Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πόλεμος του Βιετνάμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόλεμος του Βιετνάμ
(Chiến tranh Việt Nam)
Μέρος Πολέμων της Ινδοκίνας και Ψυχρού Πολέμου
Χρονολογία1 Νοεμβρίου 1955 – 30 Απριλίου 1975
ΤόποςΝότιο Βιετνάμ, Βόρειο Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος
ΈκβασηΒορειοβιετναμέζικη επικράτηση
  • Αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων
  • Κομμουνιστικές κυβερνήσεις αναλάβουν την εξουσία στο Νότιο Βιετνάμ, το Λάος και την Καμπότζη
  • Το Νότιο Βιετνάμ προσαρτάται από το Βόρειο Βιετνάμ
Εδαφικές
μεταβολές
Επανένωση του Βορείου και Νοτίου Βιετνάμ στην Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ.
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
~1.830.000 (1968)
~461.000
Απολογισμός
480.538–807.564
455.462–1.170.462

Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρητικά η μάχη ήταν μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ) και της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Νότιο Βιετνάμ). Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας πόλεμος μέσω αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ένας από τους πολλούς που έγιναν λόγω της απροθυμίας των υπερδυνάμεων να εμπλακούν σε απευθείας πόλεμο μεταξύ τους που ίσως θα κατέληγε σε πυρηνική καταστροφή. Αμερικανοί στρατιώτες είχαν ήδη εμπλακεί από το 1959, αλλά σε μεγάλους αριθμούς κατέφθασαν κατά το 1965. Εγκατέλειψαν τη χώρα το 1973, κάτι που οδήγησε τελικά στην παράδοση του Νότου στις 30 Απριλίου 1975.

Γεωγραφία περιοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βιετνάμ βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου της Ινδοκίνας, 1300 χλμ. δυτικά των Φιλιππίνων, και έχει έκταση 329.600 τετρ. χλμ. Συνορεύει βόρεια με την Κίνα, ανατολικά και νότια βρέχεται από τη Νότια Σινική Θάλασσα και δυτικά συνορεύει με την Καμπότζη και το Λάος. Το δυτικό τμήμα του Βιετνάμ είναι ορεινό. Οι πεδινές περιοχές διαρρέονται από πολλούς ποταμούς, με κυριότερους τον Σονγκ Χονγκ (Ερυθρό Ποταμό) στο βορρά και τον Μεκόνγκ στο νότο. Οι ποταμοί αυτοί στις εξόδους τους σχηματίζουν ευρέα δέλτα, τα οποία μαζί με τα έλη, την πλούσια άγρια βλάστηση και τις ρυζοκαλλιέργειες καθιστούν το έδαφος σχεδόν αδιάβατο. Η χώρα δέχεται πολλές βροχοπτώσεις κυρίως κατά την περίοδο των Μουσώνων, με αποτέλεσμα το έδαφος να καλύπτεται από πυκνή βλάστηση. Ο πληθυσμός του Βιετνάμ στη δεκαετία του 1960 ήταν περίπου 45.000.000 και ήταν μοιρασμένος εξίσου στο βόρειο και το νότιο τμήμα.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχαίοι κάτοικοι του Βιετνάμ ίδρυσαν το βασίλειο των Ναμ Βιέτ το 208 π.Χ.. Το 43 π.Χ. οι Κινέζοι κατέλυσαν την αυτονομία του βασιλείου για μια χιλιετία περίπου. Το 939 μ.Χ. οι Βιετναμέζοι εξεγέρθηκαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Στη συνέχεια, για 800 περίπου χρόνια, υπήρξε διαδοχή Βιετναμέζων αυτοκρατόρων μέχρι το 1800, οπότε η χώρα έγινε γαλλική αποικία. Στα πρώτα χρόνια οι Γάλλοι αντιμετώπισαν δυσκολίες, αρχικά µε τους Κινέζους και στη συνέχεια µε τους Βιετναμέζους. Μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής οργάνωσης από τους Γάλλους ακολούθησε µία σχετικά ειρηνική περίοδος. Ο βιετναμέζικος πατριωτισμός όμως υπέβοσκε και εξαπλωνόταν µε την πάροδο του χρόνου.

Από το 1925 είχαν αρχίσει να δημιουργούνται μεταξύ των μορφωμένων νέων Βιετναμέζων, κομμουνιστικά και άλλα απελευθερωτικά κινήματα. Σημαντικότερο από αυτά ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδοκίνας που ιδρύθηκε το 1930 από τον Νγκουγιέν Αϊ Κουόγκ ή Χο Τσι Μιν. Τα κινήματα αυτά οργάνωσαν ταραχές και εξεγέρσεις κατά των αποικιοκρατών χωρίς να επιτύχουν την εκδίωξή τους. Με διάφορες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, μέτρα ανάπτυξης και παραχώριση ημιαυτονομιών, σε συνδυασμό με βίαιες καταστολές των εξεγέρσεων (φυλακίσεις, εκτελέσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.λπ.), η γαλλική αποικιοκρατία έφτασε μέχρι το 1940.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ το Βιετνάμ, όπως και ολόκληρη η χερσόνησος της Ινδοκίνας, καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες, οι οποίοι την κατέστησαν βάση των επιχειρήσεών τους στη νοτιοανατολική Ασία. Παρά όμως την ιαπωνική κατοχή, την τοπική εξουσία συνέχισαν να ασκούν οι Γάλλοι, οι οποίοι διέθεταν εκεί στρατό 60.000 ανδρών. Το 1941 ο Χο Τσι Μιν ίδρυσε την «Ένωση για την Ανεξαρτησία του Βιετνάμ», η οποία υποστηριζόμενη από τους τότε συμμάχους Κινέζους και Αμερικανούς αγωνίστηκε κατά της γάλλο-ιαπωνικής κατοχής.

Τον Μάρτιο του 1945 οι Ιάπωνες αφόπλισαν τα γαλλικά στρατεύματα και εκδίωξαν τους Γάλλους από την εξουσία. Με την ήττα και την παράδοση των Ιαπώνων, τον Αύγουστο του 1945, το βόρειο τμήμα του Βιετνάμ καταλήφθηκε από την Κίνα και το νότιο από βρετανικά στρατεύματα. Ο Χο Τσι Μιν με τους αντάρτες Βιετμίν, κατέλαβε το Ανόι (πρωτεύουσα του Β. Βιετνάμ) και στις 2 Σεπτεμβρίου ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Βιετνάμ, το οποίο ονόμασε Λαϊκή Δημοκρατία. Οι Βρετανοί απελευθέρωσαν τους Γάλλους που κρατούνταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων και τους επανεξόπλισαν. Τα γαλλικά αυτά τμήματα, μαζί με άλλα που αποβιβάστηκαν στο νότιο Βιετνάμ και τη βοήθεια των Βρετανών επανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής.

Τον Μάρτιο του 1946 ο Χο Τσι Μιν αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Η Γαλλία αναγνώρισε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ ως μέλος της «Γαλλικής Ένωσης». Ο Χο Τσι Μιν όμως που ζητούσε πλήρη ανεξαρτησία δεν δέχτηκε τη γαλλική πρόταση στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Παρίσι και οι Γάλλοι, για να την επιβάλουν, στις 23 Νοεμβρίου 1946 βομβάρδισαν τη Χαϊφόγκ, με συνέπεια να φονευθούν 6.000 άνθρωποι. Σε απάντηση, οι κομμουνιστές επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις 19 Δεκεμβρίου κατά των γαλλικών φρουρών στο Ανόι και σε άλλες πόλεις. Οι Γάλλοι απέκρουσαν τις επιθέσεις και διέκοψαν κάθε σχέση με τον Χο Τσι Μιν ο οποίος κατέφυγε στα βουνά του Βορείου Βιετνάμ για να οργανώσει τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Γάλλων.

Πόλεμος για ανεξαρτησία από τη γαλλική αποικιοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γάλλοι στρατιώτες μάχονται σε ενέδρα των Βιετμίνχ το 1952.

Το απελευθερωτικό κίνημα, εκμεταλλευόμενο την απέχθεια του λαού κατά της αποικιοκρατίας, πέτυχε να αποσπάσει τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειονότητας των Βιετναμέζων. Οι Βιετμίν με συνεχείς επιθέσεις προξενούσαν σημαντικές απώλειες, έσπερναν τον φόβο και διατηρούσαν τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής σε κατάσταση συνεχούς επαγρύπνησης και εγρήγορσης.

Το 1947 οι γαλλικές δυνάμεις ανέλαβαν εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και πέτυχαν να ελέγξουν τις μεγάλες πόλεις, τις σιδηροδρομικές-οδικές αρτηρίες και τις περιοχές με στρατηγική σημασία της χώρας, χωρίς όμως να μπορέσουν να καταστρέψουν τα αντάρτικα τμήματα. Οι Βιετμίν κατάφεραν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και άρχισαν να συγκροτούν μεγάλες μονάδες. Οι Γάλλοι, επειδή δε μπορούσαν να ελέγξουν όλη τη χώρα, απέσυραν τις δυνάμεις τους από τις ορεινές περιοχές του Βορείου Βιετνάμ και επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στον έλεγχο των πεδινών περιοχών και κυρίως στο δέλτα του Ερυθρού Ποταμού, που κατάφεραν να ελέγξουν πλήρως.

Το 1949, ο Μάο Τσετούνγκ, ο οποίος είχε επικρατήσει στην Κίνα, αναγνώρισε την κυβέρνηση του Χο Τσι Μιν και μαζί με τη Σοβιετική Ένωση εφοδίασε με σύγχρονα όπλα τους Βιετναμέζους κομμουνιστές. Στη συνέχεια οι συγκρούσεις εντάθηκαν και πολλές φορές έφτασαν μέχρι το γειτονικό Λάος. Τα γαλλικά στρατεύματα που υποστηρίζονταν από 160.000 Βιετναμέζους, έδωσαν σκληρές μάχες στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τους 100.000 περίπου Βιετμίν, χωρίς όμως να καταφέρει να νικήσει η μία ή η άλλη πλευρά.

Η Διάσκεψη της Γενεύης, 1954

Ο Γάλλος αρχιστράτηγος Ναβάρ, για να μπορέσει να εκδιώξει τους αντάρτες από το δέλτα του Ερυθρού Ποταμού, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 1953 να δημιουργήσει μια τεράστια οχυρωμένη βάση στην περιοχή της πόλης Ντιέν Μπιέν Φου. Οι Βιετμίν αποφάσισαν να ρίξουν όλο το βάρος των επιχειρήσεων στο Ντιέν Μπιέν Φου. Έτσι, αφού συγκέντρωσαν δύναμη 100.000 ανδρών, στις αρχές Μαρτίου του 1954 επιτέθηκαν κατά της οχυρωμένης βάσης. Μετά από σκληρότατο αγώνα, στις 7 Μαΐου 1954 κατέβαλαν την αντίσταση των αμυνόμενων και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Περίπου 10.000 Γάλλοι παραδόθηκαν, ενώ 4.000 έχασαν τη ζωή τους. Από την πλευρά των ανταρτών υπήρξαν 8.000 νεκροί και 10.000 τραυματίες. Μετά την πτώση του οχυρού οι αντάρτες συνέχισαν τις επιθέσεις τους σε άλλες περιοχές και τελικά η Γαλλία αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή.

Η διάσκεψη της Γενεύης, αμέσως μετά, κατέληξε στον διαχωρισμό του Βιετνάμ σε δύο τμήματα στον 17ο παράλληλο. Το Β. Βιετνάμ, υπό την κομμουνιστική σφαίρα επιρροής, που αποτέλεσε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ, με πρόεδρο τον Χο Τσι Μιν και με διακηρυγμένο στόχο την απελευθέρωση όλης της χώρας, και το Νότιο στο οποίο οι Γάλλοι έδωσαν μια αυτονομία διατηρώντας συμβολική παρουσία, η οποία μεταβιβάστηκε στους Αμερικανούς στην αρχή της δεκαετίας του '60. Έτσι τελείωσε η γαλλική αποικιοκρατία στο Βιετνάμ.

Εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Νότιο Βιετνάμ τέθηκε υπό την προστασία των ΗΠΑ και δέχτηκε γενναία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Ο αυτοκράτορας Μπάο Ντάι διόρισε ως πρωθυπουργό τον Νγκο Ντινχ Ντιέμ, ο οποίος, κατόπιν δημοψηφίσματος που διενήργησε τον Οκτώβριο του 1955, εκθρόνισε τον αυτοκράτορα και με τις ευλογίες των ΗΠΑ αυτοανακηρύθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το 1956 ανέλαβε απολυταρχικές εξουσίες και με την αμερικανική βοήθεια εδραίωσε το αντικομμουνιστικό απολυταρχικό οικογενειοκρατικό καθεστώς του. Ο Ντιέμ στη συνέχεια αρνήθηκε να διεξάγει εκλογές για την ενοποίηση της χώρας, διότι όπως υποστήριζε δεν υπήρχαν σε όλη τη χώρα συνθήκες ελεύθερης έκφρασης του λαού. Το Βόρειο Βιετνάμ και οι κομμουνιστές του Νότιου, οι οποίοι πίστευαν ότι θα κέρδιζαν τις εκλογές, εκμεταλλεύτηκαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια του νοτιοβιετναμικού λαού λόγω της οικονομικής κατάστασης, του αυταρχισμού και της διαφθοράς του καθεστώτος, και άρχισαν να οργανώνονται για να ανατρέψουν το καθεστώς.

Το Μονοπάτι Χο Τσι Μιν

Εμφανίστηκαν αντάρτικα τμήματα και ανέλαβαν δράση με την προσβολή κυβερνητικών στόχων. Το 1960 οι κομμουνιστές ίδρυσαν το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης του Νοτίου Βιετνάμ και από το 1961 συγκρότησαν τον Απελευθερωτικό Στρατό του Νοτίου Βιετνάμ, ο οποίος το 1965 έφθασε να αριθμεί 150.000 αντάρτες Βιετκόνγκ. Αυτοί ενισχύονταν και ανεφοδιάζονταν από το Β. Βιετνάμ μέσω ορεινών διαβάσεων που διέρχονταν από το έδαφος των όμορων κρατών (Λάος, Καμπότζη) το λεγόμενο «Μονοπάτι Χο Τσι Μιν» και απέκτησαν σημαντική δύναμη.

Το 1960 οι ΗΠΑ, επί προέδρου Αϊζενχάουερ, άρχισαν να στέλνουν στη Σαϊγκόν τους πρώτους «συμβούλους» με σκοπό να οργανώσουν τον στρατό. Όταν ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Κένεντι, το 1962, υπήρχαν ήδη 2.400 Αμερικανοί στρατιωτικοί, πολλοί από τους οποίους είχαν λάβει μέρος και σε μάχες με τους Βιετκόνγκ. Στο τέλος του 1962 οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις πραγματοποίησαν μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση κατά των Βιετκόνγκ, η οποία απέτυχε και κατέδειξε την αδυναμία του καθεστώτος να απαλλάξει τη χώρα από την απειλή των κομμουνιστών. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Κένεντι υποσχέθηκε την αμέριστη συμπαράσταση της χώρας του προς το Νότιο Βιετνάμ και άρχισε να στέλνει εκεί στρατεύματα. Στα τέλη του 1963, μετά από μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις κατά του καθεστώτος του Ντιέμ, ο στρατός τον ανέτρεψε και ο ίδιος ο Ντιέμ εκτελέστηκε. Τρεις εβδομάδες αργότερα δολοφονήθηκε στο Ντάλας ο πρόεδρος Κένεντι. Την εποχή της δολοφονίας του Ντιέμ και του Κένεντι υπήρχαν 16.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί «σύμβουλοι» στο Βιετνάμ.

Το 1964 ο πρόεδρος Τζόνσον που διαδέχτηκε τον δολοφονηθέντα Κένεντι χορήγησε στο Νότιο Βιετνάμ έκτακτη βοήθεια 60 εκατομμυρίων δολαρίων και ενίσχυσε τις αμερικανικές δυνάμεις, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ουίλιαμ Ουέστμορλαντ. Από 16.000 στρατιωτικούς συμβούλους το 1964, τα αμερικανικά στρατεύματα έφθασαν τις 75.000 άνδρες το 1965.

Το καλοκαίρι του 1964 βόρειες ναυτικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον αμερικανικού πλοίου ηλεκτρονικής κατασκοπίας ανοικτά του κόλπου Τόνκιν έξω από τα χωρικά ύδατα του Βόρειου Βιετνάμ. Την εποχή εκείνη πραγματοποιούνταν μυστικές ναυτικές επιδρομές του Νότιου Βιετνάμ ενάντια σε στόχους στα παράλια του βόρειου Βιετνάμ και η αμερικανική ηγεσία πίστεψε αρχικά ότι το Βόρειο Βιετνάμ είχε θεωρήσει κατά λάθος το αμερικανικό πλοίο μέρος των επιδρομών αυτών. Δύο ημέρες αργότερα όμως, η αμερικανική ναυτική διοίκηση ανέφερε νέα νυκτερινή επίθεση κατά δύο αμερικανικών πλοίων ηλεκτρονικής κατασκοπίας στον κόλπο Τόνκιν. Αργότερα προέκυψαν αμφιβολίες για το αν είχε γίνει αυτή η δεύτερη επίθεση αφού δεν κατέγραψαν τα ραντάρ εχθρικά πλοία και ενδέχεται να «έδειξαν» ανύπαρκτες εχθρικές μονάδες επιφάνειας λόγω κακοκαιρίας. Η κυβέρνηση Τζόνσον ωστόσο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τις δύο επιθέσεις και να ζητήσει το ψήφισμα του Κογκρέσου για τη διενέργεια αντιποίνων. Όλοι οι βουλευτές και όλοι οι γερουσιαστές του Κογκρέσου, εκτός από δύο, υπερψήφισαν το λεγόμενο «ψήφισμα του κόλπου Τόνκιν», που εξουσιοδοτούσε τον πρόεδρο να αποκρούσει μελλοντικές επιθέσεις κατά των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Τα αμερικανικά αντίποινα περιορίσθηκαν σε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς των ναυτικών εγκαταστάσεων του Βόρειου Βιετνάμ. Παρά τις μεγάλες καταστροφές, οι Βιετκόνγκ δεν πτοήθηκαν και πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις τους.

Με τις επιχειρήσεις αυτές επισημοποιήθηκε η συμμετοχή των Αμερικανών στον πόλεμο, οι οποίοι και ανέλαβαν τη διεύθυνση αυτού. Οι δύο πλευρές συνέχισαν την αύξηση και την ισχυροποίηση των δυνάμεών τους. Οι Βιετκόνγκ έφθασαν τις 250.000 άνδρες και εξοπλίστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση με σύγχρονα όπλα (αυτόματα τυφέκια, πολυβόλα, αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους). Οι Αμερικανοί συνέχισαν και αυτοί την ενίσχυση των δυνάμεών τους, οι οποίες έφθαναν τώρα τις 200.000 άνδρες. Οι Νοτιοβιετναμέζοι συγκρότησαν δύναμη 600.000 ανδρών. Μέχρι το τέλος του 1966 βρίσκονταν στο Βιετνάμ 385.000 Αμερικανοί στρατιώτες. Με την έναρξη του 1967 οι αμερικανικές δυνάμεις οργάνωσαν και εκτέλεσαν δύο μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αυτές τις επιχειρήσεις οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να διαλύσουν τις αντάρτικες βάσεις των Βιετκόνγκ, αλλά όχι και να συλλάβουν ή να εξουδετερώσουν τους ηγέτες, οι οποίοι αποτελούσαν τον βασικό σκοπό της επιχείρησης και κατάφεραν να διαφύγουν στην Καμπότζη. Οι δύο αυτές επιτυχημένες επιχειρήσεις και οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί του Βορείου Βιετνάμ περιόρισαν προσωρινά τη δράση των Βιετκόνγκ.

Αμερικανικά άρματα μάχης.

Η ηγεσία του Βόρειου Βιετνάμ κατάλαβε ότι η κατάσταση είχε αρχίσει να παίρνει δυσμενή τροπή και αποφάσισε να σχεδιάσει επιθετικές επιχειρήσεις για να αναπτερώσει το ηθικό των ανταρτών και του πληθυσμού. Η πρώτη επίθεση άρχισε στις 21 Ιανουαρίου 1968 κατά της μεγαλύτερης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης του Κε Σαν, στην οποία βρισκόταν δύναμη 6.000 Αμερικανών και Νοτιοβιετναμέζων. Η δεύτερη επιθετική ενέργεια των Βιετκόνγκ, γνωστή ως επίθεση του Τετ, άρχισε στις 31 Ιανουαρίου 1968 (βιετναμέζικη πρωτοχρονιά) και περιλάμβανε επιθέσεις στις 36 από τις 44 πρωτεύουσες επαρχιών του Νοτίου Βιετνάμ, σε 23 αεροδρόμια και σε πολλές άλλες στρατιωτικές βάσεις. Στην ίδια τη Σαϊγκόν 5.000 περίπου αντάρτες επιτέθηκαν στο προεδρικό μέγαρο του Θιέου, το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων του Νότιου Βιετνάμ, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αλλά και κατά της πρεσβείας των ΗΠΑ. Την ίδια τακτική ακολούθησαν οι Βιετκόνγκ και σε άλλες πόλεις ενώ σφοδρές μάχες έγιναν στην παλαιά πρωτεύουσα του Βιετνάμ, Χουέ. Προσωρινά κατάφεραν να ελέγξουν 10 πόλεις, τις οποίες όμως μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μετά από αντεπιθέσεις ισχυρών αμερικανοβιετναμικών δυνάμεων.

Από στρατιωτικής πλευράς, η επίθεση του Τετ ήταν αποτυχημένη. Η επίθεση μεγάλης κλίμακας έφερε τις κομμουνιστικές δυνάμεις σε ανοικτή σύγκρουση µε τους αντιπάλους τους, όπου η συντριπτική αμερικανική υπεροπλία μπορούσε επιτέλους να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά. Η κομμουνιστική πλευρά είχε μεγάλες απώλειες, που στις πρώτες δύο εβδομάδες έφτασαν τους 30.000 νεκρούς και στη συνέχεια διπλασιάστηκαν. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ έχασαν στις πρώτες δύο εβδομάδες περίπου 1.500 οπλίτες και στο πρώτο δίμηνο συνολικά 4.000. Η επίθεση του Τετ απέτυχε επίσης να προκαλέσει γενική εξέγερση του πληθυσμού του Νότιου Βιετνάμ και την ανατροπή του καθεστώτος Θιέου. Η επίθεση κατά της αμερικανικής πρεσβείας, που άρχισε στις 02:45 της 31ης Ιανουαρίου 1968, αποκρούστηκε εύκολα. Η νικηφόρα όμως αυτή μάχη στοίχισε τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι που διέμεναν σε καταλύματα κοντά στην πρεσβεία έσπευσαν να καλύψουν την επίθεση κατά της πρεσβείας. Μόλις 15 λεπτά αργότερα το πρώτο τηλεγράφημα έφυγε προς τις ΗΠΑ και έλεγε ότι η πρεσβεία είχε καταληφθεί από τους Βιετκόνγκ. Στις 09:20 ο στρατηγός Ουέστμορλαντ σε συνέντευξη τύπου δήλωσε ότι η πρεσβεία ουδέποτε καταλήφθηκε. Κανείς δημοσιογράφος δεν τον πίστεψε. Το αμερικανικό κοινό παρακολουθούσε κατάπληκτο ζωντανά στην τηλεόραση τις οδομαχίες μέσα στο κτηριακό σύμπλεγμα της αμερικανικής πρεσβείας και διαπίστωνε ότι έπειτα από τρία χρόνια αεροπορικών βομβαρδισμών και την αποστολή 500.000 στρατιωτών ο εχθρός δε βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά αντίθετα ήταν σε θέση να εξαπολύσει τη μεγαλύτερη επίθεσή του. Για τον πρόεδρο Τζόνσον ήταν αδύνατον να παρουσιάσει την επίθεση Τετ ως στρατιωτική νίκη των ΗΠΑ.

Αμερικανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη

Στις 31 Μαρτίου 1968, σε τηλεοπτικό διάγγελμα στον αμερικανικό λαό, ο Τζόνσον ανήγγειλε τη διακοπή των βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ, το οποίο καλούσε σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Στο τέλος του διαγγέλματος έκανε µία από τις πιο δραματικές κινήσεις στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία δηλώνοντας: «Δεν θα επιδιώξω και δεν θα αποδεχθώ το χρίσμα του κόμματός µου για άλλη µία θητεία ως πρόεδρός σας». Η απομάκρυνση του Τζόνσον από τις εκλογές του 1968 μετέτρεψε την επίθεση Τετ σε λαμπρή νίκη του Χο Τσι Μιν. Με την πολιτική κατάρρευση του προέδρου Τζόνσον που είχε εκλεγεί λίγα χρόνια νωρίτερα µε το υψηλότερο ποσοστό των ψήφων στην αμερικανική ιστορία, το Βόρειο Βιετνάμ πέτυχε ιστορική νίκη στο κέντρο βάρους του αντιπάλου του, που ήταν η αμερικανική κοινωνία. Από την επίθεση του Τετ φάνηκε ότι ο πόλεμος δε διεξάγεται μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της πληροφόρησης και της προπαγάνδας.

Η αμερικανική πολιτική ηγεσία αναγκάστηκε να αλλάξει τη στρατηγική της. Στόχος τους τώρα ήταν η σταδιακή απεμπλοκή τους από το Βιετνάμ και η ταυτόχρονη ενίσχυση των νοτιοβιετναμικών δυνάμεων ώστε να αναλάβουν αυτοί τις ευθύνες του πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1970 είχαν αποσυρθεί 122.000 Αμερικανοί στρατιώτες και όλα τα άλλα ξένα τμήματα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1972 όλα τα μάχιμα αμερικανικά τμήματα είχαν εγκαταλείψει την Ινδοκίνα ενώ οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις έφθασαν να αριθμούν περισσότερους από 900.000 άνδρες. Στις 27 Ιανουαρίου 1973 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συνυπέγραψε με εκπρόσωπο της κυβέρνησης του Βορείου Βιετνάμ τη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών και την αποχώρηση όλων των αμερικανικών δυνάμεων εντός 60 ημερών. Η συμφωνία αυτή ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση και παρέδιδε το Νότιο Βιετνάμ στους Βιετκόνγκ.

Το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 1975, οι δυνάμεις των κομμουνιστών διέλυσαν τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις και κατέλαβαν τη Σαϊγκόν. Το μεσημέρι της 30ής Απριλίου, την ώρα που το τελευταίο ελικόπτερο απομακρυνόταν από την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, στον περίγυρο αυτής εισερχόταν το πρώτο άρμα των Βορειοβιετναμέζων. Έτσι για πρώτη φορά οι ΗΠΑ, η υπερδύναμη με το ανεξάντλητο δυναμικό και την τελειότερη τεχνολογία, παρόλο που θυσίασαν τις ζωές 60.000 περίπου Αμερικανών και δαπάνησαν 150 δισεκατομμύρια δολάρια έχασαν τον πόλεμο. Η αμερικανική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η τιμή, η υπερηφάνεια και το γόητρο της χώρας τους καταρρακώθηκαν στις ζούγκλες και τα έλη του Βιετνάμ από τους Βιετναμέζους αντάρτες.

Στρατιωτικές Περιφέρειες Νοτίου Βιετνάμ, 1967

Από το 1950 η «ανάσχεση» δεν επικεντρώνονταν σε περιοχές υψηλής προτεραιότητας, αλλά εναντιώνονταν σε οποιαδήποτε κομουνιστική απειλή στην υφήλιο. Υπήρχε η αντίληψη, ότι οποιαδήποτε υποχώρηση των ΗΠΑ έναντι μιας τοπικής κομουνιστικής απειλής θα ενθάρρυνε τον «κομμουνιστικό επεκτατισμό» ανά την υφήλιο. Αρχικά η «ανάσχεση» αφορούσε τον άμεσο επεκτατισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια αφορούσε τον έμμεσο σοβιετικό επεκτατισμό µέσω δορυφόρων, όπως η Κίνα του Μάο. Η ανάσχεση του κομμουνισμού στο Ν. Βιετνάμ, τελικά δεν αφορούσε ούτε στο σοβιετικό ούτε στον κινεζικό επεκτατισμό αλλά στην αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων έναντι οποιασδήποτε κομμουνιστικής απειλής, ακόμα και της πλέον τοπικής.

Η κυβέρνηση Τζόνσον ήθελε να αποφύγει στρατιωτική επέμβαση της Κίνας, καθώς δεν ήθελε να εμπλακεί σε ευρύτερο πόλεμο στην Ασία και για αυτό απέκλεισε εξαρχής την οποιαδήποτε χερσαία εισβολή στο Β. Βιετνάμ και στο Λάος, που συνόρευαν µε την Κίνα, και απέφευγε γενικότερα στρατπουτσεσ ές ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την κινεζική ή και τη σοβιετική επέμβαση. Ο στρατηγός Ουέστµορλαντ είχε υιοθετήσει τη στρατηγική της φθοράς του αντιπάλου. Η στρατηγική αυτή είχε δύο αδύναμα σημεία.

  • Το πρώτο ήταν η αύξηση του αντιαµερικανισµού στο Ν. Βιετνάμ προς όφελος των Βιετκόγκ. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου ομάδες των Βιετκόγκ κρύβονταν σε ένα χωριό, ενδεχομένως εκβιάζοντας τους κατοίκους του, και οι αμερικανικές δυνάμεις κατέστρεφαν όλο το χωριό, χωρίς να διακρίνουν τους Βιετκόνγκ από τους άμαχους χωρικούς. Το αποτέλεσμα της πλήρους καταστροφής ενός χωριού άλλωστε ήταν περισσότερες απώλειες, που βελτίωναν τις στατιστικές της φθοράς του αντιπάλου. Ο μέσος Αμερικανός οπλίτης δυσκολευόταν να διακρίνει ένα Βιετκόνγκ από ένα άμαχο χωρικό καθώς οι Βιετκόνγκ δεν φορούσαν στρατιωτικές στολές. Το 1968 ένας αμερικάνος ταγματάρχης ειπε: «Έπρεπε να καταστρέψουμε το χωριό, για να το σώσουμε».
  • Το δεύτερο ήταν ότι οι απώλειες της κομουνιστικής πλευράς αναπληρώνονταν µε ενισχύσεις από το Β. Βιετνάμ. Επομένως, για να επιφέρει τη νίκη η στρατηγική της φθοράς, έπρεπε να εξαντλήσει ποσοτικά όχι µόνο τους Βιετκόνγκ αλλά και το Β. Βιετνάμ και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο ο ανταρτοπόλεμος μπορούσε να συντηρηθεί για πολλά χρόνια.

Η στρατηγική της φθοράς αδυνατούσε να επιφέρει τη νίκη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο χρόνος όμως ήταν υπέρ της κομουνιστικής πλευράς, καθώς η αμερικανική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να υφίσταται το κόστος του πολέμου επ' αόριστο. Οι Βιετκόγκ και το Β. Βιετνάμ πολεμούσαν για την απελευθέρωση και ένωση της πατρίδας τους, σκοποί που για κάθε έθνος χαίρουν εξαιρετικά υψηλής εσωτερικής νοµιµοποίησης. Οι ΗΠΑ από την άλλη, πολεμούσαν για να πετύχουν την ανάσχεση του κομουνισμού σε µία ασήμαντη περιοχή του πλανήτη, ενάντια σε έναν αντίπαλο που αδυνατούσε να απειλήσει τα εθνικά τους συμφέροντα. Η ασυμμετρία στην εσωτερική νοµιµοποίηση, σήμαινε ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν στη μειονεκτική θέση από τη στιγμή που η σύρραξη πήρε τη μορφή ενός μακροχρόνιου αγώνα.

Όσον αφορά τις χερσαίες επιχειρήσεις στο Ν. Βιετνάμ, ο σημαντικότερος πολιτικός περιορισμός ήταν ότι οι αμερικανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο Λάος και στην Καμπότζη. Ο πολιτικός αυτός περιορισμός είχε δύο αρνητικές συνέπειες για τη στρατηγική των ΗΠΑ.

  • Οι δυνάμεις του Β. Βιετνάμ και των Βιετκόνγκ μπορούσαν να υποχωρούν στις ανατολικές επαρχίες του Λάος και της Καμπότζης.
  • Η αμερικανική στρατιωτική διοίκηση στο Ν. Βιετνάμ δεν είχε τη δυνατότητα να πλήξει τη στρατηγική του αντιπάλου στο κέντρο βάρους της, που ήταν η ικανότητα του Βόρειου Βιετνάμ να διοχετεύει πολεμοφόδια και μονάδες στον Νότο µέσω του «μονοπατιού Χο Τσι Μιν». Η ανακοπή της ροής πολεμοφοδίων και μονάδων ήταν πρακτικά αδύνατη κατά μήκος των 1.600 χιλιομέτρων των συνόρων του Ν. Βιετνάμ, καθώς διέσχιζαν περιοχές μέσα σε ζούγκλα.

Με δεδομένο ότι οι χερσαίες αμερικανικές επιχειρήσεις ήταν περιορισμένες στο έδαφος του Νότιου Βιετνάμ, ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων, στρατηγός Ουέστµορλαντ, είχε δύο βασικές στρατηγικές επιλογές.

  • Η πρώτη ήταν να επικεντρωθεί στην προστασία του πληθυσμού του Ν.Βιετνάμ από τις επιθέσεις των κομουνιστικών δυνάμεων. Αυτό όμως θα σήμαινε διασπορά των αμερικανικών δυνάμεων σε πόλεις και χωριά σαν ένα είδος πολιτοφυλακής κάτι που ήταν αδιανόητο για τον Ουέστµορλαντ, αφού θα άφηνε την πρωτοβουλία διεξαγωγής επιχειρήσεων στους Βιετκόγκ.
  • Η δεύτερη στρατηγική επιλογή, στην οποία κατέληξε ο Ουέστµορλαντ, ήταν η διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων καταδίωξης και καταστροφής των δυνάμεων του αντιπάλου. Σε έναν πόλεμο όμως χωρίς μέτωπα, ήταν δύσκολο να βρεθούν οι δυνάμεις του αντιπάλου, ο οποίος λειτουργούσε µε βάση τις αρχές του ανταρτοπόλεμου.
Αμερικανικό βομβαρδιστικό αεροσκάφος

Σχετικά με τις αεροπορικές επιχειρήσεις, οι ΗΠΑ απέφυγαν τους αναποτελεσματικούς γενικούς και αδιάκριτους βοµβαρδισµούς των πόλεων, που είχαν εξαπολύσει κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο της Κορέας. Η εμπειρία των δύο αυτών πολέμων έδειξε ότι η αδιάκριτη ισοπέδωση των πόλεων δεν επέφερε την επιδιωκόμενη κάμψη της πολιτικής θέλησης του αντιπάλου και η αποφυγή τους από την άλλη, συνέβαλε στον περιορισμό του ποσοστού των αμάχων μεταξύ των νεκρών του πολέμου του Βιετνάμ, που ανήλθαν στο 28% σε σύγκριση µε 40% στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και 70% στον πόλεμο της Κορέας. Δεδομένης της υπανάπτυξης του Β. Βιετνάμ, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ δεν μπορούσαν να προκαλέσουν σπουδαίο οικονομικό κόστος, ικανό να πείσει την κυβέρνησή του να δεχθεί τους αμερικανικούς όρους.

Επιχειρησιακά, ο ευκολότερος τρόπος ήταν να βομβαρδισθούν και να ναρκοθετηθούν τα λιμάνια του Β. Βιετνάμ, καθώς και οι σιδηροδρομικές γραμμές που το συνέδεαν µε την Κίνα, για να διακοπεί η εισροή πετρελαίου και πολεμοφοδίων από τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, χωρίς την οποία ο Χο Τσι Μιν δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τον αγώνα του. Ο Τζόνσον ωστόσο θεώρησε ότι µία τέτοια στρατηγική μπορούσε να προκαλέσει ευρύτερο πόλεμο µε την Κίνα ακόμα και µε τη Σοβιετική Ένωση και γι’ αυτό απέκρουσε τις προτάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας των ΗΠΑ ώστε να επικεντρωθούν οι βομβαρδισμοί στους διαύλους τροφοδότησης του αγώνα από την Κίνα. Το αποτέλεσμα ήταν η αεροπορική εκστρατεία των ΗΠΑ κατά του Β. Βιετνάμ να είναι µάλλον αντιπαραγωγική, αφού κατέληξε να πλήττει διάφορους στόχους στρατιωτικών και άλλων υποδομών, που δυσχέραναν µεν τη λειτουργία της οικονομίας και της στρατιωτικής μηχανής του Β. Βιετνάμ, χωρίς ωστόσο να προκαλέσουν απαγορευτικό κόστος. Από την άλλη, συσπείρωσε την κοινωνία του Β. Βιετνάμ υπέρ του νέου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όπως τον παρουσίαζε ο Χο Τσι Μιν, ενάντια στον καθημερινά ορατό αμερικανικό εχθρό. Επιπλέον έπληξε τη διεθνή νομιμοποίηση των ΗΠΑ προκαλώντας διεθνή έξαρση του αντιαµερικανισµού και διευκολύνοντας την κινητοποίηση των κομουνιστικών κρατών για την υλική υποστήριξη του Β. Βιετνάμ.

Στρατηγική των Βιετκόνγκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αγώνας των Βιετκόνγκ και του Β. Βιετνάμ ακολουθούσε τα τρία βήματα του επαναστατικού πολέμου σύμφωνα με τον Μάο Τσετούνγκ.

  • Το πρώτο βήμα ήταν η σύσταση των πυρήνων του υπόγειου πολιτικοστρατιωτικού δικτύου και η επέκτασή του.
  • Το δεύτερο βήμα, που ξεκίνησε το 1961, ήταν η εξαπόλυση ανταρτοπόλεμου σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη της επαρχίας.
  • Το τρίτο βήμα προέβλεπε τη μετεξέλιξη του ανταρτοπόλεμου σε τακτικό πόλεμο για την κατάκτηση και υπεράσπιση περιοχών και πόλεων.

Οι Βιετκόνγκ χρησιμοποιούσαν στο έπακρο την τακτική και τις αρχές του ανταρτοπόλεμου. Συνήθως, οι βάσεις εξορμήσεώς τους ήταν σε απομακρυσμένες και ασφαλείς περιοχές, αλλά είχαν δημιουργήσει και ενδιάμεσες βάσεις. Ο κάθε Βιετκόνγκ ήταν ένας άριστα ειδικευμένος αντάρτης και δολιοφθορέας, ο οποίος μαχόταν μέσα στη δική του χώρα και επομένως, ήταν γνώστης της περιοχής. Επιπλέον είχε την ευχέρεια μέσα σε ελάχιστο χρόνο να κρύβει τον οπλισμό του, να αλλάζει ρούχα και να παρουσιάζεται σαν φιλειρηνικός πολίτης, χωρίς να γίνεται αντιληπτός.

Χωρικοί υπό κράτηση από τον Αμερικανικό Στρατό, 1966

Οι δολιοφθορείς των Βιετκόνγκ περνούσαν πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων στα μετόπισθεν των Κυβερνητικών δυνάμεων και ενεργούσαν κάθε είδους εκτεταμένες δολιοφθορές. Μια σοβαρή, επίσης, προσπάθεια, την οποία ανέλαβαν οι Βιετκόνγκ, ήταν η εκκαθάριση και εξουδετέρωση της αστυνομίας του Ν. Βιετνάμ, µε τρόπο ώστε αυτή να χάσει τον έλεγχο σε μεγάλες περιοχές της χώρας. Επίσης, οι Βιετκόνγκ, κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, χρησιμοποίησαν σε μεγάλη έκταση και µε μεγάλη επιδεξιότητα νάρκες και παγίδες και είχαν σημαντικά αποτελέσματα. Σε µία Αμερικανική Μεραρχία για παράδειγμα οι απώλειες από τις νάρκες ήταν 22,4% και από τις παγίδες 10%, δηλαδή συνολικά για τις δύο περιπτώσεις 32,4% έναντι 22,4% για τις απώλειες από τα πυρά ελαφρών όπλων και 22,9% για τις απώλειες από όλμους.

Η τρομοκρατία, η βία, οι νυχτερινές δολοφονίες, οι ενέδρες, οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις κτλ. αποτελούσαν το κύριο γνώρισμα της τακτικής των Βιετκόνγκ. Μια συνηθισμένη ενέργεια των Βιετκόνγκ ήταν η δημοσίευση πίνακα υποψηφίων ατόμων για δολοφονία, σε ένα συγκεκριμένο χωριό ή συνοικισμό. Ο κατάλογος περιλάμβανε, συνήθως, τα ονόματα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας, του αντιπροέδρου, του αστυνόμου και των ανδρών της αστυνομικής δυνάμεως, της εθνοφυλακής του χωριού και ειδικά των αξιωματικών ή των υπαξιωματικών, όπως επίσης και οποιωνδήποτε άλλων αντιπροσώπων της επαρχίας του νομού ή της εθνικής κυβερνήσεως. Στην περίπτωση που τα πρόσωπα του καταλόγου ήταν απροσπέλαστα, τότε οι Βιετκόνγκ δολοφονούσαν τις συζύγους, τα παιδιά ή τους γονείς τους. Το 1965, για παράδειγμα, δολοφονήθηκαν µε αυτόν τον τρόπο 436 τοπικοί άρχοντες και 1.359 άλλοι πολίτες. Επίσης, απήχθησαν πάνω από 11.000 δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και 8.400 πολίτες.

Τερματισμός του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Σοβιετικός αξιωματούχος Αλεξέι Κοσίγκιν με τον Αμερικανό Πρόεδρο Λίντον Μ. Τζόνσον κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του Γκλάσμπορο, όπου οι δύο εκπρόσωποι συζήτησαν τις δυνατότητες ενός ειρηνικού διακανονισμού.

Το σχέδιο της «Βιετναμοποίησης», όπως ονομάστηκε, προέβλεπε την απεμπλοκή των Αμερικανών με τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων τους αφήνοντας τον πόλεμο στο έδαφος στο στρατό του Ν. Βιετνάμ, αλλά και την αύξηση των αεροπορικών επιχειρήσεων για διατήρηση της ισορροπίας. Στα χρόνια του Νίξον ο πόλεμος επεκτάθηκε στα γειτονικά Λάος και Καμπότζη, παραβιάζοντας τα διεθνή δικαιώματα αυτών των χωρών, με μυστικές επιδρομές που σκοπό είχαν να καταστρέψουν τα καταφύγια των κομμουνιστών αλλά και να αποκόψουν τις οδούς ανεφοδιασμού τους. Οι εντατικοί βομβαρδισμοί και η επέμβαση στην Καμπότζη τον Απρίλιο 1970 ξεσήκωσε μεγάλες διαδηλώσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ κατά τις οποίες σκοτώθηκαν και φοιτητές από την εθνοφρουρά. Το σχέδιο της Βιετναμοποίησης του Νίξον σταμάτησε προσωρινά την κριτική, καθώς αποσύρονταν τα Αμερικανικά στρατεύματα. Οι εκτεταμένοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί όμως δημιούργησαν κύμα διαμαρτυρίας.

Οι συγκρούσεις εντάθηκαν τον Δεκέμβριο του 1972, όταν ο Νίξον εξαπέλυσε μία σειρά αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον στόχων σε μεγάλες πόλεις στο Β. Βιετνάμ. Αυτές οι επιθέσεις, γνωστές σαν "Βομβαρδισμοί των Χριστουγέννων", καταδικάστηκαν άμεσα από τη διεθνή κοινότητα και οδήγησαν τον Νίξον στην αναθεώρηση της τακτικής των διαπραγματεύσεων. Η υπόθεση πόλεμος στο Βιετνάμ έπρεπε να κλείσει οριστικά γιατί είχε τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κόστος για τις ΗΠΑ. Στις 23 Ιανουαρίου 1973 μονογράφηκε το τελικό προσχέδιο της συμφωνίας ειρήνης τερματίζοντας τις εχθροπραξίες μεταξύ ΗΠΑ και Β. Βιετνάμ. Η συμφωνία ειρήνης του Παρισιού δεν τερμάτισε τις συγκρούσεις στην περιοχή καθώς το καθεστώς της Σαϊγκόν συνέχισε να μάχεται τις κομμουνιστικές δυνάμεις.

Στις 30 Απριλίου 1975 ο τελευταίος αμερικάνος στρατιώτης αποχωρεί από το Βιετνάμ μετά την παράδοση των Νοτίων. Την ίδια μέρα ένα ραδιοφωνικό διάγγελμα ανακοίνωσε οτι η Σαϊγκόν μετονομάζεται επισήμως σε "Πόλη του Χο Τσι Μιν".

Διαπιστώσεις - Συμπεράσματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πόλεμος του Βιετνάμ κατά τα έτη 1965-1973, ήταν ένας ανταρτοπόλεμος σoβιετo-κινεζικής εμπνεύσεως όσον αφορά την τακτική και τις μεθόδους διεξαγωγής του εκ μέρους των Βιετκόνγκ. Από μέρος των Αμερικανικών στρατευμάτων, καθώς και των Κυβερνητικών, η αντιμετώπιση του πολέμου υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη και ανεπιτυχής. Οι παραπάνω είχαν μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, καθώς δεν είχαν την κατάλληλη δομή ώστε να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν αμυντική στρατηγική που περιόριζε τις χερσαίες επιχειρήσεις στο χώρο του Ν. Βιετνάμ και επέτρεπε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς στον χώρο του Β. Βιετνάμ. Η στρατηγική αυτή, καθορίσθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζόνσον και απέβλεπε έμμεσα στην αποφυγή κλιμακώσεως του πολέμου στη νοτιοανατολική Ασία, µε την εμπλοκή σε αυτόν και της Κομμουνιστικής Κίνας.

Στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν υπήρχε γραμμή μετώπου και γι’ αυτό ήταν διαφορετικός από άλλους πολέμους. Τα κυβερνητικά και συμμαχικά στρατεύματα δεν είχαν την εμπειρία και την εκπαίδευση παρά τον υπέρτερο τεχνολογικά εξοπλισμό τους να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τύπου Βιετκόνγκ. Οι μαζικές αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα γιατί οι Βιετκόνγκ δε διέθεταν τρωτές γραμμές συγκοινωνιών ή μεγάλες εγκαταστάσεις Διοικητικής Μέριμνας και επιπλέον η πυκνή ζούγκλα δεν επέτρεπε τον εντοπισμό στόχων για την αεροπορία. Οι Αμερικανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιχειρήσεις τέτοιου είδους με εκπαίδευση σε συμβατικό πόλεμο και έτσι τα αποτελέσματα υπήρξαν οδυνηρά γι’ αυτές.

Ο πρόεδρος Τζόνσον δεν κινητοποίησε την αμερικανική κοινωνία υπέρ του πολέμου. Ποτέ δεν ζήτησε κήρυξη του πολέμου από το Κογκρέσο (αρκούμενος στο «ψήφισμα του κόλπου Τόνκιν» του 1964) και ενέπλεξε τις ΗΠΑ στον μεγαλύτερο πολεμικό τους αγώνα μετά το 1945. Αναλύοντας το σύμφωνα με τη θεωρία της τριάδας του Κλάουζεβιτς, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη κινητοποίησης της αμερικανικής κοινωνίας, που είναι το ένα από τα τρία στοιχεία της τριάδας του πολέμου (κυβέρνηση - ένοπλες δυνάμεις - λαός).

Νοσοκομείο στο Βιετνάμ, 1967

Δεύτερος πολιτικός παράγοντας, που συνέβαλε στην αποτυχία της αμερικανικής επέμβασης, ήταν οι αδυναμίες του νοτιοβιετναµέζικου κράτους. Η διείσδυση των Βιετκόνγκ στην κοινωνία του Νότιου Βιετνάμ διευκολύνθηκε από την ανικανότητα των κυβερνήσεών του να τη συσπειρώσουν και να δημιουργήσουν αξιόπιστο πόλο για τον βιετναμέζικο εθνικισμό ενάντια στον Χο Τσι Μιν. Η αµερικανοποίηση του πολέμου κατά την περίοδο 1965-8 κλόνισε την εσωτερική νοµιµοποίηση της ηγεσίας του Ν. Βιετνάμ. Ο Χο Τσι Μιν, απεναντίας, έχαιρε μεγάλης εσωτερικής νοµιµοποίησης ως ο ηγέτης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και κατόρθωσε έτσι να κινητοποιήσει την κοινωνία του Β. Βιετνάμ καθώς και μεγάλων τμημάτων του Ν. Βιετνάμ παρά τις αυξανόμενες θυσίες που υφίσταντο. Η αποτυχία της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αποδεικνύει περίτρανα ότι στη διεθνή πολιτική οι υλικοί συντελεστές ισχύος (ΑΕΠ, ένοπλες δυνάμεις) δεν αποτελούν πάντοτε τον καθοριστικό παράγοντα των διεθνών εξελίξεων. Στην περίπτωση του Βιετνάμ η συντριπτική ασυμμετρία υπέρ των ΗΠΑ σε υλικούς συντελεστές ισχύος υπεραντισταθµίσθηκε από δύο διαφορετικές ασυµµετρίες.

  • Το Β. Βιετνάμ πολεμούσε για την εθνική ενοποίησή του, γεγονός που αποτελεί την πλέον νοµιµοποιηµένη αιτία για τις θυσίες του πολέμου, όσο μαζικές και αν είναι. Οι ΗΠΑ, απεναντίας, πολεμούσαν για µία άκρως ιδεολογική και παγκοσµιοποιηµένη εκδοχή της στρατηγικής της ανάσχεσης, σύμφωνα µε την οποία απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αποτρεπτικής αξιοπιστίας της ήταν η αντίσταση σε κάθε τοπικό κομουνιστικό κίνημα ακόμα και στις πιο ασήμαντες γεωπολιτικά περιοχές του πλανήτη. Με τη συσσώρευση των θυσιών της και χωρίς ορατή προοπτική μιας νικηφόρας έκβασης στον πόλεμο η αμερικανική κοινωνία κατέληξε -ορθά- στο συμπέρασμα ότι δεν διακυβεύονταν σημαντικά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα ικανά να δικαιολογήσουν τις απώλειές της.
  • Υπήρχε ασυµµετρία στην αποτελεσματικότητα της στρατηγικής των δύο αντιπάλων. Το Β. Βιετνάμ τελειοποίησε τις μεθόδους του ανταρτοπόλεμου, που κατείχε από την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία. Οι ΗΠΑ δεν κατόρθωσαν να αναπτύξουν στρατηγική ικανή να πλήξει το κέντρο βάρους του αντιπάλου ή να αποδιοργανώσει τη δική του στρατηγική. Αντίθετα, κατέληξαν να χρησιμοποιούν τα άφθονα υλικά μέσα τους µε εξαιρετικά αναποτελεσματικό τρόπο στα πλαίσια της στρατηγικής της φθοράς, γεγονός που πρόδιδε έλλειμμα στρατηγικής σκέψης.

Η κατασπατάληση και η υπερβολή στη χρήση της αμερικανικής υπεροπλίας χωρίς αποφασιστικό στρατηγικό αποτέλεσμα ήταν εκπληκτική. Στην τριετία 1965-7 η αμερικανική αεροπορία έριξε περισσότερες βόμβες στο Βιετνάμ από όσες είχε ρίξει σε όλα τα θέατρα των επιχειρήσεων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κόστος του Βιετνάμ για τις ΗΠΑ ήταν μεγάλο. Οι αμερικανικές απώλειες στο σύνολο του πολέμου, ανήλθαν στους 58.000 νεκρούς, ενώ πάνω από 8.000 αμερικάνικα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν. Ο πόλεμος οδήγησε στην αύξηση του αντιαµερικανισµού παγκοσμίως. Επιπλέον επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση να υλοποιήσει φιλόδοξα προγράμματα ανάπτυξης των πυρηνικών της εξοπλισμών, ενόσω οι ΗΠΑ ήταν απορροφημένες στο Βιετνάμ, µε αποτέλεσμα να φτάσει την πυρηνική ισοπαλία στα τέλη της δεκαετίας του '60. Το Βιετνάμ συνέβαλε επίσης στην κρίση της αμερικανικής εσωτερικής πολιτικής, που ξέσπασε στα μέσα της δεκαετίας του '60 και αποκορυφώθηκε το 1968.

Άλλοι Σύμμαχοι των δύο ήταν η Κίνα για τον Βορρά και η Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Νότια Κορέα για τον Νότο.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]