Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αετογερακίνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αετογερακίνα
Ενήλικη γερακίνα (σκουρόχρωμη φάση)
Ενήλικη γερακίνα (σκουρόχρωμη φάση)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae)
Γένος: Τριόρχης (Buteo) Lacépède, 1799 Μ
Είδος: B. rufinus
Διώνυμο
Buteo rufinus (Τριόρχης ο καστανόχρους)
(Cretzschmar, 1827)
Υποείδη

Buteo rufinus cirtensis
Buteo rufinus rufinus

Η Αετογερακίνα είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, μία από τις γερακίνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Buteo rufinus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[1]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος B. r. rufinus (Cretzschmar, 1827).[1]

Το είδος, σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, διακρίνεται σε δύο, τουλάχιστον χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. Μορφολογία).

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Σταθερή → [2]

Η λατινική λέξη buteo υποδήλωνε το σημερινό «γεράκι» ή κάποιο «ιερακοειδές» και αναφέρεται στο γένος του πτηνού.[3] Η, επίσης, λατινική λέξη rufinus προέρχεται από το επίθετο rūfus, -a, -um μεταγενέστερης (1775-85) ρίζας που σημαίνει «κοκκινωπός» και, πιθανότατα, σχετίζεται με το καστανοκόκκινο πτέρωμα του πτηνού.[4]

Η αγγλική ονομασία του είδους (Long Legged Buzzard), κάνει αναφορά και προφανή συσχέτιση με την κοινή γερακίνα, από την οποία έχει μεγαλύτερο μήκος ταρσού.[5]

Η ελληνική λαϊκή ονομασία παραπέμπει στο -σχετικά- μεγάλο της μέγεθος (είναι η μεγαλύτερη από τις συγγενικές γερακίνες), κάτι μεταξύ αετού και γερακίνας.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό φυσιοδίφη Φ. Κρέτσμαρ (Philipp Jakob Cretzschmar, 1786 – 1845) ως Falco rufinus (Άνω Νουβία, Shendi, Sennar και Αιθιοπία, 1829) Παλαιότερα, θεωρείτο στενά φυλογενετικά συνδεδεμένο με το είδος Βuteo hemilasius, αλλά πρόσφατη μοριακή μελέτη του 1999 δεν επικύρωσε αυτή τη συγγένεια μεταξύ των δύο taxa (βλέπε παρακάτω). Υβριδίζεται συχνά με τη γερακίνα και το υποείδος B. r. cirtensis έχει δώσει επιτυχημένα υβρίδια στη Ν. Ισπανία. Επίσης, διασταυρώνεται εκτεταμένα με το Β. hemilasius στην Κ. Ασία.

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Buteo rufinus Πράσινο ανοικτό = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Πράσινο σκούρο = Mόνιμος κάτοικος, Μπλε: Περιοχές διαχείμασης. (σημ. Ο χάρτης αναφέρει λανθασμένα, ότι για την Ελλάδα το είδος είναι μόνο καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, αλλά υπάρχουν και επιδημητικοί πληθυσμοί)

Το είδος εμφανίζει σχετικά περιορισμένη κατανομή στον Παλαιό Κόσμο (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή, ως μερικώς μεταναστευτικό πτηνό.

Στην Ευρώπη απαντά στα νοτιοανατολικά της ηπείρου, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, στη Ν. Ρωσία και σε κάποιους μικρούς θύλακες στα κεντρικά υψίπεδα, κυρίως ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης. Τελευταία, έχει κάνει την εμφάνισή της στην Αυστρία,[6] την απώτατη Ν. Ισπανία και την Ιταλία στη νήσο Παντελλερία.

Στην Ασία, απαντά ο κύριος όγκος του αναπαραγομένου πληθυσμού (καλοκαιρινός και μόνιμος), από τη Μικρά Ασία προς ανατολάς μέχρι το Νεπάλ, τα Αλτάι και τη Μογγολία. Νότια των περιοχών αναπαραγωγής βρίσκονται πολύ σημαντικές θέσεις διαχείμασης.

Στην Αφρική, τέλος, το είδος απαντά στο βόρειο τμήμα της, ως αναπαραγόμενο πτηνό, κυρίως στο Μαρόκο και την Αλγερία, ενώ η διαχείμαση γίνεται στην περιοχή του Νείλου και στην υποσαχάρια Αφρική μέχρι την Κένυα και την Τανζανία. [7]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Buteo rufinus cirtensis Β Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη και ΒΑ Μαυριτανία, Αίγυπτος; Καθιστικό στην περιοχή Μικρότερο από το 2 με μικρότερο άνοιγμα πτερύγων, μοιάζει αρκετά με τη γερακίνα, σε σιλουέτα και μέγεθος. Κεφάλι ανοικτόχρωμο, κοιλιά καφεκίτρινη, ενώ οι χαρακτηριστικές σκούρε κηλίδες στην καρπική άρθρωση των πτερύγων (βλ. Μορφολογία), μπορεί να λείπουν.[8]
2 Buteo rufinus rufinus ΝΑ Ευρώπη και Τουρκία, ανατολικά προς Τρανσκαυκασία, Ιράν, Αφγανιστάν και Κ Ασία προς ΒΔ Κίνα, νότια προς Β Πακιστάν και ΒΔ Ινδία ΒΑ και Α Αφρική, Μέση Ανατολή, Πακιστάν, ανατολικά προς Ινδία και Μπανγκλαντές

Πηγές:[1][7][9]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληθυσμοί της αετογερακίνας είναι, ανάλογα με την περιοχή εξάπλωσης και το γεωγραφικό πλάτος, είτε μόνιμοι, είτε μερικώς μεταναστευτικοί. Το βορειοαφρικανικό υποείδος B. r. cirtensis είναι καθιστικό με μικρές μετακινήσεις στα όρια της αναπαραγωγικής επικράτειας. Οι πληθυσμοί του ευρωπαϊκού υποείδους Β. r. rufinus μετακινούνται νότια, σε μία μεγάλη ζώνη που εξαπλώνεται από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, μέχρι το Ιράν, το Πακιστάν, την Ινδία και την Α. Αφρική. Η φθινοπωρινή μετανάστευση πραγματοποιείται κυρίως από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τον Σεπτέμβριο, ενώ η εαρινή επιστροφή στους τόπους αναπαραγωγής, από τα μέσα Μαρτίου μέχρι τα μέσα Απριλίου.[10]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, τη Δανία και τη Φινλανδία, την Γκάνα, το Τόγκο και τη Σομαλία.[2]

  • Στην Ελλάδα, η αετογερακίνα απαντά, είτε ως επιδημητικό πτηνό,[5][11][12] είτε ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης,[7] ενώ υπάρχουν και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, ιδιαίτερα στα νησιά του ΝΑ. Αιγαίου [13] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιο διαβατικό πτηνό,[14] και από την Κύπρο ως σπάνιος χειμερινός επισκέπτης.[15] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Η αετογερακίνα είναι αρπακτικό των μεγάλων ανοικτών περιοχών, όπως η στέπα, ημι-ερημικά ενδιαιτήματα, πετρώδεις και βραχώδεις θέσεις.[16] Επίσης, απαντά σε ανοικτά δάση ή δάση με ξέφωτα, ανοικτές, ακαλλιέργητες εκτάσεις, με ψηλούς θάμνους, δέντρα, βράχια ή υψώματα για θέσεις ωοτοκίας. Τα νεότερα άτομα διασπείρονται βόρεια των περιοχών αναπαραγωγής και υπάρχουν καταγραφές από τη Β. Ευρώπη.[10] Με επαρκή διάθεση τροφής, εμφανίζεται επίσης ως ένα πτηνό αναπαραγωγής σε πραγματικές ερήμους. Στα Βαλκάνια -όχι όμως στην Ελλάδα- μπορεί να βρεθεί και σε δάση.

Προϋποθέσεις στον βιότοπο είναι, οι ανοικτές περιοχές προς αναζήτηση τροφής και οι κατάλληλες θέσεις φωλιάσματος. Σε περιοχές της Τουρκίας, απαντά μέχρι τα 2700 μ. ενώ, γενικότερα, έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 3.500 μ.[17] Ωστόσο, στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ, διαχειμάζει μέχρι τα 2.755 μ. και κατά τη μετανάστευση παρατηρείται στα 5.000 μ.[18]

  • Στην Ελλάδα, απαντά σε ανοικτές περιοχές με γήλοφους, διάσπαρτους βράχους, φρύγανα, αραιή μακία βλάστηση, λιβάδια, εκτατικές καλλιέργειες κ.ά., αλλά, τοπικά, και σε περιοχές με αραιά πευκοδάση.[19] Επίσης, σε χαμηλά βουνά με απότομες πλαγιές.[20]
Ενήλικη αετογερακίνα (ανοικτόχρωμη φάση)

Η αετογερακίνα, η μεγαλύτερη σε μέγεθος γερακίνα, εμφανίζεται σε 2-3 χρωματικές φάσεις (colour phases), μία συνηθέστερη ανοικτόχρωμη και μία σπανιότερη σκουρόχρωμη, αλλά με πολλές ενδιάμεσες μεταβατικές μορφές, στοιχείο που δυσκολεύει πολύ την αναγνώρισή της στο πεδίο. Επίσης, έχουν παρατηρηθεί και εντελώς λευκωπές [10] ή εντελώς μαύρες μορφές (μελανιστικές).[21]

Οι ενδιάμεσες μορφές εμφανίζουν σχεδόν πάντοτε πορτοκαλοκόκκινη απόχρωση στο πτέρωμα, πορτοκαλί ή κοκκινωπή ουρά και κρεμ κεφάλι, στοιχεία που, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος, διαφοροποιούν την αετογερακίνα από τη γερακίνα. Όμως, συγχέεται πολύ εύκολα με το υποείδος της Γερακίνας, Buteo buteo vulpensis, που μάλιστα συχνάζει σε παρόμοιους οικοτόπους.[13] Ωστόσο, η αετογερακίνα είναι μεγαλύτερη, με μεγαλύτερες πτέρυγες, σκούρα κοιλιά και, πιο αργά φτεροκοπήματα.[8]

Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι αρκετά ανοικτόχρωμη σε όλες τις φάσεις, ενώ, σχεδόν πάντοτε, διακρίνεται κατά την πτήση, ένα χαρακτηριστικό μαύρο «μπάλωμα» στην καρπική άρθρωση –μερικές φορές και στο άνω τμήμα της πτέρυγας- και σκούρα γραμμή οριοθέτησης των ερετικών φτερών.[10] Το κάτω μέρος του σώματος έχει ξανθοκόκκινο χρώμα, ενώ η ουρά είναι πορτοκαλί ή κανελλόχρωμη στο πάνω μέρος και ασπριδερή στο κάτω, χωρίς ρίγες. Το κεφάλι και το στήθος σε όλες τις μορφές είναι ανοικτόχρωμα, με προοδευτική σκούρυνση προς την κοιλιά. Τα κάτω καλυπτήρια των πτερύγων είναι ομοιόχρωμα ή ραβδωτά, όχι όμως με λωρίδες (μπάρες).[8] Το κήρωμα και τα πόδια είναι κίτρινα.[13] Τα σχισμοειδή ρουθούνια είναι παράλληλα με τα χείλη του ράμφους.[5]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (50-) 61 έως 64 (-67) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (126-) 130 έως 148 (-155) εκατοστά.
  • Βάρος: ♂ 590–1281 γραμμάρια, ♀ 945–1760 γραμμάρια [16]

(Πηγές:[8][10][18][21][22][23][24][25][26][27][28]

Κατά την πτήση, διακρίνονται οι χαρακτηριστικές σκούρες περιοχές στο ύψος των καρπικών αρθρώσεων των πτερύγων (ανοιχτόχρωμη φάση, κοιλιακή όψη)

Η κύρια τροφή της αετογερακίνας είναι τα μικρά και μεσαίου μεγέθους θηλαστικά. Τυπικά θηράματα είναι οι χωραφοπόντικες, οι αρουραίοι, οι τυφλοπόντικες, οι σκαντζόχοιροι, οι νυφίτσες και τα χάμστερς, αλλά περιλαμβάνονται και ερπετά (σαύρες), αμφίβια (βάτραχοι, φρύνοι) και έντομα (ακρίδες).[20] Στις περιοχές διαχείμασης, τρέφεται επίσης και με ψοφίμια.

  • Στη Β.Ελλάδα, βασική τροφή της αετογερακίνας αποτελεί ο σπερμόφιλος και, μάλιστα, η εξάπλωσή της συμπίπτει με εκείνη του συγκεκριμένου σκιουρόμορφου.[13] Πάντως, επειδή αυτό συμβαίνει στην περιοχή του Έβρου, η βασική τροφή της αετογερακίνας παραμένουν τα αγριοκούνελα και τα ερπετά.[29]

Γενικά παρατηρείται μεμονωμένα, σε ζεύγη ή σε μικρές οικογενειακές ομάδες, αλλά είναι πιο αγελαίο πτηνό κατά τη μετανάστευση, όταν μεγαλύτερα σμήνη μπορούν να σχηματισθούν.[30] Η αετογερακίνα είναι κάπως «νωθρή» και, προτιμάει να κάθεται για πολλές ώρες σε σωρούς χωμάτων, μικρά βράχια, στύλους και πολύ πιο σπάνια σε δένδρα, ψάχνοντας για τη λεία της, που την πιάνει πάντα στο έδαφος.[13]

Η αετογερακίνα είναι αρκετά δυσκίνητη με «βαρύ» πέταγμα και, η σιλουέτα της κατά την πτήση μοιάζει με εκείνη ενός αετού.[13] Παρόλο που, εκμεταλλευόμενη την αντίσταση του αέρα, μπορεί να σταθεί για λίγο ακίνητη, γενικά δεν «αιωρείται» (hovering) όπως η γερακίνα.

  • Όταν «γυροπετάει», διατηρεί το εσωτερικό ήμισυ της ανοιγμένης πτέρυγας υπό μικρή κλίση, ενώ το εξωτερικό ήμισυ, σε οριζόντια θέση.[21]
Αετογερακίνα στη φωλιά με τους νεοσσούς της
Buteo rufinus cirtensis

Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει από τα μέσα Μαρτίου και φθάνει μέχρι τα τέλη Απριλίου, αλλά σε περιοχές του Μαρόκου ξεκινάει ήδη από τον Ιανουάριο.[27]

Κτίζει τη φωλιά της όπως η γερακίνα, σε θέσεις από τις οποίες μπορεί να εποπτεύει τη γύρω περιοχή. Στα Βαλκάνια προτιμάει τα βράχια, πολλές φορές σε αρκετά χαμηλό ύψος και με θαμνοκάλυψη, ενώ στην Ουκρανία τα δέντρα.[31][32] Σε άδενδρες περιοχές, όπως στις νότιες στέπες του Καζακστάν, η φωλιά είναι κατασκευασμένη στο έδαφος και, συχνά, σε στύλους ηλεκτρικού ρεύματος.Η φωλιά είναι μια σχετικά ογκώδης κατασκευή από ξερόκλαδα, επιστρωμένη με μικρότερα κλαδιά, φυλλοφόρους κλάδους, γρασίδι ή μαλλί.[31]

Η γέννα αποτελείται από 2-3 (-4-5) ελλειπτικά ή υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 55 Χ 44 χιλιοστών (τα αβγά στους ασιατικούς πληθυσμούς είναι λίγο μεγαλύτερα). Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα, κυρίως όμως από το θηλυκό, και διαρκεί (32-) 28 (-34) ημέρες. Τη σίτιση αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς, ενώ οι φωλεόφιλοι (altricial) νεοσσοί πετάνε στις 40 με 42 ημέρες.[31]

Πάντως, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ακριβής αναπαραγωγικός κύκλος της αετογερακίνας δεν έχει διερευνηθεί διεξοδικά.[13]

Η λαθροθηρία με σκοπό την ταρίχευση σε πολλές περιοχές τους φάσματος κατανομής αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για το είδος. Οι πληθυσμοί στο Ισραήλ είχαν μειωθεί, ως αποτέλεσμα της δηλητηρίασης από φυτοφάρμακα, στη δεκαετία του 1950 αλλά, έκτοτε, έχουν ανακάμψει.[30] Τα πτηνά θεωρούνται ιδιαίτερα ευάλωτα στις επιπτώσεις πιθανών εξελίξεων της αιολικής ενέργειας.[33]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ευρωπαϊκά εδάφη αναπαραγωγής του είδους, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, μειώθηκαν αισθητά, κατά κύριο λόγο στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας και της Ουκρανίας, λόγω καταστροφής των ενδιαιτημάτων. Στη δεκαετία του 1970, αυτό είχε καλυτερέψει, αλλά οι ρωσικοί πληθυσμοί μειώνονται σταθερά. Αιτίες είναι, η εντατικοποίηση της χρήσης της γης και η καταστροφή των λίγων περιοχών, που θεωρούνται κατάλληλες για φώλιασμα, στα ανοικτά τοπία της ανατολικής Ευρώπη;, ενώ σχετικά σταθεροί θεωρούνται οι πληθυσμοί της Ουγγαρίας. Ο συνολικός ευρωπαϊκός πληθυσμός εκτιμάται σε 8.700 έως 15.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί βρίσκονται στην Τουρκία, στο Αζερμπαϊτζάν και στη Ρωσία.[34]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη καταγραφή φωλιάσματος του είδους, χρονολογείται από το 1930 στη Μακεδονία. Απαντά, κυρίως, από το ύψος της Α. Στερεάς και βορειότερα, μέχρι τη Θεσσαλία, Α. Μακεδονία και Θράκη, αλλά είναι τοπικά σπάνιο στο μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής ενδοχώρας. Το φώλιασμα στην Πελοπόννησο, παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, με ελάχιστες καταγραφές το 1989. Είναι λίγο πιο κοινό σε μεγάλα νησιά του Αιγαίου (Ρόδος, Λέσβος, Χίος, Λήμνος, κ.α.) με λίγες αναφορές από τις ευρύτερες Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα. Από την Κρήτη, παρόλο που υπάρχουν παρατηρήσεις του πτηνού, δεν έχουν καταγραφεί φωλιές. Ένα τμήμα του πληθυσμού, ιδιαίτερα τα πουλιά που φωλιάζουν στη βόρεια Ελλάδα, μεταναστεύει από τη χώρα.[19][29]

Απειλείται κυρίως από το παράνομο κυνήγι, τις συγκρούσεις με ηλεκτροφόρα καλώδια και τα δηλητήρια (π.χ. ποντικοφάρμακα), από την όχληση της φωλιάς κατά την περίοδο της αναπαραγωγής και, τοπικά, από τη μείωση των τροφικών πόρων.[19]

Γενικά, στην Ελλάδα τα πράγματα είναι χειρότερα από τις άλλες χώρες, παρόλο που ο ελληνικός πληθυσμός θεωρείται ο μεγαλύτερος στα Βαλκάνια.[13] Φαίνεται ότι η λαθροθηρία και οι επεμβάσεις στους βιοτόπους είναι αρνητικοί παράγοντες για την προστασία του είδους.[35] Έτσι, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει σταθεροποιηθεί στην κατηγορία Ελαχίστης Ανησυχίας (LC),[36] στην Ελλάδα η αετογερακίνα είναι ενταγμένη στα Τρωτά Είδη, (VU, [D1]).[19] Παλαιότερα, λόγω έλλειψης στοιχείων, το είδος κατατασσόταν στα Σπάνια (Rare).[35]

Μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, το πτηνό χρειάζεται επαρκείς θέσεις, όπως δένδρα ή παροπλισμένες φωλιές στις οποίες να δημιουργεί τη δική του φωλιά.[17]

Ειδικά για την Ελλάδα, απαιτείται συστηματικότερη καταγραφή και παρακολούθηση του αναπαραγόμενου πληθυσμού, ιδιαίτερα στα νησιά, για να διαπιστωθεί αν το είδος αντιμετωπίζει κάποιες σοβαρές απειλές. Επίσης, διεξοδικότερη μελέτη της οικολογίας των πληθυσμών στα νησιά του Αιγαίου, επειδή παγκοσμίως, νησιωτικοί πληθυσμοί αετογερακίνας υπάρχουν μόνον στην Ελλάδα.[19]

Στον ελλαδικό χώρο, η Αετογερακίνα απαντά και με τις ονομασίες Αετοβαρβακίνα, Καστανοβαρβακίνα [37] και Σιαχινολάγουδο (Κύπρος).[38]

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 112
  2. 2,0 2,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22736562/0
  3. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=buteo
  4. Valpy, p. 411
  5. 5,0 5,1 5,2 Όντρια, σ. 77
  6. Bauer et al
  7. 7,0 7,1 7,2 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22736562
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Mullarney et al, p. 106
  9. http://ibc.lynxeds.com/species/long-legged-buzzard-buteo-rufinus/
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 planetofbirds.com
  11. RDB, σ. 154, 233
  12. ΣΠΕΕ, σ. 246, 254
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 13,7 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 98
  14. Σφήκας, σ. 30
  15. Σφήκας, σ. 26
  16. 16,0 16,1 http://www.hbw.com/species/long-legged-buzzard-buteo-rufinus
  17. 17,0 17,1 del Hoyo et al
  18. 18,0 18,1 Grimmett et al, p. 130
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 Αλιβιζάτος & Χανδρινός, σ. 302
  20. 20,0 20,1 Όντρια, σ. 78
  21. 21,0 21,1 21,2 Heinzel et al, p. 94
  22. Perrins, p. 94
  23. Bruun, p. 78
  24. Όντρια, σ. 77-8
  25. http://www.ibercajalav.net
  26. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  27. 27,0 27,1 http://ibc.lynxeds.com/species/long-legged-buzzard-buteo-rufinus
  28. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 183
  29. 29,0 29,1 Handrinos & Akriotis, p. 137
  30. 30,0 30,1 Ferguson-Lees & Christie
  31. 31,0 31,1 31,2 Harrison, p. 101
  32. A. O. Shetsov
  33. Strix
  34. Bauer et al., p. 349
  35. 35,0 35,1 RDB, σ. 233
  36. http://www.iucnredlist.org/details/160032719/0[νεκρός σύνδεσμος]
  37. Απαλοδήμος, σ. 24
  38. http://avibase.bsc-eoc.org/
  • Αλιβιζάτος Χαράλαμπος, Γιώργος Χανδρινός στο «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2, S. 349
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • Shetsov, Α.Ο. (2001): Breeding of the Long-legged Buzzard in Olexandrija district of Kirovograd region. Berkut 10 (I), S. 63–66
  • Stevenson & Fanshawe, Field Guide to the Birds of East Africa: Kenya, Tanzania, Uganda, Rwanda, Burundi, by Elsevier Science (2001), ISBN 978-0856610790
  • Strix. 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).