Κοιλάδα Μπεκάα
Συντεταγμένες: 34°0′32″N 36°8′43″E / 34.00889°N 36.14528°E
Η Κοιλάδα Μπεκάα (αραβ. وادي البقاع , Wādī el-Biqā), μέρος της περιοχής που ήταν γνωστή κατά την αρχαιότητα ως Κοίλη Συρία ή Βασιλικός Αυλών (το «κοίλη» οφείλεται είτε στο κοιλάς από την Μπεκάα, είτε στην αραμαϊκή λέξη kul = «ολόκληρος», υποδηλώνοντας έτσι όλη τη Συρία), είναι εύφορη κοιλάδα στον ανατολικό Λίβανο, του οποίου αποτελεί τη σημαντικότερη γεωργική περιοχή.[1]
Η Μπεκάα σχηματίζεται ανάμεσα στις οροσειρές του Λιβάνου (δυτικά της κοιλάδας) και του Αντιλιβάνου (στα ανατολικά της). Η κοιλάδα αποτελεί το βορειότερο μέρος του συστήματος της Μεγάλης Τεκτονικής Τάφρου (Great Rift), που εκτείνεται από τη Συρία μέχρι τη Μοζαμβίκη στην Αφρική. Η Μπεκάα έχει μήκος 120 χλμ. και μέσο πλάτος 16. Το κλίμα της είναι μεσογειακό, με υγρούς χειμώνες και ξηρά καλοκαίρια.
Η περιοχή δεν έχει πολλές βροχοπτώσεις, ιδίως στον βορρά, καθώς η οροσειρά του Λιβάνου δημιουργεί μια «βροχοσκιά». Το βόρειο μέρος της κοιλάδας έχει μέση ετήσια βροχόπτωση μόλις 230 mm, ενώ το κεντρικό 610 mm.
Η Κοιλάδα Μπεκάα διαρρέεται από δύο ποτάμια που πηγάζουν πάνω από τη Μπάαλμπεκ: τον Ορόντη (Άσι), που ρέει προς βορρά, φθάνοντας μέχρι την Τουρκία, και τον Λιτάνι (τον αρχαίο Λεόντη), που ρέει προς νότο μέχρι το τέλος της κοιλάδας, όπου και στρέφεται απότομα προς τα δυτικά και, διασχίζοντας τον νότιο Λίβανο, χύνεται στη Μεσόγειο Θάλασσα.
Από τον 1ο αιώνα π.Χ., όταν η κοιλάδα ήταν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τροφοδοτούσε με με σιτηρά όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες της Ανατολής. Σήμερα, η Κοιλάδα Μπεκάα περιέχει το 40% όλης της αρόσιμης γης του Λιβάνου. Το βόρειο άκρο της, με το ξηρότερο κλίμα και το λιγότερο εύφορο έδαφος, φιλοξενεί κυρίως βοσκότοπους (νομαδικών φυλών της Συρίας κατά την αρχαιότητα). Νοτιότερα, καλλιεργείται σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι και λαχανικά, με αμπέλια και οπωρώνες γύρω από την πόλη Ζάχλε. Από το 1957, το υδροηλεκτρικό έργο του Λιτάνι, μία σειρά καναλιών και ένα φράγμα που δημιούργησε την τεχνητή λίμνη Καραούν στο νότιο άκρο της κοιλάδας, έχει βελτιώσει την άρδευση σε μέρος της Μπεκάα.
Πόλεις και πληθυσμοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ζάχλε είναι η μεγαλύτερη πόλη και το διοικητικό κέντρο της κοιλάδας, ως πρωτεύουσα του Κυβερνείου της Μπεκάα. Βρίσκεται βόρεια και σε ελάχιστη απόσταση της εθνικής οδού Βηρυτού–Δαμασκού, η οποία χωρίζει την κοιλάδα στα δύο. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ζάχλε είναι Χριστιανοί (Μελχίτες, Μαρωνίτες και Ορθόδοξοι). Η πόλη Αντζάρ, στο ανατολικό μέρος της κοιλάδας, έχει κυρίως αρμενικό πληθυσμό και είναι περίφημη για τα ερείπια του 8ου αιώνα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της βόρειας κοιλάδας, στη Μπάαλμπεκ και Χερμέλ, είναι Λιβανέζοι Σιίτες, με την εξαίρεση του Ντέιρ ελ Αχμάρ, του οποίου οι κάτοικοι είναι Χριστιανοί.
Οι δυτικοί και νότιοι δήμοι της κοιλάδας έχουν επίσης ανάμικτο πληθυσμό Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Δρούζων. Η πόλη Τζουμπ Τζανίν, με σουνιτικό πληθυσμό περίπου 9000, είναι το κυβερνητικό κέντρο της «Δυτικής Μπεκάα», με δικαστήριο, σταθμό πυροσβεστικής κ.ά.. Μικρότερες πόλεις στην ίδια περιοχή είναι οι Ματσγκάρα, Σαμπγκίν, Καμέντ αλ Λαούζ, Καμπ Ελίας, Σοχμόρ και Γιοχμόρ, όλες με ανάμικτη θρησκευτική σύνθεση. Η Ρατσάιγια αλ Ουάντι (για να μη συγχέεται με τη Ρατσάιγια αλ Φουχάρ στον νότιο Λίβανο), είναι διάσημη για την παλιά, αναπαλαιωμένη σουκ της και για το λεγόμενο «κάστρο της ανεξαρτησίας», στο οποίο κρατήθηκαν από τους Γάλλους οι Λιβανέζοι ηγέτες του κινήματος ανεξαρτησίας της χώρας μέχρι το 1943. Τα νότια της περιοχής της Ρατσάιγια κατοικούνται από Δρούζους και Χριστιανούς, ενώ τα βόρεια κυρίως από Σουνίτες Μουσουλμάνους.
Εξαιτίας των πολέμων και των ασταθών οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που επικράτησαν στη χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αγρότες, πολλοί κάτοικοι της κοιλάδας την εγκατέλειψαν για τις παραλιακές πόλεις του Λιβάνου, ή και για την Αμερική ή την Αυστραλία.
Αξιοθέατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τα αρχαία ρωμαϊκά ερείπια της Μπάαλμπεκ, που διατηρεί την ονομασία της από τον ειδωλολατρικό θεό Βάαλ, ενώ οι Ρωμαίοι κατακτητές την είχαν μετονομάσει σε Ηλιούπολη, περιλαμβάνουν ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα ναών, του Βάκχου, του Γιούπιτερ, της Βένους και του Ηλίου. Σήμερα είναι η έδρα του Διεθνούς Φεστιβάλ της Μπάαλμπεκ, που προσελκύει καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο.
- Τα ερείπια των Ομμεϋαδών στο Αντζάρ
- Η «Παναγία της Μπεκάα», ένα χριστιανικό ιερό στη Ζάχλε με πανοραμική θέα στην κοιλάδα
- Ο υψηλότερος μιναρές του Λιβάνου (100 μέτρα), στην κωμοπόλη Χερμπέτ Ρουχά.
- Το ιερό της Παναγίας του Μπεσουάτ
- Τα φοινικικά ερείπια στο χωριό Καμίντ-αλ-λαούζ
- Τα ρωμαϊκά ερείπια στην κωμόπολη Καμπ Ελίας
- Ο υγρότοπος Ααμίκ, καταφύγιο για χιλιάδες αποδημητικά και ενδημικά πουλιά και πεταλούδες
- Ο Πύργος της πυραμίδας του Χερμέλ, στο βόρειο άκρο της κοιλάδας
- Η περιοχή Ουάντι Αραγιές της Ζάχλε, με όμορφα υπαίθρια καφέ, εστιατόρια και αλέες, στις όχθες του μικρού ποταμού Μπερνταουνί, παραπόταμου του Λιτάνι
Οινοπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κοιλάδα Μπεκάα φιλοξενεί τους περίφημους αμπελώνες και οινοποιεία του Λιβάνου. Η παραγωγή κρασιών είναι μία παράδοση με ιστορία 60 αιώνων στη χώρα. Με μέσο υψόμετρο χιλίων μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, το κλίμα της κοιλάδας είναι κατάλληλο για την καλλιέργεια της αμπέλου. Οι αρκετές βροχές του χειμώνα και η μεγάλη ηλιοφάνεια του καλοκαιριού (κλίμα παρόμοιο με το μεσογειακό) βοηθούν στην εύκολη ωρίμανση των σταφυλιών. Υπάρχουν περισσότερα από 12 οινοποιεία στην Κοιλάδα Μπεκάα, που παράγουν περισσότερα από 6 εκατομμύρια μπουκάλια κάθε χρόνο.[1] Π.χ. το Σατώ Κσάρα (Château Ksara), που ιδρύθηκε το 1857 από Ιησουίτες, και το Σατώ Μουσάρ.
Παραγωγή ναρκωτικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η παραγωγή ναρκωτικών έχει μακρά παράδοση στην Κοιλάδα Μπεκάα. Από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι σήμερα, καλλιεργητές και έμποροι των φυλών, συνεργαζόμενοι με πολιτοφυλακές, διατηρούν την ευδοκιμούσα καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως. Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου του Λιβάνου, η καλλιέργεια καννάβεως αποτελούσε βασική πηγή εισοδήματος για την Κοιλάδα, στην οποία παραγόταν όλο σχεδόν το χασίς και το όπιο του Λιβάνου, μια βιοτεχνία πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, τροφοδοτούσα εξίσου τον αγροτικό τομέα, τις πολιτικές φατρίες και το οργανωμένο έγκλημα.
Το εμπόριο κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά τον παγκόσμιο αγώνα κατά των ναρκωτικών. Μετά από πιέσεις από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο κατέχων την περιοχή Συριακός Στρατός ανέσκαψε τα χωράφια με την κάνναβη της κοιλάδας και τα ψέκασε με δηλητήριο. Το 2002 οι καλλιέργειες ναρκωτικών στη Μπεκάα είχαν περιορισθεί σε περίπου 25 χιλιάδες στρέμματα[2] στο βόρειο άκρο της κοιλάδας, όπου η κρατική παρουσία παραμένει ελάχιστη. Από το 2001 και μετά ο στρατός του Λιβάνου ανασκάπτει χωράφια με κάνναβη σε μια επιχείρηση καταστροφής των φυτειών πριν τη συγκομιδή[3], εκτιμάται όμως ότι αυτή η δράση καταστρέφει λιγότερο από το 30% των φυτειών. Από την άλλη, παρά τη σημασία της κατά τα χρόνια του Εμφύλιου, με παραγωγή 30 τόνων το 1983, η καλλιέργεια οπίου έχει σήμερα καταστεί αμελητέα.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Global eye - Spring 2006 - Eye on Lebanon - The Bekaa Valley Αρχειοθετήθηκε 11 October 2006[Date mismatch] στο Wayback Machine.
- ↑ «CIA - The World Factbook - Lebanon». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2017.
- ↑ United Press International, 26/2/2002: «Lebanon army destroys drugs»