Μετάβαση στο περιεχόμενο

Διομήδης Σωτήρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διομήδης Σωτήρ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση2ος αιώνας π.Χ.
Θάνατος1ος αιώνας π.Χ.
Πληροφορίες ασχολίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Νόμισμα του Διομήδη.
Νόμισμα του Διομήδη.



Εμπρόσθια όψη: Ο βασιλιάς Διομήδης με κράνος. Επιγραφή: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥ[Σ].



Οπίσθια όψη: Οι Διόσκουροι. Επιγραφή: η προηγούμενη, στη γλώσσα Καρόστι.
Τυπικό Ινδικό νόμισμα του Διομήδους.

Ο Διομήδης Σωτήρ (Αρχ. Ελληνικά : Διομήδης ὁ Σωτήρ) ήταν Ινδο-Έλληνας βασιλιάς. Τα μέρη όπου βρέθηκαν τα νομίσματά του φαίνεται να δείχνουν, ότι η εξουσία του είχε κέντρο την περιοχή των Παραπαμισάδων, πιθανώς με προσωρινή κυριαρχία στα ανατολικά. Κρίνοντας από τα παρόμοια πορτρέτα τους και πολλά αλληλεπικαλυπτόμενα μονογράμματα, ο νεαρός Διομήδης φαίνεται να ήταν ο κληρονόμος (και πιθανώς συγγενής) του Φιλοξένου, του τελευταίου βασιλιά που κυβέρνησε, πριν το βασίλειο του Μενάνδρου διαιρεθεί.

Το διάστημα της βασιλείας του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νομισματολόγος Όσ. Μποπεαράχτσι χρονολογεί τον Διομήδη έως το π. 95–90 π.Χ. και ο R.C. Senior τον χρονολογεί στο π. 115–105 π.Χ.

Νομίσματα του Διομήδη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Διομήδης απεικόνιζε τους Διοσκούρους στα νομίσματά του, είτε με άλογο είτε σε όρθια στάση. Και οι δύο τύποι χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως από τον Ευκρατίδη Α΄ της Βακτρίας. Ωστόσο, είναι αβέβαιο το πώς σχετίζονται οι δύο τους, καθώς ο Ευκρατίδης Α΄ πέθανε πολύ πριν από τον Διομήδη.

Ο Διομήδης έκοψε δύο νομίσματα αττικού τύπου (είναι η ελληνο-βακτριανή τεχνοτροπία, μόνο με Ελληνικές επιγραφές) και δίγλωσσα νομίσματα (με Ελληνικά και Καροστί), υποδηλώνοντας ότι κυβερνούσε στο δυτικό τμήμα της Ινδο-Ελληνικής επικράτειας.

Είναι γνωστό ένα νέο χτύπημα (επισήμανση) του Στράτωνα Α΄ και της Αγαθόκλειας επάνω σε ένα παλαιότερο νόμισμα του Διομήδη. [1] Αυτό θα μπορούσε να δείξει ότι ο Διομήδης πολεμούσε στις κεντρικές περιοχές των Ινδο-Ελληνικών εδαφών με τον Στράτωνα και την Αγαθόκλεια.

  1. Bopearachchi, De l'Indus à l'Oxus, p. 129