Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τσαμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Τσαμ είναι εθνότητα αυστρονησιακής καταγωγής στη ΝΑ Ασία. Σήμερα ο πληθυσμός τους συγκεντρώνεται μεταξύ της επαρχίας Καμπόνγκ Τσαμ της Καμπότζης και των επαρχιών Φαν Ρανγκ-Θαπ Τσαμ, Φαν Θιετ, της πόλης Χο Τσι Μινχ (η πρώην Σαϊγκόν) και της επαρχίας Αν Τζιανγκ στο κεντρικό Βιετνάμ. Ακόμη 4.000 Τσαμ ζουν στη Μπανγκόνγκ της Ταϊλάνδης, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει εκεί κατά τη βασιλεία του Ράμα Α΄, ιδρυτή της δυναστείας Τσάκρι που κυβερνά την Ταϊλάνδη (τότε Σιάμ). Οι σύγχρονοι μετανάστες είναι κυρίως μαθητές και εργάτες, που προτιμούν την αναζήτηση εκπαίδευσης και εργασίας στις νότιες μουσουλμανικές επαρχίες Πατάνι, Ναραθιβάτ, Γιάλα και Σόνγκλα της Ταϊλάνδης. Οι Τσαμ αντιπροσωπεύουν τον πυρήνα των μουσουλμανικών κοινοτήτων τόσο στην Καμπότζη όσο και στο Βιετνάμ.

Από τον 2ο έως τα μέσα του 15ου αιώνα μ.Χ. οι Τσαμ κατοικούσαν στην περιοχή Τσάμπα, μια έκταση ανεξάρτητων πριγκιπάτων στο κεντρικό και νότιο Βιετνάμ. Ομιλούν τη γλώσσα Τσαμ, μια μαλαιοπολυνησιακή γλώσσα της αυστρονησιακής οικογένειας γλωσσών. Οι Τσαμ και οι Μαλαίοι είναι οι μόνες αξιοσημείωτες σε μέγεθος αυστρονησιακές εθνότητες οι οποίες είχαν εγκατασταθεί κατά την Εποχή του Σιδήρου ανάμεσα στους παλαιότερους αυστροασιατικούς πληθυσμούς στη ΝΑ Ασία.

Αν και η αυστρονησιακή καταγωγή, τα ίχνη και η χρονολογία της μετανάστευσής τους παραμένουν αντικείμενο διαμάχης, θεωρείται ότι οι Τσαμ έφτασαν στη ΝΑ Ασία μέσω της νήσου Βόρνεο. Η ΝΑ Ασία είχε κατοικηθεί κατά μήκος των χερσαίων οδών από εθνότητες της αυστροασιατικής γλωσσικής οικογένειας, όπως τους Μον και τους Χμερ γύρω στο 3000 π.Χ., οι δε Τσαμ ως ικανοί θαλασσοπόροι γύρω στο 2000 π.Χ. κατοίκησαν και σύντομα κυριάρχησαν στο παραθαλάσσιο τμήμα της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Τα παλαιότερα αρχεία για την παρουσία των Τσαμ στην Ινδοκίνα χρονολογούνται από το 2ο αιώνα μ.Χ. Το θαλάσσιο εμπόριο ήταν το κυρίαρχο συστατικό μιας ανθηρής οικονομίας, καθώς τα κέντρα κατοίκησης και ισχύος γύρω από τις εκβολές των ποταμών κατά μήκος της ακτής ήλεγχαν τις εισαγωγές/εξαγωγές της ηπειρωτικής ΝΑ Ασίας. Η κατοχή επιπλέον εδάφους δεν αποτελούσε το κύριο θέμα ενασχόλησης των ελίτ. Το μέγεθος της Τσάμπα κατά την εποχή της ακμής της τον 9ο και 10ο αιώνα μ.Χ. δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό της αρχικής περιόδου σχηματισμού της.

Τα πριγκηπάτα της Τσάμπα υπέστησαν όπως και αναρίθμητες άλλες πολιτικές οντότητες της ΝΑ Ασίας, τη διαδικασία της ινδοποίησης, ως αποτέλεσμα αιώνων κοινωνικοοικονομικής αλληλεπίδρασης, υιοθετώντας πολιτιστικά και θεσμικά στοιχεία από την προϊσλαμική Ινδία και τον υψηλό πολιτισμό της. Από τον 8ο αιώνα μ.Χ. και μετά το εμπόριο και γενικώς η ναυτιλία της Ινδίας εξαρτάτο πλέον από μουσουλμάνους από περιοχές όπως το Γκουτζαράτ. Οι ισλαμικές ιδέες αποτέλεσαν τμήμα του ευρύτερου πλαισίου συναλλαγών, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι με τον Ινδουϊσμό και τον Βουδισμό πρωτύτερα. Οι Τσαμ υιοθέτησαν αυτές τις ιδέες τον 11ο αιώνα. Αυτό φαίνεται στην αρχιτεκτονική των ναών τους, που μοιράζεται ομοιότητες με αυτόν των ναών του Άνγκορ. Ο Αντ-Ντιμάσκι γράφει το 1325: "Η χώρα της Τσάμπα.... κατοικείται από μουσουλμάνους και ειδωλολάτρες. Η μουσουλμανική θρησκεία έφτασε εκεί τον καιρό του χαλίφη Ουθμάν....και του Αλή, πολλοί μουσουλμάνοι που είχαν εκδιωχθεί από τους Ομαγιάδες και τη Χετζάζη, κατέφυγαν εκεί".

Στο βιβλίο Ταογί Τσιλιουέ ("Σύντομη περιγραφή των νησιωτών βαρβάρων" σε ελεύθερη μετάφραση), ένα βιβλίο που γράφτηκε γύρω στα 1339 μ.Χ. από τον Κινέζο ταξιδευτή, Ουάνγκ Τα-γιουάν, αναφέρεται ότι στα λιμάνια της Τσάμπα, οι γυναίκες Τσαμ παντρεύονταν με Κινέζους εμπόρους. Ένας Κινέζος έμπορος από την Καντόνα, ο Ουάνγκ Γιουάν-μάο, που εμπορευόταν εκτενώς με την Τσάμπα, παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα των Τσαμ.

Τον 12ο αιώνα, οι Τσαμ πολέμησαν σε μια σειρά πολέμων με την Αυτοκρατορία των Χμερ στη δύση. Το 1177, οι Τσαμ και οι σύμμαχοί τους εξαπέλυσαν επίθεση με σημείο εξόρμησης τη λίμνη Τονλέ Σαπ, καταφέρνοντας να καταστρέψουν την πρωτεύουσα των Χμερ. Παρ' όλα αυτά, το 1181, ηττήθηκαν τελικώς από τον βασιλιά των Χμερ, Τζαγιαβαρμάν Ζ΄.

Η βιετνάμεζικη εισβολή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα χρόνια μεταξύ της ανόδου της Αυτοκρατορίας των Χμερ γύρω στο 800 μ.Χ. και τη μετανάστευση των Βιετναμέζων νοτιότερα, αλλά και αργότερα, η Τσάμπα άρχισε να συρρικνώνεται εδαφικά. Στον πόλεμο Βιετναμέζων-Τσαμ το 1471, οι δεύτεροι υπέστησαν σοβαρές ήττες, στις οποίες 120.000 Τσαμ σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, και το βασίλειο της Τσάμπα συρρικνώθηκε σε ένα μικρό ενκλάβιο με επίκεντρο τη σημερινή βιετναμέζικη πόλη Να Τρανγκ (Καουθάρα στη γλώσσα των Τσαμ), ενώ πολλοί Τσαμ κατέφυγαν στην Καμπότζη.

Ένας αριθμός Τσαμ κατέφυγε επίσης διά θαλάσσης στη Μαλαϊκή Χερσόνησο και τον 15ο αιώνα, μια αποικία των Τσαμ ιδρύθηκε στη Μαλάκκα. Οι Τσαμ ήρθαν σε επαφή εκεί με το σουνιτικό Ισλάμ, καθώς το Σουλτανάτο της Μαλάκκα ήταν από το 1414 μ.Χ., επισήμως μουσουλμανικό. Ο βασιλιάς της Τσάμπα έγινε στη συνέχεια σύμμαχος του σουλτανάτου του Τζοχόρ (το τμήμα του σουλτανάτου της Μαλάκκα που δεν υπέκυψε στους Πορτογάλους). Το 1594, η Τσάμπα έστειλε τις στρατιωτικές της δυνάμεις να πολεμήσουν μαζί με τις δυνάμεις του Τζοχόρ εναντίον της πορτογαλικής κατοχής της Μαλάκκα. Μεταξύ των ετών 1607 και 1676, ένας από τους βασιλιάδες της Τσάμπα προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ, το οποίο αποτέλεσε πλέον το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κοινωνίας των Τσαμ. Οι Τσαμ υιοθέτησαν επίσης το αραβικό αλφάβητο Τζαβί.

Ιστορικά αρχεία στην Ινδονησία δείχνουν τη μεγάλη επιρροή της βασίλισσας Ντβαραβάτι, μιας μουσουλμάνας πριγκίπισσας με καταγωγή από το βασίλειο της Τσάμπα, επί του συζύγου της, Κερταβιτζάγια, έβδομου στη σειρά αυτοκράτορα της Αυτοκρατορίας των Ματζαπαχίτ (θαλάσσια αυτοκρατορία με επίκεντρο την νήσο Ιάβα), σε τέτοιο βαθμό που ο βασιλικός οίκος των Ματζαπαχίτ τελικώς προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στον προσηλυτισμό ολόκληρης της περιοχής. Οι Τσαμ εμπορεύονταν και είχαν στενούς πολιτιστικούς δεσμούς με το ναυτικό βασίλειο της Σριβιτζάγια (θαλάσσια αυτοκρατορία με επίκεντρο τη νήσο Σουμάτρα, 650 μ.Χ. – 1377) στο Μαλαϊκό Αρχιπέλαγος το οποίο και διαδέχθηκε η Αυτοκρατορία των Ματζαπαχίτ (1293–1527).