Κουάδοι
Οι Κουάδοι, λατιν.: Quadi, ήταν γερμανικός [1] λαός, που ζούσε περίπου στην περιοχή της σύγχρονης Μοραβίας την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι μόνες σωζόμενες σύγχρονες αναφορές για τη γερμανική φυλή είναι αυτές των Ρωμαίων, των οποίων η Αυτοκρατορία είχε τα σύνορά της στον ποταμό Δούναβη ακριβώς νότια των Κουάδων. Συνέδεσαν τους Κουάδους με τους γείτονές τους, τους Μαρκομάνους, και περιέγραψαν και τις δύο ομάδες ότι είχαν εισέλθει στην περιοχή, αφού οι Κέλτες Βόιοι την είχαν εγκαταλείψει έρημη. Οι Κουάδοι μπορεί αργότερα να συνεισέφεραν στην ομάδα των "Σουηβών" που διέσχισε τον Ρήνο με τους Βανδάλους και τους Αλανούς στο πέρασμα του Ρήνου το 406, και αργότερα ίδρυσαν ένα βασίλειο στη βορειοδυτική Ιβηρική.
1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 1ο αι. π.Χ., σύμφωνα με ρωμαϊκές γραπτές πηγές, οι πολυπληθέστεροι Mαρκομάννοι, των οποίων το όνομα πιθανότατα σημαίνει «άνδρες των συνόρων», μετακόμισαν από οικισμούς αλλού, σε μία λοφώδη περιοχή στον Ερκύνιο δρυμό γνωστή ως Baiohaemum, η οποία γενικά θεωρείται ήταν τα ίδια η -ή κοντά στη- σύγχρονη Βοημία και Βαυαρία. Λέγεται ότι οι Κουάδοι ζούσαν επίσης στην ίδια γενική περιοχή, και ήταν επίσης Σουηβοί, όπως οι Μαρκομάνοι.
Οι Κουάδοι ζούσαν στη σημερινή Μοραβία, τη δυτική Σλοβακία και την Αυστρία και έγιναν αντιληπτοί για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους το 8-6 π.Χ., όπως τεκμηριώνεται εν συντομία από τον Τάκιτο στη Γερμανία. Έφτασαν να αποτελούν μέρος της Μαρκομανικής συνομοσπονδίας, που πολέμησε τον στρατηγό -μετέπειτα Αυτοκράτορα- Τιβέριο το 6 μ.Χ.
Μπορεί να υπάρχει παλαιότερη αναφορά στους Κουάδους στη Γεωγραφία του Στράβωνα (7.1.3). Σε μία παρενθετική έκφραση, που συχνά αφαιρείται από το κύριο κείμενο, αναφέρει έναν κλάδο των Σουηβών τους Κολδούους, μεταφρασμένο στα λατινικά Coldui (ο Στράβων έγραψε στα ελληνικά). Μέρος της περιοχής τους είναι η Βοημία, η επικράτεια του Mαροβόδουου. Η τροποποίηση των Κολδούων σε Κοαδούους (Quadi) θεωρείται γενικά σωστή. [2]
Η Γερμανία (Germania) του Τάκιτου [3] αναφέρει τους Κουάδους με την ίδια πνοή με τους Μαρκομάνους, με το ίδιο πολεμικό πνεύμα, που κυβερνώνται εξίσου από «βασιλείς» του δικού τους ευγενούς πληθυσμού, «προερχόμενοι από την ευγενή γραμμή του Μαροβόδουου και του Τούδρου ». (Ο Mαροβόδουος κυβέρνησε τους Mαρκομάνους και τη συμμαχία τους γενικά, έτσι η γραμμή του Τούδρου ήταν προφανώς βασιλείς μεταξύ των Κουάδων). Οι βασιλικές δυνάμεις και των δύο φυλών ήταν επίσης παρόμοιες, σύμφωνα με τον Τάκιτο, στο ότι υποστηρίζονταν από ρωμαϊκό άργυρο (χρήματα).
Στο Χρονικά (Annales), ο Τάκιτος γράφει ότι ο Mαροβόδουος καθαιρέθηκε από τον εξόριστο Κατουάλδα γύρω στο 18 μ.Χ. Ο Κατουάλδα ηττήθηκε με τη σειρά του από τους Ερμούνδουρους Βιμπιλίους, μετά τους οποίους το βασίλειο κυβερνήθηκε από τον Βάννιο των Κουάδων. Ο Βάννιος καθαιρέθηκε επίσης από τον Βιμίλιο, σε συντονισμό με τους ανιψιούς του Βάνγιο και Σίδο, οι οποίοι μοίρασαν το βασίλειό του μεταξύ τους ως βασιλείς-πελάτες των Ρωμαίων. [4]
Οι γείτονές τους για τα επόμενα 350 χρόνια ή για περισσότερα έτη ήταν οι Μαρκομάνοι στα δυτικά, οι Βούριοι στα βόρεια, οι Σαρμάτες Ιαζύγιοι και οι Βάνδαλοι Aσδίνγοι που έφτασαν στα ανατολικά λίγο αργότερα, και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα νότια, πέρα από τον Δούναβη. Ο Τάκιτος γράφει:
« | Πίσω από αυτούς [τους Κουάδους και Μαρκομάννους] οι Mαρσίγνοι, Γοτίνοι, Όσοι και Bούροι, κοντά στο πίσω μέρος των Mαρκομάννων και Κουάδων. Από αυτούς, οι Mαρσίνοι και Bούροι, στη γλώσσα και τον τρόπο ζωής τους, μοιάζουν με τους Σουηβούς. Οι Γοτίνοι και οι Όσοι αποδεικνύονται από την αντίστοιχη Γαλατική και Παννονική γλώσσα τους, καθώς και από το γεγονός του διαρκούς φόρου υποτέλειάς τους, ότι δεν είναι Γερμανοί. Τους επιβάλλεται φόρος υποτέλειας ως ξένους, εν μέρει από τους Σαρμάτες, εν μέρει από τους Κουάδους. Οι Γκοτίνοι, για να ολοκληρώσουν την υποσκέλισή τους, στην πραγματικότητα δουλεύουν σε μεταλλεία σιδήρου. Όλα αυτά τα έθνη καταλαμβάνουν μόνο λίγο από την πεδιάδα, κατοικώντας σε δάση και σε κορυφές βουνών.[5].[5] | » |
Αυτοί οι Γοτίνοι, ή Κοτίνοι, αναφέρονται επίσης σε άλλες ρωμαϊκές πηγές, και φαίνεται ότι ήταν κατάλοιπο ενός παλαιότερου κελτικού πληθυσμού.
2ος αι.
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ., ο Μάρκος Αυρήλιος τους πολέμησε στους Μαρκομανικούς Πολέμους, για τους οποίους η πηγή μας είναι μία σύνοψη των χαμένων βιβλίων της ιστορίας του Δίο Κάσιου. Τα προβλήματα ξεκίνησαν στα τέλη του 166, όταν οι Λανγοβάρδοι (οι Λομβαρδοί και οι Όβιοι (αλλιώς άγνωστοι, αλλά πιθανώς οι Ούβιοι) διέσχισαν τον Δούναβη στη Ρωμαϊκή Μοισία. Πρέπει να το έκαναν με τη συγκατάθεση των ΚΟυάδων, από το έδαφος των οποίων έπρεπε να περάσουν. Προφανώς, οι Κουάδοι ήθελαν να αποφύγουν οι ίδιοι τα προβλήματα, επιτρέποντας σε αυτές τις φυλές να περάσουν στη ρωμαϊκή επικράτεια. Αυτή η εισβολή προφανώς ωθήθηκε πίσω στην επικράτεια των Κουάδων χωρίς μεγάλη δυσκολία, όσον αφορά τους Ρωμαίους, αλλά η εισβολή σηματοδότησε την έναρξη μίας μακράς σειράς προσπαθειών για διάβαση των συνόρων.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Mαρκομάνοι και οι Κουάδοι, με τη βοήθεια άλλων φυλών που είχαν διασχίσει τον Δούναβη, υπερκέρασαν έναν ρωμαϊκό στρατό, πέρασαν την πεδιάδα στην κορυφή της Αδριατικής και πολιόρκησαν την πόλη Aκυληία στη βόρεια Ιταλία. Μετά τις αρχικές ρωμαϊκές απώλειες, οι Mαρκομάνοι ηττήθηκαν το 171, και ο Μάρκος Αυρήλιος κατάφερε να συνάψει ειρήνη με μερικές από τις φυλές κατά μήκος του Δούναβη, συμπεριλαμβανομένων των Κουάδων. Αλλά το 172, εξαπέλυσε μία μεγάλη επίθεση στην επικράτεια των Mαρκομάννων και στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των Κουάδων, που βοηθούσαν τους πρόσφυγες Mαρκομάννους. Σε μία μεγάλη μάχη εκείνη τη χρονιά, τα στρατεύματά του σχεδόν ηττήθηκαν, μέχρι που μία ξαφνική καταιγίδα τους επέτρεψε να νικήσουν τους Κουάδους. [6] Οι Κουάδοι τελικά εξαλείφθηκαν ως άμεση απειλή το 174. Η σχεδιαζόμενη αντεπίθεση του Μάρκου Αυρηλίου κατά μήκος του Δούναβη αποτράπηκε το 175, ωστόσο, με εξέγερση εντός της Αυτοκρατορίας.
Αν και ο Μάρκος Αυρήλιος κατέστειλε επιτυχώς την εξέγερση, μόλις το 178 μπόρεσε να καταδιώξει τους Κουάδους επάνω από τον Δούναβη, στη Βοημία . Εκτέλεσε μία επιτυχημένη και αποφασιστική μάχη εναντίον τους το 179 στο Lαυγαρίσιo (Tρέντσιν Σλοβακίας) υπό τη διοίκηση του λεγάτου και προκουράτορα Mάρκου Βαλερίου Μαξιμιανού του Ποετόβιο Παννονίας (σημερινό Ptuj Σλοβενίας). Σχεδίαζε να προωθήσει τα ρωμαϊκά σύνορα ανατολικά και βόρεια προς τα Καρπάθια Όρη και τη Βοημία, όταν αρρώστησε και απεβίωσε το 180.
3ος και 4ος αι.
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πόλεμοι του Μάρκου Αυρήλιου φάνηκαν να ήταν επιτυχείς, καθώς οι Κουάδοι παρέμειναν ήσυχοι για αρκετές γενιές, αν και οι πηγές έγιναν πιο σπάνιες και φτωχότερης ποιότητας κατά τον 3ο αι. Τον 4ο αι., ο Αυτοκράτορας Βαλεντιανός πέρασε μεγάλο μέρος της βασιλείας του υπερασπιζόμενος τα σύνορα του Δούναβη ενάντια σε μία μικτή ορδή Σαρματών, Γότθων και Κουάδων υπό τον βασιλιά τους Γαβίνιο. Διαμαρτυρόμενος το κτήριο του φρουρίου στον Δούναβη από τον Μαρκελλίνο, ο Γαβίνιος σκοτώθηκε στο τραπέζι συνθήκης από τον Ρωμαίο Μαρκελλίνο, γιο του νομάρχη της Γαλατίας, Μαξιμίνου (πραιτωριανού επάρχου). Ο Κουάδοι αντέδρασαν κάνοντας επιδρομές και λεηλασίες στη Βαλέρια. Ο ύπατος Εκουίτιος στάλθηκε για να αντιμετωπίσει τους επιδρομείς Κουάδους, αλλά υπέστη σοβαρές απώλειες. Ο Βαλεντινιανός έφτασε τον Μάιο του 375 για μία μεγάλη εκστρατεία. Ο Βαλεντινιανός απεβίωσε το 375, αφού έλαβε αντιπροσωπεία των Κουάδων για να συζητήσουν μία συνθήκη. Η αυθάδη συμπεριφορά των περήφανων βαρβάρων εξόργισε τόσο τον Αυτοκράτορα, από ό,τι φαίνεται, που απεβίωσε από εγκεφαλικό. [7] [8]
Μετά τον 4ο αι.
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από περίπου το 400, οι παλαιές ταφές αποτέφρωσης που είναι τυπικές για τους Σουηβούς όπως οι Κουάδοι, εξαφανίζονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα ονόματα των ξεχωριστών φυλών εξαφανίστηκαν από τα γραπτά αρχεία. Αυτοί, και άλλες ομάδες των Σουηβών, προφανώς μεταρρυθμίστηκαν σε πολλές νέες ομάδες. Την ίδια περίοδο η περιοχή της Παννονίας επηρεάστηκε από τους γοτθικούς στρατούς του Ραδάγαισου και πιθανώς και από αυτόν του Aλάριχ.
Σύμφωνα με ιστορικούς όπως ο Έρβιχ Βόλφραμ:
- Οι Maαρκομάνοι και οι Κουάδοι εγκατέλειψαν τα ιδιαίτερα ονόματά τους, αφού πέρασαν τον Δούναβη: στην πραγματικότητα τόσο οι μετανάστες, όσο και οι ομάδες που έμειναν στην Παννονί, έγιναν ξανά Σουηβοί. Οι Σουηβοί της Παννονίας έγιναν υποτελείς των Ούννων. Μετά τη μάχη στο Nαδάo δημιούργησαν το βασίλειό τους, και όταν αυτό έπεσε, ήρθαν, διαδοχικά υπό την κυριαρχία των Ερούλων και των Λογγοβάρδων, νότια του Δούναβη υπό την κυριαρχία των Γότθων και τελικά πάλι υπό την κυριαρχία των Λογγοβάρδων. [9]
Μία ομάδα που ταυτοποιείται ως Σουηβοί διέσχισε τον Ρήνο το 406, μαζί με τους Βνδαλους Ασδίνγους και Σιλίνγους, και τους Aλανούς, όλοι γείτονες των Κουάδων, και επομένως πιστεύεται ότι αυτοί οι Σουηβοί, περιλάμβαναν ένα σημαντικό μέρος Κουάδων. Ο Ιερώνυμος απαριθμεί ρητά τους Κουάδους μεταξύ αυτών των λαών. Η λίστα του θεωρείται μερικές φορές ως σκόπιμα κλασική και λογοτεχνική, όχι απαραίτητα ακριβής, αλλά από την άλλη πλευρά οι Κουάδοιi εμφανίζονται στην αρχή της λίστας μαζί με τις άλλες Παννονικές ομάδες και ξεφεύγει από το δρόμο του για να πει, ότι ακόμη και οι Παννονικοί πολίτες, από το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, ήταν μεταξύ των κινούμενων ανθρώπων.
Στην περίοδο των Μεροβίγγεων, μία νέα οντότητα των Σουηβών σχηματίστηκε κοντά στις πατρίδες των Κουάδων, οι Βαυαροί, το όνομα των οποίων παραπέμπει σε κάποιο είδος προγονικής σύνδεσης με τη Βοημία. Οι «άνω γερμανικές» διάλεκτοι της γερμανικής γλώσσας βρίσκονται σήμερα κατά μήκος των παλαιών παραδουνάβιων συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αν και τελικά αντικαταστάθηκαν από μία σλαβική γλώσσα στη Μοραβία και τη Σλοβακία, και πιθανώς κατάγονται από τις γλώσσες των νότιων Σουηβών, όπως οι Κουάδοι. Η δυτική περιοχή, που κατοικήθηκε από τους Αλαμαννούς στα ύστερα κλασικά χρόνια, φιλοξενεί τις Αλαμαννικές διαλέκτους. Οι διάλεκτοι της Βαυαρίας και της Αυστρίας ανήκουν στη σχετική γλωσσικά βαυαρική ομάδα, η οποία είναι γεωγραφικά πιο κοντά στην πατρίδα των Κουάδων.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κατάλογος αρχαίων γερμανικών λαών
- Μεταναστευτική περίοδος
- Χρονοδιάγραμμα των γερμανικών βασιλείων στην Ιβηρική Χερσόνησο
- Ιστορία της Πορτογαλίας
- Γαλαισία
- Ιστορία της Ισπανίας
Βιβιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑
- Schehl, Franz A. W.· Drinkwater, John Frederick (2012). «Quadi». Στο: Hornblower, Simon· Spawforth, Antony· Eidinow, Esther. The Oxford Classical Dictionary (4 έκδοση). Oxford University Press. ISBN 9780191735257. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2020.
Quadi, a German tribe of the Suebic group...
- Fischer, Thomas· Nicholson, Oliver (2018). «Quadi». Στο: Nicholson, Oliver. The Oxford Dictionary of Late Antiquity. Oxford University Press. ISBN 9780191744457. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2020.
Quadi. Small Germanic tribe originally belonging to the Elbe Germanic cultural group.
- Darvill, Timothy, επιμ. (2009). «Quadi». The Concise Oxford Dictionary of Archaeology (3 έκδοση). Oxford University Press. ISBN 9780191727139. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2020.
Quadi. Germanic tribe...
- Schehl, Franz A. W.· Drinkwater, John Frederick (2012). «Quadi». Στο: Hornblower, Simon· Spawforth, Antony· Eidinow, Esther. The Oxford Classical Dictionary (4 έκδοση). Oxford University Press. ISBN 9780191735257. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ Strabo, Geography 7.1.3.
- ↑ Germania, Chapter 42.
- ↑ Tacitus, The Annals 2.63, 12.29, 12.30.
- ↑ Germania, Chapter 43.
- ↑ 5 Dio, 72(71).3.2., 8.1.; Rubin, Z. H. (1979) "Weather Miracles under Marcus Aurelius," Athenaeum 57: 362–80; Guey, J. (1948) "Encore la 'pluie miraculeuse'," Rev. Phil. 22: 16–62; Olli, S. (1990) "A Note on the Establishment of the Date of the Rain Miracle under Marcus Aurelius," Arctos 24: 107; Israelovwich, I. (2008) "The Rain Miracle of Marcus Aurelius: (Re-)Construction of Consensus," Greece & Rome 55 (1): 85.
- ↑ Halsall, Guy (2007). Barbarian Migration and the Roman West, 376-568. New York: Cambridge University Press. σελίδες 142. ISBN 978-0-521-43491-1.
- ↑ Kulikowski, Michael (2019). Imperial Tragedy: From Constantine's Empire to the Destruction of Roman Italy AD 363-568 (The Profile History of the Ancient World Series). New York: Profile Books. ISBN 978-0-000-07873-5.
- ↑ The Roman Empire and Its Germanic Peoples pp.160-1.