Μετάβαση στο περιεχόμενο

Όρη Γκόρτσε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 49°35′0″N 20°12′0″E / 49.58333°N 20.20000°E / 49.58333; 20.20000

Όρη Γκόρτσε
Χάρτης
Ύψος1.310 μέτρα και 889 μέτρα[1]
ΟροσειράΜπεσκίντι
ΧώρεςΠολωνία[2]

Τα Όρη Γκόρτσε (πολωνικά: Gorce‎‎) είναι μέρος της οροσειράς Δυτικών Μπεσκίντι που απλώνεται στη νοτιότερη Πολωνία.[3] Βρίσκονται στο Βοεβοδάτο Ελάσσονος Πολωνίας, στο δυτικό άκρο της μεγάλης οροσειράς των Καρπαθίων, που εκτείνεται ανατολικά πέρα από τον ποταμό Ντουνάγιετς για περίπου 1,500 χιλιόμετρα. Τα Όρη Γκόρτσε χαρακτηρίζονται από πολυάριθμες κορυφογραμμές που φτάνουν προς όλες τις κατευθύνσεις για έως και 40 χιλιόμετρα από ανατολή ως δύση, με μια σειρά από υψηλότερα υψόμετρα που κόβονται από βαθιές κοιλάδες ποταμών.[3]

Στην περιοχή κυριαρχούν περίπου 12 ήπιες κορυφές, συμπεριλαμβανομένης της Τούρμπατς (η υψηλότερη, στα 1.310 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) στο κέντρο, και – με ανατολικό προσανατολισμό οι: Γιαβοζίνα Καμιενίτσκα (1.288 μ.), Κιτσόρα (1.282 μ.), Κούντουον (1.276 μ.), Πσίσουοπ, Τσόουο και Γκορτς Καμιέντσκι. Η νοτιοανατολική κορυφογραμμή των Γκόρτσε φτάνει στην οροσειρά Πιενίνι (αποκομμένη από το πέρασμα της Οχοτνίτσα Ντόλνα), με το Λούμπαν (1.225 μ.) ως την ψηλότερη κορυφή του και ακολουθούν οι Παστέρκι Βιερχ, Ρούνεκ και Μαρσάουεκ.[3] Οι βορειοδυτικές κορυφογραμμές περιλαμβάνουν το Ομπιντόβιετς και την κορυφή της Σουχόρα (1.000 μ.) που διαθέτει ένα αστεροσκοπείο που ανήκει και λειτουργεί από το Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας.[4]

Υπάρχει μια σειρά από μικρότερα σπήλαια στα Όρη Γκόρτσε, λαξευμένα σε ιζηματογενή πετρώματα και τα κροκαλοπαγές πετρώματα του που σχηματίζουν τη Ζώνη Φλύσχης Καρπαθίων. Οι υψηλές ετήσιες βροχοπτώσεις προκαλούνται από τον αέρα που αναγκάζεται να ανέβει από τα βουνά και συσσωρεύεται σε σύννεφα. Το νερό της βροχής ρέει γρήγορα προς όλες τις κατευθύνσεις λόγω του πυκνού εδάφους και εδαφοκάλυψης. Τροφοδοτεί τον ποταμό Ράμπα στη βορειοδυτική πλευρά των Γκόρτσε και τον Ντουνάγιετς στη νοτιοανατολική πλευρά. Άλλα ποτάμια που σχηματίζονται από τα βουνά περιλαμβάνουν τον Καμιενίτσα (25 χλμ. σε μήκος), τον Οχοτνίτσα (24 χλμ.) και τον Πορεμπιάνκα (13 χλμ.), καθώς και μεγάλα ρέματα όπως το Τούρμπατς, το Γκοργκόβι και το Γουοπούσνα, μεταξύ άλλων. Η κύρια πόλη είναι το Νόβι Ταργκ στο Ντουνάγιετς, κάτω από την κοιλάδα του Ποντχάλε,[5] με μεγάλα χωριά αναψυχής, συμπεριλαμβανομένων των Κροσνιένκο ναντ Ντουνάιτσεμ, Στσάβα και Οχοτνίτσα Ντόλνα.[3][6]

Ένας λύγκας στο Εθνικό Πάρκο Γκόρτσε
Μια κοινή σαλαμάνδρα στο φυσικό περιβάλλον της

Μέρος των Ορέων Γκόρτσε προστατεύεται στο Εθνικό Πάρκο Γκόρτσε (πολωνικά: Gorczański Park Narodowy‎‎), ένα καταφύγιο πτηνών και μια περιοχή διατήρησης της βιοποικιλότητας που ορίστηκε το 1981 από το Βοεβοδάτο Ελάσσονος Πολωνίας,[7] με αυστηρά προστατευόμενη ζώνη που καλύπτει 3.611 εκτάρια,[8] από τη συνολική έκταση των 7.030 εκταρίων του πάρκου, στο ψηλότερο μέρος των Γκόρτσε.[9][10]

Η άγρια ζωή περιλαμβάνει σχεδόν 50 είδη θηλαστικών,[11] με λύκους και λύγκες στην κορυφή, λιγότερο συχνά καφέ αρκούδες[12] και λούτρες (σπάνια ευρωπαϊκή ενυδρίδα), καθώς και δενδροκούναβα και ευρωπαϊκούς ασβούς που συχνά βρίσκονταν να σκάβουν κάτω από λιβάδια. Ο βουνομυωξός και ο δενδρομυωξός προστατεύονται αυστηρά. Υπάρχουν πάνω από 200 κόκκινα ελάφια καταμετρημένα στην περιοχή του πάρκου, καθώς και ζαρκάδια και αγριόχοιροι,[3] αλεπούδες, αγριόγατες, λαγοί, μεφίτιδες και ερμίνες. Τα ερπετά και τα αμφίβια περιλαμβάνουν την κοινή σαλαμάνδρα (λατινικά: Salamandra salamandra‎‎, το μόνο αμφίβιο, ένα από τα δύο Salamandridae) που γεννά πλήρως σχηματισμένους απογόνους σε μεγάλα υψόμετρα[13][14][15] και είναι το σύμβολο του Πάρκου),[10] καθώς και πάνω από 90 είδη πτηνών αναπαραγωγής, όπως κουκουβάγια, αετός, γεράκι, αγριόγαλος, μαυροπελαργός και άλλα.[10]

Στα Γκόρτσε, υπάρχουν εκατοντάδες είδη φυτών, συμπεριλαμβανομένων αλπικών και υποαλπικών φυτών, που αναπτύσσονται σε λιβάδια και ανοιχτές περιοχές. Τα δάση καλύπτουν περίπου το 65% των βουνών, σε 4 διαφορετικά επίπεδα ανάλογα με το υψόμετρο. Τα πιο κοινά είδη δέντρων είναι η οξιά, η πικέα και το έλατο,[3] με μέση ηλικία έως και 100 έτη.[10]

Το τοπίο των Γκόρτσε έχει αλλοιωθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι πρώτοι άποικοι εμφανίστηκαν στην περιοχή Γκόρτσε τον 12ο αιώνα. Το πρώτο μοναστήρι ανεγέρθηκε στο Λούντζμιες από Κιστεριανούς μοναχούς το 1234. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καζίμιρ Γ΄ του Μέγα (Kazimierz Wielki) χτίστηκαν τα πρώτα κάστρα, συμπεριλαμβανομένου του Κάστρου του Τσόρστιν, και περισσότεροι νέοι οικισμοί, όπως το Κροσνιένκο ναντ Ντουνάιτσεμ (1348), το Κλουσκόφτσε (1307), το Γκρίβαουτ (1330) και η Τιλιμανόβα (1336), που ιδρύθηκαν κατά μήκος των συνόρων με το Βασίλειο της Ουγγαρίας, ακολουθούμενα από αυξημένη εμπορική υλοτομία και μεταφορά. Ωστόσο, τα δάση Γκόρτσε υπέφεραν περισσότερο τον 19ο αιώνα κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής κυριαρχίας της Αυστροουγγαρίας. Τα δέντρα κόπηκαν σε μεγάλη κλίμακα, ειδικά σε εύκολα προσβάσιμες περιοχές.[3]

Τα Όρη Γκόρτσε είναι μια δημοφιλής τουριστική περιοχή, με 40 καλά σηματοδοτημένα μονοπάτια για ταξίδια πεζοπορίας διάρκειας 2 έως 4 ωρών, χωρισμένα σε διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας με μέγιστη απόσταση 17 χιλιομέτρων (Μονοπάτι Ράμπα Νίζνα-Τούρμπατς, το οποίο είναι διπλάσιο από το μέσο μήκος).[16] Σημειωτέον, τα χρώματα των μονοπατιών (πινακίδες, τοποθετημένες από την PTTK τόσο για πεζοπόρους όσο και για σκιέρ) δεν υποδηλώνουν επίπεδα δυσκολίας, αλλά μάλλον κύρια και δευτερεύοντα μονοπάτια με διαφορετικό μήκος και προσανατολισμό, όπως για παράδειγμα: το κόκκινο και το μπλε χρώμα υποδηλώνουν μονοπάτια κατευθύνσεις από ανατολή προς δύση και βορρά προς νότο, ενώ οι πιο σύντομοι βρόχοι χρησιμοποιούν γενικά κίτρινο χρώμα.[17]

Πανόραμα των Ορέων Γκόρτσε
  1. Shuttle Radar Topography Mission. GeoNames. www.geonames.org/771859. Ανακτήθηκε στις 2  Σεπτεμβρίου 2017.
  2. GEOnet Names Server. 11  Ιουνίου 2018. -502384.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Μάρεκ Τσιεσκόφσκι (2004). W sercu Beskidów. Geografia i przyroda Gorców (In the Heart of Beskids. Geography and Botany of Gorce). Oficyna Wydawnicza "Rewasz". σελίδες 17–32. ISBN 8389188198. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2013. 
  4. «Obserwatorium astronomiczne na szczycie Suhora (Mount Suhora Observatory)». Pod Jaworzyną (στα Πολωνικά). Poręba Wielka - Koninki. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2013. 
  5. Timothy J. Cooley (2005). Podhale. Indiana University Press. σελίδες 19–. ISBN 0253344891. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2013. 
  6. Parks Board (2012). «Geologia, Wody, Klimat (Geology, Waters, Climate)». Przyroda Gorców (Γεωγραγία των Όρεων Γκόρτσε) (στα Πολωνικά, Αγγλικά, και Γερμανικά). Gorczański Park Narodowy (Εθνικό Πάρκο Γκόρτσε). Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2013. 
  7. «General information with weather and broad selection of photographs». Εθνικό Πάρκο Γκόρτσε (στα Πολωνικά). Gorczański Park Narodowy (Portal turystyczny iGorce.eu). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2013. 
  8. Study group (2013). «Εθνικό Πάρκο Γκόρτσε (GNP). Introduction». Science and research. Κασπέρσκε Χορί: Národní park Šumava. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2013. 
  9. Γιάνους Τομασιέβιτς (2012). «GPN w liczbach (Park in numbers)». O Gorczańskim Parku Narodowym (About) (στα Πολωνικά, Αγγλικά, και Γερμανικά). Gorczański Park Narodowy (Εθνικό Πάρκο Γκόρτσε). Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2013. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 «Gorczanski National Park». Polish National Parks. Πανεπιστήμιο του Πόζναν «Άνταμ Μιτσκιέβιτς». 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2013. 
  11. Marek Cieszkowski (2004). Geografia i przyroda Gorców (Geography and botany of Gorce). Oficyna Wydawnicza "Rewasz". σελίδες 29–. ISBN 8389188198. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2013. Μετάφραση Google: Of the nearly fifty species of mammals living in the mountains and their foothills, in the first place, are the large predatory mammals: wolf and lynx. (Spośród blisko pięćdziesięciu gatunków ssaków zamieszkujących góry i ich podnóża na pierwszym miejscu należy wymienić duże ssaki drapieżne: wilka i rysia.) 
  12. Christopher Servheen (1999). Brown bear range in Poland: Gorce Mountains. IUCN (International Union for Conservation of Nature). σελίδες 90–. ISBN 2831704626. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2013. 
  13. William V. Holt· Amanda R. Pickard (2002). Amphibian reproduction: Fire salamander. Cambridge University Press. σελ. 361. ISBN 9780521011105. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. S. salamandra [Fire salamander] and Mertinsiella caucasica [Caucasian salamander] ... in montane regions ... retain their eggs, later giving birth to well-developed young (D&T, 1986). 
  14. Frank Indiviglio (2010). Fire Salamander: Breeding. Barron's Educational Series. σελ. 79. ISBN 978-0764142437. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. Individuals living at high elevations give birth to fully formed small salamanders, skipping the larval stage completely. 
  15. Zoological Society of San Diego (2013). «Amphibians: Salamander & Newt». Animal Bytes. San Diego Zoo. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2013. "Fun facts • The fire salamander is the only amphibian that does not hatch from an egg. Instead, the babies develop inside the mother’s body" (webpage: left-hand side). 
  16. Γιάνους Βοϊταρόβιτς (2012). «Gorce szlaki turystyczne (trails)». Informator. Gorce (στα Πολωνικά). Baza turystyczna Czorsztyn.com. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2013. 
  17. «Colors of tourist trails (Kolory szlaków turystycznych. Official website. Grupa Beskidzka GOPR. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2013. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]