Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ακρωτήριο Αντέαρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης που δείχνει το Ακρωτήριο Αντέαρ (Cape Adear) ως το βορειοδυτικό όριο της Θάλασσας του Ρος.
Τοπογραφικός χάρτης που δείχνει το ακρωτήριο ως το βόρειο άκρο της Χερσονήσου Αντέαρ.
Η καλύβη που έστησε ο Μπόρχγκρεβνικ το 1899 περιβαλλόμενη από πιγκουίνους.
Ο τάφος του ζωολόγου Νικολάι Χάνσον σε φωτογραφία του 1899
Πιγκουίνοι της Αδελίας κοντά στο Ακρωτήριο Αντέαρ

Το Ακρωτήριο Αντέαρ (αγγλ. Cape Adare) είναι βραχώδες ακρωτήριο από μαύρο βασάλτη, που δημιουργεί οπτική αντίθεση με την καλυμμένη με πάγο και χιόνι ενδοχώρα του. Αποτελεί το βορειότερο σημείο της ομώνυμης Χερσονήσου Αντέαρ, καθώς και το βορειοανατολικότερο άκρο της Γης Βικτωρίας, στην Ανατολική Ανταρκτική. Το ακρωτήριο είναι τόπος με ιστορική σημασία, καθώς δίπλα του έγινε η πρώτη καταγεγραμμένη αποβίβαση ανθρώπου στην Ανταρκτική στην ιστορία.

Το ακρωτήριο βρίσκεται σε γεωγραφικές συντεταγμένες πλάτος 71°17΄ Νότιο και μήκος 170°14΄ Ανατολικό. Στην ακτογραμμή της Ανταρκτικής, αποτελεί το βόρειο άκρο της Ακτής Μπόρχγκρεβνικ (πολύ ευρύτερης από τη Χερσόνησο Αντέαρ) και το δυτικό άκρο της Ακτής Πένελ. Θαλασσογραφικώς, το Ακρωτήριο Αντέαρ οριοθετεί το βορειοδυτικό άκρο και είσοδο στη Θάλασσα του Ρος, ενώ προς τα δυτικά του οριοθετεί το ανατολικό όριο/είσοδο στον Κόλπο Ρόμπερτσον. Εξαιτίας της γεωγραφικής αυτής θέσεως, το Ακρωτήριο ήταν σημαντική θέση αποβιβάσεως και κατασκηνώσεως κατά την πρώιμη περίοδο της εξερευνήσεως της Ανταρκτικής. Στη θάλασσα στα ανοικτά του ακρωτηρίου ο βυθός σχηματίζει τα υποθαλάσσια Όρη Αντέαρ και την Τάφρο Αντέαρ, που πήραν την ονομασία τους από το Ακρωτήριο.

Το ακρωτήριο ανακαλύφθηκε τον Ιανουάριο του 1841 από τον παραπλέοντα Βρετανό πλοίαρχο Τζέιμς Ρος, που το ονόμασε προς τιμή του φίλου του, υποκόμη Αντέαρ (πλήρες όνομα Έντγουιν Γουίνταμ-Κουίν, 3ος κόμης του Ντάνραβεν και του Μάουντ Ερλ, υποκόμης Αντέαρ, 1812-1871 - ο τίτλος προέρχεται από το χωριό Αντέαρ της Ιρλανδίας).

Τον Ιανουάριο του 1895, οι Νορβηγοί εξερευνητές Χένρικ Γιόχαν Μπουλ και Κάρστεν Μπόρχγκρεβνικ αποβιβάσθηκαν δίπλα στο ακρωτήριο από το πλοίο «Ανταρκτική». Αυτή η αποβίβαση καθιστά το Ακρωτήριο Αντέαρ τόπο με ιστορική σημασία, καθώς υπήρξε η πρώτη καταγεγραμμένη αποβίβαση ανθρώπου στην Ανταρκτική γενικώς. Σε αυτή συλλέχθηκαν γεωλογικά δείγματα. Ο Μπόρχγκρεβνικ επέστρεψε με τη δική του αποστολή το 1899 και έστησε δύο καλύβες, τις πρώτες ανθρώπινες κατασκευές που έγιναν ποτέ στην ήπειρο της Ανταρκτικής. Τα μέλη της αποστολής ξεχειμώνιασαν εκεί και όσοι επέζησαν παραλήφθηκαν τον Ιανουάριο του 1900. Αυτή ήταν η πρώτη εξερευνητική ομάδα που πέρασε έναν χειμώνα στην Ανταρκτική. Από τα μέλη της, ο ζωολόγος Νικολάι Χάνσον απεβίωσε εκείνον τον χειμώνα και ο τάφος του σώζεται εκεί μέχρι σήμερα.

Στη νεότερη εποχή η πλησιέστερη ανθρώπινη παρουσία στο ακρωτήριο ήταν ο ερευνητικός σταθμός στο Ακρωτήριο Χάλετ, 101 χιλιόμετρα πιο νότια, που ιδρύθηκε και χρησιμοποιήθηκε από κοινού από τις ΗΠΑ και τη Νέα Ζηλανδία, από το 1957 έως το 1973.

Η Αυστραλιανή Ανταρκτική Αποστολή «Δισεκατονταετηρίδος» (Australian Bicentennial Antarctic Expedition) ξεκίνησε από το Ακρωτήριο Αντέαρ για την επιτυχή της ανάβαση στο Όρος Μίντο το έτος 1988. Το πλοίο υποστηρίξεως της αποστολής ήταν αγκυροβολημένο στον όρμο δίπλα στο ακρωτήριο και διατηρούσε επαφή ασυρμάτου με τους αναρριχητές κατά την ανάβασή τους.

Η τοποθεσία του Ακρωτηρίου Αντέαρ αποτελεί τη μεγαλύτερη αποικία αναπαραγωγής του είδους πιγκουίνος της Αδελίας σε ολόκληρη τη Γη.[1] Η μοναδική μελέτη της συγκεκριμένης αποικίας διεξάχθηκε από τον Τζωρτζ Μάρεϋ Λέβικ[1], μέλος της βρετανικής Αποστολής «Terra Nova», ο οποίος την παρετήρησε για έναν ολόκληρο κύκλο αναπαραγωγής το 1911-1912. Σε αυτή κατέγραψε για πρώτη φορά ομοφυλοφιλία και νεκροφιλία σε πιγκουίνους, καθώς και κακοποίηση νεοσσών, και για τον λόγο αυτόν ντράπηκε να τη δημοσιεύσει, αποκαλώντας αυτή τη συμπεριφορά των πουλιών "depraved" (= διεφθαρμένη, αχρεία).