Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ
Εξώφυλλο πρώτης έκδοσης, 1901
ΣυγγραφέαςΆρτουρ Σνίτσλερ
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1906
Μορφήνουβέλα
ΤόποςΒιέννη

Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ (γερμανικά: Lieutenant Gustl) είναι νουβέλα του Αυστριακού συγγραφέα Άρτουρ Σνίτσλερ που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το 1900 και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1901.[1]

Το κείμενο είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ένας εσωτερικός μονόλογος και θεωρείται το πρώτο πείραμα αυτού του είδους στην αυστριακή λογοτεχνία και γενικότερα στη γερμανόφωνη λογοτεχνική ιστορία. Αναφέρεται στις εμμονές, τους φόβους και τις νευρώσεις ενός νεαρού ανθυπολοχαγού του αυτοκρατορικού στρατού της Αυστροουγγαρίας. Το έργο προκάλεσε σκάνδαλο που οδήγησε στην καθαίρεση του συγγραφέα από τον βαθμό του αξιωματικού.[2]

Ένα βράδυ στη Βιέννη γύρω στα 1900, ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ παρακολουθεί μια συναυλία. Ο νεαρός αξιωματικός βαριέται, είναι ανήσυχος, σκέφτεται κυρίως τις γυναίκες, ιδιαίτερα τη Στέφη, μια γυναίκα της οποίας απολαμβάνει τις χάρες, όπως και άλλοι. Αποδέχεται όμως τη σχέση γιατί η αίσθηση της τιμής του είναι πολύ ελαστική και ενδιαφέρεται να τηρεί τα προσχήματα. Σκέφτεται επίσης τη μονομαχία που σύντομα θα αντιμετωπίσει ενάντια σε έναν Εβραίο γιατρό τον οποίο σκόπιμα προκάλεσε. Όταν τελειώνει η συναυλία, μέσα στο πλήθος στο βεστιάριο ο Γκουστλ προσπαθεί να πάρει το παλτό του, όταν τον σπρώχνει βίαια ένας μεγαλόσωμος άνδρας: είναι ο αρτοποιός Χάμπετσβαλνερ, τον οποίο γνωρίζει επειδή συχνάζουν στο ίδιο καφενείο. Βρίζει δυνατά και τον απωθεί, αλλά εκείνος πιάνει τη λαβή του ξίφους του αξιωματικού και του λέει να σωπάσει, απειλώντας να το σπάσει και να στείλει τα κομμάτια στη διοίκηση του συντάγματος του. Επιπλέον, τον αποκαλεί «ανόητο παιδαρέλι». Ο Γκουστλ ταράζεται τόσο πολύ που δεν αντιδρά αμέσως, άλλωστε δεν μπορεί να τον προκαλέσει σε μονομαχία λόγω της κοινωνικής διαφοράς τους. Ελπίζει ότι κανείς από το πλήθος δεν πρόσεξε την κατάσταση, παραμένει όμως σοκαρισμένος και δεν μπορεί να συνέλθει από την απίστευτη προσβολή που υπέστη από κάποιον χαμηλότερο κοινωνικά. Περπατά ταραγμένος στους δρόμους της Βιέννης για πολλές ώρες μέσα στη νύχτα και, για να σώσει την τιμή του, αποφασίζει να αυτοκτονήσει στις 7 το πρωί της επόμενης μέρας, ανεξάρτητα από το αν ο φούρναρης δημοσιοποιήσει το περιστατικό ή όχι.[3]

Στο δρόμο για το σπίτι του, ο Γκουστλ διασχίζει το πάρκο Πράτερ της Βιέννης. Το άρωμα των πρώτων ανοιξιάτικων λουλουδιών τον κάνει να αμφιταλαντεύεται στην απόφασή του να αυτοκτονήσει. Η συνειδητοποίηση ότι πρέπει να αποχαιρετήσει για πάντα όλα αυτά τα όμορφα πράγματα πυροδοτεί μια νέα όρεξη για ζωή μέσα του. Η θύμηση της μητέρας του και της αδελφής του, καθώς και διάφορων νυν και πρώην ερωμένων, τον βάζει σε κατάσταση βαθιάς θλίψης, την οποία μάταια προσπαθεί να κατευνάσει σκεπτόμενος ότι, ως Αυστριακός αξιωματικός, είναι υποχρεωμένος να αυτοκτονήσει.

Αποκοιμιέται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και ξυπνάει το ξημέρωμα. Πριν επιστρέψει στο σπίτι, όπου σκοπεύει να σκοτωθεί με το περίστροφό του, περνάει από το καφενείο του για ένα πλούσιο πρωινό: παραγγέλνει καφέ, κρέμα και κρουασάν. Ο σερβιτόρος του λέει τα νέα ότι ο φούρναρης Χάμπετσβαλνερ πέθανε απροσδόκητα από εγκεφαλικό εκείνη τη νύχτα. Εξαιρετικά ανακουφισμένος, ο Γκουστλ εγκαταλείπει τα σχέδια αυτοκτονίας και αρχίζει να σκέφτεται τα επερχόμενα κατορθώματα: Θα μονομαχήσει το απόγευμα της ίδιας μέρας – το κείμενο τελειώνει με τη σκέψη ότι θα κατατροπώσει τον αντίπαλό του.[4]

  • Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ είναι ένα ανοιχτό κατηγορητήριο ενάντια στον αντισημιτισμό, τον μιλιταρισμό και την υποκριτική συμπεριφορά της στρατιωτικής ιεραρχίας των Αψβούργων στις αρχές του 20ού αιώνα. Η νουβέλα προκάλεσε σφοδρή κριτική από τον στρατιωτικό μηχανισμό και την Αυλή, που την χαρακτήρισε άμεση επίθεση στην ιερότητα της τιμής του Αυτοκρατορικού-Βασιλικού Στρατού και ως εκ τούτου σε ένα από τα θεμέλια της Αυστροουγγαρίας. Ο Εβραίος συγγραφέας και ο «εβραϊκός Τύπος», με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Μορίς Μπένεντικ, αρχισυντάκτη της εφημερίδας Νέος Ελεύθερος Τύπος, χαρακτηρίστηκαν εχθροί του κράτους. Ο Σνίτσλερ, στρατιωτικός γιατρός και έφεδρος αξιωματικός με τον βαθμό του υπολοχαγού, θεωρήθηκε προδότης και καθαιρέθηκε από τον βαθμό του αξιωματικού από το στρατιωτικό δικαστήριο, από τότε θεωρούνταν μόνο απλός στρατιώτης. Η εφημερίδα αναγκάστηκε να δημοσιεύσει ένα κύριο άρθρο στο οποίο επαινούσε τις «εξαιρετικές ιδιότητες του Αυστριακού σώματος αξιωματικών».[1]
  • Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Αυστροουγγρικός στρατός είχε έναν αυστηρό κώδικα τιμής: μέχρι το 1911, κάθε αξιωματικός ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει μια προσβολή με μονομαχία. Με το έργο του, ο συγγραφέας αγγίζει ένα αδύνατο σημείο αυτού του κώδικα τιμής: μόνο ευγενείς, αξιωματικοί και ακαδημαϊκοί μπορούσαν να προκληθούν σε μονομαχία. Ο Γκουστλ, ο οποίος νιώθει προσβεβλημένος από έναν απλό πολίτη, δεν μπορεί να υπερασπιστεί την τιμή του με μονομαχία, και η μόνη λύση για να ανακτήσει τη χαμένη του τιμή είναι, σύμφωνα με τα στρατιωτικά ήθη, η αυτοκτονία.[4]
  • Με αυτή τη νουβέλα ο Άρτουρ Σνίτσλερ εισήγαγε την αφηγηματική τεχνική του εσωτερικού μονόλογου, προδρόμου της ροής της συνείδησης της μοντερνιστικής γραφής του Τζέιμς Τζόις και της Βιρτζίνια Γουλφ, στην αυστριακή και γερμανόφωνη λογοτεχνία, επιτρέποντας στους αναγνώστες του μια άμεση ματιά στις σκέψεις του ήρωα, τεχνική που ανέπτυξε και σε άλλα έργα του, όπως Η δεσποινίς Έλζε (1924).[5]

Η νουβέλα του Σνίτσλερ διασκευάστηκε σε ταινία το 1962 σε σκηνοθεσία Τζον Όλντεν και σε τηλεοπτική ταινία το 1979.[6]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ, μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης, εκδ. Ροές, 2016 [7]