Γεωγραφία της Λιβύης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η γεωγραφική θέση της Λιβύης.

Η Λιβύη είναι η 4η σε έκταση χώρα της Αφρικής και 17η σε έκταση χώρα της Γης. Βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα και συνορεύει ανατολικά με την Αίγυπτο, δυτικά με την Αλγερία και την Τυνησία, νότια με τον Νίγηρα και το Τσαντ, και νοτιοανατολικά με το Σουδάν. Παρά το ότι οι ανακαλύψεις πετρελαίου τη δεκαετία του 1960 έφεραν τεράστιο πλούτο, την εποχή της αποκτήσεως της ανεξαρτησίας της η Λιβύη ήταν ένα πολύ φτωχό κράτος της ερήμου, του οποίου το μοναδικό φυσικό πλεονέκτημα ήταν η στρατηγική του θέση στο μέσο της βόρειας ακτής της Αφρικής.

Η Λιβύη δεν απέχει πολύ από τις σημαντικές χώρες της Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα συνέδεε τις αραβικές χώρες της βορειοδυτικής Αφρικής με αυτές της Μέσης Ανατολής, κάτι που επί αιώνες είχε καταστήσει τα αστικά της κέντρα πολύβουα σταυροδρόμια αντί για απομονωμένες πόλεις στερούμενες εξωτερικών επιρροών. Ως συνέπεια αναπτύχθηκε ένα τεράστιο κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στις πόλεις, κοσμοπολίτικες και με μεγάλα ποσοστά ξένων, και στους καταυλισμούς και τους νομάδες της ερήμου Σαχάρας, όπου οι φύλαρχοι ηγεμόνευαν σε απομόνωση και οι κοινωνικές αλλαγές ήταν αμελητέες.

Γεωγραφική περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοπογραφία της Λιβύης.

Η μεσογειακή ακτή και η έρημος Σαχάρα αποτελούν τα πλέον εξέχοντα φυσικά χαρακτηριστικά της χώρας. Υπάρχουν αρκετά υψίπεδα, αλλά όχι οροσειρές, εκτός από τη σε μεγάλο μέρος ακατοίκητη νότια έρημο, κοντά στα σύνορα με το Τσαντ, όπου ο ορεινός όγκος του Τιμπεστί υψώνεται σε περισσότερο από 2.200 μέτρα. Μια σχετικώς στενή παραλιακή λωρίδα και λίγο υψηλότερες περιοχές αμέσως νοτιότερα είναι οι παραγωγικές αγροτικές περιοχές. Ακόμα νοτιότερα, μία κτηνοτροφική ζώνη με πολύ περιορισμένη ποώδη βλάστηση δίνει τη θέση της στην απέραντη έρημο Σαχάρα, μία γυμνή έκταση ανοικτόχρωμης άμμου και βραχωδών υψίπεδων. Είναι σχεδόν ακατοίκητη, καθώς η γεωργία είναι δυνατή μόνο σε λίγες διάσπαρτες οάσεις.

Ανάμεσα στις παραγωγικές παράλιες αγροτικές ζώνες στα ανατολικά και στα δυτικά απλώνεται ο Κόλπος της Σύρτης, οι ακτές του οποίου χαρακτηρίζονται από μία έκταση μήκους 500 χιλομέτρων (km) όπου η έρημος φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Αυτή η άγονη ζώνη, γνωστή ως Συρτική (Sirtica), έχει μεγάλη ιστορική σημασία. Στα δυτικά της, η περιοχή που είναι γνωστή ως Τριπολίτιδα έχει χαρακτήρα και ιστορία παρόμοια με αυτά της Τυνησίας, της Αλγερίας και του Μαρόκου. Θεωρείται ότι μαζί με αυτά τα κράτη αποτελεί μία ευρύτερη περιοχή γνωστή ως Μαγκρέμπ. Αντιθέτως, ανατολικά της Συρτικής βρίσκεται η έκταση που είναι γνωστή ιστορικά ως Κυρηναϊκή, η οποία αποικίστηκε στην αρχαιότητα από τους Έλληνες και αργότερα συνδέθηκε στενά με τις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής. Με αυτή την έννοια η Συρτική χωρίζει το Μαγκρέμπ από το Μασρίκ.

Κατά μήκος της ακτής της Τριπολίτιδας, για περισσότερα από 300 km, παραλιακές οάσεις εναλλάσσονται με αμμώδεις περιοχές και λιμνοθάλασσες. Στο εσωτερικό της ακτής υπάρχει η πεδιάδα Τζιφαράχ, μια τριγωνική έκταση περίπου 15.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Περίπου 120 km από την ακτή η πεδιάδα τελειώνει σε υψώματα που σχηματίζουν τα όρη Ναφούζα, με υψόμετρο έως χίλια μέτρα περίπου, το βόρειο άκρο του Υψιπέδου της Τριπολίτιδας.[1]

Στην Κυρηναϊκή υπάρχουν λιγότερες παραλιακές οάσεις και η πεδιάδα Μαρτζ – η χαμηλή περιοχή που αντιστοιχεί στην Τζιφαράχ της Τριπολίτιδας – καλύπτει μια πολύ μικρότερη περιοχή. Η πεδινή έκταση σχηματίζει ένα τόξο μήκους περίπου 210 km ανάμεσα στη Βεγγάζη και τη Ντέρνα, που εκτείνεται προς το εσωτερικό της χώρας το πολύ 50 km. Σε κάποια μέρη της ακτής της Κυρηναϊκής οι απότομες πλαγιές ενός ξηρού υψιπέδου φθάνουν ως τη θάλασσα. Πίσω από την πεδιάδα Μαρτζ, το έδαφος υψώνεται απότομα στο Τζαμπάλ αλ Αχντάρ (= «Πράσινο Βουνό»), που αποαλείται έτσι από την κάλυψή του από πεύκα, μικρούς κέδρους, κυπαρίσσια και αγριελιές. Είναι ένα ασβεστολιθικό υψίπεδο με μέγιστο υψόμετρο περί τα 500 μέτρα.

Νότια του Τζαμπάλ αλ Αχντάρ, στην Κυρηναϊκή, εκτείνεται μία ζώνη βοσκοτόπων με ελάχιστη βλάστηση, που παραχωρεί τη θέση της στη Σαχάρα. Η έρημος εκτείνεται μέχρι τα σύνορα με το Τσαντ. Αντίθετα με την Κυρηναϊκή, η Τριπολίτιδα δεν εκτείνεται προς τα νότια βαθιά μέσα στην έρημο, καθώς η νοτιοδυτική έρημος της Λιβύης, είναι μία ξεχωριστή περιοχή, η Φεζάν, που είχε ξεχωριστή διοίκηση κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Μεγάλες εκτάσεις με κυματιστούς αμμόλοφους, γνωστές ως εργκ, καλύπτουν το περισσότερο Φεζάν.

Το 1969 η επαναστατική κυβέρνηση άλλαξε τις παραδοσιακές ονομασίες της Τριπολίτιδος σε «Δυτική Λιβύη», της Κυρηναϊκής σε «Ανατολική Λιβύη» και του Φεζάν σε «Νότια Λιβύη». Ωστόσο, οι παλιές ονομασίες ήσαν στενά συνδεδεμένες με την ιστορία της περιοχής και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται συχνά. Η Κυρηναϊκή αποτελεί το 51%, το Φεζάν το 33% και η Τριπολίτιδα το 16% της εκτάσεως της Λιβύης.

Πριν την ανεξαρτησία της χώρας, το όνομα «Λιβύη» ακουγόταν σπάνια, Οι κάτοικοί της προτιμούσαν να αναφέρονται ως κάτοικοι μιας από τις τρεις παραπάνω περιοχές. Ο διαχωρισμός τους είναι περισσότερο από γεωγραφικός ή πολιτικός, καθώς εξελίχθηκαν ως ξεχωριστές κοινωνικοοικονομικές οντότητες, με διαφορετικό πολιτισμό, κοινωνική δομή και αξίες.

Το σύνορο ανάμεσα στην Τριπολίτιδα και την Τυνησία διασχιζόταν πάντα (και σήμερα ακόμα ελεύθερα) από αμέτρητους νόμιμους και παράνομους μετανάστες, καθώς δεν υπάρχει φυσική διαχωριστική γραμμή (βουνό, ποτάμι, κλπ.), και οι φυλετικές καταβολές, η γλώσσα, ο πολιτισμός και οι παραδόσεις των δύο λαών είναι σχεδόν ταυτόσημες. Από την άλλη, η Κυρηναϊκή επίσης εφάπτεται της Αιγύπτου χωρίς φυσικό διαχωριστικό, με τους νομάδες της ερήμου να διασχίζουν τα σύνορα κατά βούληση. Αντιθέτως, τα σύνορα του Φεζάν με την Αλγερία, τον Νίγηρα και το Τσαντ διασχίζονται σπανιότερα εξαιτίας των απέραντων εκτάσεων της ερήμου.

Κι άλλοι παράγοντες, όπως οι παραδοσιακές μορφές χρησικτησίας της γης, διαφέρουν στις τρεις περιοχές. Μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, η διαφορετικότητά τους ήταν ακόμα αρκετά έντονη ώστε να συνιστά σημαντικό εμπόδιο στις προσπάθειες για μια πλήρως ενοποιημένη Λιβύη.

Επιφάνεια και σύνορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμμοθύελλα/ θύελλα σκόνης πάνω από την Τριπολίτιδα. Πάνω από το 90% της εκτάσεως της Λιβύης είναι έρημος.

Έκταση:
Συνολική: 1.759.541 km²
Ξηρά: 1.759.541 km²
Εσωτερικά ύδατα: 0 km²

Συγκριτική έκταση: Η Λιβύη είναι η τέταρτη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής, 13,3 φορές μεγαλύτερη σε έκταση από την Ελλάδα και λίγο μεγαλύτερη από την Αλάσκα.

Χερσαία σύνορα:
Συνολικό μήκος: 4.348 km
Με τις συνορεύουσες χώρες: Με την Αλγερία 982 km, με το Τσαντ 1.055 km, με την Αίγυπτο 1.115 km, με τον Νίγηρα 354 km, με το Σουδάν 383 km και με την Τυνησία 459 km

Ακτογραμμή: Μήκος 1.770 km

Χωρικά ύδατα: 12 ναυτικά μίλια (22,2 km). Υπάρχει επίσης αποκλειστική ζώνη αλιείας 62 ναυτ. μιλίων (114,8 km). Σημείωση: Το όριο του Κόλπου της Σύρτης θεωρείται το γεωγραφικό πλάτος 32° 30΄ βόρειο.

Κλίμα και υδρολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Λιβύης με το κλίμα των περιοχών της κατά την κλιματική ταξινόμηση Κέππεν.
Αμμόλοφοι στη Σαχάρα, στην περιοχή Φεζάν.
Στο Τζαμπάλ αλ Αχντάρ της Κυρηναϊκής η μέση ετήσια βροχόπτωση υπερβαίνει τα 400 mm και το τοπίο θυμίζει την ελληνική ύπαιθρο.
Στρωμένο χιόνι στην Μπάυντα, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Λιβύης
Η ακτογραμμή της Βεγγάζης. Η Λιβύη έχει τη μακρύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο από όλες τις βορειοαφρικανικές χώρες.

Στο έδαφος της Λιβύης έχουν αναγνωρισθεί μέχρι και 5 διαφορετικές κλιματικές ζώνες, αλλά το κλίμα που κυριαρχεί είναι το θερμό μεσογειακό και το κλίμα θερμής ερήμου (Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν Csa και BWh). Στη μεγαλύτερη έκταση των παραλίων το κλίμα είναι μεσογειακό, με πολύ θερμά καλοκαίρια και πολύ ήπιους χειμώνες. Η βροχόπτωση είναι αραιή.

Στα μεγαλύτερα υψόμετρα της χώρας εμφανίζεται περιστασιακά παγετός. Στην εσωτερική έρημο, παρά τα σημαντικά υψόμετρα στο νότο, τα καλοκαίρια είναι εξαιρετικά θερμά και μακρά και η ημερήσια διακύμανση της θερμοκρασίας είναι πολύ μεγάλη, εξαιτίας της αιθρίας και της εξαιρετικά ξηρής ατμόσφαιρας.

Η υψηλότερη επίσημη θερμοκρασία που καταγράφηκε ποτέ ήταν 72 °C, στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 στην Αζίζια[2], τιμή που επί μακρόν ήταν το παγκόσμιο ρεκόρ, αλλά σήμερα αμφισβητείται.

Λιγότερο από το 2% του εδάφους της Λιβύης δέχεται αρκετή βροχόπτωση για να στηρίξει μόνιμη γεωργική δραστηριότητα. Η μεγαλύτερη μέση ετήσια βροχόπτωση, περί τα 500 mm σημειώνεται στο Τζαμπάλ αλ Αχντάρ της Κυρηναϊκής. Οι άλλες περιοχές της χώρας δέχονται λιγότερο από 400 mm βροχής και η Σαχάρα 50 mm ή λιγότερο. Επίσης, οι βροχοπτώσεις συμβαίνουν σε ακανόνιστα διαστήματα, οπότε μια περίοδος ξηρασίας μπορεί να διαρκέσει δύο χρόνια ή και περισσότερο. Π.χ. οι πλημμύρες του 1945 πλημμύρισαν την Τρίπολη για αρκετές ημέρες, αλλά δύο χρόνια αργότερα μία πρωτοφανής ξηρασία είχε αποτέλεσμα την απώλεια χιλιάδων βοοειδών.

Οι περιορισμένες βροχοπτώσεις είναι η αιτία για την απουσία ποταμών ή ρυακιών με συνεχή παροχή νερού, ενώ οι περίπου 20 μόνιμες λίμνες είναι υφάλμυρες ή αλμυρές. Οι συνθήκες αυτές περιορίζουν πολύ τη δυνατότητα να βασισθεί η οικονομία της χώρας στον αγροτικό τομέα. Η διανομή των περιορισμένων ποσοτήτων νερού θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε υπάρχει Υπουργείο Φραγμάτων και Υδάτινων Πόρων, ενώ η ζημιά σε πηγή νερού μπορεί να τιμωρηθεί και με φυλάκιση.

Το λιβυκό δημόσιο έχει κατασκευάσει ένα δίκτυο από φράγματα σε ουάντι (ξεροπόταμοι που γίνονται χείμαρροι μετά από μπόρες). Τα μικρά αυτά φράγματα χρησιμεύουν τόσο ως συλλέκτες νερού, όσο και για έλεγχο των πλημμυρών και της διαβρώσεως εδαφών. Πολλοί οικισμοί βρίσκονται δίπλα σε ουάντι, γιατί το έδαφος της κοίτης τους είναι συχνά κατάλληλο για γεωργική εκμετάλλευση, ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας σε μικρό βάθος τα καθιστά κατάλληλες τοποθεσίες για την εκσκαφή πηγαδιών. Ωστόσο, σε πολλά ουάντι ο υδροφόρος ορίζοντας χαμηλώνει με ανησυχητικούς ρυθμούς, ιδίως σε περιοχές εντατικής γεωργίας και κοντά σε αστικά κέντρα. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει την ανησυχία της για το πρόβλημα αυτό και εξαιτίας του έχει εκτρέψει αναπτυξιακά προγράμματα με βάση το νερό, ιδίως γύρω από την Τρίπολη, προς τοποθεσίες όπου η ζήτηση υπόγειων υδάτων είναι λιγότερο έντονη. Επίσης έχουν ξεκινήσει εκτεταμένα προγράμματα αναδασώσεων.

Υπάρχουν πολυάριθμες πηγές: με μεγαλύτερη μελλοντική σημασία είναι αυτές στις πλαγιές των Τζαμπάλ Ναφουζά και Τζαμπάλ αλ Αχντάρ. Οι πιο πολυσυζητημένοι υδάτινοι πόροι ωστόσο είναι τα μεγάλα υπόγεια αποθέματα νερού της ερήμου. Το γνωστότερο από αυτά βρίσκεται κάτω από την όαση Κούφρα στη νοτιοανατολική Κυρηναϊκή. Μεγαλύτερη χωρητικότητα φημίζεται ότι έχει το απόθεμα κοντά στην κοινότητα και όαση Σαμπά στη νοτιοδυτική έρημο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανοίχθηκαν πηγάδια στην Κούφρα και στη Σαμπά στα πλαίσια μεγάλης προσπάθειας για αγροτική ανάπτυξη. Ακόμα μεγαλύτερο πρόγραμμα αποτελεί ο λεγόμενος «Μέγας Τεχνητός Ποταμός», που άρχισε το 1984 και αποσκοπεί να εκμεταλλευθεί τα υπόγεια αποθέματα των οάσεων Κούφρα, Σαρίρ και Σαμπά, και να μεταφέρει το νερό τους μέχρι τις ακτές τις Μεσογείου για χρήση στην άρδευση και σε βιομηχανικά προγράμματα.

Εδάφη και χρήσεις γης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδάφη: Κυρίως γυμνά, επίπεδα ή χαμηλές λοφοσειρές και αμμόλοφοι, υψίπεδα και βυθίσματα.

Φυσικοί πόροι: Πετρέλαιο, φυσικό αέριο, γύψος

Χρήσεις γης:
Αρόσιμη γη: 0,99%
Μόνιμες καλλιέργειες: 0,19%
Άγονες εκτάσεις: 98,82% (2011)

Αρδευόμενη γη: 4.700 km² (2003)

Ολικοί ανανεώσιμοι υδάτινοι πόροι: 700 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (2011)

Περιβαλλοντικά θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυσικοί κίνδυνοι: Αμμοθύελλες, καυτός ξηρός νότιος άνεμος γκίμπλι, φορτωμένος με σκόνη που διαρκεί μία ως 4 ημέρες την άνοιξη και το φθινόπωρο.

Τρέχοντα περιβαλλοντικά προβλήματα: Ερημοποίηση, πολύ περιορισμένοι φυσικοί υδάτινοι πόροι.

Διεθνείς περιβαλλοντικές συμφωνίες:
Η Λιβύη έχει υπογράψει τις εξής διεθνείς συμφωνίες:

Συμφωνία για τη Βιοποικιλότητα, Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές, Πρωτόκολλο του Κιότο, Συμφωνία για την Ερημοποίηση, Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ και συμφωνίες για τα είδη που κινδυνεύουν, για τα επικίνδυνα απόβλητα, για τη ρύπανση από πλοία, και για τους υγρότοπους
Υπογράφηκε, αλλά δεν επικυρώθηκε: Δίκαιο της θάλασσας

Ακραία σημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Barich, B.E., Garcea, E.A.A., Giraudi, C. (2006): "Between the Mediterranean and the Sahara: Geoarchaeological reconnaissance in the Jebel Gharbi, Libya", Antiquity, τόμ. 80 (309), σσ. 567–582
  2. «NASA». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Μαΐου 2006. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2016. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ατλας Παπύρου, Αθήνα 1968