Τεταρτηρόν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το τεταρτηρόν νόμισμα, που σημαίνει κυριολεκτικά το 1/4, είναι όρος, που χρησιμοποιήθηκε σε δύο περιπτώσεις: α. Ένα χρυσό νόμισμα, παράλληλα με το ιστάμενον το χρυσό νόμισμα του κράτους, που κόπηκε το διάστημα δεκαετία του 960 - 1092. β. Ένα χάλκινο που χρησιμοποιήθηκε από το 1092 ως το β' ήμισυ του 13ου αι.

Το χρυσό τεταρτηρό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσό τεταρτηρό της Θεοδώρας των Μακεδόνων (1055-56). IC XC / ΘΕΟΔΩ. ΑVΓΟΥC.

Ο Κωνσταντίνος Α΄ (306-337) είχε ορίσει το χρυσό νόμισμα να είναι ο υψηλής ποιότητας σόλιδος ή νόμισμα και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το διατήρησε σε σταθερό βάρος και περιεκτικότητα σε χρυσό. Όμως ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969) εισήγαγε το ιστάμενον, που ήταν κατά 2 κεράτια (κατά 1/12) ελαφρότερο από το προηγούμενο.

Ο ακριβής λόγος για την εισαγωγή των τεταρτηρών είναι ασαφής. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζωναρά αυτό έγινε για να αυξηθούν τα έσοδα: οι φόροι πληρωνόταν με το ιστάμενον, ενώ το κράτος πλήρωνε τις δαπάνες του με το μικρότερης αξίας τεταρτερόν, το οποίο ήταν επίσημα ισότιμο με το ιστάμενο. Οι ερευνητές της εποχής μας εναλλακτικά προτείνουν, ότι το τεταρτερό ήταν μίμηση του χρυσού dinar των Μουσουλμάνων και εχρησιμοποιείτο στις ανατολικές επαρχίες, που είχαν πρόσφατα κατακτηθεί από τους Άραβες, ή ίσως ήταν μία προσπάθεια νομισματικής μεταρρύθμισης, που επρόκειτο να αντικαταστήσει το ιστάμενο, η οποία όμως απορρίφθηκε τελικά. Όπως και να είναι, το τεταρτηρόν εκδόθηκε σε μικρές ποσότητες τον 10ο αι. και μόνο από τα μέσα του 11ου αι. κόπηκε σε ποσότητες, που αγγίζουν αυτές του ιστάμενου.

Αρχικά τα δύο νομίσματα ήταν πρακτικά αξεχώριστα, εκτός από το βάρος. Κατά τα τέλη της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ (976-1025) το τεταρτηρό άρχισε να κόβεται σε λεπτότερη και μικρότερη μορφή, ενώ αντίθετα το ιστάμενο έγινε πιο χοντρό και ευρύτερο. Μόνο κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028) τα δύο νομίσματα απέκτησαν διαφορετική εικονογραφία. Aπό τα μέσα του 11ου αι. το τεταρτηρό είχε διάμ. 18 χλστ. και το βάρος του σταθεροποιήθηκε στα 3,98 γραμ., δηλ. 3 καράτια λιγότερα από το ιστάμενο, που είχε διάμ. 25 χλστ. (αντί των 20 χλστ. του σόλιδου) και είχε αποκτήσει μία ελαφρά κυρτή (σκυφάτη) μορφή. Πάντως με αρχή τον Μιχαήλ Δ΄ (1034-1041), πρώην δανειστή, η περιεκτικότητα σε χρυσό άρχισε να μειώνεται και έτσι το νόμισμα να υποτιμάται. Έπειτα από μία περίοδο σχετικής σταθερότητας π. 1055-70, η περιεκτικότητα σε χρυσό μειώθηκε δραματικά στην περίοδο κρίσης των δεκαετιών 1070 και 1080. Κατά τα πρώτα 11 έτη της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού κόπηκαν τα τελευταία χρυσά/ηλέκτρινα[1] τεταρτερά. Ο Αυτοκράτορας αναμόρφωσε όλο το Ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα το 1092 και εξάλειψε τα χρυσά/ηλέκτρινα τεταρτηρά και τα χρυσά/ηλέκτρινα ιστάμενα. Στη θέση τους εισήγαγε ένα νέο χρυσό νόμισμα, το υπέρπυρον.

Το χάλκινο τεταρτηρό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάλκινο τεταρτηρό του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180). ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟC / ΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕCΠΟΤΗC.

Το 1092 ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) άλλαξε το νομισματικό σύστημα και εισήγαγε το υπέρπυρον ως χρυσό νόμισμα αντί των ισταμένων και των τεταρτηρών. Αντί του φόλλι εισήγαγε ένα νέο χάλκινο νόμισμα, που φαίνεται πως επειδή ήταν ίδιων διαστάσεων και υφής με το χρυσό τεταρτηρό, ονομάστηκε τεταρτηρό ή ταρτερό. Άλλη εξήγηση του ονόματός του είναι, ότι άξιζε το 1/4 του φόλλι που αντικατέστησε. Το νέο χάλκινο ήταν επίπεδο, βάρους 4 γραμ. και αρχικά ήταν το 1/864 του χρυσού υπέρπυρου. Κόπηκε σε μεγάλες ποσότητες και σε μεγάλη ποικιλία σεδίων, ιδίως τον 12ο αι. Επίσης κόπηκε ένα ήμισυ τεταρτερού. Και τα δύο νομίσματα έμειναν σχετικά σταθερά σε βάρος, αλλά άρχισαν να εμφανίζονται λιγότερο συχνά προς το τέλος του 13ου αι.

Τον 13ο αι. χάλκινα τεταρτερά κόπηκαν από τους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης στηις δεκαετίες του 1230 και του 1240, όπως επίσης και από την Αυτοκρατορία στη Νίκαια (1204-1261). Με την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας το 1261 φαίνεται, πως αντικαταστάθηκαν από ένα νέο τύπο χάλκινων νομισμάτων, τα ασσάρια.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ήλεκτρο = κράμα χρυσού και αργύρου

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Grierson, Philip (1982). Byzantine Coins. London: Methuen. ISBN 978-0-416-71360-2.
  • Grierson, Philip (1999). Byzantine Coinage (PDF). Washington, DC: Dumbarton Oaks. ISBN 978-0-88402-274-9.
  • Hendy, Michael F. (1985). Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300–1450. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-24715-2.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.
  • Димов, Г. Провалите и фалшификациите във византийската монетна политика през X век. Появата на тетартерон и диотетартетон номизма. - В: Mediaevalia, 3, 2011, 237-245.