρακτηριστικό του ALS, αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στην καλύτερη αποκρυπτογράφηση του μηχανισμού δράσης του φαρμάκου.
Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ριλουζόλη μπορεί να παρασκευαστεί ξεκινώντας με την αντίδραση 4- (τριφθορομεθοξυ) ανιλίνης με θειοκυανικό κάλιο ακολουθούμενη από αντίδραση με βρώμιο, σχηματίζοντας τον δακτύλιο θειαζόλης.[15] [16] [17]
Κοινωνία και πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νομική υπόσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ριλουζόλη εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Οκτώβριο του 1996.[18]
Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ορισμένες περιπτωσιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ριλουζόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαταραχές διάθεσης και άγχους .[19]
Μια αναδιατύπωση της ριλουζόλης που προήλθε από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ και είναι γνωστή με το κωδικό όνομα BHV-0223 [20] βρίσκεται υπό ανάπτυξη για τη θεραπεία της γενικευμένης διαταραχής άγχους και διαταραχών της διάθεσης από την Biohaven Pharmaceuticals.[21]
Το Riluzole, το οποίο είναι νευροπροστατευτικό και διαμορφωτής γλουταμινικού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση ψυχιατρικών προβλημάτων, παρόλο που απέτυχε σε δοκιμές της νόσου του Χάντιγκτον του και της νόσου του Πάρκινσον .
Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «PRODUCT INFORMATION RILUTEK® (riluzole) Tablets» (PDF). TGA eBusiness Services. sanofi-aventis australia pty ltd. 6 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 Miller, RG; Mitchell, JD; Moore, DH (March 14, 2012). «Riluzole for amyotrophic lateral sclerosis (ALS)/motor neuron disease (MND)». The Cochrane Database of Systematic Reviews 3 (3): CD001447. doi: . PMID 22419278.
- ↑ «Riluzole».
- ↑ «Rilutek (riluzole) dosing, indications, interactions, adverse effects, and more». Medscape Reference. WebMD. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
- ↑ Rossi, S, επιμ. (2013). Australian Medicines Handbook (2013 έκδοση). Adelaide: The Australian Medicines Handbook Unit Trust. ISBN 978-0-9805790-9-3.
- ↑ Song, JH; Huang, CS; Nagata, K; Yeh, JZ; Narahashi, T (August 1997). «Differential action of riluzole on tetrodotoxin-sensitive and tetrodotoxin-resistant sodium channels.». The Journal of Pharmacology and Experimental Therapeutics 282 (2): 707–14. PMID 9262334. http://jpet.aspetjournals.org/content/282/2/707.full.pdf.
- ↑ Bellingham, MC (February 2011). «A review of the neural mechanisms of action and clinical efficiency of riluzole in treating amyotrophic lateral sclerosis: what have we learned in the last decade?». CNS Neuroscience & Therapeutics 17 (1): 4–31. doi: . PMID 20236142.
- ↑ «Inhibition by riluzole of electrophysiological responses mediated by rat kainate and NMDA receptors expressed in Xenopus oocytes». Eur.J.Pharmacol. 235 (2–3): 283–9. April 1993. doi: . PMID 7685290.
- ↑ He, Y.; Benz, A.; Fu, T.; Wang, M.; Covey, D.F.; Zorumski, C.F.; Mennerick, S. (2002). «Neuroprotective agent riluzole potentiates postsynaptic GABAA receptor function» (στα αγγλικά). Neuropharmacology 42 (2): 199–209. doi: . PMID 11804616. https://archive.org/details/sim_neuropharmacology_2002-02_42_2/page/199.
- ↑ Wokke, J (September 21, 1996). «Riluzole.». Lancet 348 (9030): 795–9. doi: . PMID 8813989. https://archive.org/details/sim_the-lancet_1996-09-21_348_9030/page/795.
- ↑ «Riluzole, a glutamate release inhibitor, and motor behavior». Naunyn Schmiedebergs Arch.Pharmacol. 358 (2): 181–90. August 1998. doi: . PMID 9750003.
- ↑ Azbill, RD; Mu, X; Springer, JE (July 2000). «Riluzole increases high-affinity glutamate uptake in rat spinal cord synaptosomes». Brain Res. 871 (2): 175–80. doi: . PMID 10899284.
- ↑ Dunlop, J; Beal McIlvain, H; She, Y; Howland, DS (March 1, 2003). «Impaired spinal cord glutamate transport capacity and reduced sensitivity to riluzole in a transgenic superoxide dismutase mutant rat model of amyotrophic lateral sclerosis». J.Neurosci. 23 (5): 1688–96. doi: . PMID 12629173.
- ↑ Wang, S.-J (January 2004). «Mechanisms underlying the riluzole inhibition of glutamate release from rat cerebral cortex nerve terminals (synaptosomes)». Neuroscience 125 (1): 191–201. doi: . PMID 15051158.
- ↑ L.M.Yagupol'skii, L.Z.Gandel'sman, Zh.Obshch.
- ↑ J.Mizoule, EP 50551; idem, U.S. Patent 4.370.338 (1982, 1983 both to Pharmindustrie).
- ↑ U.S. Patent 4.826.860
- ↑ «Rilutek EPAR». European Medicines Agency (EMA). Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ Grant, P; Song, JY; Swedo, SE (2010). «Review of the use of the glutamate antagonist riluzole in psychiatric disorders and a description of recent use in childhood obsessive-compulsive disorder». J Child Adolesc Psychopharmacol 20 (4): 309–15. doi: . PMID 20807069.
- ↑ «BHV 0223 – AdisInsight». Adisinsight.springer.com. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2016.
- ↑ Harris, Elaine (2015). «Industry update: the latest developments in therapeutic delivery». Therapeutic Delivery 6 (6): 647–652. doi: . ISSN 2041-5990.