Ulva rigida

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ulva rigida

Η Ulva rigida είναι μακροφύκος που αναπτύσσεται σε παράκτια ύδατα και εκβολές ποταμών. Εντοπίζεται ευρέως στη Μεσόγειο, ειδικότερα και σε ακτές της Ελλάδας.[1][2] Αποτελείται από λεπτούς, πεπλατυσμένους θαλλούς, τα κύτταρα των οποίων έχουν ομοιόμορφη δομή.[1] Συχνά πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να χρησιμοποιηθεί ως «βιολογικός ενδείκτης» για την εκτίμηση της ρύπανσης από μέταλλα σε παράκτια συστήματα, καθώς, μεταξύ άλλων συλλέγεται εύκολα, βιοσυσσωρεύει υψηλές συγκεντρώσεις μεταλλικών στοιχείων και αντανακλά τις συγκεντρώσεις των μετάλλων στο θαλάσσιο περιβάλλον (ίζημα, νερό).[1][2] Επίσης, είδη του γένους Ulva έχουν προταθεί ως «βιολογικοί ενδείκτες» ρύπανσης από θρεπτικά ιόντα (ευτροφισμός).[1][2]

Ως “βιολογικός ενδείκτης” ρύπανσης του περιβάλλοντος από μέταλλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταλλικά στοιχεία (π.χ. σίδηρος, μόλυβδος, ψευδάργυρος, χαλκός, κάδμιο, κοβάλτιο, χρώμιο, νικέλιο) εισέρχονται στα υδάτινα οικοσυστήματα, διαλύονται στο νερό, καθιζάνουν στον πυθμένα ή εισέρχονται, μέσω των τροφικών αλυσίδων σε υδρόβιους οργανισμούς.[1][2] Πολλά από αυτά δρουν συνεργητικά ή ανταγωνιστικά με άλλα μέταλλα ή με μακροστοιχεία του θαλάσσιου ύδατος (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο).[2] Τα μέταλλα καταλήγουν στο υδάτινο περιβάλλον μέσω των πλήρως ή μερικώς επεξεργασμένων αστικών, γεωργικών (λιπάσματα) και βιομηχανικών αποβλήτων, που προκύπτουν από μεταλλουργία, διύλιση πετρελαίου, βυρσοδεψία ή παραγωγή άλλων χημικών, ή μέσω διαρροών υγρών καυσίμων και λιπαντικών των μηχανοκίνητων πλοίων.[1][2] Η αξιοποίηση φυκών ως «βιολογικοί ενδείκτες» για την εκτίμηση της ρύπανσης από μεταλλικά στοιχεία αποτυπώνει την μακροπρόθεσμη επίδραση των ρυπαντών στους οργανισμούς αυτούς.[1]

Στο Θερμαϊκό κόλπο η Ulva rigida είναι βιοσυσσωρευτής αρκετών μεταλλικών στοιχείων και έχει προταθεί ως «βιολογικός ενδείκτης» για αρκετά από τα στοιχεία αυτά. Επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι το φύκος αυτό προσλαμβάνει μέταλλα, η συσσώρευση των οποίων στους ιστούς του φύκους σχετίζεται με το βιολογικό κύκλο του, αλλά και από  τη διαθεσιμότητα και τις συγκεντρώσεις τους στο ίζημα και στο νερό.[1][2] Η διαθεσιμότητα των μετάλλων στα φύκη εξαρτάται από γεωχημικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος (pH, αλατότητα, θερμοκρασία, φως, αιωρούμενα σωματίδια, οργανική ύλη) αλλά και από βιολογικές διεργασίες, όπως συμμετοχή των στοιχείων σε μεταβολικές διεργασίες των φυκών, καθώς επίσης και από το αναπτυξιακό στάδιο του φύκους.[1][2] Υψηλά επίπεδα ενός μετάλλου στον οργανισμό σχετίζονται αφενός με την αφθονία του στοιχείου στο περιβάλλον και αφετέρου με την ικανότητα του οργανισμού να προσλάβει αυτό το στοιχείο.[1] Η Ulva rigida στο Θερμαϊκό κόλπο αναπτύσσεται από τον Οκτώβριο έως τον Μάιο.[1][2] Ο αυξανόμενος αριθμός των κυττάρων δημιουργεί θέσεις σύνδεσης των μετάλλων, αλλά ταυτόχρονα παρατηρείται αραίωσή τους ανά μονάδα βάρους των θαλλών.[1][2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]