Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο ανακτημένος χρόνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο ανακτημένος χρόνος
Εξώφυλλο έκδοσης του 2014
ΣυγγραφέαςΜαρσέλ Προυστ
ΤίτλοςLe Temps retrouvé
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1927
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΑναζητώντας τον χαμένο χρόνο
LΤ ID11829
ΠροηγούμενοΗ Αλμπερτίν αγνοούμενη

Ο ανακτημένος χρόνος (γαλλικός τίτλος Le Temps retrouvé) είναι ο έβδομος και τελευταίος τόμος του επτάτομου μυθιστορήματος του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Εκδόθηκε το 1927, μετά τον θάνατο του συγγραφέα, με επιμέλεια του αδελφού του Ρομπέρ Προυστ.[1] Στα ελληνικά έχει μεταφρασθεί και ως Ο ξανακερδισμένος χρόνος.[2]

Ο αφηγητής μέσα από μια σειρά περιστατικών ασυνείδητης μνήμης, αντιλαμβάνεται ότι όλη η ομορφιά που έχει ζήσει στο παρελθόν είναι αιώνια ζωντανή. Ξαναβρίσκει τον χαμένο χρόνο και αρχίζει να εργάζεται, σε ένα αγώνα δρόμου με τον θάνατο, για να γράψει το μυθιστόρημα που μόλις διάβασε ο αναγνώστης.[3][4]

Το έργο αρχίζει με τον αφηγητή Μαρσέλ σε επίσκεψη στο εξοχικό της Ζιλμπέρτ και του Ρομπέρ ντε Σαιν Λου στην Τανσοβίλ, κοντά στο εξοχικό των παιδικών του χρόνων στο Κομπραί. Περνούν χρόνο μαζί με τη Ζιλμπέρτ, θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια και τον παιδικό τους έρωτα και αυτή η ανάμνηση προκαλεί θλίψη στην κοπέλα, που υποφέρει γιατί της λείπουν εκείνες οι στιγμές που ήταν χαρούμενη, σε αντίθεση με το παρόν, που είναι λυπηρό, λόγω της απιστίας του συζύγου της Σαιν Λου. Μια ανάγνωση ενός αδημοσίευτου αποσπάσματος από το Ημερολόγιο του Εντμόν ντε Γκονκούρ (που περιγράφει μια βραδιά στους Βερντυρέν) οδηγεί τον αφηγητή σε προβληματισμούς σχετικά με την τέχνη και τη λογοτεχνία.[5]

Τα χρόνια περνούν και ο Μαρσέλ, άρρωστος, νοσηλεύτηκε αρκετό χρόνο σε σανατόριο. Επιστρέφει στο Παρίσι, το 1916, και ανακαλύπτει ότι, παρόλο που η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, οι κοσμικές συναθροίσεις στα σαλόνια συνεχίζονται και επιδεικνύεται μια πολυτέλεια άνευ προηγουμένου. Υπήρξαν ωστόσο πολλές αλλαγές στους κοσμικούς κύκλους που σύχναζε και παρατηρεί ότι έχουν χάσει το κύρος τους. Ακολουθεί αναλυτική περιγραφή του Παρισιού κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[6]

Ο πόλεμος συνεχίζεται: ο Ρομπέρ φεύγει για το μέτωπο όπου σκοτώνεται, ενώ στην Τανσοβίλ, το εξοχικό της Ζιλμπέρτ επιτάσσεται από το γερμανικό γενικό επιτελείο. Στο Παρίσι, ο βαρόνος ντε Σαρλύς απομονώνεται όλο και περισσότερο, καταρρακωμένος από τα πάθη του, έρμαιο των ομοφυλοφιλικών του σχέσεων, και δεν κρύβει τη συμπάθειά του για τη Γερμανία.[7]

Το 1918, όταν τελειώνει ο πόλεμος, ο Μαρσέλ, μετά από δεύτερη παραμονή του σε σανατόριο, πηγαίνει σε μια δεξίωση της πριγκίπισσας του Γκερμάντ. Εδώ έχει την ευκαιρία να ξανασυναντήσει μερικούς από τους παλιούς του φίλους και διαπιστώνει ότι μερικούς δεν μπορεί να τους αναγνωρίσει, καθώς έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που τους είδε. Στον ίδιο χώρο, παρατηρεί κάποιες λεπτομέρειες, όπως μια φθορά στο πλακόστρωτο της αυλής και τον ήχο από ένα κουτάλι που τοποθετείται στο πιάτο. Αυτές οι λεπτομέρειες, ασήμαντες για οποιονδήποτε, είναι σημαντικές για τον Μαρσέλ, αφού φέρνουν στο μυαλό του μερικές χαρούμενες μακρινές αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια που τον κάνουν να θέλει να γράψει για το παρελθόν, αυτόν τον «χαμένο χρόνο» που ανακαλύπτει ξανά λίγο-λίγο. Αν και φοβάται ότι του μένει λίγος χρόνος ζωής, αποφασίζει ωστόσο να αφιερώσει τα τελευταία χρόνια του σ' αυτό το έργο, με την πιστή Φρανσουάζ να παραμένει στο πλευρό του. Στη συνέχεια θυμάται τα παιδικά του χρόνια, τις επισκέψεις του Σουάν στο Κομπραί και την ώρα που περίμενε τη μητέρα του να έρθει να τον φιλήσει και το μυθιστόρημα τελειώνει τη στιγμή ακριβώς που ο Μαρσέλ αρχίζει να γράφει το βιβλίο που ο αναγνώστης μόλις έχει διαβάσει.[8]

Το 1999 το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε σε κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Ραούλ Ρουίς με την Κατρίν Ντενέβ, την Εμμανουέλ Μπεάρ κλ.[9]

Ελληνικές μεταφράσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο - Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος και Δημήτρης Δημουλάς, εκδόσεις Διώνη, 2003
  • Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο - Ο ανακτημένος χρόνος. Μετάφραση: Παναγιώτης Πούλος, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2018