Μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια
Βασικές πληροφορίες
Τοποθεσία Αραγωνία
Ουέσκα
ΥπαγωγήΚαθολικισμός
Ιεροτελεστίαεκκοσμικευμένο
ΔήμοςBotaya
Χώρα Ισπανία
Ορισμός ως μνημείο κληρονομιάςκληρονομιά πολιτιστικού ενδιαφέροντος
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Αρχιτεκτονικός τύποςμοναστήρι
Αρχιτεκτονικός ρυθμόςΡομανική αρχιτεκτονική
Ημερομηνία ίδρυσης11ος12ος αιώνας

Το μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια (ισπανικά: monasterio de San Juan de la Peña, αραγωνικά: Sant Chuan d'a Penya), που σε ευθεία μετάφραση στα ελληνικά σημαίνει «Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βράχου», βρίσκεται στην περιοχή της Botaya, νοτιοδυτικά της πόλης Χάκας, στην επαρχία της Ουέσκας, στην Αραγωνία της Ισπανίας και υπήρξε το σημαντικότερο μοναστήρι της Αραγωνίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα. Στο Βασιλικό του Πάνθεον ήταν θαμμένος ένας σημαντικός αριθμός βασιλιάδων της Αραγωνίας. Αποτελεί μέρος της αραγωνικής διαδρομής της Διαδρομής του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα και η τοποθεσία του είναι μοναδική στο είδος της. Το ομώνυμο Χρονικό του Σαν Χουάν ντε λα Πένια, εν μέρει μελετήθηκε και συντάχθηκε στο μοναστήρι αυτό.

Ιστορία και θρύλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μύθος λέει πως ένας νεαρός ευγενής με το όνομα Voto (σε ορισμένες εκδοχές Oto) ήρθε για κυνήγι σε αυτά τα μέρη, όταν είδε ένα ελάφι. Ο κυνηγός κυνήγησε το θήραμα, αλλά αυτό καθώς ήταν φευγαλέο τον οδήγησε στο βουνό Pano, και φτάνοντας εκεί, ο ευγενής έπεσε από τον γκρεμό. Ως εκ θαύματος, το άλογό του έπεσε στο έδαφος απαλά. Ασφαλής και υγιής στα βάθη του φαραγγιού, είδε ένα μικρό σπήλαιο στο οποίο ανακάλυψε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή και στο εσωτερικό του βρήκε το πτώμα ενός ερημίτη με το όνομα Ιωάννη της Atarés. Εντυπωσιασμένος από την ανακάλυψη πήγε στη Σαραγόσα, πούλησε όλα του τα αγαθά και υπάρχοντά του και με μαζί με τον αδελφό του Felix αποσύρθηκε στην σπηλιά και ξεκίνησε μια μοναστική ζωή.[1]

Αυτή ήταν η αρχή του μοναστηριού για το οποίο γράφει ο δον Μιγέλ ντε Ουναμούνο:

...το στόμα ενός κόσμου πνευματικών πετρωμάτων ντυμένα με ένα δάσος από θρύλους, στο οποίο οι Βενεδικτίνοι μοναχοί, οι μισοί ερημίτες, οι άλλοι μισοί πολεμιστές, θα έβλεπαν να περνά ο χειμώνας, όσο ποδοπατιόνταν το χιόνι από σάρκα και οστά αγριόχοιρου, βγαίνοντας από το δάσος αρκούδες, λύκοι και άλλα άγρια ζώα.

Η σκήτη του Μοναστηριού του Σαν Χουάν ντε λα Πένια

Τα βουνά αυτά κατοικούνταν λίγο μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση, κατά την κατασκευή του κάστρου του Pano, που καταστράφηκε το έτος 734. Η θρυλική προέλευση του Βασιλείου της Αραγωνίας βρίσκεται επίσης στο μοναστήρι σπήλαιο του Σαν Χουάν ντε λα Πένια σύμφωνα με την ιστορία του ίδιου, όταν ενώθηκαν οι χριστιανοί πολεμιστές με τους μοναχούς Voto και Felix αποφασίζοντας δια βοής να ορίσουν ως αρχηγό τους τον Γκαρσί Χιμένεθ, που θα τους οδηγήσει έπειτα σε μάχες για να ανακτήσει εδάφη της Χάκας και της Αίνσας, τον τόπο όπου συνέβη σύμφωνα με τον θρύλο το θαύμα του σταυρού του πυρός στη βελανιδιά του Σοβράρβε.[2]

Κατά την βασιλεία του στην Παμπλόνα, ο βασιλιάς Γκαρθία Ίνιγεθ και ο κόμης της Αραγωνίας Γκαλίντο Αθνάρεθ ξεκίνησαν την παροχή εύνοιας προς το μοναστήρι. Ο βασιλιάς Γκαρθία Σάντσεθ Α´ χορήγησε στους μοναχούς το δικαίωμα της δικαιοδοσίας, ενώ οι διάδοχοι του μέχρι τον Σάντσο τον Μεγάλο, συνέχισαν αυτή την πολιτική προστασίας. Στο μοναστήρι αυτό πέρασε τα πρώτα του χρόνια και ο San Íñigo. Κατά τη βασιλεία του Σάνστο Ραμίρεθ της Αραγωνίας ο πρωταγωνιστικός του ρόλος κορυφώνεται φτάνοντας να φιλοξενήσει το πάνθεον των βασιλιάδων της Αραγωνίας.

Οι πυρκαγιές του 1494 και του 1675 ήταν καταστροφικές για το μοναστήρι. Μετά την τελευταία από αυτές, χτίστηκε το Νέο Μοναστήρι. Η παλιά μονή ανακηρύχθηκε Εθνικό Μνημείο στις 13 Ιουλίου του 1889, και το σύγχρονο Μοναστήρι στις 9 Αυγούστου του 1923. Η αποκατάσταση πραγματοποιήθηκε από τον αραγωνέζο μοντερνιστή αρχιτέκτονα Ricardo Magdalena. Στις 2 Φευρουρίου του 2004 δηλώθηκε από την κυβέρνηση της Αραγωνίας ως «κληρονομιά πολιτιστικού ενδιαφέροντος» σε καθεστός προστασίας ολόκληρου του μοναστηριακού συγκροτήματος και των περιχώρων του.

Η κατασκευή της μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιθανότατα προϋπήρχε κάποιου είδους μονής και πριν από τον 11ο αιώνα, αλλά η κατασκευή αυτής με την μέγιστη σημασία ξεκίνησε το έτος 1026 με πρωτοβουλία του Σάντσο του Μεγάλου. Κατά το έτος 1071, ο βασιλιάς Σάντσο Ραμίρεθ μεταφέρει το υπάρχον σύνολο στους κλουνιακούς μοναχούς και προωθεί τις μεταρρυθμίσεις τους. Σε αυτό το χρονικό σημείο διαμορφώνεται το σύνολο που παραμένει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έως σήμερα. Η μεταρρύθμιση των βενεδικτίνων του Κλυνύ δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την κατασκευή μιας σκήτης η οποία είχε ολοκληρωθεί ήδη με την είσοδο στον 12ο αιώνα.

Κάτοψη της Μονής:
α) Πρώτος όροφος
1. Φούρνος για ψωμί
2. Το βασιλικό πάνθεον
3. Το πάνθεον των ευγενών
4. Μουσείο
5. Ανώτερη εκκλησία. Ρομανική
6. Μοζαραβική πόρτα
7. Γοτθικό παρεκκλήσι του San Victorián
8. Ρομανική σκήτη
9. Παρεκκλήσι του San Boto
β) Ισόγειο
10. Προ-ρομανική εκκλησία
11. Αίθουσα συμβουλίων.

Τα κιονόκρανα του μοναστηριού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα τέλη του 11ου αιώνα είναι ένα σύνολο από κιονόκρανα της σκήτης του μοναστηριού, επηρεασμένα από την αρχιτεκτονική της Χάκας, τα οποία αναδεικνύουν τους κυλίνδρους με θέματα από φανταστικά ζώα και ορισμένα γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα. Ένα δεύτερο σύνολο, που σχηματίζεται από είκοσι κιονόκρανα, το λεγόμενο Μaestro de San Juan de la Peña, γνωστό επίσης ως Maestro de Agüero, ανώνυμου δημιουργού, διαμορφώθηκε στο τελευταίο τρίτο του 12ου αιώνα, πιθανόν για να αντικαταστήσει κάποιο άλλο προηγούμενο.[3] Η μικρή περίβολος παρέχει μια ανοιχτή περίφραξη με τη μορφή μιας σειράς από καμάρες χωρισμένες από στήλες. Οι καμάρες είχαν τελειώματα από τυπικά πέτρινα ανάγλυφα της Χάκας.

Η έξοδος του Αδάμ από τον παράδεισο
Η έξοδος του Αδάμ από τον παράδεισο  
Οι τρεις μάγοι με άλογο
Οι τρεις μάγοι με άλογο  
Η ανάσταση του Λαζάρου
Η ανάσταση του Λαζάρου 

Το Maestro παρουσιάζει βιβλικές σκηνές που ήταν αρχικά οργανωμένες σε χρονολογική σειρά, συμπεριλαμβανομένου μεταξύ άλλων της Προφητείας στους Ποιμένες, της Γεννήσεως, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, των Θεοφανίων, της Βάπτισης και Περιτομής του Ιησού, του Τελευταίου Δείπνου, των επεισοδίων σχετικά με τον Κάιν και τον 'Αβελ, τη Δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, καθώς και την Επίπληξη τους και την επακόλουθη καταδίκη τους σε εργασία.[4] Είναι βέβαιο πως στο Maestro de Agüero παρασκευάστηκαν κιονόκρανα μόνο για δύο πτέρυγες του μοναστηριού, αφού στα τέλη του 11ου αιώνα το μοναστήρι εισήλθε σε φραγκική παρακμή. Το εικονογραφικό πρόγραμμα που παρουσιάζουν τα 26 κιονόκρανα που διατηρούνται, φαίνεται να επικεντρώνεται στη Σωτηρία μέσω της Πίστης επιλέγοντας τα πιο σημαντικά σχετικά επεισόδια.

Εργάζεται με ανάγλυφα σχεδόν όλα κυριευμένα από μια πολύ έντονη ψυχεδελική Horror vacui τέχνη, που δημιουργεί αντιθέσεις σε ορισμένες μορφές που ξεφεύγουν από το δικό τους πλαίσιο, βγάζοντας έξω ένα χέρι όπως για παράδειγμα στη σκηνή του Ιησού και των Αποστόλων. Οι χειρονομίες είναι υπερβολικές, σχεδόν θεατρικές, τονίζοντας τα μάτια και το στόμα και δίνουν μια αφηγηματικότητα στις σκηνές. Όσο για τις μορφές, αυτές υποβάλλονται σε γεωμετρικά σχήματα που κυριαρχούν από τη διαμόρφωση του προσώπου ή των πτυχών των υφασμάτων, μέχρι τις κινήσεις των αλόγων ή του ίδιου του νερού που χύνεται από το ένα βάζο στο άλλο.

Το βασιλικό πάνθεον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασιλικό πάνθεον

Στον ανώτερο όροφο βρίσκεται το βασιλικό πάνθεον. Σε αυτό, κατά τη διάρκεια πέντε αιώνων ενταφιάστηκαν μερικοί από τους μονάρχες της Αραγωνίας και της Ναβάρρας. Η παρούσα όψη του χρονολογείται από τον 18ο αιώνα.

Στο Σαν Χουάν ντε λα Πένια, οι βασιλιάδες της Αραγωνίας είχαν ταφεί αρχικά σε πέτρινους χρωματιστούς τάφους αλληλοεπικαλυπτόμενους σε τρεις σειρές, από το βράχο προς τα έξω, έχοντας σε θέα μόνο τα πόδια του φέρετρου. Το μεταγενέστερο βασιλικό πάνθεον καταλαμβάνει τις εγκαταστάσεις του παλιού σκευοφυλακίου του μεγάλου ναού, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, το οποίο ανακαινίστηκε από τον Κάρολο Γ´ το 1770, ακολουθώντας τις ενδείξεις του δον José Nicolás de Azara και του κόμη της Aranda, ο οποίος ήθελε να ταφεί στο αίθριο. Η μεταρρύθμιση επηρέασε μόνο τη διακόσμηση, αφήνοντας τους τάφους στον ίδιο χώρο εκτός του νέου χώρου του πανθέου, μπροστά από τους οποίους κατασκευάστηκε μία μεσοτοιχία στην οποία τοποθετήθηκαν χάλκινες πλάκες με τις αντίστοιχες επιγραφές, κατανεμημένες στον χώρο με άφθονο γύψο και μάρμαρο, και τοποθετώντας στα όρια του τοίχου μετάλλια με ανάγλυφα που απεικονίζουν σκηνές από θρυλικές μάχες.

Φιλοξενεί τα λείψανα μερικών μοναρχών της Ναβάρρας που βασίλευαν στην Αραγωνία, των πρώτων αραγωνέζων κομητών και των τριών πρώτων βασιλιάδων της δυναστείας Ραμίρεθ, Ραμίρο Α´, Σάντσο Ραμίρεθ και Πέτρο Α´, μαζί με τις συζύγους τους.

Αρχείο του μοναστηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου κειμένων του μοναστηρίου μεταφέρθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Αρχείο της Μαδρίτης, όπου βρίσκεται στο τμήμα κληρικών. Λαμβάνοντας υπόψη τα δημοσιευμένα έργα, τα κείμενα χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες:[5]

  1. Παλαιότερα κείμενα, χρονολογούμενα μεταξύ 507 και 1064, που συλλέγονται στο μεσαιωνικό αρχείο του Σαν Χουάν ντε λα Πένια
  2. Έγγραφα με χρονολογία μεταξύ 1064 και 1194.
  3. Έγγραφα με χρονολογία μεταξύ 1195 και τέλη του 15ου αιώνα.

Το Άγιο Δισκοπότηρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον ισπανικό θρύλο, το Άγιο Δισκοπότηρο παρέμεινε στο μοναστήρι από το 1071 έως το 1399, αφού είχε προηγουμένως περάσει μέσα από διάφορες τοποθεσίες όπως το σπήλαιο της Yebra de Basa, το μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Σιρέσα, την Εκκλησία του Σαν Αδριάν της Σάσαβε, την εκκλησία San Pedro de la Sede Real de Bailo και τον καθεδρικό ναό της Χάκας.

Στην ανάγκη να προσελκυστούν προσκυνητές στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, οι οποίοι περνούσαν από την κοντινή διαδρομή της Χάκας, διατυμπανιζόταν πως στο μοναστήρι βρισκόταν ιερό αυτό κειμήλιο. Το 1399 ο βασιλιάς Μαρτίνος της Αραγωνίας πήρε το ιερό ποτήρι στο παλάτι της Αλχαφερία της Σαραγόσας, όπου έμεινε εκεί πάνω από είκοσι χρόνια, μετά από μια σύντομη διαμονή στη Βαρκελώνη, συνοδευμένο από τον βασιλιά και αργότερα μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό της Βαλένθιας.

Το μέρος στο οποίο εφαρμόστηκε η ρωμαϊκή λειτουργία για πρώτη φορά στην Ισπανία είναι στο Βασίλειο της Αραγωνίας, στο μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια[6] κατά τη διάρκεια της παραμονής του Santo Cáliz στο μοναστήρι και στη συνέχεια επισημοποιήθηκε η τελετή αυτή και στο υπόλοιπο του βασιλείου, αντικαθιστώντας τη μοζαραβική λειτουργία.

Το Νέο Μοναστήρι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Νέο Μοναστήρι

Μετά την πυρκαγιά του 1675 που έπληξε το μοναστήρι, αποφασίστηκε να μην ανακατασκευαστεί ή παλιά μονή και οι μοναχοί να μεταφερθούν σε ένα νέο μοναστήρι που χτίστηκε σε κοντινή απόσταση, πάνω από τον βράχο μέσα στον οποίο είχε χτιστεί το παλιό μοναστήρι, σε ανοιχτό χώρο στο λιβάδι του San Indalecio.

Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1676 και τερματίστηκε στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα από την Σαραγόσα Miguel Ximenez ο οποίος ηγήθηκε και ένα μέρος των εργασιών, ενώ συμμετείχαν σε αυτές και πολλοί άλλοι εξειδικευμένοι μηχανικοί. Η διάταξη του κτιρίου αποτελεί ένα από τα πιο τέλεια και εξελιγμένα παραδείγματα μοναστικής αρχιτεκτονικής στη σύγχρονη εποχή, λόγω της συμμετρίας του, του πολλαπλασιασμού των σκητών του και της ορθολογικής οργάνωσης του αρχικού έργου, το οποίο δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ να ολοκληρωθεί στο σύνολό του.

Χτισμένο ρε ρυθμό μπαρόκ, το μοναστήρι στην πρόσοψη της κεντρική του πύλης, φέρει στο κέντρο της σε κόγχη το άγαλμα του Ιωάννη του Βαπτιστή (προστάτης της κοινότητας των μοναχών), στα αριστερά του οποίου υπάρχει το άγαλμα του San Indalecio (υπερασπιστής της τοποθεσίας του λιβαδιού στην οποία βρίσκεται το νέο μοναστήρι) και στα δεξιά του το άγαλμα του Άγιου Βενεδίκτου (ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του θρησκευτικού τάγματος των «Βενεδικτινών» στο οποίο δόθηκε το μοναστήρι).

Μετά την γενική αναδιάρθρωση του Ισπανού πρωθυπουργού Χουάν Άλβαρεθ Μεντιθάβαλ, το 1835 το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς, και στην συνέχεια άρχισε σταδιακά να ερημώνει. Στα μέσα του 20ου αιώνα είχε ήδη φτάσει σε μία ερειπωμένη κατάσταση. Στις αρχές του 21ου αιώνα, ύστερα από μια εκτενή αποκατάσταση που ανέλαβε η κυβέρνηση της Αραγωνίας, ολοκληρώθηκαν τα έργα ανοικοδόμησης του και από το 2007 το κτίριο του νέου μοναστηριού στεγάζει ένα σύγχρονο μουσείο και κέντρο ιστορίας του Βασιλείου της Αραγωνίας αλλά και του ίδιου του μοναστηριού, όπως και και ένα πολυτελές ξενοδοχείο κατηγορίας τεσσάρων αστεριών.[7]

Σήμερα το νέο μοναστήρι-μουσείο μαζί με το παλιό μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια, αποτελούν ως σύνολο ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα της περιοχής της Αραγωνίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Martínez y Herrero, Bartolomé (1866). Sobrarbe y Aragón : estudios históricos sobre la fundación y progreso de estos reinos, hasta que se agregó á los mismos el Condado de Barcelona. σελίδες 54–59. 
  2. Martínez y Herrero 1866, σελίδες 63-75.
  3. Enríquez de Salamanca, Cayetano (1987). Rutas del románico en la provincia de Huesca. Madrid: Las Rozas. σελ. 42. ISBN 84-398-9582-8. 
  4. A. Patton, Pamela (2004). Pictorial Narrative in the Romanesque Cloister: Cloister Imagery and Religious Life in Medieval Spain. New York: Peter Lang. 
  5. Lapeña Paúl, Ana Isabel (1997). Documentos en romance del Monasterio de san Juan de la Peña (primera serie, siglo XIII-1325). Alazet, 9, σελ. 215-249. 
  6. Ubieto Arteta, Antonio (1948). La introducción del rito romano en Aragón y Navarra. Hispania Sacra. 1. σελίδες 299–324. ISBN 978-88-94876-27-7. 
  7. «Μonasterio Nuevo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]