Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαύρος ρινόκερος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαύρος Ρινόκερος

Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Υπερσυνομοταξία: Δευτεροστόμια (Deuterostomia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Υφομοταξία: Θηριόμορφα (Theriiformes)
Υπερτάξη: Οπληφόρα (Ungulata)
Τάξη: Περισσοδάκτυλα (Perissodactyla)
Οικογένεια: Ρινοκετατίδαι (Rhinocerotidae)
Γένος: Δίκερως (Diceros)
Είδος: D. bicornis
Διώνυμο
Diceros bicornis (Δίκερως ο δίκερως)

Υποείδη

Δίκερως ο δίκερως του Μάικλ (Diceros bicornis michaeli)
Δίκερως ο δίκερως ο μακρόπους (Diceros bicornis longipes) †
Δίκερως ο δίκερως ο ελάσσων (Diceros bicornis minor)
Δίκερως ο δίκερως ο δίκερως (Diceros bicornis bicornis)

Ο Μαύρος Ρινόκερος (Diceros bicornis - Δίκερως ο δίκερως) είναι θηλαστικό της τάξης Περισσοδάκτυλα. Είναι ένα από τα πέντε είδη ρινόκερου και ζει στις ανατολικές και κεντρικές περιοχές της Αφρικής, και συγκεκριμένα στην Κένυα, την Τανζανία, το Καμερούν, τη Νότια Αφρική, τη Ναμίμπια και τη Ζιμπάμπουε. Αν και το όνομά του είναι μαύρος, στην πραγματικότητα το χρώμα του είναι γκρι/καστανό/άσπρο.

Το όνομα του είδους επιλέχθηκε για να ξεχωρίζει από τον Λευκό ρινόκερο (Ceratotherium simum - Κερατοθήριο το σιμό), παρόλο που και τα δύο είδη έχουν παρόμοιο χρώμα. Η λέξη white (λευκός) που χρησιμοποιείται στο όνομα προέρχεται από την Αφρικάανς λέξη για το "φαρδύς" και όχι από το χρώμα άσπρο.

Η Παγκόσμια Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) ανακοίνωσε στις 7 Ιουλίου 2006 πως ένα από τα τέσσερα υποείδη του, ο Δυτικοαφρικανικός Μαύρος Ρινόκερος (Diceros bicornis longipes - Δίκερως ο δίκερως ο μακρόπους) έχει εξαφανιστεί.

Σήμερα, στον κόσμο ζουν περίπου 3.600 Μαύροι Ρινόκεροι.

Ο Μαύρος Ρινόκερος έχει τέσσερα υποείδη:

  • Νοτιοκεντρικός Μαύρος Ρινόκερος (Diceros bicornis minor - Δίκερως ο δίκερως ο ελάσσων): Είναι αυτός με τον μεγαλύτερο πληθυσμό. Κάποτε ζούσε από τη κεντρική Τανζανία, νοτιότερα προς τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε και τη Μοζαμβίκη μέχρι τη βόρεια και ανατολική Νότια Αφρική. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του ζει στη Νότια Αφρική και τη Ζιμπάμπουε, με έναν μικρότερο πληθυσμό στο Εσουατίνι και τη νότια Τανζανία. Το 2001 ο πληθυσμός του υπολογίστηκε στα 1.651 ζώα.
  • Νοτιοδυτικός Μαύρος Ρινόκερος (Diceros bicornis bicornis - Δίκερως ο δίκερως ο δίκερως): Έχει προσαρμοστεί στις άνυδρες και ημιάνυδρες σαβάνες της Ναμίμπια, της νότιας Ανγκόλα, της δυτικής Μποτσουάνα, και της δυτικής Νότιας Αφρικής. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το υποείδος αυτό υπήρξε το παράνομο κυνήγι, το οποίο έχει πλέον περιοριστεί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2001 είχαν απομείνει 943 ζώα.
  • Ανατολικοαφρικανός Μαύρος Ρινόκερος (Diceros bicornis michaeli - Δίκερως ο δίκερως του Μάικλ): Παλαιότερα ζούσε από το δυτικό Σουδάν, την Αιθιοπία και τη Σομαλία, μέχρι την Κένυα και τη κεντρική Τανζανία. Σήμερα ο πληθυσμός του περιορίζεται στη Τανζανία. Αυτό που τον διαχωρίζει από τα άλλα υποείδη είναι το μακρύτερο κέρατό του, για το οποίο και γίνεται στόχος των λαθροκυνηγών. Το 2001 είχαν μείνει περίπου 498 ζώα στη φύση.
  • Δυτικοαφρικανός Μαύρος Ρινόκερος (Diceros bicornis longipes - Δίκερως ο δίκερως ο μακρόπους): Αυτό το υποείδος έχει εξαφανιστεί εξαιτίας του εκτεταμένου κυνηγιού. Παλαιότερα ζούσε στο μεγαλύτερο μέρος της σαβάνας στη δυτική Αφρική. Μέχρι πρόσφατα, λίγα ζώα είχαν επιζήσει στο βόρειο Καμερούν αλλά στις 7 Ιουλίου 2006 η Παγκόσμια Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) ανακοίνωσε την εξαφάνιση του είδους.

Ένας ενήλικος Μαύρος Ρινόκερος έχει ύψος 140-170 εκ., και μήκος 3,3-3,6 μέτρα. Το βάρος του κυμαίνεται από 800 μέχρι 1.300 κιλά αλλά μερικές φορές μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 1.800 κιλά. Τα θηλυκά είναι μικρότερα από τα αρσενικά. Τα κέρατα του κρανίου αποτελούνται από κερατίνη με το μεγαλύτερο συνήθως 50 εκ.

Μαύρος Ρινόκερος στην Τανζανία.

Το μεγαλύτερο κέρατο που έχει παρατηρηθεί έφτανε σε μήκος τα 1,5 μέτρα. Μερικές φορές, μπορεί να αναπτυχθεί και ένα τρίτο, μικρότερο. Τα κέρατα χρησιμοποιούνται κυρίως για άμυνα, εκφοβισμό, το σκάψιμο ριζών και το σπάσιμο κλαδιών. Το χρώμα του δέρματος εξαρτάται από το είδος του χώματος στην περιοχή που ζει ο ρινόκερος. Ο Μαύρος Ρινόκερος είναι μικρότερος από τον Λευκό Ρινόκερο και έχει ένα μακρύ και προεξέχον άνω χείλος που το χρησιμοποιεί για να αρπάζει φύλλα και κλαδιά για τη διατροφή του. Ο Λευκός Ρινόκερος έχει τετραγωνισμένα χείλη τα οποία χρησιμοποιεί για να τρώει χορτάρι. Άλλη χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη είναι το μικρότερο κρανίο του Λευκού Ρινόκερου και τα αυτιά του. Ο Λευκός Ρινόκερος επίσης, έχει μία χαρακτηριστική καμπούρα, την οποία δεν έχει ο Μαύρος Ρινόκερος.

Το παχύ δέρμα του, τον προστατεύει από τα αγκαθώδη και αιχμηρά χόρτα. Το δέρμα επίσης παρέχει καταφύγιο για πολλά παράσιτα τα οποία ζουν μαζί του. Η όρασή του είναι φτωχή, έτσι βασίζεται περισσότερο στην ακοή και την όσφρηση. Έχει μεγάλα αυτιά τα οποία μπορεί να περιστρέφει ώστε να διακρίνει κάθε ήχο και μεγάλη μύτη με ανεπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης ώστς να εντοπίζει τους εχθρούς του.

Μαύρος ρινόκερος σε ζωολογικό κήπο του Σίδνευ.

Για το μεγαλύτερο διάστημα του 20ου αιώνα ο Μαύρος ρινόκερος ήταν το πιο πολυάριθμο είδος ρινόκερου. Γύρω στο 1900 πιθανότατα πολλές εκατοντάδες χιλιάδες[1] ζούσαν στην Αφρική. Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα όμως, ο αριθμός τους μειώθηκε δραματικά και από περίπου 70.000[2] στο τέλος της δεκαετίας του 1960, το 1981 απέμειναν 10.000 με 15.000. Την αρχή της δεκαετίας του 1990 ο αριθμός τους έπεσε κάτω από τις 2.500, και το 2004 αναφέρθηκε ότι απομένουν μόνο 2.410 Μαύροι ρινόκεροι. Σύμφωνα με το Διεθνές Ίδρυμα Ρινόκερων, ο συνολικός πληθυσμός έχει από τότε σημειώσει μικρή άνοδο και το 2003 έφτασε τα 3.610 ζώα.[3] Σύμφωνα με μία αναφορά της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης τον Ιούλιο του 2006 ο πληθυσμός του Δυτικοαφρικανού Μαύρου Ρινόκερου που κάποτε ζούσε στις σαβάνες της δυτικής Αφρικής είχε φτάσει τα 10 μόλις ζώα και το είδος ήταν υπό εξαφάνιση.[4] Η μείωση του πληθυσμού του Μαύρου ρινόκερου οφείλεται στο λαθροθηρία και την καταστροφή της περιοχής κατοικίας του. Το κέρατό του χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή κινέζικη ιατρική μεταξύ άλλων για την ανάνηψη ασθενών που βρίσκονται σε κώμα καθώς και την πτώση του πυρετού,[5] παρόλο που η ιατρική επιστήμη δεν έχει επιβεβαιώσει ποτέ τις ιδιότητες αυτές. Στη Μέση Ανατολή χρησιμοποιείται για την κατασκευή λαβών τελετουργικών στιλέτων που ονομάζονται jambiya. Η ζήτησή τους εκτινάχθηκε τη δεκαετία του 1970 και συνοδεύτηκε με πτώση του πληθυσμού του Μαύρου ρινόκερου κατά 96%.

Οι Μαύροι ρινόκεροι είναι κυρίως μοναχικά ζώα με εξαίρεση την περίοδο αναπαραγωγής. Οι μητέρες με τα μικρά συγκεντρώνονται επίσης σε ομάδες για μικρές περιόδους. Τα αρσενικά δεν είναι όσο κοινωνικά είναι τα θηλυκά αν και μερικές φορές επιτρέπουν κοντά τους την παρουσία άλλων ρινόκερων. Οι Μαύροι ρινόκεροι δεν είναι πολύ προστατευτικοί ως προς την περιοχή κατοικίας τους και συχνά οι περιοχές τους διασταυρώνονται. Το εύρος της περιοχής αλλάζει ανάλογα με την εποχή και τη διαθεσιμότητα φαγητού και νερού. Γενικά, στις περιοχές που υπάρχει άφθονη τροφή η ακτίνα της κατοικίας είναι μικρότερη και η πυκνότητα του πληθυσμού μεγαλύτερη. Το αντίθετο συμβαίνει σε περιοχές με φτωχά αποθέματα. Στο εθνικό πάρκο του Σερενγκέτι στην Τανζανία το εύρος της περιοχής κατοικίας είναι 43 με 133 τ.χλμ. ενώ στον εθνικό δρυμό της ίδιας χώρας 2,6 με 44 τ.χλμ. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι οι Μαύροι ρινόκεροι τείνουν να επισκέπτονται συχνότερα περιοχές σε μεγαλύτερο υψόμετρο που καλούνται «σπίτια».

Ο Μαύρος ρινόκερος έχει τη φήμη πως είναι ιδιαίτερα επιθετικός. Οι επιθέσεις τους οφείλονται σε φόβο, σε σύγχυση και σε πανικό. Εξαιτίας της φτωχής τους όρασης επιτίθενται αν αισθανθούν απειλή. Έχουν παρατηρηθεί να επιτίθενται ακόμα και σε κορμούς δέντρων και σε σωρούς τερμιτών, όχι όμως και σε άλλους ρινόκερους. Ιδιαίτερα τα θηλυκά δεν παρουσιάζουν καμία επιθετικότητα μεταξύ τους. Οι ενήλικοι Μαύροι ρινόκεροι δεν έχουν φυσικούς εχθρούς.[6]

Οι Μαύροι ρινόκεροι ακολουθούν τα ίδια μονοπάτια με τους ελέφαντες για να μετακινούνται από τα βοσκοτόπια εκεί όπου υπάρχουν αποθέματα νερού. Χρησιμοποιούν επίσης μικρότερα μονοπάτια μέσα στα βοσκοτόπια. Είναι αρκετά γρήγοροι και τρέχοντας, αναπτύσσουν ταχύτητες έως 56 χλμ/ώρα.

Οι Μαύροι ρινόκεροι είναι χορτοφάγοι και τρώνε φύλλα, κλαδιά και βλαστάρια φυτών, ακανθώδεις θάμνους και φρούτα. Είναι γνωστό ότι καταναλώνουν 220 διαφορετικά είδη φυτών. Σε περιόδους ξηρασίας μπορούν να ζήσουν μέχρι και 5 ημέρες χωρίς νερό.

Αναζητούν την τροφή τους νωρίς το πρωί και το απόγευμα. Τις πιο θερμές ώρες της ημέρας ξεκουράζονται, κοιμούνται ή κυλιούνται στη λάσπη. Η λάσπη τους βοηθάει να διατηρούν χαμηλή τη θερμοκρασία του σώματος και τους προστατεύει από τα παράσιτα. Νερό πίνουν αργά το απόγευμα.

Μαύρος ρινόκερος σε ζωολογικό κήπο της Ζυρίχης.

Οι Μαύροι ρινόκεροι χρησιμοποιούν πολλά είδη επικοινωνίας. Εξαιτίας της φτωχής τους όρασης και της μοναχικής τους φύσης, συχνά χρησιμοποιούν την όσφρηση για να εντοπίσουν άλλους ρινόκερους. Μέσω της οσμής των ούρων και των κοπράνων μπορούν να καταλάβουν ποιος ρινόκερος βρίσκεται σε μία περιοχή. Ρινόκεροι έχουν επίσης παρατηρηθεί να αφήνουν σημάδι με το κέρατο ή το κεφάλι τους σε κορμούς δέντρων που ανήκουν στην περιοχή τους.

Οι Μαύροι ρινόκεροι παράγουν μία ποικιλία ήχων σε διαφορετικές περιπτώσεις. Οι ήχοι αυτοί μπορούν να δηλώνουν θυμό, προειδοποίηση κινδύνου, "καλωσόρισμα" σε έναν άγνωστο ρινόκερο, φόβο ή ακόμα και πανικό. Ένα ξεφύσιμα είναι ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο τα αρσενικά και τα θηλυκά χαιρετιούνται όταν συναντιούνται.

Η γλώσσα του σώματος είναι λιγότερο σημαντική στην επικοινωνία. Όταν ένας αρσενικός ρινόκερος είναι θυμωμένος εκδηλώνει νευρική συμπεριφορά. Η υψωμένη ουρά μπορεί να δηλώνει περιέργεια, ταραχή, ή ερωτική ένταση. Τα ανασηκωμένα αυτιά δηλώνουν περιέργεια, ενώ τα επίπεδα, θυμό.

Μαύροι ρινόκεροι σε ζωολογικό κήπο της Τσεχίας.

Οι ενήλικοι ρινόκεροι είναι κυρίως μοναχικοί με εξαίρεση την περίοδο αναπαραγωγής. Οι γεννήσεις τείνουν να συμβαίνουν προς το τέλος της εποχής των βροχών, όταν το περιβάλλον είναι πιο ξηρό.

Όταν ένας αρσενικός ανακαλύψει τα ίχνη ενός θηλυκού, τα σκεπάζει με κοπριά ώστε να μην μπορεί να τα εντοπίσει άλλος αρσενικός ρινόκερος. Οι ρινόκεροι μένουν μαζί από 2-3 ημέρες μέχρι και εβδομάδες και ζευγαρώνουν πολλές φορές κάθε μέρα.

Η περίοδος κύησης διαρκεί 15 με 16 μήνες. Τα μικρά ζυγίζουν 35-50 κιλά κατά τη γέννα και μετά από τρεις ημέρες μπορούν να ακολουθούν τη μητέρα τους. Ο απογαλακτισμός συμβαίνει σε ηλικία περίπου 2 ετών. Τα μικρά μένουν με τη μητέρα τους 2-3 χρόνια μέχρι να γεννηθούν οι επόμενοι απόγονοι, ενώ κινδυνεύουν από τις ύαινες και τα λιοντάρια. Τα θηλυκά είναι σεξουαλικά ώριμα σε ηλικία 5-7 ετών και τα αρσενικά σε ηλικία 7-8 ετών. Το προσδόκιμο διαβίωσης για έναν Μαύρο ρινόκερο που ζει κάτω από φυσιολογικές συνθήκες είναι 35-50 έτη.[7]

  1. African Rhino Specialist Group (2003). «Diceros bicornis». IUCN Redlist. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2007. 
  2. «WWF Factsheet; Black Rhinoceros Diceros Bicornis» (PDF). World Wildlife Fund. 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Νοεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2007.  Unknown parameter |month= ignored (βοήθεια)
  3. «Black Rhino Information». International Rhino Foundation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2007. 
  4. Andrew Meldrum (July 12, 2006). «West African black rhino feared extinct». The Guardian. http://environment.guardian.co.uk/conservation/story/0,,1847043,00.html. Ανακτήθηκε στις 2007-10-09. 
  5. Michael Milstein (Wednesday, June 27, 2007). «Shop owner pleads guilty to selling black rhino horn» (στα English). The Oregonian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-09-30. https://web.archive.org/web/20070930032132/http://www.oregonlive.com/news/oregonian/index.ssf?%2Fbase%2Fnews%2F1182914731179260.xml&coll=7. Ανακτήθηκε στις 2007-06-29. 
  6. AWF: Wildlife: Rhinoceros
  7. Dollinger, Peter and Silvia Geser. «Black Rhinoceros». World Association of Zoos and Aquariums. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2007. 
  • Emslie, R. and Brooks, M. (1999), African Rhino. Status Survey and Conservation Action Plan, IUCN/SSC African Rhino Specialist Group. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK, ISBN 2831705029 
  • Rookmaaker, L. C. (2005), «Review of the European perception of the African rhinoceros», Journal of Zoology 265 (4): 365–376, doi:10.1017/S0952836905006436 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]