Dobla
Η dobla (πληθυντικός: doblas), συμπεριλαμβανομένων των dobla castellana (excelente), gran dobla, dobla de la Banda, dobla cruzada, dobla alfonsi και dobla almohade, ήταν το όνομα διαφόρων χρυσών νομισμάτων της Ιβηρικής μεταξύ του 11ου και του 16ου αι., που κυμαίνοντο σε αξία 2 - 870 μαραβεδίων ανάλογα με την εποχή. Το όνομα προήλθε από το "διπλό μαραβέδιο" (εξ ου και "dobla"), όρος που χρησιμοποιούσαν οι Καστιλιάνοι για το μουσουλμανικό δηνάριο, όταν το μαραβέδιο επαναξιολογήθηκε ως ισοδύναμο με το μουσουλμανικό μισό δηνάριο, ή masmudina, από τον Φερδινάνδο Γ΄. Ωστόσο χρόνια αργότερα η dobla αναφερόταν σε διάφορα νέα νομίσματα, και μερικές φορές μία dobla ήταν ίδια με τα νεότερα νομίσματα enrique ή castellano (αλλά η dobla castellana απέκτησε τη διπλάσια αξία τους το 1475). Γενικά η dobla ήταν ένα πολύτιμο χρυσό νόμισμα, ενώ το μαραβέντι υποτιμήθηκε σε αργυρό (περί το 1258) ή πιο σπάνια σε χάλκινο. Τον 16ο αι. η dobla αντικαταστάθηκε από το δουκάδο και στη συνέχεια από το εσκούδο (το 1537) ως το τυπικό χρυσό νόμισμα της Ισπανίας.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη dobla προέρχεται από τα ισπανικά για το "double maravedi" (ισότιμο με ένα μουσουλμανικό δηνάριο), όταν το μαραβέδιο υποτιμήθηκε ως ισοδύναμο με το μουσουλμανικό μισό δηνάριο, ή masmudina. Το μαραβέδιο πήρε το όνομά του από τους Μαυριτανούς Αλμοραβίδες (αραβικά المرابطون al-Murābitũn, ενικός مرابط Murābit). Η αδελφή τού Ερρίκου Α΄ της Καστίλλης, Μπερενγουέλα, και ο ανιψιός του Φερδινάνδος Γ΄, είχαν φτιάξει ένα νέο νόμισμα, που ονομαζόταν επίσης "μαραβέδιο", το οποίο όμως ισοδυναμούσε με το μουσουλμανικό μισό δηνάριο. Επειδή η αξία του ήταν μόνο τα 3/5 της αξίας του μαραβέδιου τού Αλφόνσου Η΄ της Καστίλης, το μουσουλμανικό δηνάριο έγινε γνωστό στους Καστιλιάνους ως το «διπλό» μαραβέδιο ή dobla.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο όρος "dobla" χρησιμοποιήθηκε, αρχικά σήμαινε το μουσουλμανικό δηνάριο, εκατοντάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του ισπανικού δηναρίου. Το χρυσό δηνάριο χτυπήθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία υπό τον Aμπντ-αρ-Ραχμάν Γ΄, εμίρη της Κόρδοβας (912-961). Κατά τον 11ο αι. το δηνάριο έγινε γνωστό ως μοραμπίτ ή μοραμποτίν σε όλη την Ευρώπη, το οποίο εξελίχθηκε σε μαραβέδι. Τον 12ο αι. αντιγράφηκε από τους Χριστιανούς ηγεμόνες Φερδινάνδο Β΄ του Λεόν (1157–1188) και Αλφόνσο Η΄ της Καστίλης (1158–1214). Το χρυσό marabotin ή μαραβέδι του Aλφόνσου Η΄ είχε χριστιανικές επιγραφές στα αραβικά και τα γράμματα ALF στο κάτω μέρος. Το χρυσό μαραβέδι του Φερδινάνδου Β΄ ζύγιζε περίπου 3,8 γραμ.
Ο γιος του Αλφόνσου Η΄, Ερρίκος Α΄ της Καστίλης, συνέχισε να κόβει χρυσά μαραβέδι κατά τη σύντομη βασιλεία του, αλλά η αδελφή του Μπερενγουέλα και ο ανιψιός του Φερδινάνδος Γ΄ έφτιαξαν ένα νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το μουσουλμανικό μισό δηνάριο ή masmudina. Αυτό ονομαζόταν επίσης "μαραβέδιο", αν και η αξία του ήταν μόνο τα 3/5 (περίπου το μισό) του μαραβέδι του Αλφόνσου Η΄. Μετά την εμφάνιση αυτού τού νέου νομίσματος χαμηλότερης αξίας, το μουσουλμανικό δηνάριο έγινε γνωστό στους Καστιλιάνους ως το «διπλό» μαραβέδιο ή dobla. Η χριστιανική εκδοχή της dobla επιβίωσε στην Καστίλη, μέχρι που αντικαταστάθηκε από ένα αντίγραφο του βενετσιάνικου δουκάτου, το ducado, το 1497. Οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες στη Βόρεια Αφρική και τη Γρανάδα συνέχισαν εν τω μεταξύ να κόβουν masmudinas μέχρι τη βασιλεία του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας.
Στην Καστίλη το χρυσό μαραβέδιο (maravedí de oro) έγινε σύντομα η λογιστική μονάδα για τον χρυσό, μαζί με το σολδίο (sueldo, από το solidus) για το αργυρό νόμισμα και το δηνάριο (dinero, από το denarius) για το αργυρόχαλκο νόμισμα από κράμα (billon, ισπαν.: vellón).
Η περιεκτικότητα σε χρυσό του μαραβέδιου έπεσε σε ένα γραμμάριο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιακώβου Α΄ της Αραγονίας (1213–1276) και συνέχισε να πέφτει, και τελικά έγινε αργυρό νόμισμα γύρω στο 1258 υπό τον Αλφόνσο Ι΄ της Καστίλλης (1252–1284). Μέχρι εκείνη τη στιγμή η λέξη maravedí χρησιμοποιείτο για ένα συγκεκριμένο νόμισμα επίσημα, για οποιοδήποτε νόμισμα στην καθομιλουμένη, και ως συνώνυμο τού ίδιου του χρήματος, με αποτέλεσμα κάποια σύγχυση στην ερμηνεία των αναφορών του 13ου αι, σε χρήματα, αξίες και νομίσματα.
Ο Aλφόνσος Ι΄ για παράδειγμα, έφτιαξε τρεις εκδόσεις vellón, σε καθεμία από τις οποίες το νέο νόμισμα ονομαζόταν μαραβέδιο. Αλλά και το βασικό του αργυρό νόμισμα του 1258-1271 ονομαζόταν αργυρό μαραβέδιο (maravedí de plata). Ζύγιζε 6,00 γραμ. και περιείχε 3,67 γραμ. καθαρού αργύρου. Άξιζε 30 δηνάρια. Εκείνη την εποχή, τα λογιστικά χρήματα ήταν τα μαραβέδια των 15 σολδίων ή 180 δηναρίων, έτσι ώστε ένα μαραβέδιο ως λογιστική μονάδα άξιζε 6 αργυρά μαραβέδια.
Το αργυρό μαραβέδιο των λογιστών αντιπροσώπευε (σύμφωνα με μία ερμηνεία) περίπου 22 γραμ. αργύρου το 1258. Αυτό είχε πέσει στα 11 γραμ. το 1271, στα 3 γραμ. το 1286 και στο 1,91 γραμ. το 1303. Το χρυσό μαραβέδιο είχε εξαφανιστεί ως λογιστικό χρήμα μέχρι το 1300. Το αργυρό μαραβέδιο (maravedí de plata) άρχισε σταδιακά να χρησιμοποιείται ως λογιστικό χρήμα για μεγαλύτερα ποσά, για την αξία των χρυσών νομισμάτων και για την τιμή νομισματοκοπείου τού αργύρου, και τελικά αντικατέστησε το σολδίο (sueldo) ως την κύρια λογιστική μονάδα. Ο Αλφόνσος ΙΑ΄ (1312–1350) δεν αποκάλεσε κανένα από τα νομίσματά του μαραβέδια και εφεξής ο όρος χρησιμοποιήθηκε μόνο ως λογιστική μονάδα και όχι ως όνομα νομίσματος.
Το αρχαίο μέτρο της Μέκκας, που ορίστηκε από τον Μωάμεθ και γνωστό στα Ισπανικά Καστίλης ως mitcal de la ley, συνέχισε να αποτελεί τη βάση για τη μέτρηση της περιεκτικότητας σε μέταλλα των Καστιλιανών νομισμάτων κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Το Καστιλιανό μάρκο ήταν επομένως μικρότερο από αυτό της υπόλοιπης δυτικής Ευρώπης, έτσι ώστε να συμμορφώνεται με το mitcal. Η dobla συνεχίστηκε με αυτή τη μορφή μέχρι τη βασιλεία των Καθολικών Μοναρχών, αλλά υπήρξαν πολλές παραλλαγές στην ιστορία των Καστιλιανών νομισμάτων στα ενδιάμεσα χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των βασιλειών του Ιωάννη Β΄ και του Ερρίκου Δ΄. Μία επιπλοκή ήταν η κοπή από τον Ιωάννη Β΄ μερικών doblas, που κατασκευάζοντο από μέταλλο νομισμάτων από τη μουσουλμανική Μάλαγα. Αυτά ονομάστηκαν doblas de la banda και χρησιμοποιήθηκαν για πολλά χρόνια, αν και δεν ήταν από τόσο καθαρό το μέταλλο, όσο η παραδοσιακή μορφή των νομισμάτων, που στη βασιλεία του ήταν γνωστά ως doblas cruzadas, από τον σταυρό που απεικονιζόταν επάνω τους.
Ο 15ος αι. ήταν περίοδος ακραίας νομισματικής σύγχυσης στην Καστίλλη, φτάνοντας στο αποκορύφωμα υπό τον Ερρίκο Δ΄ (1454–1474), ο οποίος ξεκίνησε ένα απλοποιημένο πρότυπο για τα νομίσματα. Στη Συνέλευση (Cortes) της Σεγόβια το 1471, ο Ερρίκος Δ΄ προσπάθησε να επιλύσει τη νομισματική αναρχία, που επικρατούσε τότε στο βασίλειό του. Επανεκτίμησε το νόμισμα τού χρυσού αποκαθιστώντας την παλαιά dobla, για να αντικαταστήσει το dobla de la banda και ονόμασε το νέο χρυσό νόμισμα enrique, castellano ή dobla castellana. Στη συνέχεια, ο Ερρίκος Δ΄ όρισε το «ρεάλ» (real) ως το τυπικό αργυρό νόμισμα, με το blanca και το media blanca (μισό) ως νομίσματα χαμηλής αξίας, από κράμα αργύρου με χαλκό (billon, ισπαν.: vellón). Περισσότερα από εκατό νομισματοκοπεία, συν πολλά παράνομα, αντικαταστάθηκαν από μόλις έξι νομισματοκοπεία: στις πόλεις Μπούργος, Λα Κορούνια, Κουένκα, Σεγόβια, Σεβίλλη και Τολέδο. Ωστόσο ο Ερρίκος Δ΄ δεν είχε τα μέσα, για να επιβάλει τους νομισματικούς νόμους.
Έτσι ο Φερδινάνδος Β΄ και η Ισαβέλλα θεώρησαν απαραίτητο να επιβεβαιώσουν τα νομισματικά διατάγματα. Στην επικύρωσή τους, που εκδόθηκε στη Σεγκόβια στις 20 Φεβρουαρίου 1475, υιοθέτησαν τα νομίσματα και τις ισοτιμίες τού Ερρίκου Δ΄ για τις doblas και τα reales όσον αφορά τα μαραβέδια, τα οποία από τον 15ο αι. είχαν εκφυλιστεί σε ένα νόμισμα από κράμα (vellon). Σύμφωνα με τις διατάξεις 1471, μόνο μισά μαραβέδια, ή blancas, κόπηκαν. Η επικύρωση του 1475 έθεσε το ρεάλ σε 30 μαραβέδια. Το τυπικό χρυσό νόμισμα, το dobla castellana, ονομάστηκε excelente και αποτιμήθηκε σε 870 μαραβέδια (mrs), ενώ το enrique και castellano συνέχισαν στη μισή αξία, 435 μαραβέδια. Το dobla de la banda, το οποίο ήταν ακόμα σε χρήση, αν και δεν κόπηκε πλέον, αποτιμήθηκε σε 335 μαραβέδια.
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Frey, Albert R. (1916), «A dictionary of numismatic names: their official and popular designations», American Journal of Numismatics I: 143.
- Sédillot, René (1955), Toutes les monnaies du monde, Paris: Recueil Sirey, σελ. 170–171, 325–326.
- Shaw, W.A. (1967), The history of currency 1251 to 1894: being an account of the gold and silver moneys and monetary standards of Europe and America, together with an examination of the effects of currency and exchange phenomena on commercial and national progress and well-being, New York: G.P. Putnam's Sons, reprinted by Augustus M. Kelley, σελ. 319–344, LC 67·20086.
- Sedwick, Daniel (January 1995), Practical Book of Cobs: History, Identification, Shipwrecks, Values, Market, Coin Photos, ISBN 99913-0-101-1.