Χαλικοκυλιστής (γένος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χαλικοκυλιστής (γένος)
Ενήλικος χαλικοκυλιστής στο αναπαραγωγικό πτέρωμα
Ενήλικος χαλικοκυλιστής στο αναπαραγωγικό πτέρωμα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae)
Υποοικογένεια: Αρεναριίνες (Arenariinae)
Γένος: Xαλικίας [i] (Arenaria) Brisson, 1760 F
Είδος: 2 είδη (βλ. Κείμενο)

Χαλικοκυλιστής είναι η γενική ονομασία χαραδριόμορφων καλοβατικών πτηνών της οικογενείας των Σκολοπακιδών. Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι Arenaria και περιλαμβάνει 2 είδη. [1]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους arenaria «αρεναρία» [2] προέρχεται πιθανότατα από τη λατινική hărēnārĭus, -a - um, [adj.] < harena, που σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με την αρένα» -και κατ’επέκτασιν με την άμμο της αρένας- και παραπέμπει στα ενδιαιτήματα του πτηνού. [3]

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος Arenaria περιγράφηκε από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806), το 1760. [4] Αποτελεί διακριτό κλάδο εντός της οικογενείας των Σκολοπακιδών, την υποοικογένεια Arenariinae, που περιλαμβάνει μόνο το συγκεκριμένο γένος (μονοτυπικό). [5]. Ο, φυλογενετικά, πλησιέστερος συγγενής του γένους Arenaria είναι το γένος Calidris, [6] με το οποίο, πιθανόν, να σχηματίζουν το taxon Calidriini. [7]

Ένα αποσπασματικό απολίθωμα ταρσομεταταρσίου (tarsometatarsus) που βρέθηκε στην Κομητεία Edson Sherman, του Κάνσας, εμφανίζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θυμίζουν «χαλικοκυλιστές» και χρονολογείται από τα μέσα της περιόδου Blancan, περίπου 4 - 3.000.000 χρόνια πριν. [8]

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρ. Eίδος Επικράτειες κατανομής Μορφές μετακίνησης Σημειώσεις
1 Arenaria interpres Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Αμερική, Ωκεανία ΠΜ, ΜΜ, (Ε)
2 Arenaria melanocephala Βόρεια Αμερική, Κεντρική Αμερική ΠΜ

Πηγές: [9][10][11][12]

ΠΜ = Πλήρως μεταναστευτικό, ΜΜ = Μερικώς μεταναστευτικό, ΕΠ = Επιδημητικό (καθιστικό/μόνιμο)

(σημ: με έντονα γράμματα η μορφή μετακίνησης της πλειονότητας των πληθυσμών, σε παρένθεση το μικρότερο ποσοστό και με έντονα πλάγια γράμματα το είδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χαλικοκυλιστές είναι καλοβατικά πτηνά παράκτιων θέσεων που, κινούνται σε μια ζώνη 1-2 χλμ. από τα σημεία που σκάει το κύμα και, σπάνια, απαντούν στα ηπειρωτικά. Βέβαια, κατά τις μεταναστεύσεις παρατηρούνται αναγκαστικά σε εσωτερικά ύδατα (συνήθως όχθες λιμνών και ποταμών), ιδιαίτερα όταν το μεταναστευτικό ταξίδι περιλαμβάνει σταθμούς ανάπαυλας.

Γενικά, φωλιάζουν σε βραχώδεις ακτές, αμμώδεις παραλίες με ξεβρασμένα φύκια, παράλια αλίπεδα με πόες του γένους Cyperaceae (βούρλα κ.ο.κ.), τούνδρα με νανώδεις θάμνους, κ.λπ.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλες οι χαλικοκυλιστές, χαρακτηρίζονται από το «κοντόχονδρο» παρουσιαστικό τους , με χαρακτηριστικό μοτίβο στο πτέρωμα και ασπρόμαυρους ή καφέ-λευκούς χρωματισμούς. Το ράμφος τους είναι κοντό, αλλά λεπταίνει από την βάση προς το άκρο και έχει οξύ, ελαφρώς ανασηκωμένο άκρο.

Ενήλικος μαύρος χαλικοκυλιστής στο αναπαραγωγικό πτέρωμα

Οι ταρσοί είναι κοντοί, πορτοκαλί ή κοκκινωποί και τα φύλα παρόμοια, που εμφανίζουν εποχικό διμορφισμό, με διαφορετικό πτέρωμα στην περίοδο αναπαραγωγής. (βλ. λεπτομέρειες στα επί μέρους είδη)

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (21-) 22 έως 25 (-26)εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (43-) 50 έως 55 (-57) εκατοστά.
  • Βάρος: 100 έως 160 (-170) γραμμάρια

(Πηγές: [13][14][15][16][17][18])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χαλικοκυλιστές είναι πτηνά που, κατά βάσιν, τρέφονται με ασπόνδυλα (invertivores), κυρίως καρκινοειδή, θηκόστρακα, πεταλίδες, μαλάκια, εχινόδερμα και μικρά ψάρια. Επίσης, με Δίπτερα έντομα (ενήλικα και προνύμφες), καθώς και προνύμφες από Λεπιδόπτερα, Υμενόπτερα, Κολεόπτερα και αράχνες, ενώ κατά καιρούς περιλαμβάνεται επίσης φυτικό υλικό, [19] κυρίως στην αρχή της σεζόν, [20] αβγά πουλιών και θνησιμαία.

Οι χαλικοκυλιστές υιοθετούν ποικιλία τεχνικών για να εντοπίσει και να συλλάβει το θήραμα, κυρίως όμως, αναποδογυρίζουν πέτρες ή άλλα αντικέιμενα -τεχνική στην οποία οφείλει τη λαϊκή του ονομασία- με το ράμφος του, για να αποκαλύψουν κυρίως γαστερόποδα του γένους Littoraria και αμφίποδα της οικογενείας Gammaridae.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι χαλικοκυλιστές «κινούνται» μεταξύ αυτών των τεχνικών διατροφής, με βάση την ατομική προτίμηση, το φύλο και την κοινωνική θέση, σε σχέση με άλλα άτομα του ιδίου είδους. Σε μελέτη πληθυσμού, τα κυρίαρχα άτομα έτειναν να υιοθετούν την πρώτη τεχνική (περιήγηση) ενώ, ταυτόχρονα, παρεμπόδιζαν τα κατώτερα στην ιεραρχία άτομα να κάνουν το ίδιο. Όταν αυτά τα κυρίαρχα άτομα απομακρύνθηκαν προσωρινά, μερικοί από τους «υφισταμένους» άρχισαν να εφαρμόζουν το ίδιο, ενώ άλλοι δεν έδειξαν καμία αλλαγή στην στρατηγική αναζήτησης τροφής. (βλ. λεπτομέρειες στα επί μέρους είδη)

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(βλ. δείγματα φωνής στα λήμματα των επί μέρους ειδών).

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρή ομάδα από χαλικοκυλιστές με διαφορετικά μοτίβα στο πτέρωμα

Παρόλο που οι χαλικοκυλιστές αναπαράγονται κατά τα καλοκαίρια των αντιστοίχων οικοζωνών, σε κάποιες περιοχές του Νοτίου Ημισφαιρίου, η περίοδος φωλιάσματος, είναι μεταβλητή, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και τη διαθεσιμότητα του νερού. Είναι μονογαμικά πτηνά και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.

Οι χαλικοκυλιστές φωλιάζουν σε μοναχικά ζυγάρια ή κατά χαλαρές αποικίες, ακόμη και αν δείχνουν έντονη διάθεση προστασίας του ζωτικού τους χώρου, με διαμάχες μεταξύ γειτονικών ζευγαριών, ενώ πριν το ζευγάρωμα προηγούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας. Η φωλιά δεν είναι παρά μια ρηχή κοιλότητα, εντελώς άδεια από υλικό επίστρωσης ή, κάποιες φορές, υπάρχει λιγοστό, νεκρό φυτικό υλικό.

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Η γέννα αποτελείται από 4 υποελλειπτικά προς οβάλ, κηλιδωτά και ελειοπράσινα αβγά, η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 21 έως 25 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, αφήνουν σχεδόν αμέσως την φωλιά, επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα τρέφονται μόνοι τους.

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, το γένος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και η IUCN κατατάσσει τα είδη στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Σπάνια λόγια ονομασία κατά Harriet I. Jorgensen, Nomina Avium Europaearum. Copenhagen, 1958 [21] Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόδοση είναι παντελώς τεχνητή και ουδεμία σχέση έχει με την λατινική ονομασία του πτηνού (βλ. Ονοματολογία)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 142-3
  2. ΠΛ, 3:574
  3. http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.7:154.lewisandshort[νεκρός σύνδεσμος]
  4. Howard and Moore, p. 142
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2015. 
  6. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC184354/pdf/1471-2148-3-16.pdf?origin=publication_detail
  7. Thomas et al
  8. Wetmore
  9. Howard and Moore, p. 142-3
  10. IUCN maps
  11. http://ibc.lynxeds.com
  12. avibase.bsc-eoc.org
  13. http://www.ibercajalav.net
  14. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob5610.htm
  15. planetofbirds.com
  16. http://www.hbw.com/species/ruddy-turnstone-arenaria-interpres
  17. planetofbirds.com
  18. http://www.hbw.com/species/black-turnstone-arenaria-melanocephala
  19. Colston & Burton
  20. del Hoyo et al
  21. Απαλοδήμος, σ. 64

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Thomas, Gavin H.; Wills, Matthew A. & Székely, Tamás (2004). "A supertree approach to shorebird phylogeny". BMC Evolutionary Biology 4: 28. doi:10.1186/1471-2148-4-28. PMC 515296. PMID 15329156. Supplementary Material
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dunning, John Jr. CRC Handbook of Avian Body Masses by John B. Dunning Jr. (Editor). CRC Press (1992), ISBN 978-0-8493-4258-5.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Wetmore, Alexander (1937). "The Eared Grebe and other Birds from the Pliocene of Kansas" (PDF). Condor 39 (1): 40. doi:10.2307/1363487

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»